Η κρίση του κορωνοϊού έδωσε την αφορμή στα κρατικά επιτελεία, ώστε να προετοιμάσουν το κοινωνικό έδαφος για να υποδεχτούμε (όλοι μαζί) την επερχόμενη οικονομική κρίση τους. Όπως όλα δείχνουν, είχαν ήδη προβλέψει την κρίση αυτή, και η απόδοσή της σε έναν άγνωστο και χωρίς ιατρική αντιμετώπιση ιό, διευκόλυνε τη μετάβαση της κοινωνίας στην κατάσταση «έκτακτης ανάγκης». Έτσι, το σύνολο των μέτρων που στόχευαν στην κοινωνική αποστασιοποίηση αποτέλεσε το επιτακτικό κάλεσμα για την ενίσχυση της ιδεολογίας του ατομισμού. Μένουμε σπίτι, μένουμε μόνες. Αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας ως «άρρωστο», δεν ερχόμαστε σε επαφή με άλλους. Για τώρα, αυτή είναι η ατομική μας ευθύνη.
Η ιδεολογία του «κοιτάω τη δουλειά μου», η στροφή και η εξύψωση της ιδιωτικής ζωής εις βάρος της κοινωνικής ευαισθησίας, αποτελούν βασικό συστατικό για την «επιτυχία» μέσα στον καπιταλισμό. Η ενίσχυση αυτής της ιδεολογίας (μέσω της επίκλησης στην «ατομική και κοινωνική υπευθυνότητα») εντείνει τις κοινωνικές αντιθέσεις, αφού όσο περισσότερα προνόμια κατέχει ένα άτομο, τόσο καλύτερα και πιο άνετα θα ανταπεξέλθει στις «ιδιαίτερες» απαιτήσεις της συγκυρίας. Διόλου τυχαία, η επίκληση στα ατομικά αντανακλαστικά εστίασε σε αυτούς και αυτές που μπορούν -για πόσο ακόμα;- να ονειρεύονται μια καλύτερη θέση στην ταξική πυραμίδα. Ο κόσμος που στριμώχνεται στον πάτο αυτής της κατασκευής, εξορισμένος στην αφάνεια, δεν απασχόλησε στιγμή τους στρατηγούς της υγείας. Μιλάμε για τον μεταναστευτικό πληθυσμό, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στα γκέτο των μητροπόλεων, τους κρατούμενους στις φυλακές, τις έγκλειστες στα ψυχιατρικά άσυλα, και όλα εκείνα τα σώματα που δεν συμπεριλαμβάνονται στον «υγιή» και παραγωγικό ελληνικό κορμό.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη αυτό το γεγονός, μπορούμε χωρίς περιστροφές να αποδομήσουμε το ιδεολόγημα της «ατομικής ευθύνης». Στο πλαίσιο που προωθήθηκε από το Κράτος, το να μείνουμε σπίτι -εμείς που απολαμβάνουμε την πολυτέλεια να έχουμε σπίτι- δεν κατέστη ποτέ υπεύθυνη επιλογή. Στον αντίποδα, μία πρώτη απάντηση στις κρατικές επιταγές της απομόνωσης, του φιλοτομαρισμού και της εσωστρέφειας, ήταν η δημιουργία δομών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, με σκοπό αφενός να σπάσουμε το κλίμα επιβαλλόμενου φόβου, και αφετέρου να βρεθούμε με ανθρώπους που θα αποκλείονταν από τα «βασικά», ώστε από κοινού να βρούμε λύσεις για την κάλυψη αναγκών. Η επαναφορά αυτής της πρότασης κοινωνικοποίησης, συλλογικοποίησης και αγώνα, αποτελεί και ταυτόχρονη επαναφορά διαχρονικών στοιχημάτων και προοπτικών για το ανταγωνιστικό κίνημα:
Καταρχάς, η συνάντηση με κόσμο από τις τάξεις των απόκληρων, των ξεχασμένων, των πλέον υποτιμημένων, δημιουργεί ένα πεδίο συνομιλίας για τις διαφορετικές καταπιέσεις που υφιστάμεθα. Η αρχικά μονόδρομη σχέση προσφοράς πολύ βασικών και απαραίτητων αγαθών, η μετέπειτα γνωριμία, οι συζητήσεις, ο συλλογικός μας χρόνος καθορίζουν τις σχέσεις που δομούνται, που μετά από ένα σημείο παύουν να είναι αμιγώς «ανταλλακτικές» ή στην κατεύθυνση της κάλυψης αναγκών. Η επαφή με αυτό τον κόσμο (θα έπρεπε να) αποτελεί πάγια επιδίωξη του επαναστατικού κινήματος, στοχεύοντας αρχικά στην οικοδόμηση μιας σχέσης τόσο αγωνιστικής όσο και ανθρώπινης, που σε δεύτερο χρόνο θα τροφοδοτήσει με βιώματα, αναλύσεις και εμπειρίες τους αγώνες που έρχονται. Μία μερίδα κόσμου στην οποία πάντα «απευθυνόμασταν» τώρα έρχεται από μόνη της στις δομές, και αυτή η «ευκαιρία» είναι κρίμα να πάει χαμένη.
Η αμφισβήτηση της καπιταλιστικής-κρατικής οργάνωσης της κοινωνίας, βάλλει κατά κύριο λόγο τον τρόπο παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης των αγαθών (που εξαρχής παράγονται ως εμπορεύματα, διακινούνται και διανέμονται ως τέτοια). Ένα ακόμα βήμα λοιπόν, για μία δομή αλληλοβοήθειας, παράλληλα με την κάλυψη αναγκών, θα ήταν η διερεύνηση και η επεξεργασία προτάσεων και λύσεων για τα στάδια της παραγωγής και της διανομής, για την παράκαμψη, όπου και όσο είναι δυνατόν, της σχέσης που βασίζεται στο κέρδος, και βάζει σε προτεραιότητα την ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος, έναντι της αξίας χρήσης του αγαθού. Για τη χάραξη ενός τέτοιου βηματισμού, μία πρώτη αυτονόητη σκέψη είναι η επικοινωνία με μεμονωμένους παραγωγούς και αγροτικούς συνεταιρισμούς από όλο τον ελλαδικό χώρο. Σκοπός είναι η δημιουργία ενός δικτύου από τα κάτω, χωρίς τη διαμεσολάβηση του εμπορίου, που με γνώμονα την αλληλεγγύη, θα δίνει πρόσβαση σε μεγάλη γκάμα πρώτων υλών, χωρίς την εξάρτηση από τα supermarket, και γενικότερα την αγορά. Αυτό, ως πρώτη κίνηση, απαιτεί αρκετό χρόνο και δέσμευση ώστε να χτιστούν και να ευδοκιμήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων που παράγουν, και των δομών που διαχειρίζονται και διανέμουν. Από τη στιγμή που επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο, τα οφέλη είναι πολλά. Το σημαντικότερο είναι πως μέσα σε περιβάλλοντα κρίσεων (όπου τμήμα της παραγωγής καταστρέφεται βίαια από τα πάνω, ή παύει προσωρινά τη λειτουργία του) «τρέχουν» δίκτυα και δομές που έχουν ήδη κατακτήσει τη δυνατότητα να λειτουργούν παράλληλα και ανεξάρτητα από την αγορά. Αν οι κρίσεις είναι οι «επαναστάσεις του καπιταλισμού», τότε στις επαναστάσεις των καταπιεσμένων, αυτές οι δικτυώσεις πρωτίστως δίνουν λύσεις σε άμεσες ανάγκες, συνεισφέροντας ταυτόχρονα στις κοινωνικές διεργασίες με το παράδειγμα εναλλακτικών αποτελεσματικών προτάσεων, που μπορούν να υποκαταστήσουν το μοντέλο που γνωρίζαμε μέχρι πρότινος.
Το να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας είναι μια επιλογή που προϋποθέτει την επένδυση χρόνου και ενέργειας στη μετάβαση από τον κρατικό καπιταλισμό στην ελεύθερη κοινοτική ζωή. Ζούμε σε έναν κόσμο που η κυριαρχία ονειρεύεται την επικράτηση της εξατομίκευσης και τη διάσπαση κάθε ίχνους κοινότητας. Η λίστα με τις ανάγκες που έχουμε να καλύψουμε είναι τεράστια. Από την τροφή, τη στέγη, τη σωματική και ψυχική υγεία, είναι προφανές πως η κάλυψη μόνο των «βασικών αναγκών» δεν εξασφαλίζει μια ζωή με αξιοπρέπεια. Σε αυτό το άρθρο δίνουμε βάρος σε μία πρόταση οργάνωσης, οριζόντια, αυτοοργανωμένη και από τα κάτω, περιορισμένη αυστηρά στο επιβιωτικό ζήτημα της τροφής. Είναι στο χέρι μας και τη φαντασία μας να διευρύνουμε τα περιεχόμενα, να προχωρήσουμε τις δομές, να συγκροτήσουμε κοινότητες.
Η ενίσχυση της κοινότητας παρόλα αυτά δεν αρκεί. Εκτός από τον ατομισμό, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (το σχολείο, οι θεσμοί), τα ΜΜΕ, η βιομηχανία του θεάματος και της τέχνης, εμποτίζουν, καθημερινά, συστηματικά και μεθοδικά την κοινωνία με τον πολιτισμό του κέρδους. Διαμορφώνεται από τα πάνω μία σχέση, η οποία αφομοιώνεται από την κοινωνική βάση, και διαιωνίζεται κάθετα (από πάνω προς τα κάτω) και οριζόντια (στο εσωτερικό και μεταξύ των κάτω), η σχέση Κεφάλαιο: Ο καπιταλισμός είναι «πραγματικότητα που δεν αλλάζει, έτσι είναι», η εκμετάλλευση είναι «αναγκαίο κακό», το κέρδος και η εξουσία είναι «στη φύση του ανθρώπου». Στον αντίποδα αυτών αναδύεται η σχέση Αλληλεγγύη, που εκτός από την υλική μετουσίωσή της όπως περιγράφηκε παραπάνω, αντιπροτείνει πως μπορούμε να ζήσουμε διαφορετικά, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς εξουσία, χωρίς να βλέπουμε την κάθε αλληλεπίδραση με κριτήρια κέρδους. Δυο κόσμοι σε σύγκρουση. Καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στον κομφορμισμό του Κεφαλαίου ή στον Αγώνα που επιτάσσει η Αλληλεγγύη.
Δυο λόγια μόνο: Κοινότητες για να οργανωθούμε μεταξύ μας, να μοιραστούμε τις αγωνίες, τα προβλήματα και τις ανάγκες μας, να τα επεξεργαστούμε από κοινού, για να σταθούμε καλύτερα στα πόδια μας. Αγώνας ενάντια σε όλες τις καταπιέσεις, σε όλες τις αδικίες, ενάντια στη λεηλασία της φύσης και την καταστροφή του περιβάλλοντος, για να βελτιώσουμε τη θέση μας απέναντι σε όλους αυτούς που εκμεταλλεύονται και κερδίζουν από τη ζωή μας. Στη γειτονιά, το σχολείο, τη δουλειά, στην πλατεία, σε κάθε χώρο κοινωνικής συνάντησης, να φτιάξουμε κοινότητες αγώνα για να έρθουμε ένα βήμα πιο κοντά στην αξιοπρέπεια…
ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΑΓΩΝΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Μ.Π.Κ.