Πολιτεία χωρίς όνομα (Εντελβάις #57)

ΙΥ

έρημοι δρόμοι βραδυνοί
που τους στοιχειώνει ο θάνατος
που τους νοτίζουν τα δάκρυα
κι η νωπή μνήμη
δρόμοι που κάθε νύχτα
που μόνο τη νύχτα
οδηγούν τα βήματά μας
ετοιμάζουνε την συνάντησή μας
την μεγάλη μας συνάντηση

έχω να κάνω έναν πικρό
δρόμο για να σε βρω

τις νύχτες κάνει παγωνιά
σφίξε τα δόντια σου αδερφέ
τις νύχτες κάνει απόγνωση
πέτρωσε την καρδιά σου
τις νύχτες
ποιος περίμενε αυτούς τους δίσεχτους καιρούς
τις νύχτες πρόσεχε αδερφέ
περνούνε πλάι στο θάνατο
και ποιος θα το ’λπιζε ποτέ
αλήθεια ποιος θαν το ’λεγε
εκείνη η λαϊκή χαρά
εκείνο το ξεφάντωμα
θα στοίχιζε τόσο ακριβά
τόσα πικρά δοσίματα
τόση αγωνία
τόση ερμιά
τόσο αίμα
τόσο θάνατο

ΥΙ

πέφτει η βροχή σε νεκρή γη
πέφτουν ατρύγητοι οι καρποί
σε ξένο χώμα
μες στην ψυχή τους πέφτει ο θάνατος
πάνω στα έργα τους
η οργή της ιστορίας
στα ξεφτισμένα ιδανικά τους
η σιωπηλή μας περιφρόνηση

πέφτουν οι αξίες τους
στην αγορά όλοι πουλάνε πια
κανείς δεν αγοράζει
κι είναι η ρακένδυτη φωνή
που τυραννάει τον ύπνο τους
ένας ανέλπιδος λαός ήχων που πολεμάει
είναι η πορεία μιας όρασης για φωτεινούς ορίζοντες
η αγωνία για έκφραση
η πείνα για γλυκό ψωμί
η δίψα για διάφανη ζωή
και δικαιοσύνη