*
«Γαμήθηκε η παναγία. Όλη τη νύχτα εδώ θα τη βγάλουμε.» είπε με σχετικά θλιμμένο ύφος ο Τάκης, απευθυνόμενος στους δύο υφισταμένους του. Eίχε βγάλει το πηλίκιο ενώ το υπηρεσιακό του πουκάμισο είχε βγει άτσαλα το μισό έξω από το παντελόνι. Είχε μεγάλη κοιλιά, καράφλα την οποία έκρυβε χτενίζοντας δεξιά τα μαλλιά που είχε στα πλάγια του κεφαλιού του και χοντρό μουστάκι. Ήταν μια μάλλον συμπαθητική φυσιογνωμία. Στο ένα του χέρι κράταγε τον ασύρματο και στο άλλο ένα φραπέ σε πλαστικό ποτήρι. Σε αντίθεση με τους κλασικούς επαρχιώτες μπάτσους, δεν είχε το ύφος σερίφη αλλά περισσότερο έμοιαζε με πενηντάχρονο δημόσιο υπάλληλο με στάσιμη καριέρα και στάσιμη ζωή. Έγινε αστυνομικός για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, ένα συνονθύλευμα ενός λανθάνοντος ιδεαλισμού σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης, της παντελούς άγνοιάς του σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος και της άμεσης ανάγκης του για βιοπορισμό. Το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν από τα πιο συγκλονιστικά που του συνέβαιναν στην καθόλου πολυτάραχη καριέρα του. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν μάλλον επίπεδα: τη μέρα αγνοούσε εντέχνως τους δύο υπαστυνόμους, τους οποίους θεωρούσε καθυστερημένους, και πέρναγε τις ώρες σε κατάσταση υπνηλίας στο γραφείο του στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Στις τέσσερις με πέντε το απόγευμα τελείωνε τη βάρδιά του και επέστρεφε σπίτι, όπου τον περίμεναν τα παιδιά και η κατά πολύ μικρότερη σε ηλικία γυναίκα του, η οποία παρεμπιπτόντως τον βαριόταν και αυτόν και τη ζωή στο χωριό – όπου όλες οι μέρες είναι ίδιες -. Τη νύχτα έπινε δύο ουίσκι σκέτα, έπεφτε για ύπνο και ονειρεύονταν ότι έπαιρνε προαγωγή επειδή σκότωνε δολοφόνους, βιαστές και εγκληματίες.
*
Νύχτα στην εθνική οδό, δύο χιλιόμετρα πριν την έξοδο για ένα ασήμαντο χωριό στην Ήπειρο. Ο οδηγός του πούλμαν έχει ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι του καθίσματος βαριεστημένα και χαζεύει το τίποτα, με το στόμα και τα μάτια μισάνοιχτα. Το ράδιο του λεωφορείου παίζει Στέλιο Καζαντζίδη. Μέσα στο πούλμαν βρίσκονται περισσότερα από εξήντα άτομα, όλα μέλη οικογενειών από τη Συρία και ανάμεσά τους υπάρχουν πολλά μικρά παιδιά, ακόμα και βρέφη. Διάφορες συνομιλίες ακούγονται στα αραβικά ανακατεμένες με κλάματα μικρών παιδιών και γονικές επιπλήξεις. Μέσα στο λεωφορείο είναι διάχυτη η βαριά ατμόσφαιρα του συνωστισμού. Το κλίμα είναι ήρεμο αλλά όχι με αυτό το είδος της ησυχίας που επικρατεί όταν τα πράγματα βαίνουν καλώς, αλλά από μια σιωπή που οφείλεται στο φόβο και την απογοήτευση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η πιθανότητα να επικρατούσε ησυχία και να μην εκδηλώνονταν οποιουδήποτε είδους διαμαρτυρίες σε ένα όχημα του οποίου οι επιβάτες προσπαθούν να βρούν ένα πιάτο φαί και ένα κρεβάτι για να κοιμηθούν εδώ και μέρες, θα ήταν μηδαμινή. Το λεωφορείο είναι μπλοκαρισμένο εδώ και πέντε ώρες στο ίδιο σημείο, ενώ ταυτόχρονα εξελίσσονται διαπραγματεύσεις για την τύχη του. Διακόσια μέτρα πιο κάτω, στελέχη της κυβέρνησης συνομιλούν σχετικά έντονα με τους επικεφαλής μιας συγκέντρωσης τριακοσίων κατοίκων που απαγορεύει στους πρόσφυγες την είσοδο στο χωριό, υπό την εποπτεία των ντόπιων μπάτσων.
*
Η συζήτηση στη συγκέντρωση των κατοίκων έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Κεντρικό πρόσωπο στην ομήγυρη που συζητάει είναι ένα χοντρός με καραφλό κεφάλι, ζαρωμένο σβέρκο και στρατιωτικό τζάκετ. Επαναλαμβάνει συνεχώς και μονότονα ότι πρέπει οι μπάτσοι να διώξουν άμεσα το λεωφορείο γιατί το πρωί όλοι έχουν δουλειές. Στην πραγματικότητα θέλει απλά να πάει στο τοπικό κωλόμπαρο προκειμένου να πιεί τρία ίσως και τέσσερα ποτά και μετά να πληρώσει για να πηδήξει μια οποιαδήποτε από τις «σερβιτόρες» του μαγαζιού, αφού η γυναίκα του δεν του κάθεται παρά μόνο με τη βία και όταν και εφόσον το κάνει του αφαιρεί με τον τρόπο της οποιαδήποτε ευχαρίστηση. Το εν λόγω άτομο επίσης λέει ψέματα καθώς τα χωράφια που διαχειρίζεται τα έχει και κάθονται, ζώντας από την είσπραξη επιδοτήσεων και το πρωί δεν έχει καμία δουλειά να κάνει. Συνεπώς σε πλήρη αντίθεση με τα λεγόμενά του, με το που θα ξυπνήσει θα κατέβει στο καφενείο του χωριού όπου θα ξαναρχίσει να λέει τα ίδια και τα ίδια, μέχρι να περάσει και αυτό το γεγονός και να επιστρέψει το χωριό στην κανονικότητα του, όπου όλες οι μέρες είναι ίδιες και οι θαμώνες των καφενείων πίνουν σαραντάρια ποτά ενώ βλέπουν όλοι μαζί Σκάι στην υπερυψωμένη τηλεόραση περιμένοντας να περάσει η ώρα και κατ’ επέκταση τα χρόνια. Μαζί με το χωριό θα επιστρέψει και το ίδιο το υποκείμενο της συγκεκριμένης αφήγησης στην δική του καθημερινότητα: σπίτι – καφενείο – κωλόμπαρο – σπίτι και πάει λέγοντας, μέχρι ο θάνατος να διαταράξει αυτή την αλληλουχία του απόλυτου κενού σταματώντας βίαια αυτή την τιποτένια ύπαρξη χωρίς την οποία αυτός ο κόσμος θα ήταν σίγουρα πιο όμορφος. Ή μέχρι να γίνει κάποιος πόλεμος και στα δικά μας εδάφη και συνεπώς το συγκεκριμένο δίποδο αναγκαστεί να βάλει γυναίκα, παιδιά και ζώα στο αυτοκίνητο προκειμένου να απομακρυνθεί με τη σειρά του από τα πεδία των μαχών, βιώνοντας ακριβώς αυτά που βιώνουν οι άνθρωποι στους οποίους δεν επιτρέπει να εισέλθουν στο χωριό του.
*
Δέκα μέτρα από το λεωφορείο συζητούσαν οι επικεφαλής των μπάτσων, ένας τοπικός παράγοντας και ένα τοπικό κυβερνητικό στέλεχος. Ο τελευταίος, χαρακτηριστικό δείγμα μεταμεληθέντος και μετεξελιχθέντος αριστερού που ανακάλυψε το ρεαλισμό μόλις ανέβηκε αυτός και το κόμμα του στην εξουσία, μιλούσε με αρκετά νηφάλιο τόνο συνεχώς και ασταμάτητα. Λίγες μέρες πριν, άλλοι κυβερνητικοί λακέδες είχαν εξαναγκάσει τους πρόσφυγες να εγκαταλείψουν το λιμάνι για να εγκατασταθούν σε αυτό το στρατόπεδο στη μέση του πουθενά προκειμένου να τους παρέχουν στέγη και τροφή και μόνο αυτά, λες και οι άνθρωποι είναι γουρούνια που τα νοιάζει μόνο να τρώνε και να κοιμούνται. Εάν ήταν παρατηρητικός κανείς θα έβλεπε ότι ο συριζαίος μιλούσε στους υπόλοιπους με το ίδιο ύφος που διέθετε και πριν κάποιους μήνες, πριν δηλαδή ξεπουλήσει την ψυχή του στο διάβολο και στείλει στα σκουπίδια αντιλήψεις, αγώνες, σχέσεις και αξίες υπερασπιζόμενος τα «δε γινόταν αλλιώς» και τα «κάναμε ότι μπορούσαμε». Η μόνη αλλά σημαντική διαφορά ήταν ότι πλέον ήξερε ότι έλεγε μαλακίες και επίσης ήξερε ότι και εκείνοι ήξεραν ότι έλεγε μαλακίες. Γι` αυτό το λόγο, οι λέξεις όταν έβγαιναν από το στόμα του δεν είχαν την κλασική μορφή ηχητικών κυμάτων αλλά περισσότερο έμοιαζαν με παραφουσκωμένα σακιά που μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα ελεύθερης πτώσης έσκαγαν στο έδαφος ακριβώς γιατί αυτές οι λέξεις δεν άξιζαν πλέον ούτε να ειπωθούν, ούτε να ακουστούν από κανέναν.
*
Κεντρική φυσιογνωμία της συγκέντρωσης, αλλά όχι στην ίδια παρέα με τον χοντρό, ήταν μια πενηντάχρονη με βαμμένα ξανθά μαλλιά και ακριβό ταγέρ. Σε αντίθεση με τον χοντρό που δεν είχε να πει και πολλά – γι’ αυτό επαναλάμβανε τα ίδια με αυξομειούμενη ένταση – η ξανθιά είχε αναπτύξει μια μάλλον ολοκληρωμένη και πολυεπίπεδη θεωρία. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι Έλληνες δεν έφευγαν πρόσφυγες γιατί σα λαός ήταν μαχητές ενώ όταν και εφόσον έφευγαν σα μετανάστες, ήταν καθαροί, χωρίς αρρώστιες, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και ακόμα υψηλότερο επίπεδο ήθους. Η συγκεκριμένη θεωρία βέβαια έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα βιώματα των πολύ κοντινών συγγενών της, όπως για παράδειγμα του παππού της, ο οποίος πήδηξε τελευταία στιγμή σε ένα καράβι προκειμένου να φύγει από τα τουρκικά παράλια, το μακρινό 1922, χωρίς να έχει καμία απολύτως όρεξη να πολεμήσει και χωρίς επίσης να νοιάζεται για το μέλλον των ανθρώπων που έσπρωξε ή ποδοπάτησε προκειμένου να σωθεί αυτός και μόνο αυτός. Επίσης έρχονταν σε αντίθεση και με τα βιώματα του αδελφού της και τεσσάρων ή πέντε πολύ κοντινών συγγενών, που μπάρκαραν παράνομα με προορισμό την Αμερική πριν ακόμα κλείσουν τα δεκατέσσερα τους χρόνια, όπως συνηθίζονταν στο παραθαλάσσιο χωριό που μεγάλωσε, και ο οποίοι έκαναν διάφορες νόμιμες αλλά και παράνομες δουλειές προκειμένου να επιστρέψουν είκοσι και τριάντα χρόνια αργότερα με αμερικάνικη προφορά και βαλίτσες γεμάτες δολάρια σαφώς ασαφούς προέλευσης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τόσο ο αδελφός όσο και τα ξαδέλφια της ξανθιάς, ουδέποτε έλαβαν καμιά αξιόλογη μόρφωση, πέρα ίσως από αυτή του πώς επιβιώνεις στο δρόμο και πώς μπορείς να ελίσσεσαι ανάμεσα στους διάφορους μηχανισμούς εξουσίας και παρα-εξουσίας, γνώσεις που τους φάνηκαν αρκετά χρήσιμες προκειμένου όλοι μαζί να σταματήσουν εγκαίρως να αποτελούν παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και να αναβαπτιστούν σε παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ. Όλα αυτά βέβαια θα ήταν ήσσονος σημασίας καθότι οι συγγενικές σχέσεις της ξανθιάς με αυτούς τους ανθρώπους δεν αποτελούν τεκμήριο για οτιδήποτε, ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση δε μιλάμε καθαρά για προσωπικές αλλά μάλλον για ένα σύμπλεγμα πολιτικών και οικονομικών σχέσεων που περιλαμβάνει τα μαύρα αμερικάνικα δολάρια, μια σειρά επιδοτήσεων για επενδύσεις που δεν έγιναν ποτέ, την εξαγορά κάποιων μεσαίων κρατικών υπαλλήλων – του συζύγου της ξανθιάς συμπεριλαμβανομένου – και την προαναφερθείσα πολιτική διαδρομή των εν λόγω ατόμων, την ίδια πολιτική διαδρομή που ακολούθησε μαζί με το σόι της και η ξανθιά που τώρα πλέον φωνάζει κατά της κυβέρνησης καθώς από ότι φαίνεται έχει αποφασίσει να ξανα-αλλάξει στρατόπεδο.
Πίσω της, ανάμεσα στους συγκεντρωμένους, ο τοπικός εκπρόσωπος των νεοναζί παρακολουθούσε αμίλητος τις εξελίξεις. Ήταν μετρίου αναστήματος, τριάντα περίπου χρονών, αδύνατος και γυμνασμένος και από το γυμνό κρανίο του πεταγόντουσαν από παντού φλέβες. Από το πρόσωπό του έλειπε τελείως το σαγόνι. Είχε επιστρέψει στο χωριό μετά από παρότρυνση της οργάνωσης. Στη συγκέντρωση δε μιλούσε γιατί δε χρειάζονταν πια να μιλήσει, καθώς η δουλειά πλέον γινόταν από μόνη της. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ο συγκεκριμένος, μετά από κάτι μπλεξίματα που είχε στη Θεσσαλονίκη με παράνομες αγοραπωλησίες αναβολικών, δεν ήθελε να φαίνεται δημόσια και πάρα πολύ. Πίσω από τις δουλειές που δεν υπάρχουν για όλους, τις παραδοσιακές αξίες που θα χαθούν και τους Έλληνες που δεν έκλεβαν στην ξενιτιά γιατί είχαν φιλότιμο, υπάρχει πάντα ο άνθρωπος που τρέφεται από το μίσος και το αναπαράγει. Ο κήρυκας των πιο ελεεινών ανθρώπινων ενστίκτων, ο άνθρωπος – ερπετό.
*
Ο Τάκης κοίταξε ανυπόμονα το ρολόι του. Ήταν τέσσερις παρά τέταρτο το πρωί και τις τελευταίες δύο ώρες δεν υπήρχε καμία εξέλιξη εκτός ίσως από το γεγονός ότι οι κάτοικοι είχαν μειωθεί στο ένα τρίτο. Πλέον είχαν μείνει οι πιο αποφασισμένοι, οι πιο σκληροπυρηνικοί. Ο Τάκης, κοίταζε τους συγκεντρωμένους μέσα από το πρίσμα που του αρέσει να βλέπει να τα πράγματα, την αντίθεση καλών – κακών. Προφανώς είχε κατατάξει αυτό το συνονθύλευμα φασιστών και ηλιθίων στην πλευρά του κακού, μια εκτίμηση που ενισχύθηκε ιδιαίτερα από τη στιγμή που παρατήρησε την ομοιότητα που είχαν δύο πιτσιρίκια που είχαν κολλήσει τα πρόσωπά τους στο τζάμι του λεωφορείου, με τα δικά του παιδιά. Το μυαλό του Τάκη δεν ασχολούνταν με δύσκολες εξισώσεις κι έτσι ανεξαρτήτως του τί είχε συμβεί, ο Τάκης ήξερε, και είχε δίκιο σύμφωνα με τους νόμους που θα έπρεπε να διέπουν την ανθρωπότητα, ότι τα παιδιά δεν έχουν φταίξει σε κάτι οπότε δεν πρέπει να τιμωρηθούν και για κάτι. Αυτή ήταν η αρχή και η ραχοκοκαλιά της σκέψης του, τελεία και παύλα, μια σκέψη στην οποία πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ενήλικες δεν πολυ-υπήρχαν. Με αυτή τη βάση, ο Τάκης άρχισε να αναρωτιέται πώς προέκυψαν όλα αυτά. Το μυαλό του πήγε στους φουσκωτούς που εμφανίστηκαν στα καφενεία, στις συνεχείς αναφορές στη χούντα, στις κρυφές «δουλειές» που δεν κρύφτηκαν ποτέ από κανέναν. Στη μετάλλαξη των διαφόρων παραγόντων του χωριού που ανακάλυψαν την πατρίδα που κινδυνεύει και πίσω από τα λόγια την ανείπωτη υπόσχεση για εξουσία. Ο Τάκης συνειδητοποίησε ότι ένιωθε μια απέραντη αηδία για τους συγχωριανούς του. Του θύμιζαν μεσαιωνικό όχλο με δάδες και σκεπάρνια που απαγόρευε σε οικογένειες εβραίων να μπουν στο χωριό. Φαντάστηκε τους συγκεντρωμένους με πανοπλίες να ιππεύουν πάνω σε άλογα ή να κρατάνε άγρια σκυλιά που τους έτρεχαν τα σάλια και να ψάχνουν τις οικογένειες των εβραίων που κρύβονταν στο δάσος. Φαντάστηκε τον χοντρό επικεφαλής του όχλου με ράσα, κόκκινα μάτια και γένια. Φαντάστηκε το φασίστα με μαύρο πανωφόρι και το κεφάλι έντεχνα καλυμμένο να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και να διαδίδει με σκυφτό συνωμοτικό ύφος ότι οι εβραίοι θα φέρουν μαζί τους την πανούκλα. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, ο Τάκης σηκώθηκε όρθιος καθώς παρατήρησε ότι ο οδηγός του λεωφορείου άναψε τη μηχανή. Πλησίασε προς τον συριζαίο, ο οποίος τον κοίταξε σα να του έκανε κάποια επίπληξη και πληροφορήθηκε από τον τελευταίο ότι σε δέκα λεπτά το λεωφορείο με τους πρόσφυγες θα φύγει για τα Γιάννενα, όπως και εν τέλει έγινε. Μετά την αποχώρηση του λεωφορείου, οι συγκεντρωμένοι χειροκρότησαν τους εαυτούς τους και αποχώρησαν και αυτοί.
*
Τις επόμενες μέρες ο Τάκης δεν κοιμόταν καλά. Τον προβλημάτιζε αυτό το έλλειμμα δικαιοσύνης, το γεγονός ότι στην αιώνια διαμάχη καλού – κακού, στην περίπτωση του λεωφορείου, κέρδισε το κακό. Ο Τάκης τα τελευταία χρόνια διάβαζε πολλά νουάρ μυθιστορήματα στο γραφείο και σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονταν με το ρόλο του πρωταγωνιστή. Μπάτσοι εκτός νόμου, σκοτεινές φιγούρες και αλκοολικοί ντετέκτιβ παρέλαυναν από το μυαλό του Τάκη, γεμίζοντας τη φαντασία του με στιγμές εκδίκησης, στιγμές κάθαρσης και στιγμές απονομής δικαιοσύνης. Σκέφτονταν συνέχεια, ενίοτε έβλεπε και στον ύπνο του, να βάφει τα ζυγωματικά του στα χρώματα το πολέμου και να δέρνει τον χοντρό ή να πυροβολεί με το υπηρεσιακό του περίστροφο τον φασίστα και αμέσως μετά να κατεβάζει τα παιδιά από το λεωφορείο. Αμέσως μετά όλα στη ζωή του μεταμορφώνονταν. Ο Τάκης γίνονταν είκοσι χρόνια μικρότερος, χωρίς μεγάλη κοιλιά, οι δύο υφιστάμενοι του έπαυαν να είναι τόσο απελπιστικά ηλίθιοι και η γυναίκα του δεν τον βαριόταν τόσο πολύ πια, ούτε αυτόν, ούτε τη ζωή στην επαρχία όπου όλες οι μέρες είναι ίδιες. Όταν έκανε αυτές τις σκέψεις, ο Τάκης χαμογελούσε εκφράζοντας κάποια απροσδιόριστη αίσθηση χαράς και μελαγχολίας ταυτόχρονα.
*
Όχι. Ο Τάκης δεν είχε το σθένος να κάνει οτιδήποτε. Μάλιστα οι σκέψεις και τα όνειρα έφθιναν με τις μέρες. Τριάντα μέρες μετά δε θυμόταν σχεδόν τίποτα από το γεγονός. Πρόσφυγες δεν ξαναπέρασαν από το χωριό, οπότε οι μέρες ξαναέγιναν ίδιες μεταξύ τους. Επίσης, με δεδομένο ότι παρόμοιες συγκεντρώσεις συνέβησαν και σε άλλα μέρη, το συγκεκριμένο γεγονός δεν έμεινε στην ιστορία σαν η ντροπή της ανθρωπότητας, όπως θα του άξιζε, αλλά μάλλον ξεχάστηκε σε σχετικά μικρό διάστημα. Σύντομα η ζωή του Τάκη ξαναβρήκε τους ρυθμούς της και σε γενικές γραμμές δεν του συνέβη ξανά τίποτα το αξιοσημείωτο όσον αφορά το κοινωνικό ή το επαγγελματικό επίπεδο. Στο προσωπικό επίπεδο ο Τάκης θα αρχίσει να βαριέται και αυτός την ζωή στο χωριό. Στο γραφείο θα εγκαταλείψει τα μυθιστορήματα και θα αρχίσει και αυτός να παρακολουθεί Σκάι τις ατελείωτες ώρες απραξίας, ενώ σιγά – σιγά θα υιοθετήσει κάποιες ελαφρώς ρατσιστικές απόψεις. Τα απογεύματα θα αναπτύξει τη συνήθεια να περνάει όλο και περισσότερη ώρα μόνος του στο μπαλκόνι, χαζεύοντας τα δέντρα στον κήπο του και πίνοντας αρχικά τσίπουρο και εν τέλει ουίσκι σκέτο. Τα επόμενα χρόνια κάθε απόγευμα ο Τάκης θα βιώνει μια τελετουργία αποτελούμενη από μια καθόλου ενδιαφέρουσα εναλλαγή συναισθημάτων που θα ολοκληρώνεται μόνο όταν πλέον θα μπορεί να πάει για ύπνο επαρκώς μεθυσμένος. Σταδιακά θα αναπτύξει ένα σοβαρό εθισμό στο αλκοόλ που αναπόφευκτα θα τον οδηγήσει στην κατάθλιψη. Η γυναίκα του θα συνεχίσει να τον βαριέται και εν τέλει θα φύγει με έναν έμπορο χαλιών από τα Γιαννιτσά.
Μάρτεν Τεριέ