Αντάρτης (πέρα από χρόνο και τόπο)

Ω! Κι όσο δεν πολεμούσαμε… γλεντούσαμε! Παίρναμε τα όργανα στο χέρι και τους δίναμε όλη την ψυχή μας! Βροντούσαν τα νταούλια και τσίριζε η λύρα. Άλλοι χόρευαν, άλλοι έπαιζαν, όλοι τραγουδούσαν. Δυνατά γέλια και φωνές. Μην τυχόν και υπάρξει ησυχία… μην τυχόν και ακούσουμε γυμνούς τους ήχους της νύχτας. Μην και παρατηρήσουμε το σκοτάδι της γιατί τότε… βρίσκει πάτημα ο φόβος και έρχεται.

Η ησυχία γεμίζει με κραυγές και ήχους μάχης. Το σκοτάδι φτιάχνει φαντάσματα φίλων που χάσαμε, των άλλων που σκοτώσαμε, δικών της τεράτων. Και δεν αργεί να έρθει και αυτή η μυρωδιά… Η μυρωδιά της σάρκας που καίγεται και της άλλης που σαπίζει. Ο ύπνος τότε δεν είναι ύπνος και δεν φταίει η πέτρα που’ χουμε για μαξιλάρι.

Γλεντήστε αδέρφια! Ζήτω μας! Γιαννάκη! Στην υγειά σου ρε! Δεν θα μου απαντήσεις, το ξέρω. Γιατί δεν είσαι μαζί μας πια.

Το δάκρυ μου θα το κρατήσω όμως αγόρι μου. Θα το κρατήσω μέσα μου σήμερα για να οπλίσω μ’ αυτό το όπλο μου αύριο. Αύριο θα πυροβολώ διπλά το φασισμό.

Άτιμη ησυχία! Μην έρχεσαι. (πυροβολεί στον αέρα) Δεν είναι μία η μάχη. Δεν είναι μόνο αν θα πληγωθεί η σάρκα μας ή η σάρκα τους.

Κάθε βράδυ μάς στήνουν ενέδρα ο φόβος και η νοσταλγία. Κάποια βράδια τη γλιτώνουμε είτε με το νταβαντούρι, είτε αν προλάβουμε να κοιμηθούμε πάνω στην πολλή κούραση, πριν το στοχασμό. Υπάρχουν όμως κι εκείνες οι νύχτες που η ψυχή μας πέφτει στα χέρια τους. Και τότε εκείνη πρέπει να παλέψει!

Πρέπει να προχωρήσει χωρίς να ξεχάσει. Τους λέει πρώτα: Φόβε σε φοβάμαι, νοσταλγία με τσακίζεις. Μετά τους λέει: θα συνεχίσω κι ας φοβάμαι, νοσταλγία πάψε!

Μετά φορτίζει κι άλλο και τους λέει: πονώ για όσα έχω χάσει: φίλους, σπιτικό, μητέρα αλλά δεν τους ξεχνώ.

Μέσα μου φτιάχνω φρούριο μην μου τους πάρει η λησμονιά, και όποτε θέλω τους επισκέπτομαι. Νοσταλγία φύγε. Την πατρίδα μου την κουβαλάω όλη μέσα μου.

Έπειτα θυμάμαι τον αγώνα. Ελευθερία! Φωνάζω.

Ποιος θάνατος; ποιος πόνος; η σάρκα μου ας γίνει λίπασμα να φυτρωθεί η ιδέα! Τότε από ένας θα γίνω χιλιάδες! Θα γίνω χώμα, νερό, σκουλήκι, μετά δέντρο ποτάμι και πουλί. Και σ’ όλα αυτά θα κατοικεί η ψυχή μου, και θα τα οδηγεί και πάλι να αγωνιστούν για την ελευθερία.

Άκληρη κοσμοναύτης