Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου γιατί δεν τους αφήσανε σπιθαμή για σπιθαμή.
Από κορφή σε λόγγο και χαράκια στων άπαρτων βουνών τις ράχες.
Δεν θέλει ο νόμος να ριζώσουν.
Επειδή το αδοκίμαστο, δεν το αντέχουν οι άνθρωποι.
Ξένο φαντάζει και φέρνει φόβο, μη της ησυχίας χαλάσει τη μακαριότητα.
Μα δες, στον κάμπο πήραν απόφαση να ριζώσουν κι άρχισαν τη γη να οργώνουν.
Τους φίλους μου, τους μισούν οι βασιλιάδες ,κι όλοι οι τύραννοι,
Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες.
Παλιάτσοι, άρχοντες, κομπάρσων διάφορων ορδές.
Γιατί όταν μιλάει η αταξία η τάξη τείνει να λουφάζει.
Ρίχνουν το σπόρο για να μπορούνε μετά τη συντριβή της προστυχιάς να βρίσκουν οι άνθρωποι επιτέλους κάποιο προορισμό.
Πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους, δαγκώθηκαν.
Στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε.
Οι μέρες που έχουν περάσει είναι πικρά ατελείωτες.
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα.
Αυτά που έρχονται, κανείς εύκολα τα εικάζει.
Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι, πόνους παλιούς, πού μέσα τους κοιμούνται.
Εκεί πού οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ.
Εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων.
Ο φόβος της ημέρας περασμένης μεταπλάστηκε σε θάρρος.
Τις ερωτήσεις φύτεψαν μες της ψυχής το βάθος όπως τον σπόρο:
Αξίζει άραγε να υποτάσσεσαι στης μοίρας των χτυπημάτων το συγκρότημα;
Στα βάσανα της ψυχής και στις χιλιάδες στερήσεις;
Ή πρέπει να αντισταθείς και στη μάχη ατέλειωτη, με τον ωκεανό των συμφορών των απεχθείς, να τις αποτελειώσεις;
Αλλιώς ποιος θα υπέμεινε τις ταπεινώσεις του αιώνα:
Ότι ο πλούτος πάει στους κομπιναδόρους.
Ότι το κράτος αδιάκοπα τσακίζει τον αξιοπρεπή
Ότι η τάξη άρχουσα γεννάει εθνοφρουρούς.
Ότι κώλος και βρακί ο μπάτσος και ο ρουφιάνος,
Ότι ο αδύνατος είναι πάντα το θύμα,
Ότι κυριαρχεί ο κατεργάρης και καπηλευτής,
Ότι ο κόσμος γονάτισε μπροστά στο χρήμα.
Ότι το δίκαιο την αδικία δεν πειράζει,
Ότι ο έντιμος επιβιώνει και δε ζει
Ότι ο καλλιτέχνης τους συμμορίτες διασκεδάζει.
Την αδικία των ιθυνόντων;
Το ψεύδος-θάλασσα που πνίγει την αλήθεια-σταγόνα;
Και περισσότερο απ’ όλα, τη χλεύη του αχρείου επάνω σε ενάρετο;
Την Απόγνωση ή την αδιαφορία στα μάτια των νέων,
Τα γηρατειά με το μαχαίρι της απελπισίας στην καρδιά,
Τον βαθύπλουτο με κορδωμένο βήμα,
Το είδωλο και ήρωα της εποχής,
Τη Γαλιφιά και τη Λαγνεία που ευημερούν γλεντώντας
Όταν είναι πιο σίγουρο να συναντάς δεινόσαυρους,
παρά Ευγένεια και Ειλικρίνεια,
Όταν ακούς την Λογοδιάρροια του πολυμαθή φαύλου,
Την ανθρώπινη Ψυχή ακάθαρτη και κούφια,
που σε γεμίζει φρίκη,
Την πωρωμένη Συνείδηση βουτηγμένη μες στη λάσπη,
Την άφθαστη Υποκρισία κρυμμένη πίσω απ’ τη μάσκα θείας καλοσύνης,
Την παραγκωνισμένη Τέχνη από τις αίθουσες και τις οθόνες διωγμένη με κλωτσιά,
Τους Καραγκιόζηδες και Φασουλήδες που χωρίς κόπο δρέπουν δάφνες,
Τον ξεδιάντροπο Εκβιασμό ντυμένο με την καθαρή τήβεννο του νομικού δικαίου,
Την Υπεροψία για τους ένδοξους προγόνους,
Την Εντιμότητα μπλεγμένη στα ύπουλα δίχτυα της αδικίας.
Ποιος θ’ ανεχόταν με βογγητά, το βάρος της ζωής να σέρνει ημιθανής;
Εάν δεν ήταν αυτή η άγνοια τρομερή, μεταθανάτια.
Ο φόβος για τη χώρα, απ’ οπού δεν επέστρεψε κανείς;
Φοβάσαι τις χαρές, φοβάσαι να πιστέψεις στα παραμύθια,
Φοβάσαι τα όνειρά σου, την τρυφερότητα, την αλήθεια,
Φοβάσαι να ερωτευτείς, μήπως θα ατυχήσεις
Δύσκολη η ορμή προς του Άγνωστου τα μονοπάτια.
Έτσι ανίκανους μας κάνει η σκέψη η δειλή.
Και σαν λουλούδι το θάρρος μας μαραίνεται τελικά.
Μα όμως, ποιος μπορεί ν’ αλλάξει το κατεστημένο,
αν αδρανείς εσύ;
Όταν τόσο απλά λύνει το ζήτημα Η μαχαιριά ή η πιστόλα!
Δοκίμασε αρπάζοντας
Το δίκοπο σπαθί,
Την πανοπλία βάζοντας,
Και δείξε, τι αξίζεις, τι ποθείς!
Ποιητικά θραύσματα τακτικώς ερριμμένα: Ευάγριος Αληθινός