«Με εντολή της κυβέρνησης και προσωπική παρέμβαση του κυβερνητικού εκπροσώπου και υφυπουργού τύπου, Σίμου Κεδίκογλου, το ΕΣΡ αποφάσισε να υποδείξει στους τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας να μην δείχνουν πλάνα αστέγων και εικόνες με ανθρώπους σε κατάσταση εξαθλίωσης που ψάχνουν στα σκουπίδια για τροφή κ.λπ., από τη σύγχρονη Ελλάδα».
από τις μέσα στήλες των εφημερίδων, 23/01/2013
Είναι αρκετές οι στιγμές, που μέσα από τις «μικρές» ειδήσεις, αυτές που κρύβονται στις μέσα σελίδες και στα μονόστηλα του καθεστωτικού έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου, μπορούμε να κατανοήσουμε περισσότερο και από τους πρωτοσέλιδους υπέρτιτλους την πολιτική κατάσταση που επικρατεί σε ένα κράτος. Μια τέτοιου είδους είδηση είναι και αυτή που παραθέτω στην αρχή του κειμένου. Η συγκεκριμένη είδηση δεν προβλήθηκε όσο της «άξιζε» από τα αστικά μέσα. Αγνοήθηκε δε εντελώς από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων της κρατικής προπαγάνδας (και πώς θα μπορούσε να μην είχε αγνοηθεί;).
Είναι γνωστή η θεωρία ότι η ιστορία συχνά επαναλαμβάνεται και ως φάρσα, και στη χώρα που κάποιοι βάφτισαν Ελλάδα η φάρσα είναι σήμα κατατεθέν των κυρίαρχών της. Ας κάνουμε λοιπόν ένα μικρό ταξίδι στη μνήμη και στο πρόσφατο παρελθόν αυτής της χώρας.
Η εξουσία δεν ανέχεται την πραγματικότητα
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, έχει περάσει πάνω από μία δεκαετία από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, και η Ελλάδα έχει χωριστεί σε νικητές και ηττημένους. Νικητές οι άλλοτε συνεργάτες των Γερμανών ναζί, αυτοί που αφού ξεμπέρδεψαν πρώτα από τη «ρετσινιά» του δωσίλογου, του ταγματασφαλίτη και του μαυραγορίτη, και μετά με τα «φαντάσματα των αναρχοκομμουνιστοληστοσυμμοριτών», οικοδομούν της Ελλάδα της εθνικοφροσύνης. Στελεχώνουν τις εθνικόφρονες κυβερνήσεις και τον κρατικό μηχανισμό, προβάρουν τα ευρωπαϊκά κουστούμια τους προκειμένου να πείσουν το πόπολο ότι «ανήκομεν εις τη δύσιν», γίνονται επιφανείς μεγαλοεπιχειρηματίες.
Οι ηττημένοι από την άλλη πλευρά, είναι αυτοί που αντιστάθηκαν πολεμώντας τον ναζισμό και τον φασισμό, αυτοί που πάλεψαν ενάντια στη μεγαλοαστική τάξη και όσοι από αυτούς δεν κατέληξαν ξεχασμένοι σε έναν τάφο ή σε ένα λάκκο σε κάποιο βουνό, κάθισαν στα εδώλια κατηγορουμένων στα έκτακτα στρατοδικεία, γέμισαν τις εξορίες και τις φυλακές πολιτικών κρατουμένων, αντίκρισαν τις κάννες των εκτελεστικών αποσπασμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ακόμη αυτοί, οι διαρκείς ηττημένοι, που ζούσαν μέσα στη φτώχεια και την οικονομική εξαθλίωση. Αυτοί που κατά κύματα μετανάστευαν στα δυτικά σκλαβοπάζαρα και τις φάμπρικες της Ευρώπης, των Η.Π.Α. και της Αυστραλίας, αφήνοντας πίσω τους στρατιές ανέργων και απόρων που επιβίωναν «με τα ψέματα». Την εποχή που η Ελλάδα συνδέεται με την Ε.Ο.Κ. (πρώτη χαλαρή οικονομική σύνδεση το 1961), εξακολουθούν αμείωτες οι συλλήψεις και οι παντός είδους διώξεις των «αντιφρονούντων», ενώ τελούσε σε ισχύ το καθεστώς των «έκτακτων μέτρων» και οι εθνικόφρονες εφημερίδες της εποχής αρθρογραφούσαν εκβιαστικά υπέρ του μονοκομματισμού και σε περίπτωση αποτυχίας του «άλλος δρόμος από την δικτατορία δεν υπάρχει». Αν όλα αυτά σας θυμίζουν σημερινές καταστάσεις, μην τρομάζετε, δεν γύρισε ο χρόνος πίσω, είναι η «φάρσα» που λέγαμε.
«Συνοικία το όνειρο» – Όταν η πραγματικότητα γίνεται ταινία
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου,
βρέχει στη φτωχογειτονιά,
βρέχει και στην καρδιά μου
~Τάσος Λειβαδίτης
Αθήνα 1961: Λίγα βήματα από τη λάμψη του κέντρου της Ομόνοιας που αρχίζει να θυμίζει σύγχρονη ευημερούσα δυτικοευρωπαϊκή μεγαλούπολη, μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Ασύρματος στα Πετράλωνα, είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί, οι περισσότεροι σε παράγκες, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια. Τη γειτονιά αυτή διαλέγει ο μεγάλος ηθοποιός Αλέκος Αλεξανδράκης για να γυρίσει μια από τις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, τη «Συνοικία το Όνειρο». Ο Αλεξανδράκης, στον ρόλο όχι μόνο του ηθοποιού αλλά και του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την «επίσημη» κρατικά, ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Ο αντίποδας της «λαμπερής Ελλάδας» του musical της αστικής ζωής και της «Φίνος Φιλμ».
Σε σενάριο του Κώστα Κοτζιά και του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, ο οποίος έχει γράψει και τους στίχους των τραγουδιών της ταινίας (ανάμεσά τους το κλασσικό πια «βρέχει στη φτωχογειτονιά» με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση) και σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, βλέπει στα πρόσωπα των κατοίκων της περιοχής όλους αυτούς τους αντι-ήρωες που υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμφτωχοι, απόκληροι της κοινωνίας, μικροκακοποιοί, αλλά όμως υπάρχουν. Είναι εκεί, όσο κι αν ήθελε να τους αγνοήσει η νεοδιαμορφωμένη μικροαστική κοινωνία και η αυτάρεσκη αστική τάξη. Σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή πολιτικής και οικονομικής κρίσης, μέσα σε μία μεγάλη έξαρση της φτώχειας και της ανεργίας, οι χαρακτήρες αυτοί δίνουν το δικό τους «παρόν», διεκδικούν κι αυτοί μια θέση στο όνειρο, ένα όνειρο που στα μάτια τους φαίνεται να έχει φτιαχτεί για όλους τους άλλους εκτός από αυτούς.
Οι χαρακτήρες δεν είναι άλλοι από τους πραγματικούς κατοίκους της περιοχής, που στα πρόσωπά τους ο Αλεξανδράκης βλέπει τους ιδανικούς κομπάρσους που θα παίξουν τον εαυτό τους, και στα σπίτια τους και τις παράγκες τους το ιδανικό σκηνικό της ταινίας του.
Ανάμεσά τους ο Ρίκος (Αλεξανδράκης), πρώην κατάδικος, νυν μικροκομπιναδόρος. Η αγαπημένη του Στεφανία (Αλίκη Γεωργούλη), που φλερτάρει με πλούσιους και με την ιδέα να ξεφύγει μια και καλή από τη φτωχογειτονιά. Ο ασκητικός «Νεκροθάφτης» (Μάνος Κατράκης), που σέρνεται ενώ προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εφιαλτικό, όπου ακούς μωρά να κλαίνε και υστερικές από τη φτώχεια γυναίκες να φωνάζουν. Μια τουαλέτα και ένα τηλέφωνο υπάρχουν για ολόκληρη την περιοχή. Νερό, στου διαόλου τη μάνα… Ο ιταλικός νεορεαλισμός του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι ενσωματωμένος στην ελληνική πραγματικότητα της αυγής της δεκαετίας του ‘60. Αυτό, φυσικά, ενόχλησε πολύ εκείνη την εποχή και η ταινία συνάντησε σθεναρή αντίδραση κατά την κυκλοφορία της.
Όταν η πραγματικότητα ανάγεται σε «κομμουνιστική προπαγάνδα»
Ανέκαθεν η ακροδεξιά, όποτε καθόταν στη καρέκλα της εξουσίας, είχε σταθερά δίπλα της μια από τις πιο αγαπημένες της κόρες, τη λογοκρισία. Η παινεμένη κόρη της δεν θα μπορούσε να απουσιάζει στη περίπτωση της ταινίας. Μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, η «Συνοικία το όνειρο» πρέπει να είναι η μοναδική ελληνική ταινία που τα «χέρια» της λογοκρισίας πραγματικά την ξέσκισαν, και για λίγο απαγορεύτηκε εντελώς η προβολή της. Η αρχική εμφάνιση της ταινίας στις αίθουσες προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, καθώς, σύμφωνα με τον υφυπουργό Τύπου, Τριανταφυλλάκο (ο Κεδίκογλου της εποχής), της (Καραμανλικής) ΕΡΕ, «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας στο εξωτερικό». Τώρα αν η προηγούμενη ρήση σας θυμίζει σήμερα τον υπουργό προστασίας της κυριαρχίας και της Χρυσής Αυγής, Ν. Δένδια, που θα έκανε μήνυση στη Βρετανική εφημερίδα Guardian για τους ίδιους λόγους επειδή αποκάλυψε τους πρόσφατους βασανισμούς αντιφασιστών στη ΓΑΔΑ, οφείλεται και αυτό στη «φάρσα» που λέγαμε πιο πάνω.
Ο Α. Αλεξανδράκης όταν είχε ρωτηθεί για την ταινία και γιατί δεν είχε ξαναγυρίσει ποτέ καμία άλλη μετά από τη «Συνοικία το όνειρο», αφηγείται: «Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει.Για μένα τελείωσεστη λογοκρισίατης. Η ταινία λογοκρίθηκε σε σημείο να μην την αναγνωρίζω. Χάρη στην προσωπική παρέμβαση της Ελένης Βλάχου (σ.σ. η μεγαλοαστή ισχυρή εκδότης της «Καθημερινής»), και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή η ταινία μπόρεσε τελικά να παιχτεί, έστω και πετσοκομμένη. Όσο για τις σκηνές που κόπηκαν, κάηκαν στην πυρά! Οι λογοκριμένες σκηνές δεν σώθηκαν αλλά κάηκαν αμέσως στη σόμπα του λογοκριτή, και ένας αστυνομικός διευθυντής, που σταμάτησε την προβολή της την πρώτη μέρα, μας είχε πει: Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι, ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα!».
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε με επεισόδια, καθώς η αστυνομία και οι φασίστες παρακρατικοί αποπειράθηκαν να εμποδίσουν την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο, και η παρακολούθησή της, ουσιαστικά, κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης, αφού η αστυνομία πήγαινε για εξακρίβωση στοιχείων όποιον την παρακολουθούσε. Η ταινία δεν προβλήθηκε στις επαρχιακές πόλεις -ειδικά στις «εθνικά ευαίσθητες περιοχές» εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης- παρά μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τελικά τιμήθηκε έστω και άγρια λογοκριμένη με 2 βραβεία στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, σε ειδική προβολή με την απουσία του κοινού.
Η φτώχεια καραδοκεί σαν φάντασμα πάνω από τα κεφάλια των ισχυρών
Στη περίπτωση της ταινίας που αναφέρθηκα, αυτό που ενόχλησε την ελληνική άρχουσα τάξη δεν ήταν κάποια αναφορά στις κομμουνιστικές ιδέες -πράγμα που στην ταινία δεν υπάρχει- ούτε όσοι τη δημιούργησαν και έπαιξαν ήταν γνωστοί αριστεροί. Αυτό που ενόχλησε ήταν η ωμή αποτύπωση στο φιλμ της πραγματικότητας και της ζωής ενός λαού που υπέφερε από την ανέχεια και την εξαθλίωση, η απίστευτη τραγικότητα της ζωής τους, η ματαιότητα των ονείρων τους, η σκληρή πραγματικότητα που βίωναν, οι άθλιες συνθήκες, η μιζέρια, οι κοινωνικές ανισότητες που υφίσταντο, οι διαφορετικές ευκαιρίες, η κοινωνική αδικία, η απελπισία τους και το αδιέξοδό τους, όσο και αν η κυβέρνηση ήθελε να λέει το αντίθετο.
Αυτή την πραγματικότητα, η ακροδεξιά κυβέρνηση της εποχής προσπάθησε να κρύψει «κάτω από το χαλάκι», αλλά δυστυχώς για αυτή τα «σκουπίδια» ήταν πάρα πολλά και συνεχώς ξεχείλιζαν.
Μέσω αυτής της ιστορικής αφήγησης από την πλευρά μου, έγινε μια μικρή απόπειρα σύνδεσης της είδησης που παρέθεσα στην αρχή του κειμένου με μία εποχή που αντίθετα από όσα ισχυρίζονται οι αφέντες της χώρας επιστρέφει σχεδόν ίδια και απαράλλακτη, όπως ίδια και απαράλλακτη είναι και η αντίδραση της εξουσίας όταν της δείχνουν την αλήθεια. Μια αλήθεια των συνεπειών της οποίας είναι η μοναδική υπεύθυνη. Θέλουν να ξεχνάμε, να γίνουμε τυφλοί. Να μην πιστεύουμε ούτε τα ίδια τα μάτια μας εφόσον δεν το έδειξε η τηλεόραση. Αυτή είναι η μόνιμη πραγματεία που αποτελεί στο χθες και στο σήμερα τον πυρήνα της καπιταλιστικής δημοκρατίας, και που επιδεινώνεται σε περιόδους κρίσης μέσω αυταρχικών ακροδεξιών κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων και δικτατοριών. Γιατί προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβίωση των πλουσιότερων και των ισχυρών, η αλήθεια πρέπει να ευνουχίζεται.
Για πόσο ακόμη θα βλέπουμε μέσα από τα δικά τους μάτια; Πότε επιτέλους θα ανακαλύψουμε τα δικά μας; Πότε θα ανακαλύψουμε τη φωνή μας; Και το κυριότερο: Πότε θα σηκωθούμε στα πόδια μας και θα τους αναγκάσουμε να γονατίσουν αυτοί μπροστά μας;
Ευάγριος Αληθινός