Η επερχόμενη εκλογική διαδικασία διαφέρει ουσιωδώς από τις πρόσφατες, αυτές του ’12 και του ’15. Πρόκειται να διεξαχθεί σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Με μία πρώτη και πρόχειρη προσέγγιση, φαίνεται πως άλλη μία -σχεδόν- 4ετία έφτασε στο τέλος της, και επομένως ακολουθείται η συνήθης διαδικασία. Κι όμως, δεν είναι καθόλου έτσι. Πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια…
Η εκτόνωση του παγκόσμιου καπιταλισμού, όπως αυτή εκφράστηκε (και εκφράζεται μέχρι και σήμερα) με την οικονομική κρίση, επέβαλε (και συνέχισε ήδη σχεδιασμένες) ριζικές αλλαγές στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους, αλλαγές που διαπέρασαν και χειροτέρευσαν το σύνολο της ζωής κυρίως των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Μέσα σε αυτή την επιχειρούμενη αναδιάρθρωση (η οποία είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι συντελείται ακόμα, και δεν έχει ολοκληρωθεί) γεννήθηκε ένας ολόκληρος κύκλος κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων, που πλαισιώθηκε από κόσμο με διαφορετικές ταξικές καταβολές (από μικρά αφεντικά μέχρι φτωχούς πλην έλληνες εργάτες) και πολιτικές αναφορές1.
Κύκλος αγώνων σαφώς επηρεασμένος από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, που βίωσε τα γεγονότα της Marfin, κορυφώθηκε τον Φλεβάρη του 2012, και κατέληξε στην εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ2. Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε και το τέλος αυτού του κύκλου αγώνα μέσα από μια διττή διαδικασία: Μεγάλο κομμάτι του ετερόκλητου πλήθους που πλαισίωσε τους αγώνες αγκιστρώθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, ως τον «φορέα της ελπίδας και της αλλαγής». Μα και ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε, καλύτερα από όλους τους υπόλοιπους κομματικούς σχηματισμούς που συμμετείχαν, να κεφαλαιοποιήσει τόσο την αντιμνημονιακή ρητορική του, όσο και την παρουσία ή συμμετοχή του στις «αντιμνημονιακές ταραχές».
Οι πρώτες εκλογές του 2012, αυτές που έγιναν υπό την πρωθυπουργία του τραπεζίτη Παπαδήμου, δεν κατάφεραν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Η διάδοχος υπηρεσιακή κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Πικραμμένου, ανέλαβε να επαναλάβει την εκλογική διαδικασία. Η πολιτική αστάθεια, που αντικατοπτρίζεται από τις εναλλαγές υπηρεσιακών κυβερνήσεων μετά από αποτυχημένες -κατά τα δημοκρατικά πρότυπα- εκλογικές αναμετρήσεις, σαφώς οφείλεται και αποτελεί αντανάκλαση του έντονου κλίματος κοινωνικών αναταράξεων, με τις πολυάριθμες, δυναμικές και συγκρουσιακές απεργιακές πορείες σε όλη την Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως για τα δεδομένα ενός «καλοστεκούμενου δυτικού ευρωπαϊκού κράτους», αυτό που βίωνε το ελληνικό κράτος εκείνα τα χρόνια ήταν η πολιτική αποσταθεροποίηση, και η αμφισβήτηση της ουσίας του ως κράτος, της κυριαρχίας του δηλαδή στον ελληνικό πληθυσμό.
Μετέπειτα, οι εκλογές του 2015 ήρθαν αμέσως μετά τον αγώνα που προέκυψε από την απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού (δεκέμβρης 2014). Αγώνας που πέρα από το άμεσο επίδικό του, αυτό της διεκδίκησης φοιτητικών αδειών από τη φυλακή, συμπύκνωσε όλο το μένος προς την -τότε δεξιά- κυβέρνηση της ΝΔ. Τον επόμενο μήνα, η αδυναμία εκλογής προέδρου της δημοκρατίας οδήγησε σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, με αισθητή ήδη την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Η ισχύς του κράτους είχε αρχίσει να αποκαθίσταται, όμως το πολιτικό περιβάλλον παρέμενε αποσταθεροποιημένο.
Η αναφορά στις δύο αυτές συγκεκριμένες περιόδους γίνεται σε αντιδιαστολή με τις ερχόμενες εκλογές. Τόσο το ’12, όσο και το ’15, ο χαρακτήρας που πήραν οι εκλογές, κυρίως μέσα από τις προεκλογικές καμπάνιες, αφορούσε την αντιμετώπιση εκρηκτικών καταστάσεων, την ίδια στιγμή που μεγάλο κομμάτι της αγωνιζόμενης κοινωνίας βρισκόταν στον δρόμο και μάλιστα σε σφοδρή αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής. Αναπόφευκτα, η κυβέρνηση που θα εκλεγόταν είχε τον ρόλο να διαχειριστεί αυτή την αστάθεια, και να δώσει απαντήσεις στους αγωνιζόμενους και τις αγωνιζόμενες. Σαφώς και υπήρχε εθνικό πρόσημο, αλλά ήταν δευτερεύον.
Τώρα, που «η σταθερότητα έχει επιστρέψει στον τόπο», και ειδικά μετά την πρόβα των ευρωεκλογών, οι βουλευτικές εκλογές έχουν ξεκάθαρα και πρωταρχικά εθνικιστική υπόσταση. Τα προεκλογικά κελεύσματα, πατώντας ήδη στον αέρα «ανάπτυξης» και «εξόδου από τα μνημόνια», θέτουν εμφατικά ένα βασικό ερώτημα: «Ποιον θέλετε να πάει την Ελλάδα μπροστά;». Η εθνικιστική ρητορική, η ελληνική εθνική αφήγηση, έχει επανέλθει και έχει εδραιωθεί στο προσκήνιο. Μα και αυτό είναι ακόμα μία όψη της σταθερότητας, όπως αγαπάν να αποκαλούν τα κράτη και τα αφεντικά την ομαλή εξέλιξη των επιχειρήσεών τους, της ίδιας της κερδοφορίας τους; Η δημοκρατία βρίσκεται στο απόγειό της. Όσο ανθίζει ο εθνικισμός, όσο τα πάντα κυλάνε ομαλά για το έθνος και το κράτος (αν αυτά τα δύο διακρίνονται μεταξύ τους), τόσο πιο στενά τα περιθώρια για τις καταπιεσμένες και τους εκμεταλλευόμενους. Με τη συμμετοχή σε αυτές τις εκλογές, εκτός από τη νομιμοποίηση του κράτους ως μοναδικού και αδιαμφισβήτητου ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής, ισχυροποιείται και η εθνική ιδεολογία. Το ελληνικό έθνος-κράτος πατάει ξανά στα πόδια του, και εμείς θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να το αντιμετωπίσουμε
ΙΔΙΑ ΕΙΝΑΙ
ΤΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ, ΕΘΝΙΚΑ Ή ΠΛΑΝΗΤΙΚΑ
ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ
ΑΓΩΝΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Anatoli Nikolaevich Boukreev
1. Είναι χαρακτηριστική η διαφοροποίηση μέσα στην ίδια την πλατεία Συντάγματος την εποχή των «αγανακτισμένων», όπου η «πάνω πλατεία» ξεχώριζε από την «κάτω» -μεταξύ άλλων- για την εθνικιστική της ροπή και την ανοχή στην ακροδεξιά.
2. Σε αυτό το κείμενο δεν μας ενδιαφέρει να σχολιάσουμε το αν πραγματικά πρόκειται για «κατάληξη», πόσο μάλλον να την αξιολογήσουμε εκ του αποτελέσματος κλπ. Η διατύπωση έχει βασικά χρονική και ιστορική σημασία.