Το Π.Ε.Δ.Υ. δεν παίζει: Κρύες μέρες και καυτές εξελίξεις για την υγεία

Ο νέος νόμος για την πρωτοβάθμια (σημ.: ο νόμος για τη συγκρότηση του Π.Ε.Δ.Υ. – Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας) και το νέο κύμα διαθεσιμοτήτων – απολύσεων – κλεισιμάτων υγειονομικών δομών είναι ένα νέο βήμα προς την κατεύθυνση της υποβάθμισης του Ε.Σ.Υ. που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.

Αφού το προηγούμενο διάστημα έγινε μεγάλη προσπάθεια ανάδειξης των κακώς κειμένων στην περίθαλψη και συκοφάντησης όλων των εργαζομένων στην υγεία, όπως και στην παιδεία, τώρα η λύση που δρομολογείται για άλλη μια φορά είναι η απομάκρυνση χιλιάδων εργαζομένων από τις θέσεις εργασίας τους, με τη δικαιολογία της καταπολέμησης της νοσηρότητας ενός συστήματος υγείας που αφέθηκε υποστελεχωμένο κι υποχρηματοδοτούμενο επί σειρά ετών.

Με την πρωτοβάθμια να διαλύεται, αφενός στην περιφέρεια χιλιάδες άνθρωποι μένουν χωρίς τις στοιχειώδεις υπηρεσίες περίθαλψης (σε καιρούς που δεν υπάρχει η δυνατότητα να τις αναζητήσουν αλλού), αφετέρου στα αστικά κέντρα τα δημόσια νοσοκομεία συμφορούνται από ανθρώπους που αναζητούν βασικές παροχές, τις οποίες όμως ένα υποστελεχωμένο νοσοκομείο μόλις και μετά βίας πια προσφέρει. Ολοένα περισσότεροι φραγμοί στην πρόσβαση στις υπηρεσίες περίθαλψης, όλο και λιγότερες παροχές όλο και χειρότερης ποιότητας, με όλο και περισσότερη μετατόπιση του κόστους στο άτομο.

Η εδραίωση του αντιτίμου στις τακτικές υπηρεσίες περίθαλψης, η άρνηση ή η μετ’ εμποδίων διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων σε ανασφάλιστους (οι οποίοι είναι πλέον ένας στους τρεις ανάμεσά μας), συνιστούν μια δεδομένη πραγματικότητα.

Η επιλογή των απαραίτητων εξετάσεων που πρέπει να γίνουν στα Επείγοντα όσο και στα Τακτικά Ιατρεία, δεν γίνεται πια σύμφωνα με την πάθηση αλλά ανάλογα με την ασφαλιστική κάλυψη και τη δυνατότητα πληρωμής. Ένας ασθενής σε φορείο στα Επείγοντα πρέπει να έχει κρεμασμένο στο κούτελο το ΑΜΚΑ του για να εξεταστεί.

Η φαρμακευτική αγωγή θεωρείται πολυτέλεια για την οποία πρέπει να πληρώσουν ξανά οι ασφαλισμένοι, τα ποσοστά αναπηρίας καθορίζονται από τεχνοκράτες που δεν έχουν δει ποτέ τους καρκινοπαθή με ένα νεφρό κι έτσι μπορούν να λένε «αυτό είναι αναπηρία 30%». Η ενοποίηση των ταμείων δρομολογείται με γνώμονα τις ελάχιστες δυνατές παροχές. Τα νοσοκομεία μετατρέπονται ραγδαία σε επιχειρήσεις που πρέπει να έχουν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό (για να μην αναφέρουμε – ελέω περιορισμένου χώρου – άλλες αναπόφευκτες συνέπειες που θα επιφέρει η θεσμοθέτηση του άλλου σκανδάλου, που λέγεται ΕΣΑΝ Α.Ε. – Εταιρεία Συστήματος Αμοιβών Νοσοκομείων), τη στιγμή που εξ ορισμού η υγεία και η αξιοπρεπής πρόληψη και περίθαλψη είναι αξίες για τις οποίες, μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στον Άνθρωπο, θα έπρεπε μόνο να επενδύει τα μέγιστα και όχι να τις αντιλαμβάνεται στο πλαίσιο της «εξοικονόμησης πόρων» και του αβυσσαλέου ανταγωνισμού του ιδιωτικού τομέα.

Τη στιγμή που η κρίση στρέφει όλο και περισσότερους ανθρώπους προς το δημόσιο σύστημα υγείας και παράλληλα επιδρά διαλυτικά για την υγεία του πληθυσμού, άμεσα ή έμμεσα, οι υπηρεσίες του Ε.Σ.Υ. υποχρηματοδοτούνται και αποψιλώνονται από προσωπικό κάθε ειδικότητας. Η πρωτοβάθμια περίθαλψη, που είχε περάσει στη μεγάλη «ομπρέλα» του ΕΟΠΥΥ, οδηγείται στη διάλυση, προσφέροντας ανεπαρκείς υπηρεσίες, κι αυτές με αύξηση της συνεισφοράς του ασφαλισμένου – πόσο δε μάλλον, του ανασφάλιστου και του μετανάστη.

Κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι στο χώρο της Υγείας, των οποίων η συναίνεση επιχειρείται να εδραιωθεί με την καραμέλα της συμπληρωματικής ιδιώτευσης. Η επισφάλεια να εμφανίζεται με ολοένα και περισσότερα πρόσωπα, άρση της μονιμότητας, αξιολογήσεις, εφεδρεία, απολύσεις. Πόσο καλό ρομποτάκι ήσουν σήμερα; Η «συνεισφορά» των νέων νόμων και του μνημονίου…σαν να μην ήταν ήδη εφιαλτική η καθημερινότητά μας. Να προσπαθούμε να χωρέσουμε την πραγματική μας ζωή, τις ανα΄γκες μας που φαντάζουν περιττές σ’ ένα κόσμο που αξιολογεί τα πάντα με δείκτες παραγωγικότητας. Κι αυτό, ενώ η κρίση διαλύει και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις κάποιων για ατομική ευημερία.

Σε συλλογικά προβλήματα ατομικές λύσεις δεν υπάρχουν. Άλλωστε αυτό που πρακτικά συμβαίνει με τους καινούριους νόμους για την ασφάλιση και την περίθαλψη είναι ένα μεθοδευμένο σχέδιο να μετατοπιστεί το κόστος στο άτομο (να φταις εσύ που δεν έχεις αρκετά ένσημα για να δικαιούσαι βιβλιάριο υγεία, να πρέπει εσύ να πληρώσεις ξανά για υποτυπώδεις υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αν είσαι εσύ ο τεμπέλης που δεν θέλει να δουλεύει παραπάνω με πολύ λιγότερα λεφτά). Απ’ την άλλη, επιχειρείται η συμμόρφωση των «απείθαρχων», εκείνων δηλαδή που με κινητοποιήσεις προσπαθούν να μπλοκάρουν την προώθηση των νέων μέτρων. Εργαζομένων με εμπειρία αγώνα, που αντιστέκονται στην εξοντωτική εντατικοποίηση της εργασίας τους, δεν συμβιβάζονται με την επισφάλεια, δημιουργούν σχέσεις και κοινότητες αγώνα μεταξύ τους και με τους χρήστες υπηρεσιών υγείας.

Σε μια τέτοια πραγματικότητα εμείς τι κάνουμε; Προσπαθούμε ατομικά κι ελπίζουμε να τη βολέψουμε; Αναπαράγουμε τους διαχωρισμούς που μας πετάνε για «τυράκι» οι από πάνω – «τεμπέληδες» εναντίον «εργατικών», ντόπιοι εναντίον αλλοδαπών, γιατροί και νοσηλευτές/τριες που δουλεύουν μέχρι εξόντωσης γιατί «επιτελούν λειτούργημα» εναντίον γιατρών και νοσηλευτών/τριών που θέλουν να βλέπουν και τα παιδιά τους στο σπίτι πότε-πότε κ.ο.κ.;

…Όχι, γιατί δεν ξεχωρίζουμε τους γύρω μας με βάση το πόσο παράγουν, πόσα ένσημα επαναστατικότητας έχουν κολλήσει ή από ποιά γωνιά του πλανήτη βαστά η σκούφια τους. Δε γουστάρουμε να αναθέσουμε τον αγώνα για το αυτονόητο σε κάποιους άλλους που θα τρέξουν για μας χωρίς εμάς. Όταν το νοσοκομείο δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των ασθενών, δε σηκώνουμε το βάρος στους ώμους μας ως άλλοι μεσσίες αλλά προσπαθούμε από κοινού με εργαζόμενους και χρήστες των υπηρεσιών υγείας (όπως έγινε παλαιότερα στο Κέντρο Υγείας Ζαγκλιβερίου Θεσσαλονίκης και πιο πρόσφατα στο Κέντρο Υγείας Σχηματαρίου) να παλέψουμε, αναδεικνύοντας τις ελλείψεις και τις κρατικο-ιδιωτικές μεθοδεύσεις. Δεν καλύπτουμε τα κενά με περαιτέρω εξοντωτικές εργατοώρες που μπορεί να αποβούν τόσο ενάντια στη δική μας υγεία όσο και σ’ αυτή του ασθενούς, αλλά πιέζουμε το κράτος να τα καλύψει όπως οφείλει. Θεωρούμε την αλληλεγγύη στην εκάστοτε βαλλόμενη κατηγορία συνανθρώπων μας αυτονόητη, και όχι μέσα από ένα πρίσμα ηθικολογίας και φιλανθρωπίας αλλά γιατί θεωρούμε πως ο Άλλος είμαστε Εμείς.

Είμαστε σε σύγκρουση με όσους πατάνε επί πτωμάτων για την καριέρα και τη θεσούλα τους, με όσους θέλουνε να ξεκινήσουν αξιολογήσεις γιατί πιστεύουν ότι θα καταφέρουν να μας προσπεράσουν, με όσους είναι διατεθειμένοι να δουλεύουν άμισθα «για να κερδίζουν εμπειρία» και να γεμίζουν τα βιογραφικά τους, με όσους συμπληρώνουν το ειδόδημά τους συνταγογραφώντας φάρμακα με το κομμάτι, με όσους θεωρούν ότι το 5ευρω είναι μια εξορθολογιστική δικλείδα που φέρνει μόνο τα σοβαρά περιστατικά στο νοσοκομείο…και απορούμε μ’ αυτούς που ανησυχούν πως με τις απεργίες χάνουνε λεφτά, λες και η πιθανή ανεργία ή και στάση πληρωμών δε θα μας επηρεάσει όλους.

Δε μας μένει λοιπόν καμιά άλλη επιλογή, πέρα από το να αγωνιστούμε τώρα. Χωρίς αναβολές και δικαιολογίες, να απελευθερώσουμε το χώρο και το χρόνο μας και να πολεμήσουμε την κατάθλιψη και την ηττοπάθεια που μας επιβάλλουν. Να στήσουμε οδοφράγματα στην εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της ζωής μας, να γνωριστούμε και να κάνουμε τις αρνήσεις μας συλλογικές.

Μια από σας