Ο θάνατος γύρισε στα γνώριμα μέρη, Κυριακή μεσημέρι στη Μόρια. Μας βρήκε όλες απροετοίμαστες και δεν προλάβαμε να πάρουμε τη Φεριντέ από τα χέρια του. Το πρόσωπο του θανάτου μάς τύφλωνε από τα κράνη των αστυνόμων. Η μυρωδιά του κόντευε να μας πνίξει από τα δακρυγόνα. Ο Αλί ανακάλυψε την πέτρα, η Ναργκές ανακάλυψε τη φωτιά. Σαν αρχαία τραγωδία, πιο ανθρώπινες από ποτέ. Ποτέ δεν θα παραδεχτούν στα δελτία ειδήσεων, πως η πράξη να επιτεθούμε, ήταν η ύστατη προσπάθειά μας να παραμείνουμε άνθρωποι. Πάλι θα μιλάνε για αριθμούς, πάλι θα μιλάνε για παρεξήγηση. Να μην σταματήσει η διαίρεση… ωμά με τον επαγγελματισμό των ειδικών δυνάμεων που εισβάλλουν στα σπίτια απόκληρων στην Αθήνα. Ήρθαν μαζί με τους πολιτικούς τους προϊσταμένους, γιατί μυρίσανε άνθρωπο εδώ. Διψάνε για τα ζωτικά μας υγρά… στεγνώνουμε αλλά σε αυτό τον τόπο δε φτουρεί πυροσβεστήρας.
Χιλιάδες χρόνια πριν, όχι μακριά από εδώ, το μαστίγιο σμίλευε την πέτρα που κοσμούσε τις τέχνες των αρχόντων. Τα βράδια εκεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που στοίβαζαν τους δούλους, ακούγονταν, ανάμεσα στους αναστεναγμούς, ιστορίες τρόμου. Κρίκοι της ίδιας αλυσίδας που έδεναν οι γονείς στα παιδιά τους. Μια αλυσίδα παρεξηγήσεων που φτάνει μέχρι σήμερα. Ακόμα ακούγονται φωνές απελπισίας στους ίδιους τσιμεντένιους τοίχους και τα ματωμένα συρματοπλέγματα. Γι’ αυτό δεν φτάνουν ποτέ οι τουρίστες στα γκέτο των μητροπόλεων. Για αυτό η ωμή βία του κράτους ξεσπά ακόμα στα κλουβιά που στοιβάζονται άνθρωποι μόνο για την καταγωγή τους, μόνο γιατί τοποθετήθηκαν στο υπόγειο της ταξικής πυραμίδας.
Εμείς εδώ και τα αδέρφια μας εκεί, στα διαμερίσματα, να ψάχνουν έδαφος να ανθίσουνε. Εκεί, κοιτάζοντας τα ενοικιάζεται άφραγκοι και πεινασμένοι πλάι σε φοβισμένους ξένους, σαν μόλις να βγήκαν από το δωμάτιο των βασανιστηρίων. «Ελεύθεροι» και λοβοτομημένοι στη δικιά μας ντόπια κόλαση. Εκεί, στο κόσμο των τυχερών και «ικανών» που οι ανάγκες μας παίζονται στη ρουλέτα κάθε μέρα. Με τεμαχισμένες προσωπικότητες, από την κρατική μηχανή τρομοκρατίας.
Σε αυτό τον κόσμο, αν κερδίσεις κάτι, έστω και λίγο, ξεχνάς. Ξεχνάς γιατί θυμάσαι τη Βία. Είτε την έζησες, είτε την είδες δίπλα σου και δεν μίλησες. Από τα διαμερίσματα των τερατουπόλεων, έως τη Μόρια, ένας σωλήνας δρόμος. Και δίπλα σου πιστά σκυλιά της κολάσεως οι κρατικοί μισθοφόροι να σου θυμίζουν πως πρέπει να είσαι ευγνώμων που ακόμα αναπνέεις.
Τη Φεριντέ μάλλον δεν την γνώρισες ποτέ. Ίσως δεν μάθουμε τίποτε άλλο για αυτήν. Όπως δεν μάθαμε τίποτα για τόσους ακόμα «τυχαίους» θανάτους. Είμαστε όμως σίγουρες πως αναγκαζόταν να ισορροπήσει ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και την ανέχεια. Το όνειρο και τον εγκλεισμό. Όπως η κάθε φυλακισμένη αναγκάζεται να κάνει καθημερινά. Γιατί η κάθε Μόρια είναι το σημείο μηδέν του καπιταλισμού και το περιθώριο των ευρωπαϊκών κοινωνιών σας. Είμαστε εδώ, έτοιμες από καιρό να στελεχώσουμε τον κόσμο της ανέχειας στα υποβαθμισμένα τετράγωνα των μητροπόλεών σας. Έτοιμες, να διαλύσουμε το σώμα μας στα γεωργικο-βιομηχανικά κάτεργα που ετοιμάζουν τα κελιά μας. Έχοντας ήδη σφυρηλατηθεί από τον εξευτελισμό της ουράς του συσσιτίου, της τουαλέτας, των ελέγχων και της γραφειοκρατίας. Αφού πρώτα ρυθμιστήκαμε από τους μισθοφόρους του γκλομπ και του στυλό.
Όποια και αν ήταν η Φεριντέ, γράψαμε το όνομά της μαζί με όλους τους φτωχοδιάβολους που πεθαίνουν καθημερινά στα γκέτο και τις φυλακές σας. Όλοι αυτοί οι «τυχαίοι» θάνατοι σφυρηλατούν την ορμή μας. Γιατί ξέρουμε πως πίσω τους κρύβονται συγκεκριμένες πολιτικές που απλώνουν το μολυσμένο έδαφος της εκμετάλλευσης των ζωντανών, είτε εντός είτε εκτός των τειχών.
Καμία από εμάς δεν εστιάζει στην προσωπική ιστορία της Φεριντέ. Δεν ψάχνουμε για ήρωες. Μονάχα ζητάμε λίγη ζεστασιά. Η φωτιά που την έκαψε δεν έσβησε, παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις της πυροσβεστικής. Την κρατάμε ζωντανή για να φωτίζει όλους τους «τυχαίους» θανάτους. Μέσα της φωνάζουν ΠΑΡΩΝ όσες πεθάναν από το κρύο και τον συνωστισμό λίγα μέτρα πιο εκεί. Φωνάζουν ΠΑΡΩΝ οι εκατοντάδες που πνίγηκαν λίγα μέτρα πριν φτάσουν, την ώρα που πολεμικά ταχύπλοα παζάρευαν το τομάρι τους.
Γι’ αυτά τα εγκλήματα είναι υπαίτιοι κοινοί κακοποιοί με συγκεκριμένες θέσεις και ονοματεπώνυμα. Ανάμεσά τους, οι πολιτικές ηγεσίες των αυτοκρατοριών, και των επαρχιών τους. Πλάι τους, τα εκτελεστικά και διοικητικά όργανα που εφαρμόζουν τις πολιτικές τους. Ένοχοι, οι διαχειριστές και οι κάθε είδους ανθρωποφύλακες που δέχονται να βάλουν την εργασία τους πιο πάνω από τους αγώνες για αξιοπρεπή επιβίωση, κοινωνική αναγνώριση και δικαιοσύνη.
Αδέρφια της Μόριας είναι η Αμυγδαλέζα, ο Κορυδαλλός, η Πέτρου Ράλλη. Σε καμία Μόρια δεν μπορούν να υπάρξουν συνθήκες ανθρώπινες ή ανεκτές. Δεν φτάνει η αποσυμφόρηση της Μόριας, ούτε σωζόμαστε με καινούρια πακέτα διάσωσης ανθρωπιστικών οργανώσεων. Σε κανένα εργοστάσια που χτίστηκε με σχέδιο το κέρδος, δεν μπορεί να υπάρξει χώρος για τον άνθρωπο. Σε κάθε ορυχείο, σε κάθε γραφείο πολυεθνικής εταιρίας δεν κατοικούνε άνθρωποι. Ακόμα και αν τυλίξουμε τη Μόρια στις φλόγες, τα προβλήματά μας δεν θα έχουν λυθεί. Αλλά τουλάχιστον κανένας δεν θα κλάψει. Γι’ αυτό είμαστε σίγουρες.
Μας ρωτάνε συνέχεια πόσοι είναι οι νεκροί; Απαντάμε: Θα μπούνε στο τεφτέρι και οι ζωντανοί-νεκροί; Τα κάγκελα είναι για όλους τα ίδια, τα όρια της καθεμιάς είναι διαφορετικά. Κανένα επίσημο έγγραφο δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε τους αδερφούς και τις αδερφές μας. Δεν ξεχνώ σημαίνει δεν σταματώ να αγωνίζομαι. Ας αναγνωρίσουμε ο ένας την άλλη σαν να μην έχουμε τίποτε άλλο να χάσουμε.
ΑΓΩΝΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ
Ενάντια σε κάθε είδους εγκλεισμό
Περιφρούρηση των ζωών μας και αλληλεγγύη
ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΣΟ