H παγκόσμια εξάπλωση της πανδημίας οδήγησε τα περισσότερα συστήματα υγείας σε ασφυξία. Τα κράτη, ενώ αγνόησαν οποιαδήποτε στρατηγική στήριξής τους, κήρυξαν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να διαχειριστούν την πανδημία. Τουλάχιστον στην Ελλάδα αυτό λειτούργησε ως καταλύτης για την επιτάχυνση των κρατικών σχεδιασμών, άρρηκτα συνδεδεμένων με τις επιταγές του κεφαλαίου.
Μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης συνοδεύεται από ολική ή μερική αυτοκατάργηση της αστικής διακυβέρνησης και δημοκρατίας, και ταυτόχρονα, ενεργοποιούνται εκείνοι οι μηχανισμοί, με τους οποίους το κράτος εξασφαλίζει την ομαλή υλοποίηση των αποφάσεων που αφορούν την αναδιάρθρωσή του. Έτσι, και το ελληνικό κράτος συλλέγει τεράστιο όγκο πληροφοριών και εξοπλίζεται και με πληθώρα εργαλείων, απέναντι σε οποιεσδήποτε αντιδράσεις μπορεί να προκύψουν, συμβολικά, υλικοτεχνικά και νομικά.
«Η αστυνομία είναι το ΕΣΥ της πανδημίας»
Καθοριστικό σημείο της πολιτικής της Ν.Δ. είναι η ενίσχυση των σωμάτων ασφαλείας. Ήταν αρχές Νοέμβρη του ‘19, μόλις τέσσερις μήνες από την ανάληψη εξουσίας από τη Ν.Δ., που μέσω του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ανακοινώνονται 1500 προσλήψεις ειδικών φρουρών. Πέραν από τις μαζικές προσλήψεις αστυνομικών, γίνονται μεταθέσεις από τα γραφεία σε ενεργή αστυνόμευση, επαναφέρεται η ομάδα ΔΕΛΤΑ μετονομασμένη σε ΔΡΑΣΗ, ιδρύεται η ομάδα μαύροι πάνθηρες, και γίνεται αναβάθμιση της τροχαίας για τον έλεγχο του δημόσιου χώρου. Λίγο καιρό μετά εμφανίζεται το προεδρικό διάταγμα για χρήση καμερών από τα ΜΑΤ και διευρυμένη χρήση drone από την ΕΛ.ΑΣ.
Η δημιουργία κλίματος φόβου και τρομοκρατίας από το κράτος ήταν βέβαιο πως θα εφαρμοστεί και αυτή τη φορά, ως το μόνο καθεστώς υπό το οποίο μπορεί να δώσει απάντηση στην πανδημία, την αστυνόμευση. Με το ξέσπασμά της, και με το σύστημα υγείας εξαιρετικά αποδυναμωμένο, ειδικά από τα μνημονιακά χρόνια και έπειτα, κάποιοι θα πίστευαν πως αυτό που απαιτείται είναι οι προσλήψεις ιατρικού προσωπικού και η υλικοτεχνική υποστήριξη των νοσοκομειακών μονάδων. Μέσω όμως δημόσιας δήλωσής του, ο υπουργός Προ. Πο. υποστηρίζει πως η «αστυνομία είναι το ΕΣΥ της πανδημίας», καθιστώντας σαφές ακόμα και στον πιο αφελή, πως η κυβέρνηση δεν έχει κανένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της πανδημίας -παρά το μόνο σίγουρο χαρτί χρόνων- αυτό της επιβολής του «νόμου και της τάξης». Αρχές Νοέμβρη 2020, ανακοινώνονται 1500 νέες προσλήψεις στα σώματα ασφαλείας, για να στελεχώσουν την πρόσφατα ανακοινωμένη νέα «μονάδα προστασίας πανεπιστημιακών ιδρυμάτων», παρότι δεν έχει κατατεθεί καν το σχετικό νομοσχέδιο. Σε ακολουθία από την πρότερη κατάργηση του ασύλου, και μια σειρά από διατάξεις υποβάθμισης του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου, προστίθεται και η αστυνόμευση στα πανεπιστήμια. Το νομοσχέδιο προβλέπει την τοποθέτηση καμερών εντός πανεπιστημιακών χώρων, την δημιουργία ειδικής ομάδας αστυνόμευσής τους, την ελεγχόμενη είσοδο στους χώρους, καθώς και την αναβάθμιση της ποινικής νομοθεσίας για αξιόποινες πράξεις εντός τους.
Νόμος – Τάξη – Καταστολή
Δύο ακόμα νομοσχέδια έρχονται να προστεθούν στο νομικό οπλοστάσιο του κράτους, που στοχεύουν στην ποινικοποίηση των αγώνων των από τα κάτω, και στην ποινικοποίηση της ελεύθερης έκφρασης και του συνέρχεσθαι στον δημόσιο χώρο.
Πρώτον, τίθεται σε ισχύ το νομοσχέδιο σχετικά με τις διαδηλώσεις, για το οποίο προγραμματικά είχε φροντίσει να μας ενημερώσει η Νέα Δημοκρατία, λέγοντας πως «θα τελειώσουμε με τις πορείες στο κέντρο της Αθήνας». Θέση που δείχνει ξεκάθαρα πως οι εργαζόμενοι και όλοι όσοι επιχειρούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, βρίσκονται στο απέναντι στρατόπεδο από το δικό τους, των κεφαλαιοκρατών, των μαφιόζων, των καναλαρχών, και όλων αυτών που αντιπροσωπεύουν. Το νομοσχέδιο αυτό, το οποίο ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2020, δίνει τη δυνατότητα στην ΕΛ.ΑΣ. ανά πάσα στιγμή να κηρύξει μια διαδήλωση παράνομη και να τη διαλύσει. Περιλαμβάνει πιθανή απαγόρευση, για λόγους διατήρησης της ομαλής κοινωνικό-οικονομικής ζωής της περιοχής, καθώς επίσης απαιτεί τη σχετική άδεια και δήλωση φυσικού προσώπου ως διοργανωτή της διαδήλωσης. Έτσι, προσωποποιείται ο συνδικαλισμός -με αυτό να αποτελεί την αρχή της ποινικοποίησής του, καθώς έπεται και το νέο εργατικό νομοσχέδιο- ενώ ταυτόχρονα προσβάλλεται η ανωνυμία των συμμετεχόντων και το δικαίωμα των πολιτών στο συνέρχεσθαι, κάτι που στοχεύει στο φακέλωμα αλλά και την καταστολή του ανταγωνιστικού κινήματος. Για να εφαρμοστεί αυτό το νέο νομοσχέδιο δημιουργείται η αστυνομική ομάδα ΟΔΟΣ, η οποία θα παίζει τον ρόλο διαπραγματευτή κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, δηλαδή θα είναι αυτοί που τυπικά θα έρχονται σε επαφή με τον εκάστοτε διοργανωτή για την ομαλή ή όχι διεξαγωγή της πορείας. Είναι αυτοί, οι οποίοι πλέον θα δίνουν το σύνθημα στα ΜΑΤ και τα κάθε λογής κατακάθια της ΕΛ.ΑΣ., να χτυπήσουν ή όχι τους δίκαιους αγώνες μας.
Δεύτερον, τον Σεπτέμβρη του 2020, το ακροδεξιό επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας, με πρωτεργάτη πάλι τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, θεσπίζει προεδρικό διάταγμα για τη «χρήση συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δημόσιους χώρους». Μεταξύ άλλων, το Π.Δ. προβλέπει εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης σε δημόσιους χώρους για την αποτροπή αξιόποινων πράξεων. Επιπροσθέτως, πέραν από τις σταθερές κάμερες που θα κοσμούν τους δρόμους της Αθήνας, προβλέπει τη λειτουργία φορητών συστημάτων επιτήρησης, όπου υπάρχει άμεσος σοβαρός κίνδυνος τέλεσης αξιόποινων πράξεων, κατόπιν σχετικής απόφασης του υπεύθυνου επεξεργασίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα είναι το άτομο το οποίο από την ασφάλεια του γραφείου του, θα μπορεί να ζουμάρει σε πρόσωπα ανάλογα με το ποια κρίνει ως ύποπτα.
Από το 1984 στο 2020
Υπό καθεστώς απαγόρευσης κυκλοφορίας, η επιτήρηση με sms και τα σχετικά χαρτιά βεβαίωσης μετακίνησης, σύμφωνα με τις υποδείξεις της κυβέρνησης και των «ειδικών», επ’ αφορμής της υγειονομικής κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, αποδεικνύουν το πώς η πανδημία γίνεται εργαλείο στα χέρια του κράτους, ώστε τελικά να εξυπηρετήσει την αύξηση της πειθάρχησης και του ελέγχου της ζωής, σε σημείο που όλα τα πεδία της διαμεσολαβούνται από αυτό, μέσα από πολλαπλές απαγορεύσεις και περιορισμούς στην κοινωνική και ιδιωτική ζωή.
Το κράτος, ως ενιαίος και μοναδικός ρυθμιστής της, διαχειρίζεται τεράστιο όγκο πληροφοριών σχετικά με τους πολίτες, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή κατά το δοκούν. Είναι τουλάχιστον επικίνδυνη αυτή η συγκέντρωση πληροφοριών, επ’ αφορμής και όχι λόγω της πανδημίας, καθώς δεν είναι ξεκάθαρο το πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την πλευρά του κράτους -τώρα ή και σε μελλοντικό χρόνο- αποτελώντας ένα κομβικό σημείο τού υπό διαμόρφωση σύγχρονου πανοπτικού. Τους κινδύνους από την ψηφιοποίηση των στοιχείων της πανδημίας επισημαίνει στη γνωμοδότησή της για την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή – εν ολίγοις, τα λένε και μόνοι τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πιλοτικό πρόγραμμα βαθμολόγησης πολιτών μέσω καμερών, που εφαρμόζεται σε πόλεις της Κίνας. Το σύστημα βαθμολογεί τους χρήστες σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας (οδήγηση, ψώνια, ενοικίαση διαμερισμάτων κ.λπ.), και ανάλογα με τις αρνητικές-θετικές ψήφους, οι πολίτες μπορεί να δυσκολεύονται να βρουν στέγη, να μην έχουν ασφάλιση ή ακόμα και να τους επιβληθούν ποινές. Με τα λόγια της κινεζικής κυβέρνησης: «θα επιτρέπει στους αξιόπιστους να κυκλοφορούν ελεύθερα παντού κάτω από τους ουρανούς, ενώ θα δυσκολεύει τους αναξιόπιστους στο να κάνουν έστω και ένα βήμα». Οι κινέζικες αρχές έχουν σκοπό να το εφαρμόσουν στο σύνολο της χώρας το 2021.
Φράγκα στα ΜΜΕ – ποινικές κυρώσεις στον αντίλογο
Τα ΜΜΕ αποτελούσαν πάντα κύριο κόμβο μεταβίβασης και διάχυσης της κυβερνητικής ρητορικής από πάνω προς τα κάτω. Με την ανάληψη καθηκόντων της κυβέρνησης της Ν.Δ., το ΑΠΕ-ΜΠΕ -δηλαδή ο βασικός «κορμός» από τον οποίο αντλούν πληροφορίες τα ειδησεογραφικά μέσα- πέρασε υπό την εποπτεία του πρωθυπουργού.
Κατά το πρώτο lockdown δόθηκαν περίπου 20 εκατομμύρια στα ΜΜΕ για την καμπάνια «μένουμε σπίτι» με απολύτως σκιώδεις διαδικασίες. Εν μέσω της τρέχουσας συγκυρίας άλλωστε, η διατήρηση των «καλών» σχέσεων αποτελεί απαραίτητη συνθήκη. Έτσι, κατά το δεύτερο κύμα, δόθηκαν μερικά ακόμα εκατομμύρια, μόνο στα μεγάλα κανάλια αυτή τη φορά.
Σε όλα αυτά έρχεται να δέσει και η ανάσυρση του άρθρου 191 του Π.Κ., που αναφέρεται στη διασπορά ψευδών ειδήσεων για τον περιορισμό των fake news. Όπως ανέφερε ο Χρυσοχοΐδης «δεν θα επιτρέψει τη δημιουργία εστιών κινδύνου της δημόσιας υγείας από ανεύθυνες κοινωνικά συμπεριφορές». Επί της ουσίας, η επίκληση στην παραπάνω διάταξη αναγνωρίζει ως μοναδική αλήθεια τη ρητορική των κυρίαρχων, και κάθε αντίλογος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψευδής με νομικές πλέον διαδικασίες, και με τις αντίστοιχες νομικές κυρώσεις.
«Πόλεμο στη ριζοσπαστικοποίηση»
Ήδη από την ημερίδα μνήμης για τα θύματα της τρομοκρατίας είχε προλάβει ο Μητσοτάκης να αναγγείλει τη δημιουργία της Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας. «Ένα ειδικό επιτελείο με αιχμή του ενδιαφέροντός του τη ριζοσπαστικοποίηση που τροφοδοτεί την τρομοκρατία, με πεδίο δράσης που θα απλώνεται παντού, από τα σωφρονιστικά καταστήματα μέχρι τις οργανώσεις φιλάθλων». Η νέα αυτή ειδική δομή, χώρια από την ήδη υπάρχουσα (αντι)τρομοκρατική, θεσπίστηκε εν τέλει στο ίδιο νομοσχέδιο απαγόρευσης των διαδηλώσεων.
Το πώς αντιλαμβάνεται η κάθε εξουσία την πορεία πολιτικοποίησης ενός υποκειμένου απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Επί της ουσίας, το παραπάνω επιτελείο έρχεται να δώσει το πράσινο φώς και να ντύσει με επιστημονικοφανή τρόπο την καταστολή, πριν τελεστεί οποιοδήποτε αδίκημα, ή μάλλον πριν καν το σκεφτεί το ίδιο το υποκείμενο!
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι έρευνες του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας, το οποίο είναι ερευνητικός συμβουλευτικός οργανισμός υπό την εποπτεία του υπουργού Προ. Πο. Τα προγράμματα περιλαμβάνουν μη επανδρωμένα σκάφη, προστασία συνόρων, δίκτυα άντλησης πληροφοριών από τα social media για διαδηλώσεις και έκνομες πράξεις -κοινώς μαζικά διαδικτυακά ρουφιανιλίκια– και άλλα.
Από τα παραπάνω συμπληρώνεται σιγά σιγά το μωσαϊκό της κυβερνητικής αφήγησης για ασφάλεια, το οποίο πλέον αναγνωρίζει ως ποινικά κολάσιμη τη «ριζοσπαστικοποίηση», θεσπίζοντας μέσα για την καταπολέμησή της χωρίς καν να ντρέπεται να το πει, και προσανατολίζεται σε έρευνες που μεταξύ άλλων θα φακελώνουν άτομα με βάση την πολιτική τους ταυτότητα-δράση.
Εν κατακλείδι, εντείνεται η καταστολή και εγκαθιδρύεται μια ολοκληρωτικού τύπου διαχείριση των «αντιρρήσεων». Φαίνεται πως, τόσο σε συμβολικό επίπεδο, όσο και σε πρακτικό, προετοιμάζει ένα ζοφερό πεδίο για την ανενόχλητη επέλαση του κεφαλαίου, χωρίς πορείες, αντιδράσεις, αντιλόγους. Η καταστολή γίνεται πλέον προληπτική, φακελώνει «απείθαρχους» και μη, επιχειρεί να φορμάρει εντός των επιτρεπτών ορίων οποιαδήποτε αντίδραση, και ποινικοποιεί τόσο τις διεκδικήσεις των από τα κάτω, όσο και την ίδια την πολιτική τους σκέψη, εφόσον αυτή δεν εκφράζεται μέσω των κοινοβουλευτικών εδράνων.
Εν καιρώ πανδημίας οι κυβερνήσεις τρέχουν να θεσπίσουν νέα νομοσχέδια, όχι για την καταπολέμηση της πανδημίας, αλλά για να ισχυροποιήσουν τη θέση κράτους και κεφαλαίου. Οι νομοθετικές διαδικασίες για περισσότερη καταστολή και λιγότερα εργασιακά δικαιώματα παίρνουν φωτιά, χρησιμοποιώντας τον τρόμο που σπέρνουν σήμερα για να υπερκαλύψουν το ζοφερό μέλλον που προετοιμάζουν για αύριο.
byske