Στις 28/11/23 αναρτήθηκε προς δημόσια διαβούλευση ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα πολυάριθμων παρεμβάσεων και τροποποιήσεων του Ποινικού Κώδικα συνοδευόμενων αυτή τη φορά και από σημαντικές –πάντα αντιδραστικές– τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά τροποποίηση του Π.Κ. από τη νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αυτή τη φορά δια στόματος του «εκσυγχρονιστή» υπ. Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδη. Κυβέρνηση η οποία όχι απλά δεν κρύβει την φασίζουσα ρητορική του δόγματος νόμος και τάξη, αλλά την επιδεικνύει μεγαλόστομα σκοπεύοντας να περάσει τα πιο αντιδραστικά μέτρα καταστολής, ελέγχου και ποινικοποίησης κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής που εκφεύγει ή θα μπορούσε να εκφύγει από τα ασφυκτικά όρια του Νόμου. Μέτρα που αν εφαρμοστούν αναμένεται να πλημμυρίσουν τις –ήδη ασφυκτικά γεμάτες– φυλακές της χώρας με χιλιάδες «παραβατικούς», «παράνομους», φτωχοδιαβόλους, προλετάριους αλλά και αγωνίστριες. Ενδυναμωμένη από την πρόσφατη εκλογική επικρότηση των πολιτικών της, η παρούσα κυβέρνηση εμφανίζεται ασύδοτη και αποφασισμένη να εφαρμόσει στην πράξη τις πιο σκοτεινές, αντιδραστικές αντιλήψεις περί «εγκλήματος» και «σωφρονισμού». Όχι μόνο αρνήθηκε το επιτακτικό αίτημα των φυλακισμένων και του κινήματος για αποσυμφόρηση των φυλακών, όχι μόνο αγνόησε και τιμώρησε τον πρόσφατο αγώνα των κρατουμένων για ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και περισσότερα δικαιώματα αλλά σαδιστικά σκοπεύει να θάψει κι άλλους, χιλιάδες, στις φυλακές.
Κεντρικός άξονας των προς ψήφιση τροποποιήσεων είναι η πραγματική έκτιση ποινής, η τιμωρητική φυλάκιση δηλαδή, όσο το δυνατών περισσότερων «ενόχων». Η αναστολή ποινής για πλημμελήματα γίνεται πλέον η εξαίρεση, ενώ αυξάνονται επιθετικά και τα όρια των ποινών. Εμβληματική είναι και η επιχειρούμενη εξίσωση της απόπειρας με την τετελεσμένη πράξη και του/της συνεργού με τον φυσικό αυτουργό. Ταυτόχρονα, είναι διάχυτη στο νομοσχέδιο η επικράτηση των υποκειμενικών παραγόντων που θα ορίζουν πλέον την καταδίκη ενός ατόμου, αλλά και την παραμονή του στη φυλακή, αμβλύνοντας καθοριστικά τα περιθώρια κάθε είδους δικαστικής ερμηνείας. Η μείωση της επίδρασης των ελαφρυντικών, ο ορισμός μίας μόνο επιτρεπόμενης αναβολής ανά υπόθεση, αλλά και η μη υποχρέωση παρουσίας των μπάτσων στις δίκες με αποδοχή μόνο των γραπτών τους καταθέσεων (εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων) μειώνουν δραστικά τις όποιες δικλείδες ασφαλείας των κατηγορούμενων, αφήνοντάς τες/τους ακόμη πιο εκτεθειμένους/ες στις εκάστοτε ορέξεις των μπάτσων και της δικαστικής εξουσίας. Επαναφέρονται δε οι εναλλακτικές μορφές έκτισης ποινής μέσω κοινωφελούς εργασίας ή/και μετατροπής της ποινής σε χρήμα, αλλά και τα υψηλά ποσά σε παράβολα που θα απαιτούνται, επιβεβαιώνοντας με τον πιο εξόφθαλμο τρόπο την υποκρισία και την ταξική υπόσταση της «Δικαιοσύνης».
Η ποινική αντιμεταρρύθμιση η οποία προωθείται, που όπως επαναλάβαμε είναι σε συνέχεια άλλων που έχουν προηγηθεί τα 4 τελευταία χρόνια –όλες τους στο πνεύμα εκμηδενισμού των δικαιωμάτων των κρατουμένων– έχει ως βασικό επικοινωνιακό της όπλο προς τα ακροατήρια που ενδιαφέρουν την κυβέρνηση τον «περιορισμό της ατιμωρησίας». Ένα αφήγημα που συνάδει με τη εγκληματολογική φιλοσοφία αυτών των δεξαμενών think tank που εντελώς μεταφυσικά θεωρούν ότι η σκληρότερη δυνατή τιμωρία λειτουργεί και ως αποτρεπτικός παράγοντας, ή που τουλάχιστον αυτό πουλάει ως ιδεολογικό προϊόν. Οι νέες αλλαγές λοιπόν συνεχίζουν ακριβώς στην ίδια βάση η οποία είναι η νομιμοποίηση ενός καθεστώτος εξαίρεσης για ένα συγκεκριμένο πεδίο, που είναι φυσικά το πεδίο των φυλακών. Με τις νέες αλλαγές το κράτος παρέχει στον εαυτό του τη νομική οδό ώστε να μην αναγνωρίζει τα ατομικά δικαιώματα μιας ολόκληρης κοινωνικής μερίδας, κόντρα στον ίδιο τον πυρήνα της φιλοσοφίας του «αστικού δικαίου» που είναι ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα κάθε ξεχωριστού ανθρώπου ακόμα κι αν αυτός είναι εγκληματίας πολέμου. Αυτή η νομική ευελιξία καλύπτει το κενό χώρο μεταξύ «αυθαιρεσίας» και νομιμότητας ωθώντας τους μηχανισμούς καταστολής σε περαιτέρω αποθράσυνση.
Σε αυτήν την κατεύθυνση λοιπόν έρχονται οι νέες αλλαγές οι οποία ανά κατηγόρια πλήττουν στο σύνολο τους τη βάση πάνω στην οποία νομιμοποιούνται τα κεκτημένα των κρατουμένων. Ας τα δούμε αναλυτικά:
Επίθεση στην αρχή της αναλογικότητας
Οι παρακάτω αλλαγές παραβλέπουν ότι η διαβάθμιση ποινών είναι ιστορικά ένα δίκαιο κεκτημένο των από τα κάτω στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τον απόλυτο λόγο της εξουσίας πάνω στους ανθρώπους ακόμα κι όταν αυτοί παρανομούν. Η στερητική της ελευθερίας ποινή θεωρείται από μόνο του κάτι εξαιρετικά σοβαρό με σημαντικές συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων και του περίγυρού τους. Όλα τα δικαιώματα που μέχρι τώρα έχουν κερδηθεί στο κομμάτι των φυλακών αυτό έχουν προτάξει ως βασικό αντεπιχείρημά, ότι δηλαδή ο χρόνος στέρησης της ελευθερίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την αντικειμενική απαξία κάθε πράξης, τον βαθμό συμμετοχής κάθε ξεχωριστού ατόμου σε κάθε πράξη, το αν η ίδια η πράξη είναι απόπειρα ή τετελεσμένη, το αν ένα άτομο δεν έχει απασχολήσει στο παρελθόν την ποινική διαδικασία, αλλά και το αν ο χρόνος της στέρησης αυτός καθ’ εαυτός είναι τόσο μεγάλος (25 χρόνια για παράδειγμα) που οι συνέπειες για την προσωπικότητα ενός ανθρώπου είναι τόσο ανεπανόρθωτες που στην ουσία καταργείται και το δικαίωμα της δεύτερης ευκαιρίας. Οι εξισωτικές ποινές, οι αυξήσεις ορίων κράτησης και η δυσχέρεια στις αναστολές και τις υφ όρων απολύσεις επομένως προωθούν σταδιακά την αντίληψη μιας περίπου οριζόντιας αντιμετώπισης της παρανομίας.
- Η αναστολή ποινής θα μπορεί να χορηγηθεί σε ποινές έως ένα έτος, όταν οι αμετάκλητες προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν το ένα έτος.
- Πραγματική έκτιση (φυλάκιση) μέρους της ποινής έως 6 μήνες για ποινές από 2 έως 3 έτη.
- Πραγματική έκτιση (φυλάκιση) για ποινές άνω των 3 ετών.
- Αύξηση του ανωτάτου ορίου κάθειρξης για κακουργήματα από τα 15 στα 20 έτη.
- Αύξηση του ανωτάτου ορίου κάθειρξης επί συρροής κακουργημάτων στα 25 έτη (από 20) και επί συρροής πλημμελημάτων στα 10 έτη (από 8).
- Αυστηροποίηση των προϋποθέσεων υφ’ όρον απόλυσης. Πλέον θα εναπόκειται στην κρίση του δικαστικού συμβουλίου ανάλογα με την «επικινδυνότητα του εγκλήματος» και τα «ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του/της υπόδικου», ανεξαρτήτως τυπικών προϋποθέσεων συμπλήρωσης χρόνου κράτησης.
- Δυνατότητα επιβολής ποινής για την απόπειρα τέλεσης μιας πράξης, ίδια με την ποινή που προβλέπεται για την τετελεσμένη πράξη.
- Δυνατότητα επιβολής ποινής σε συνεργό, όμοια με την ποινή που προβλέπεται για τον φυσικό αυτουργό.
- Επιβαρυντικές διατάξεις για τη διατάραξη δημοσίων υπηρεσιών ακόμα και μόνο με φωνές/διαμαρτυρίες
Επίθεση στην αρχή της «δίκαιης δίκης»
Οι παρακάτω αλλαγές αποτελούν επίθεση στο ιστορικό κεκτημένο των από τα κάτω που περιορίζει και πάλι τον απόλυτο λόγο της εξουσίας ακόμα και πάνω στους ανθρώπους που παρανομούν, καθώς αναγκάζουν το ίδιο το σύστημα, που διώκει και καλεί να επιβάλει στερητικές της ελευθερίας ποινές, να αποδείξει ότι κάθε ξεχωριστό άτομο που παραπέμπεται είναι ένοχο, βάσει μιας αποδεικτικής διαδικασίας που περιλαμβάνει για αρχή τη δυνατότητα νομικής υπεράσπισης κάθε ατόμου. Η φυσική παρουσία κάθε ατόμου ήδη από το στάδιο της προανάκρισης, και πολύ περισσότερο στο στάδιο ακροαματικής διαδικασίας που οφείλει να είναι ανοιχτή και δημόσια στο κοινό, η εξέταση μαρτύρων κατηγορίας και η αντιπαράθεση με την πολιτική αγωγή για την αντίκρουση του κατηγορητηρίου , η δυνατότητα γνώσης οποιασδήποτε εισήγησης/απόφασης δικαστικού λειτουργού, η δυνατότητα διεξαγωγής κάθε δίκης από πολλαπλές και μικτές συνθέσεις (γεγονός που δίνει την ευχέρεια πολλών υποκειμενικών κρίσεων, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό ιδιαίτερα για βαριές υποθέσεις) καθώς και η δυνατότητα εξέτασης μιας υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, είναι όλες τους περιοριστικές ως προς το βαθμό κατάχρησης εξουσίας, αυθαιρεσίας και εκδικητικών διώξεων και σκευωριών, κάτι που όσον αφορά τον δικό μας χώρο έχουμε δει άπειρες φορές. Ας αναλογιστούμε όποια υπόθεση γνωρίζαμε ως τώρα χωρίς αυτές τις δυνατότητες.
- Εξέταση μαρτύρων και κατηγορουμένων από απόσταση (τηλεδίκες).
- Κατασχέσεις/έρευνες χωρίς φυσική παρουσία του ανακρίνοντος ατόμου
- Κατάργηση υποχρέωσης γραπτής γνώμης εισαγγελέα για αντικατάσταση προσωρινής κράτησης
- Συγκεντρωτικό μοντέλο μονομελών πλημμελειοδικείων και κάποιων κακουργιοδικείων – απόφαση από έναν και μόνο δικαστή.
- Δυνατότητα μίας μόνο αναβολής με χρέωση ως και 200 ευρώ
- Περιορισμός του ρόλου των ενόρκων στα ΜΟΔ – ουσιαστική ενίσχυση του ρόλου των δικαστών
- Περιορισμός της δυνατότητας έφεσης
Επίθεση στην αρχή της ισότητας
Τέλος έχουμε την τελευταία κατηγορία αλλαγών που επιτίθενται στο ιστορικό κεκτημένο των από τα κάτω που απαιτεί από την εξουσία να μην εφαρμόζει κανενός είδους διακρίσεις στο πώς η ίδια αντιμετωπίζει ανθρώπους που παρανομούν. Σε μια συγκυρία λοιπόν όπου βλέπουμε ότι πάσης φύσεως πρόσωπα που σχετίζονται με κέντρα πολιτικής και οικονομικής ισχύος απολαμβάνουν προκλητικής ασυλίας σε οτιδήποτε κι αν κάνουν (δολοφονίες, βιασμούς, απάτες κατά του γενικού συμφέροντος, οικολογικές καταστροφές), την ίδια στιγμή θεσπίζονται κριτήρια που αφορούν μόνο και ειδικά τη βάση των από τα κάτω με ξεκάθαρα ταξικό και ρατσιστικό χαρακτήρα. Έτσι, το δικαίωμα σε μια δίκαια δίκη μετατρέπεται σε πολυτέλεια για όσους έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν στις διαρκώς υπερκοστολογημένες οικονομικές ρήτρες που προβλέπονται σε κάθε μέτρο μιας δικαστικής περιπέτειας, επομένως επιβαρύνει τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας, ενώ για όσα άτομα δεν έχουν την ελληνική υπηκοότητα η τιμωρία τους τελείως αυθαίρετα θα συμπεριλαμβάνει μέτρα που αφορούν την καταγωγή τους. Μια θεσμοθετημένη δικαιοσύνη επομένως με καθαρά ρατσιστικά κριτήρια.
Απέλαση και απαγόρευση επανεισόδου στη χώρα ατόμων μη ελληνικής υπηκοότητας τα οποία έχουν καταδικαστεί σε ποινή από 6 έτη και πάνω.
- Αύξηση του κόστους εξαγοράσιμης ποινής
- Αυξήσεις στα παράβολα δικής
Τέλος στο νομοσχέδιο εμπεριέχεται μεταξύ άλλων θεμάτων που είναι στην «επικαιρότητα» και μια παράγραφος για την ενδοοικογενειακή βία, η οποία πέρα από την ευκαιριακή προσέγγιση του ίδιου του θέματος δεν μπορεί και ούτε θα μπορούσε πότε να αποτελεί οποιουδήποτε τύπου «λύση». Και αυτό γιατί σε μια κοινωνία, όπου η πατριαρχική εξουσία και επιβολή αποτελεί καθημερινή απειλή για όποιο σώμα δεν επιβεβαιώνει τα πρότυπα της κανονικότητας, δεν περιμένουμε από καμία κρατική παρέμβαση να μας προστατέψει από τη βία της πατριαρχίας. Το ανάποδο μάλλον συμβαίνει, καθώς από την εδραίωση της εξουσιαστικής υπόστασης που απορρέει από το σύνολο των υπόλοιπων παρεμβάσεων ενισχύεται το αίσθημα δύναμης και ισχύος του κάθε σεξιστή.
Στις αρχές του 2024, λοιπόν, σχεδιάζεται η ψήφιση αυτού του εκτρωματικού νομοσχεδίου, μιας αυταρχικής μεταρρύθμισης, αλλά και μιας επιβεβαίωσης ότι ο κόσμος μας μετατρέπεται όλο και πιο έντονα σε ένα γενικευμένο πεδίο ελέγχου, επιβολής και καταπίεσης των ζωών μας. Ο ελληνικός εξουσιαστικός μηχανισμός δείχνει μέχρι τώρα ιδιαίτερα ικανός να εκμεταλλευτεί ανά πάσα στιγμή τα πιο σάπια αντανακλαστικά της ελληνικής μικροαστικής κοινωνίας και των νοικοκυραίων, πουλώντας τους άλλοτε πατρίδα και φυλή άλλοτε ασφάλεια και –όπως τώρα– νόμο και τάξη, με απώτερο σκοπό τη διαιώνιση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας του.
Όλη αυτή η πολιτική κατεύθυνση δεν αποτελεί ένα τυχαίο ξέσπασμα ακροδεξιάς αυταρχικότητας, αλλά το μεθοδικό κατασκεύασμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του εξουσιαστικού μηχανισμού που μορφοποιούν τον σύγχρονο κόσμο. Αν και η συγκεκριμένη τροπολογία φαίνεται να πηγάζει από ένα «σκοτεινό» παρελθόν, αν δούμε πιο συνολικά τις κατασταλτικές πολιτικές των κρατών παγκοσμίως, και την προσπάθειά τους να αναδειχθούν σε προστάτες απέναντι σε αυτό που τα ίδια περιγράφουν ως «έγκλημα» ή «τρομοκρατία», μάλλον βρισκόμαστε αντιμέτωποι/ες με ένα δυστοπικό μέλλον. Μια δυστοπία που μπορεί να γίνεται πιο εμφανής και πιο έντονη όταν έχουμε απέναντί μας τους παραδοσιακούς δεξιούς εκφραστές της, αλλά βρίσκεται σε ένα είδος συνέχειας με τους όποιους προοδευτικούς διαχειριστές της εξουσίας, μια συνέχεια που κατασκευάζει το σύγχρονο κράτος.
Σε περιβάλλον παρατεταμένης καπιταλιστικής κρίσης, πολέμων, μιλιταρισμού και εξοπλισμών, σε περιβάλλον δηλαδή εύφορο για την ανάπτυξη των ακροδεξιών, εθνικιστικών, φασιστικών ιδεολογιών και ενστίκτων, τα κράτη οχυρώνονται όλο και περισσότερο απέναντι σε εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, προετοιμάζονται για πόλεμο, για κοινωνικές εκρήξεις και κινδύνους αποσταθεροποίησης. Στην ελληνική πραγματικότητα, το κράτος όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά ακολουθεί την ίδια γραμμή νομοθετώντας ένα μωσαϊκό νόμων αντεργατικών, νόμων απελευθέρωσης των εξώσεων, διατήρησης και αύξησης των κερδών του κεφαλαίου σε περίοδο πληθωριστικών πιέσεων, ακρίβειας, ανέχειας και πλήρους ανασφάλειας της κοινωνικής βάσης, ενώ συνεχίζει με ένταση τις δαπάνες για τον στρατιωτικό του εξοπλισμό και την ενίσχυση των σωμάτων ασφαλείας θέτοντας ως προτεραιότητά του κατά το δόγμα «Νόμος και Τάξη». Τα κρατικά επιτελεία, άλλωστε, δείχνουν παραπάνω από πρόθυμα να υιοθετήσουν οποιοδήποτε σύγχρονο εργαλείο τούς προσφέρεται από την παγκόσμια εμπειρία της επιβολής, με σκοπό να πειραματιστούν προσαρμόζοντάς το στην εδώ πραγματικότητα. Ως ψηφίδα αυτού του μωσαϊκού αντιλαμβανόμαστε τη νέα αντιδραστική αλλαγή του Ποινικού Κώδικα, και τον αγώνα εναντίον της τον θεωρούμε μέρος του αγώνα για τη συνολική εναντίωση στο κράτος και το κεφάλαιο.
Το σύμπλεγμα όλων αυτών των παρεμβάσεων συνθέτουν ένα φασιστικής σύλληψης κατασκεύασμα, βγαλμένο από τις πιο βάναυσες στιγμές στην ιστορία της εξαθλίωσης, από τα κάτεργα των φυλακών του αμερικάνικου νότου μέχρι τα λευκά κελιά της δυτικής Γερμανίας και το Γκουαντάναμο, όπου η εξουσιαστική επιβολή συμπλέκεται με την ακραία εκμετάλλευση. Ένα νομοσχέδιο που προσδοκεί να ακουμπήσει όλα τα σάπια ακροδεξιά ένστικτα της ελληνικής μικροαστικής τάξης, χωρίς να ξεχνάει όμως και τα νεοφιλελεύθερα ήθη κατά τα οποία τα πάντα μπορούν να αποτελέσουν προϊόν αγοραπωλησίας. Ως ένα τέτοιο προϊόν αντιμετωπίζεται και η ποινική μεταχείριση στον ταξικό κόσμο του καπιταλισμού, όπου στοχοποιείται η κάθε είδους μικροπαραβατικότητα των από τα κάτω, εκείνων δηλαδή που απέναντι σε μια ολοένα και εντεινόμενη εκμετάλλευση επιλεγούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα που τους/τις έχουν απομείνει για να επιβιώσουν. Μια επιλογή στην οποία το κράτος επιβάλει την παραδειγματική τιμωρία, με στόχο τον φόβο και την πειθάρχηση των ταξικά αποκλεισμένων στις επιταγές των καπιταλιστικών σχέσεων.
Για όποιον και όποια, από την άλλη, επιλέγει όχι απλά να επιβιώνει αλλά να διεκδικεί να ζήσει αμφισβητώντας την εξουσιαστική επιβολή του κράτους, του/της επιφυλάσσεται ο «πολιτικός» σωφρονισμός. Ο κρατικός μηχανισμός, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του αναρχικού χώρου αλλά και του ευρύτερου κινήματος έναν από τους βασικούς του εσωτερικούς εχθρούς, επιχειρεί την ολοκληρωτική καταστολή του. Το καθεστώς εξαίρεσης των διωκόμενων αγωνιστών και αγωνιστριών, αλλά και των πολιτικών κρατουμένων βαθαίνει ακόμη περισσότερο. Όποια πολιτική πρακτική αποπειράται να αντισταθεί στην εξουσιαστική επιβολή της «νομιμότητας» στοχοποιείται ως «ειδεχθές έγκλημα». Πόσο μάλλον εκείνη που δεν διεκδικεί απλά, αλλά τολμά να αμφισβητεί και το κρατικό μονοπώλιο της βίας. Με εξοντωτικές και εκδικητικές ποινές σε πράξεις που κατεξοχήν αφορούν τον κόσμο του αγώνα, με τη μη χορήγηση αναστολής (παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις) σε καταδίκες που αφορούν το άρθρο ΠΚ 187, με ουσιαστική συρρίκνωση των ελαφρυντικών περιστάσεων, αλλά και με την άρνηση της υφ’ όρον απόλυσης σε κρατούμενους που δεν θα προβαίνουν σε δηλώσεις μετανοίας αφού η χορήγησή της θα έγκειται πλέον απόλυτα στην υποκειμενική κρίση των δικαστικών συμβουλίων, χωρίς αυτά να δεσμεύονται από τις τυπικές προϋποθέσεις χορήγησης. Το τελευταίο, βέβαια, εφαρμόζεται άτυπα ούτως ή άλλως εδώ και χρόνια σε αγωνιστές/τριες, με εξέχον παράδειγμα τον πολιτικό κρατούμενο και αιχμάλωτο μέλος του Ε.Α., Νίκο Μαζιώτη, στον οποίο αρνούνται εκδικητικά να χορηγήσουν την υφ’ όρον απόλυση για φρονηματικούς λόγους, παρ’ όλο που πληροί όλες τις προϋποθέσεις από τον Ιανουάριο του 2022. Επιχειρείται, λοιπόν, να καθιερωθεί και να διευρυνθεί η ήδη υπάρχουσα λογική της υλικής και ηθικής εξόντωσης όσων αγωνίζονται ενάντια στην κρατική εξουσία και την εξαθλίωση των ζωών τους.
Ως συνέλευση αλληλεγγύης στους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές/ριες, ως μέρος του κινήματος αλληλεγγύης στους αγώνες των φυλακισμένων αλλά και των πολιτικών κρατουμένων, θεωρούμε τη στιγμή αυτή κομβική. Το ελληνικό κράτος στοχεύει, πέραν όλων των άλλων, και στην εξόντωση των αγωνιζομένων κοινωνικών κομματιών, του ριζοσπαστικού κινήματος ειδικότερα, επιχειρώντας μια πρωτοφανή ποινικοποίηση κάθε μορφής αντίστασης, σκοπεύοντας να στείλει στις φυλακές του όλες και όλους που θα επιχειρήσουν να αμφισβητήσουν την μονοκρατορία του και το μονοπώλιό του στη βία. Να εξαφανίσει από τον ορίζοντα του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού την πολιτική βία σε κάθε της μορφή. Ένα νέο, ακόμα πιο σκληρό, καθεστώς εξαίρεσης επιχειρείται να στηθεί και εις βάρος των πολιτικών κρατουμένων, των αιχμαλώτων του κοινωνικού πολέμου. Ένα καθεστώς που θα επιχειρήσει να τους/τις αποκόψει ακόμα περισσότερο από τον «έξω» κόσμο, από τις κοινότητες αγώνα από τις οποίες προέρχονται, και να τους θάψει στη λήθη, εξοντώνοντάς τους υλικά και ηθικά. Ένα πεδίο στο οποίο οφείλουμε να αντισταθούμε θέτοντας συλλογικά αναχώματα.
Δεν τρέφουμε αυταπάτες για την κατεύθυνση των κρατικών πολιτικών, εντός ή εκτός φυλακών. Απέναντι σε έναν κατασταλτικό μηχανισμό, που γιγαντώνεται συνεχώς μέσω της φυσικής του επέκτασης αλλά και της νοηματικής του εδραίωσης, και ενώ φαίνεται ότι όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας «μοιάζουν έτοιμα να καταναλώσουν την υποδούλωσή τους ως αισθητική απόλαυση», ας θυμηθούμε ότι την έννοια της ελευθερίας δεν την ορίζουν τα όρια των φυλάκων αλλά ο αγώνας για την κατάργησή τους.
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΛΙΑ
ΟΥΤΕ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΟΥΤΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΦΥΛΑΚΗ
Συνέλευση Αλληλεγγύης στους φυλακισμένους, φυγόδικους και διωκόμενους αγωνιστές/τριες