Το 1967 ο Guy Debord στο βιβλίο του με τίτλο «κοινωνία του θεάματος» φαντάστηκε μια δυστοπία όπου οι άνθρωποι έχουν σταματήσει να ζούνε τις ζωές τους και έχουν γίνει απλά θεατές. Δεν βιώνουν τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους, αντίθετα η ζωή τους περνάει σαν θεατρικό έργο μπροστά στα μάτια τους.
Σήμερα, πλησιάζουμε στο πρώτο μισό του εικοστού πρώτου αιώνα και αυτή η δυστοπία είναι σχεδόν πραγματικότητα. Όχι μονο στην Ελλάδα της κρίσης και της εξαθλίωσης, αλλά και παγκοσμίως. Οι άνθρωποι έχουν γίνει γρανάζια μιας καλοφτιαγμένης πραγματικότητας, όπου οι ζωές τους είναι φιξαρισμένες πολύ πριν καν γεννηθούν, και έχουν μια προδιαγεγραμμένη πορεία μέχρι να πεθάνουν.
Από τις βασικές ανθρώπινες σχέσεις μέχρι τον τρόπο επιβίωσής μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με εγκαθεδριμένα πρότυπα και νόρμες συμπεριφοράς, που, πολύ πριν έρθουμε σε αυτόν τον κόσμο, μας περιμένουν έτοιμα να κατασπαράξουν οποιαδήποτε αυθόρμητη διαφορετική αντίληψη. Είναι η συντήρηση του ατόμου ως εργαλείο με συγκεκριμένο σκοπό και συγκεκριμένη κατάληξη. Ζει μόνο για να παράγει πλούτο που δεν καρπίζεται, αλλά του επιστρέφεται ένα πολύ μικρό μέρος του, έτσι ώστε να μπορεί να επιβιώσει και να μην πεθάνει. Στο κάτω κάτω, ένα νεκρό γρανάζι είναι ένα άχρηστο γρανάζι.
Από αυτή την προκαθορισμένη ζωή δύο είδη ανθρώπων καταφέρνουν να γλιτώσουν. Το πρώτο είναι αυτό που είτε θα σταθεί τυχερό και θα αποκτήσει μια συσσώρευση πλούτου, είτε θα την κληρονομήσει· και όταν λέμε τυχερό δεν μιλάμε φυσικά για αστάθμητους παράγοντες που θα οδηγήσουν σε πλούτη, αλλά για πάτημα επί πτωμάτων. Είναι αυτοί που θα σταθούν στην κορυφή της ανθρώπινης πυραμίδας, διαμορφώνοντας τις ζωές όλων γύρω τους αλλά και των επόμενων γενιών. Είναι αυτοί που θα τρώνε με χρυσά μαχαιροπίρουνα τη δυστυχία και τη μιζέρια του υπόλοιπου κόσμου. Αυτό δεν θα μπορούσε βέβαια να συμβεί άμα δεν δίναν ή μάλλον δεν χάριζαν απλόχερα στον υπόλοιπο κόσμο την ψευδαίσθηση μιας πραγματικής ζωής.
Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που αντιλαμβάνεται την αδικία που υπάρχει στον κόσμο. Μπορεί να γεννιούνται και αυτοί μέσα στον προγραμματισμένο κόσμο, αλλα είναι κάτι σαν σφάλμα, σαν λάθος, σαν άμμος ανάμεσα στα γρανάζια. Είναι αυτοί, που όταν φτάσανε στο σημείο να κάνουν τις επιλογές τους, αντί να διαλέξουν την εύκολη λύση, την πεπατημένη, διάλεξαν την αντίδραση, τη ρήξη, την ελπίδα και τη ζωή.
Όμως, οι τελευταίοι ήταν λίγοι και, στο πέρασμα του καιρού, όσο δυναμικές και αν ήταν οι πράξεις τους, οσο και αν ταρακούνησαν την πραγματικότητα στην οποία συνέβαιναν, δεν κατάφεραν να επιφέρουν πάρα μόνο μικρές και πρόσκαιρες αλλαγές.
Το εύλογο ερώτημα, λοιπόν, σε αυτό το σημείο, που έρχεται στο κεφάλι όλων μας είναι γιατί ήταν λίγοι, γιατί το σύνολο των καταπιεσμένων δεν καταφέρνει να αντιληφθεί ότι είναι ο θεατής και γιατί δεν προσπαθεί να γίνει ο ηθοποιός. Η απάντηση είναι απλή. Ζούμε σε μια κοινωνία που κάθε επιλογή που τίθεται έχει δύο απαντήσεις: θα πάρω τον σωστό δρόμο ή θα πάρω τον εύκολο. Συντριπτικά επιλέγεται ο εύκολος. Είναι πολύ πιο απλό να ζεις με λίγα, μίζερος και καταπιεσμένος, παρά να διαλέξεις τον δρόμο της αντίστασης, να στρατευτείς υπέρ της ανατροπής, να θες να αλλάξεις τον κόσμο. Ο πιο άσχημος καναπές είναι εκατό φορές βολικότερος από το πιο ωραίο χαράκωμα.
Ερχόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε υπαρκτό παράλογο. Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι ζούνε μίζερα ώστε οι λίγοι να μπορούν να ζουν μεγαλοπρεπώς. Όμως σχεδόν κανείς δεν θέλει να κάνει κάτι για να το αλλάξει αυτό. Για την ακρίβεια, λίγοι προσπαθούν να το βελτιώσουν και ακόμα λιγότεροι να το ανατρέψουν.
Δεν μπορεί όμως να υπάρξει ολοκληρωτική αλλαγή χωρίς ένα μεγάλο ποσοστό από τους καταπιεσμένους να στρατευτεί σε αυτό τον σκοπό. Το επίδικο, λοιπόν, είναι με ποιον τρόπο οι άνθρωποι θα σταματήσουν να φοβούνται και να βολεύονται και θα αντιληφθούν τη ζωή που χάνουν. Όπως και αν σ’ αυτούς, που διαλέγουν την ησυχία απέναντι στην ελευθερία τους, αξίζει κάτι άλλο εκτός από τις σιδερένιες μπάλες της μιζέριας που κουβαλάνε.
null