Τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου η κατάληψη Έπαυλης Κουβέλου δέχθηκε βομβιστική επίθεση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να υποστεί φθορές τόσο η αυλόπορτα του κτηρίου όσο και τα παρακείμενα κτήρια. Η ακροδεξιάς προέλευσης επίθεση, πέρα από το γεγονός ότι στόχευε την κατάληψη, δεν φαίνεται να υπολόγισε το κόστος που αυτή θα προκαλούσε στην γειτονιά. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από το γεγονός πως οι δράστες δεν δίστασαν να τοποθετήσουν τον εκρηκτικό μηχανισμό στις 05:30, μία ώρα που αν μη τι άλλο δεν είναι λίγοι οι εργαζόμενοι που κατευθύνονται στον χώρο εργασίας τους. Επιπλέον σε επίπεδο υλικών ζημιών δεκάδες ήταν τα τζάμια που έσπασαν από το ωστικό κύμα στις διπλανές πολυκατοικίες και καταστήματα καθώς και σε σταθμευμένα αυτοκίνητα. Εν κατακλείδι από τον τρόπο που ενήργησαν οι δράστες, είναι εμφανές ότι δεν είχαν πάρει (και ούτε τους ενδιέφερε να πάρουν) κανένα μέτρο πρόληψης, καθώς δεν υπήρξε κανένα προειδοποιητικό τηλεφώνημα για τον αποκλεισμό της γύρω περιοχής.
Η επιλογή της κατάληψης Έπαυλης Κουβέλου ως στόχος επίθεσης από τους ακροδεξιούς, δεν ήταν τυχαία. Ο συγκεκριμένος χώρος εντάσσεται στον ευρύτερο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό κίνημα. Συγκεκριμένα, αποτελεί ένα ζωντανό κύτταρο αγώνα στην περιοχή του Αμαρουσίου, έχοντας στο δυναμικό του δεκάδες δράσεις και παρεμβάσεις τα τελευταία έξι χρόνια, τόσο για κεντρικά πολιτικά ζητήματα όσο και για τοπικά. Οι αγώνες που έχουν αναδειχθεί μέσα από τις δράσεις και τις παρεμβάσεις αφορούν ζητήματα όπως η πολιτική και οικονομική στήριξη διωκόμενων αγωνιστών και η έμπρακτη αλληλεγγύη προς κάθε αγωνιζόμενο κομμάτι της κοινωνίας ανεξαρτήτου εθνικής καταγωγής. Επιπλέον έχουν πραγματοποιηθεί δυναμικές παρεμβάσεις τόσο σε συγκεκριμένα καταστήματα, γνωστά για την εργοδοτική τους αυθαιρεσία, όσο και ενάντια στην θεσμοθετημένη ελαστικοποίηση και επέκταση των ωραρίων εργασίας. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η πορεία και ο απεργιακός αποκλεισμός καταστημάτων κατά την διάρκεια της λευκής νύχτας στο Μαρούσι. Μεταξύ των άλλων η κατάληψη, από κοινού με συλλογικότητες της ευρύτερης περιοχής, έχει διαρκή και πολύμορφη αντιφασιστική δράση. Μία δράση που με τον ερχομό των γραφείων της Χρυσής Αυγής στο Μαρούσι, πριν από περίπου ένα χρόνο, εντάθηκε, με αποτέλεσμα η δραστηριότητα των νεοναζί να περιορίζεται σήμερα αποκλειστικά στο εσωτερικό των γραφείων τους. Όπως είναι φυσικό η έντονη παρουσία της κατάληψης στην τοπική κοινωνία καθώς και ο ανατρεπτικός λόγος και η συστηματική δράση της, έχει ενοχλήσει την Χρυσή Αυγή.
Όπως φαίνεται τόσο η πολιτική στόχευση της κατάληψης όσο και το αυτοοργανωμένο, αντιιεραρχικό, οριζόντιο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης που προωθεί, ενοχλεί και φοβίζει όλους αυτούς που έχουν θέσει τον εαυτό τους στις υπηρεσίες του κεφαλαίου (δημοτική αρχή, αστυνομία, τοπικά μέσα ενημέρωσης). Ως εκ τούτου, δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος έχει στοχοποιηθεί από όλο αυτό τον συρφετό, με αποτέλεσμα η βομβιστική επίθεση να είναι η τρίτη κατά σειρά επίθεση σε αυτόν (εμπρησμός Σεπτέμβρη του 2011, οργανωμένη επίθεση από την Χρυσή Αυγή Αύγουστο του 2014). Στην πραγματικότητα όμως οι επιθέσεις αυτές δεν στοχεύουν την κατάληψη Έπαυλης Κουβέλου αυτή καθ΄ εαυτή αλλά στοχεύουν ολόκληρο το αναρχικό-αντιεξουσιαστικό κίνημα και τους αγώνες που αυτό αναδεικνύει καθώς και τα υποκείμενα αυτών.
Το γεγονός ότι οι επιθέσεις που έχει δεχθεί η κατάληψη, προέρχονται από τον χώρο της ακροδεξιάς, μόνο τυχαίο δεν είναι. Αντίθετα αποδεικνύει τον ρόλο που αναλαμβάνουν οι απανταχού φασίστες στην υπόγεια καταστολή και τρομοκράτηση των αγώνων. Ειδικά σε περιόδους που η σταθερότητα του αστικού καθεστώτος κλονίζεται από τους αγώνες των αντιστεκόμενων. Μία τέτοια περίοδος άλλωστε (κοινωνικοί-ταξικοί αγώνες 2008-2012) ήταν και αυτή κατά την διάρκεια της οποίας αναβαθμίστηκε ο ρόλος της Χρυσής Αυγής, η οποία από μία περιθωριακή νεοναζιστική οργάνωση αναδείχθηκε σε ένα κεντρικό πολιτικό κόμμα, ρόλος του οποίου ήταν και είναι η ανακοπή των συνεχώς διογκούμενων αγωνιστικών κινημάτων.
Κοιτάζοντας σήμερα πίσω στην περίοδο μετά την εξέγερση του 2008, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής σε κεντρικό φορέα του φασισμού στην Ελλάδα, είχε ως επακόλουθο μία διαρκώς αυξανόμενη ρατσιστική και φασιστική βία. Τόσο από την ίδια την οργάνωση όσο και από διάφορες άλλες μικρότερες ομάδες που κινούνται στο χώρο της ακροδεξιάς. Αυτή η διαρκώς κλιμακούμενη βία που οδήγησε ως και τις δολοφονίες, από τη Χρυσή Αυγή, του Σαχτζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα των Γενάρη του 2013 και του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι τον Σεπτέμβρη του 2013, έφτασε στα όρια της με την δολοφονία του δεύτερου, γεγονός που ανάγκασε το κράτος να καταστείλει έστω και προσωρινά την οργάνωση. Η καταστολή και οι διώξεις των ηγετικών μελών της (και όχι μόνο) εγκαινίασε μία νέα στρατηγική από την πλευρά της. Μείωσε την επιθετική και ακτιβιστική δράση ενώ παράλληλα προώθησε με πιο έντονο τρόπο την κοινοβουλευτική παρουσία της οργάνωσης. Παρόλο αυτά και ενόσω συνεχίζεται η δίκη της Χρυσής Αυγής, ο Μιχαλολιάκος εν μέσω μάλιστα προεκλογικής περιόδου ανέλαβε δημόσια την πολιτική ευθύνη για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πέρα όμως από την δήλωση αυτή, έχει παρατηρηθεί τους τελευταίους μήνες μία επαναδραστηριοποίηση των φασιστών με μία σειρά από δημόσιες συγκεντρώσεις και επιθέσεις (συγκέντρωση της Χ.Α έξω από την Γ.Α.Δ.Α-διακριτή παρουσία στις συγκεντρώσεις των ποντίων/επίθεση σε Κουμουτσάκο, επίθεση σε μέλος του ΚΚΕ στην Θήβα επ’ αφορμής του εορτασμού της 28ης, εισβολή στην κατάληψη Ελαία-Κέρκυρα, εμπρηστική επίθεση στο στέκι Αντίπνοια, εμπρησμός στο αυτοδιαχειριζόμενο κατειλημμένο έδαφος Αγρός-Αθήνα, βομβιστική επίθεση κατάληψη Έπαυλης Κουβέλου-Αθήνα κ.α). Το γεγονός ότι στην τελευταία επίθεση στην Κουβέλου οι φασίστες χρησιμοποίησαν εκρηκτικό μηχανισμό, αποδεικνύει από μέρους τους μία αναβάθμιση όσο αναφορά τα μέσα που χρησιμοποιούν στις επιθέσεις τους. Η αναβάθμιση αυτή είτε προέρχεται από την Χ.Α είτε από μεμονωμένες ομάδες και άτομα, αναδεικνύει σε συνδυασμό με την ευρύτερη επιθετικότητα των φασιστών, ότι στους κόλπους της ακροδεξιάς υπάρχει μία έντονη κινητικότητα.
Σε όλο αυτό το πλαίσιο δεν πρέπει να παραλείπεται το μεταναστευτικό ζήτημα. Τους τελευταίους 4 μήνες έχουν ενταθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι μεταναστευτικές ροές, με αποτέλεσμα το μεταναστευτικό να κυριαρχεί στην ατζέντα των ευρωπαϊκών κρατών. Ενώ σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη η ακροδεξιά χρησιμοποιεί την ένταση του μεταναστευτικού φαινομένου ως πρόσχημα για την αύξηση της ρατσιστικής/φασιστικής προπαγάνδας και βίας, στον ελλαδικό χώρο περιορίζεται σε μικρότερο βαθμό. Παρ’ όλα αυτά, είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ελληνική ακροδεξιά να ανασυνταχθεί και να διεκδικήσει με αφορμή το μεταναστευτικό ζήτημα, έναν κεντρικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις προσδοκώντας παράλληλα να αυξήσει την κοινωνική και εκλογική της επιρροή. Για να το επιτύχει αυτό θα πρέπει όμως να καταφέρει να επανέλθει δυναμικά στον δρόμο.
Στην προσπάθεια τους αυτή, οι φασίστες αποδεικνύουν για ακόμα μία φορά πως φοβούνται την αντίσταση στις κυβερνητικές πολιτικές, τους αγώνες ενάντια στην εργοδοτική τρομοκρατία και το φασισμό. Φοβούνται όλους εμάς, που δεν υπηρετούμε τα συμφέροντα των αφεντικών, αλλά αντίθετα αγωνιζόμαστε με αξιοπρέπεια, θέτοντας την αυτοοργάνωση και την αλληλεγγύη στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Εμείς λοιπόν, που δεν διαχωρίζουμε τους ανθρώπους ανάλογα το έθνος, τη φυλή και το φύλλο, που δεν συμπορευόμαστε με τους ισχυρούς και δε γινόμαστε τα τσιράκια τους, θέλουμε να διαβεβαιώσουμε τους νεοναζί δολοφόνους ότι η επίθεση τους όχι μόνο δεν μας τρομοκρατεί, αλλά αντίθετα μας επιβεβαιώνει ότι η δράση μας στρέφεται προς τη σωστή κατεύθυνση.
ΚΑΛΟΥΜΕ ΟΠΟΙΟΝ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΑΣΤΙΓΑ ΚΑΙ ΕΧΘΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΝΑ ΣΥΣΤΡΑΤΕΥΤΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
Κατάληψη Έπαυλης Κουβέλου