Βρε καλώς τα παιδιά

Σημειολογική ανάλυση σχετικά με την έκβαση της δίκης της Χρυσής Αυγής

I

Η βασική κριτική στο κοινωνικά διάχυτο σύνθημα «Οι ναζί στη φυλακή» βάζει στο επίκεντρο του προβλήματος την ίδια τη δημοκρατία: Από τη δική μας σκοπιά, ο ναζισμός δεν προσεγγίζεται ως μία ποινικά επιλήψιμη ιδεολογία στο εσωτερικό του δημοκρατικού πλαισίου, αλλά ως μία παρέκκλιση συνολικά της δημοκρατίας, σαν μια κρυμμένη τρίτη όψη του νομίσματος. Στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό υπάρχουν άπειρες ενδείξεις αυτού του ισχυρισμού: Η χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, η πριμοδότησή της από το ελληνικό κράτος και τα ΜΜΕ, ως αντίπαλο δέος στην αντιμνημονιακή κοινωνική δυναμική του 2010-2012, η ώμο-με-ώμο εμφάνιση στελεχών της «αριστερής» κυβέρνησης με στελέχη της Χ.Α. στο Καστελόριζο, και η πρόσφατη εμφάνιση του Μπογδάνου δίπλα στον Κασιδιάρη, αμφότεροι «αγανακτισμένοι πολίτες» ενάντια στις μετανάστριες/στες στη γειτονιά της Βικτώριας (λίγους μήνες πριν, στις 15/07/2020), αποτελούν μερικά μόνο τρανταχτά παραδείγματα. Η ιστορία έχει αποδείξει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως ο φασισμός είναι το πιο σκληρό πολιτικό εργαλείο του κεφαλαίου, το οποίο αντλείται από την ίδια εργαλειοθήκη που περιέχει και τη δημοκρατία. Από την άλλη, η δική μας κινηματική ιστορία λέει πως ο φασισμός τσακίζεται στα εργατικά σωματεία, στις γειτονιές μας, στον δρόμο, από τον κόσμο του αγώνα, (και από) τους καταπιεσμένους και τις εκμεταλλευόμενες που αναγνωρίζουν πως μεταξύ τους δεν χωράνε σύνορα και διακρίσεις.

II

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση υπονοεί πως αποτελεί ένα ανεπιθύμητο («εγκληματικό») μόρφωμα για τη δημοκρατία, ιδεολογικά, μεθοδολογικά και συμπεριφορικά. Σαφώς η τιμωρία ενός τέτοιου μορφώματος με αυτόν τον τρόπο εδραιώνει και ενδυναμώνει τη Δημοκρατία ως κοινωνική σχέση: Δημιουργεί την «ασφάλεια» της οργανωμένης «Πολιτείας Δικαίου», που έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, επεμβαίνει για να αποδώσει «Δικαιοσύνη». Βέβαια, η «ιδιαιτερότητα» της συγκυρίας, δηλαδή η  «πανδημία» του κορωνοϊού, που έχει γεννήσει και τις αντίστοιχες ανάγκες για ασφάλεια και προστασία, έχει φέρει στο ελληνικό πολιτικό προσκήνιο πρόσωπα και υπηρεσίες που υπηρετούν με πολύ πιο βαθύ και αποτελεσματικό τρόπο (συγκριτικά με την κρατική ρύθμιση της δίκης της Χρυσής Αυγής) αποκλειστικά τον σκοπό της ενδυνάμωσης της δημοκρατίας, και της κρατικής διαμεσολάβησης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας.

III

Ο επικοινωνιακός στιγματισμός και η εγκληματοποίηση του φασισμού, με σαφή διαχωρισμό από τις «καθαρές» και «νομοταγείς» δυνάμεις τις δημοκρατίας, αποπροσανατολίζουν από τα εγκλήματα της τελευταίας και την ξεπλένουν. Η κυβέρνηση του Σαμαρά κυνήγησε τους φασίστες βαφτίζοντας παράλληλα τον εαυτό της δημοκρατικό, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε μία κατεξοχήν ακροδεξιά πολιτική, που δεν διέφερε σε κατεύθυνση, μεθοδολογία και πρακτική από αυτή της Χ.Α.: Η σύγκλιση είναι εμφανής από τις επιχειρήσεις σκούπα απέναντι σε μετανάστριες/στες στο κέντρο της Αθήνας και τα διάσπαρτα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα επαρχιακά μετόπισθεν, ως την καταστολή των αγωνιζόμενων, την αντίστοιχη επέλαση των αναπτυξιακών οδοστρωτήρων και των αντεργατικών μέτρων προς όφελος των αφεντικών, ντόπιων και διεθνών. Λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης της δίκης, είδαμε και πάλι την ευθυγράμμιση των πολιτικών δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου, κατά το ίδιο πρότυπο που παρουσιάστηκε τις ημέρες μετά τη δολοφονία του Φύσσα. Χαρακτηριστική η ανακοινωμένη παρουσία κλιμακίου της Ν.Δ. έξω από το εφετείο την ημέρα της απόφασης, όπως και το εξώφυλλο της «Εφημερίδας των Συντακτών» (επικοινωνιακό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ) το Σαββατοκύριακο 3-4/10, με τίτλο «Το τείχος της δημοκρατίας», όπου αρθρογραφούν οι Σαμαράς, Μητσοτάκης, Τσίπρας, Γεννηματά, Κουτσούμπας και Βαρουφάκης. Το τείχος της δημοκρατίας πρώτα από όλα αποτέλεσε το πλυντήριο, μέσα από το οποίο οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις εξαγνίζουν και απεμπολούν τη συνεργασία, την υποστήριξη και την πριμοδότηση εν γένει των φασιστικών μορφωμάτων.

IV

Η  καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η τοποθέτησή της στο επίσημο «εγκληματικό πάνθεο» του ναζισμού δεν εξυπηρετεί απλά και αφηρημένα τη δημοκρατία. Στην πραγματικότητα φέρνει τη δημοκρατία πιο κοντά στον φασισμό. Είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ένα εξώφυλλο εφημερίδας κουβαλάει τόσο βαρύ συμβολισμό, προμηνύοντας τη «σπουδαιότητα της καταιγίδας που έρχεται»: Στο βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης, αυτό που βιώνουμε σήμερα δηλαδή, οι «πολιτικές λιτότητας», που θα χρειαστούν και την εφεδρεία του φασισμού, θα εφαρμοστούν τόσο από ακροδεξιές, όσο και από αριστερές δημοκρατίες.

V

Η θεωρία των δύο άκρων, όπως ήταν αναμενόμενο, έκανε guest εμφάνιση αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης. Για να μην ξεχαστούμε δηλαδή, έπρεπε να τονιστεί ότι εξίσου, ίσως και περισσότερο «εγκληματική» είναι η διπλή εκτέλεση των νεοναζί Φουντούλη και Καπελώνη στο Νέο Ηράκλειο, όπως και ο εμπρησμός της Marfin. Και οι δύο υποθέσεις έχουν συνδεθεί από τα κυρίαρχα ΜΜΕ με το ανταγωνιστικό κίνημα, ανεξάρτητα από το αν αυτό τις υπερασπίζεται εξίσου, όσο και μεμονωμένα. Η επανεμφάνιση της θεωρίας ξεκαθαρίζει πως η δημοκρατία θωρακίζεται με τον ίδιο τρόπο απέναντι στην πραγματική απειλή για αυτήν: τον κόσμο που επιλέγει να οργανώνεται και να αγωνίζεται για μια πιο αξιοπρεπή ζωή, τον κόσμο που τοποθετεί με υλικούς όρους τα συμφέροντά του απέναντι από αυτά των αφεντικών, των εταιρικών λόμπι, της ντόπιας και διεθνούς αστικής τάξης.

VI

Κινδυνεύοντας να γίνουμε γραφικοί, οφείλουμε να επαναλάβουμε πως η χρήση της βίας δεν είναι επαρκής επιλογή, ώστε με βάση αυτή να ταυτίζονται διαφορετικές και αναμφίβολα αντιμαχόμενες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες. Η θρασύδειλη ναζιστική βία που θέτει στο στόχαστρό της τους αδύναμους, και στοχεύει ευρύτερα προς το εσωτερικό των καταπιεσμένων, καμία σχέση δεν έχει με την κινηματική αντιβία, που με το βλέμμα στραμμένο προς τα πάνω, επιστρέφει ένα μικρό μόνο ποσοστό από τη βία που δεχόμαστε καθημερινά – τη μόνη βία που είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο της δημοκρατίας, είτε προέρχεται από το γκλομπ του μπάτσου, είτε από τους θεσμισμένους εκβιασμούς των αφεντικών, είτε από τα μαχαίρια των χρυσαυγιτών. Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός που αποκαλείται δημοκρατία, αφού τοποθέτησε στο εδώλιο τα ναζιστικά τέκνα του, ξεπλένοντάς τον εαυτό του, επαναδιεκδικεί μέσα από τη θεωρία των άκρων το μονοπώλιο της βίας, αφήνοντας ξεκάθαρα υπονοούμενα για την εξάσκησή του [μονοπωλίου] απέναντι στον κόσμο που αγωνίζεται. Αυτό κάθε σκεπτόμενο άτομο πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη.

VII

Είναι βάσιμη η ανησυχία για μια ενδεχόμενη απόπειρα «εγκληματοποίησης» (κατά τα πρότυπα της δίκης της Χ.Α.) απέναντι στο κίνημα, στους αγωνιζόμενους και τις αγωνιζόμενες, στον κόσμο που αντιστέκεται με οποιονδήποτε τρόπο στην καθημερινή υποτίμηση της ζωής μας. Από την άλλη, το γεγονός πως η κοινωνική βάση των φασιστών διαλύθηκε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα αμέσως μετά τις πρώτες διώξεις και τη διπλή εκτέλεση στο Ν. Ηράκλειο, βοηθάει να τοποθετήσουμε την ανησυχία αυτή στην πραγματική της διάσταση. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν: ο φασισμός τσακίζεται στα εργατικά σωματεία, στις γειτονιές μας, στον δρόμο. Δεν πρόκειται απλώς για χωροταξικούς προσδιορισμούς. Όσο το κίνημα «εργάζεται» στήνοντας δομές μέσα στις γειτονιές, βάζοντας αναχώματα στις ορέξεις των αφεντικών μέσα στους εργασιακούς χώρους, όσο δικτυώνεται κοινωνικά, τόσο χάνει έδαφος, ιδεολογικά και υλικά, κάθε ναζιστικό ανθρωποειδές! Το κίνημα δεν θα εγκληματοποιηθεί γιατί δεν θα τους το επιτρέψουμε, γιατί προσπαθούμε να χτίζουμε σχέσεις αλληλεγγύης που αντέχουν στον χρόνο και τα χτυπήματα της καταστολής, σε αντίθεση με το εσωτερικό του εθνικιστικού βόθρου, που εξ ορισμού είναι διαβρωμένο από σχετίσεις πελατειακές, καιροσκοπικές και χρηματικές.

VIII

Η εγκληματοποίηση του κινήματος είναι μία διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια, και μάλιστα εκφράζεται συνολικά και κατά μέτωπο. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία (και η αντίστοιχη υπηρεσία) απασχολείται σχεδόν εξ ολοκλήρου με τον αναρχικό χώρο, ή με τις πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις του εγχώριου ανταγωνιστικού κινήματος. Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο ποσοστό της κρατικής καταστολής που προβάλλεται από τα ΜΜΕ εστιάζει στο ριζοσπαστικό κίνημα, θέλοντας να δώσει ποινική-ενοχική υπόσταση στις αγωνιστικές διαδικασίες. Ακόμα, οι διώξεις και οι καταδίκες αγωνιστών με βάση το ιδεολογικό τους υπόβαθρο δημιουργούν ένα δεδικασμένο που αναδεικνύει την αναρχική ιδεολογία ως δυνητικά εγκληματική. Τα παραδείγματα δεν τελειώνουν. Ας μην γελιόμαστε. Το κράτος δεν περίμενε να (κατα)δικάσει τη Χρυσή Αυγή για να κυνηγήσει τους αγωνιζόμενους. Το κάνει τόσα χρόνια, και πάντα το φρέναραν οι κοινωνικές αντιστάσεις, που μέσα τους σφυρηλατείται η συλλογική ασπίδα των αγωνιζομένων. Θα συνεχίσει να το κάνει, και παραμένει διαρκές στοίχημα η ανάσχεση των κατασταλτικών, αστυνομικών, δικαστικών και παραδικαστικών μεθοδεύσεων δημόσια, μαζικά και μαχητικά συνολικά από τον κόσμο του αγώνα.

IX

Η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η ισότιμη συνύπαρξη δεν περιέχουν τίποτα το μεμπτό («εγκληματικό»), από όποιο ηθικό σύστημα και αν εξεταστούν, σε αντίθεση με το ρατσιστικό δηλητήριο, τη μισαλλοδοξία, το μίσος, την ανωτερότητα της φυλής. Να μην τους χαρίσουμε απολύτως τίποτα.

X

«Το κράτος αποτελεί μια διαλεκτική σχέση, κατά την οποία ο κοινωνικός ανταγωνισμός διαμορφώνει τη μορφή και το περιεχόμενό του». Η δίωξη της Χρυσής Αυγής, η επακόλουθη κίνηση μίας τόσο μεγάλης σε διάρκεια και βαρύτητα ποινικής διαδικασίας, και εν τέλει η καταδίκη της ως εγκληματική οργάνωση δεν αποτέλεσαν εξ ολοκλήρου ένα προμελετημένο σχέδιο από το ελληνικό κράτος. Όσο και αν είχε προβλέψει ότι η ενδεχόμενη ποινικοποίηση του ναζιστικού μορφώματος θα το εξυπηρετούσε, αφού πλέον με αντιφασιστικό μανδύα θα αποτελούσε τη «σοβαρή» ενσάρκωση της Χρυσής Αυγής, άλλο τόσο δεν ήταν σε θέση να επιλέξει και να προκαθορίσει τους όρους με τους οποίους θα εκτελούσε μία τέτοια διαδικασία. Τόσο η πορεία όσο και το αποτέλεσμα της δίκης προέκυψαν ως διαλεκτική σύνθεση των κρατικών στοχεύσεων από τη μία, και των κοινωνικών συσχετισμών δυνάμεων από την άλλη. Οι μαζικές συγκρουσιακές διαδηλώσεις που συσπείρωσαν μεγάλο φάσμα του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, και η διπλή εκτέλεση στο Νέο Ηράκλειο έθεσαν εξαρχής τα όρια της «τιμωρίας» (αντίστοιχα, η συσπείρωση του αντιφασιστικού κινήματος σε τέτοιο εύρος, εν τέλει συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «Οι ναζί στη φυλακή»). Η παρουσίαση του κράτους ως μοναδικού ρυθμιστή-διαιτητή της «υπόθεσης του φασισμού», αφενός διαγράφει από την πρόσφατη ιστορία του εγχώριου ανταγωνιστικού κινήματος κάποιες από τις πιο μαζικές και εύστοχες εκφράσεις του, και αφετέρου ενισχύει την εικόνα της κρατικής παντοδυναμίας, που στέκεται ανεπηρέαστη από τους εκάστοτε κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς.

XI

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση και η φυλάκιση κάποιων ηγετικών στελεχών της, ενδεχομένως να εμπεριέχει κάποια μικροσκοπικά ψήγματα απονομής «δικαιοσύνης». Αλήθεια όμως, ποιος (και πώς) θα αποδώσει δικαιοσύνη για όλους αυτούς και αυτές που υπέστησαν τη φασιστική βία, σωματικά και ψυχολογικά, και δεν μαθεύτηκε ποτέ παραέξω· για τους υποπληρωμένους μετανάστες που ζουν σε κοτέτσια στις απανταχού Μανωλάδες· για τις μετανάστριες στα κέντρα κράτησης· για τις φίλες και τους συγγενείς του Παύλου, της Zackie, του Σαχζάτ; Σίγουρα όχι το κράτος! Τουλάχιστον, η καταδικαστική απόφαση ήρθε να επισφραγίσει την κοινωνική απονομιμοποίηση του φασισμού και να ενισχύσει την εγκληματική διάστασή του στο κοινωνικό φαντασιακό και από τα πάνω. Αυτός είναι και ένας καλός λόγος για τον οποίο δεν θα μπορούσε να αποτελεί πρόταγμα ούτε η άρνηση του «Οι ναζί στη φυλακή». Και βέβαια, είναι θετικό το γεγονός πως οι χρυσαυγίτες δεν πήραν πίσω τις αποζημιώσεις μετά τη μακρόχρονη δικαστική διαδικασία, κάτι που θα τους έφερνε σε πλεονεκτική θέση, τόσο οργανωτικά όσο και επιχειρησιακά.

XII

Η επίθεση στις αστυνομικές δυνάμεις που φύλασσαν το εφετείο, αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης, αποτυπώνει εύστοχα και σαφώς πως ένα κομμάτι του κινηματικού κόσμου αμφισβητεί τον πυρήνα της αστικής δικαιοσύνης, και τη βαρύτητα που θέλει το κράτος να δώσει στην απόφαση αυτή. Το ίδιο κομμάτι διεκδικεί για τον εαυτό του μερίδιο στην από τα κάτω απονομή δικαιοσύνης. «Δεν μας νοιάζει που τους δικάσατε εσείς, εμείς πρέπει να τους καταδικάσουμε, εμείς οφείλουμε να βρούμε τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο». Η κίνηση αυτή και η υπεράσπισή της αρθρώνουν το όραμα για έναν διαφορετικό κόσμο, εκκινώντας από το ζήτημα του δικαίου, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν ζωντανή την επαναστατική φλόγα, και την κοινωνικοποιούν στο εσωτερικό του ανταγωνιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα, θέτουν μία ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή από τις ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις, που για άλλη μια φορά είδαν «απρόκλητη επίθεση της αστυνομίας», αδυνατώντας να χωνέψουν και να κεφαλαιοποιήσουν πως ένα μέρος του κόσμου δεν είναι ικανοποιημένο ακόμα και με τη βέλτιστη δικαστική απόφαση, τόσο πολιτικά όσο και συναισθηματικά.

ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΡΑΤΣΙΣΤΗ

ΣΤΟΝ ΒΟΡΕΙΟ ΤΟΜΕΑ ΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΕΦΟΔΟΥ ΞΑΠΛΩΣΑΝΕ ΩΡΑΙΑ

Μ. Ε. Α.