Προτεραιότητα στις σχέσεις ανταλλαγής ή στο αντικείμενο της ανταλλαγής;
Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε να γεννιούνται σε πολλές πόλεις δίκτυα ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών. Για την ώρα υπάρχουν γύρω στα 25 τέτοια δίκτυα, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων δημιουργήθηκε τον τελευταίο περίπου χρόνο. Τα περισσότερα λειτουργούν χρησιμοποιώντας ως μέσο ανταλλαγής κάποιο τοπικό εναλλακτικό νόμισμα (βλέπε Καερέτι) που αντιστοιχεί συνήθως στο ευρώ (π.χ. μια μαρμελάδα κοστίζει 2 μονάδες, δηλαδή 2 ευρώ). Κάποια λίγα (βλέπε Ελληνικό Δίκτυο Γυναικών Ελλάδος) χρησιμοποιούν την εργατοώρα ή, με άλλα λόγια, έχουν δημιουργήσει μια τράπεζα χρόνου για να ανταλλάσσουν υπηρεσίες (η ώρα εργασίας του γιατρού και η ώρα του υδραυλικού έχουν ίση αξία). Τέλος, σε κάποια άλλα (βλέπε Εναλλακτικό Πολιτιστικό Εργαστήρι Κέρκυρας) οι ανταλλαγές γίνονται χωρίς κάποιο τεχνητό μέσο ανταλλαγής· η ανταλλαγή συμφωνείται και γίνεται με δι-υποκειμενικούς όρους. Δηλαδή δύο άτομα συναντιούνται και συμφωνούν, ανάλογα με τις ανάγκες και τις παρούσες συνθήκες του καθενός, τι θα ανταλλάξουν και τι συνιστά μια δίκαιη, και για τους δύο, ανταλλαγή. Ανεξαρτήτως μέσου, για την διευκόλυνση της διαδικασίας ανταλλαγής συνήθως έχει σχηματιστεί ένας κατάλογος με τα άτομα και το τι προσφέρει και ζητάει ο καθένας.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό το φαινόμενο είναι, κατά πολλούς δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς και μέλη δικτύων, η οικονομική κρίση και συνεπώς η ανάγκη της επιβίωσης. Εκεί θεωρούν ότι επικεντρώνονται και εστιάζουν οι στόχοι και σκοποί των δικτύων αυτών. Συνεπώς, περιγράφοντάς το με χοντροειδή τρόπο, η επιτυχία τους κρίνεται στα νούμερα ανταλλαγών ανά ημέρα. Πολλές ανταλλαγές = κάλυψη πολλών αναγκών = επιτυχία και εν μέρει λύση του οικονομικού προβλήματος. Και δεν διαφωνώ με μια τέτοια άποψη. Ωστόσο είμαι της γνώμης ότι για πολλές περιπτώσεις δικτύων αποτελεί μόνο τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή θεωρώ ότι είναι η ανάγκη για έναν διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας, σκέψης, οργάνωσης της κοινωνίας, λήψης αποφάσεων· ζωής εν τέλει.
Η κρίση και οι ανάγκες δεν είναι μόνο οικονομικές, και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τον τρόπο που λειτουργούν και αποφασίζουν τα περισσότερα από τα εν λόγω δίκτυα ‒ με αρχές άμεσης δημοκρατίας, αυτό-οργάνωσης, αυτό-μόρφωσης, συνεργατισμού. Ο τρόπος αυτός δεν είναι ο πρακτικότερος και συντομότερος για να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή «παραγωγικότητα». Φαίνεται λοιπόν ότι οι σκοποί πολλών δικτύων έχουν να κάνουν όχι απλά και μόνο με την επιβίωση και την πρακτικότητα αλλά και με μια ποιότητα ζωής που σχετίζεται όχι μόνο με αντικείμενα και κατανάλωση, αλλά με ανθρώπινες σχέσεις (κάτι που στην ουσία είναι πολιτικό με την ευρεία έννοια). Και αυτή η διάσταση θα πρέπει να αναδεικνύεται όσο και η πρακτική-οικονομική, ειδικά για τον λόγο ότι πολλά νέα δίκτυα παραδειγματίζονται από τα ήδη υπάρχοντα. Επιτρέψτε μου να προσθέσω εδώ ότι ακόμα και αν η κρίση ήταν μόνο οικονομική, ίσως η λύση δεν θα έπρεπε να είναι ένα «εναλλακτικό» οικονομικό μοντελάκι τύπου «ανταλλακτικού δικτύου». Η λύση για να είναι λύση που προσπαθεί να κοιτάει στο μακρινό μέλλον, δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τους ίδιους όρους (οικονομικούς) με το πρόβλημα για να το λύσει.
«Δεν μπορούμε να λύσουμε ένα πρόβλημα σκεπτόμενοι με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόμασταν όταν το δημιουργήσαμε».
~Albert Einstein
Στο Ρέθυμνο έχει μόλις ξεκινήσει να δημιουργείται (12/2011) ένα δίκτυο ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών, τα μέλη του οποίου έχουμε συμφωνήσει ότι θα ανταλλάσσουμε μέσω αμφίδρομης διαπροσωπικής συνεννόησης και συμφωνίας· δι-υποκειμενικά. Την ώρα που γράφω είμαστε ακόμα στο στήσιμο. Κατά συνέπεια δεν μπορώ να μιλήσω για το τι έχει γίνει. Ούτε θα μιλήσω για αυτά που ελπίζω να γίνουν στην πράξη και άλλα «μεγαλόπνοα» και υπερφίαλα «θα». Τέλος, δεν βρίσκω τον λόγο να μιλήσω για τα νούμερα του δικτύου (πόσοι συμμετέχουν, πόσες ομάδες, πόσες ανταλλαγές) γιατί, για εμένα τουλάχιστον, ο στόχος του εγχειρήματος αυτού είναι ποιοτικός και όχι ποσοτικός. Θα παραθέσω λοιπόν τις αρχές και τους σκοπούς που εκκίνησαν το δίκτυο στο Ρέθυμνο. Επίσης θα προσπαθήσω να δώσω τη δική μου οπτική και τους λόγους (χωρίς να εκπροσωπώ το δίκτυο) που η δι-υποκειμενική συνεννόηση επιλέχθηκε ως μέσο (και όχι ως αυτοσκοπός).
Μέρος του κειμένου που εγκρίθηκε στο πρώτο ανοιχτό κάλεσμα για τη δημιουργία του δικτύου:
«Να δημιουργήσουμε δυνατότητες για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και τύπο σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.
»Να αποκτήσουμε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό αυτάρκειας (ατομικής και κοινωνικής), και να δημιουργήσουμε μια ηθική και ισότιμη κοινωνία και οικονομία:
Τα παραπάνω, ολοφάνερα, δεν αποτελούν σκοπούς και μέσα που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν μια συγκυριακή οικονομική κρίση. Δεν είναι σκοποί και μέσα που κοιτάζουν πόσο άδειες είναι οι τσέπες των ανθρώπων, που τους αρκεί να γεμίσει ο ντορβάς. Προσπαθούν όμως, όπως τους καταλαβαίνω εγώ τουλάχιστον, χωρίς ματαιοδοξία και υπεροψία, να δουν και τον ντορβά αλλά και τα βαθύτερα ηθικά προβλήματα των ανθρώπινων κοινωνιών, και σε αυτό το σημείο συνάντησης να δοκιμάσουν πορείες εξόδου. Δεν θεωρώ ότι με ένα ανταλλακτικό δίκτυο θα αλλάξει ο κόσμος. Δεν πιστεύω καν ότι θα λύσει την πείνα που έρχεται σύντομα. Εστιάζοντας όμως την προσπάθεια στη σταδιακή αλλαγή της ποιότητας της ανθρώπινης συν-ύπαρξης, ελπίζει κανείς να διεγείρει μέσα του το συλλογικό και ατομικό φαντασιακό, και να ανοίξει νέες πορείες σκέψης και πράξης. Και πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος για να διεγερθεί το φαντασιακό της σκέψης είναι όταν το μέσο που θα επιλεχθεί θα πατάει καλά και στο στομάχι, και δεν θα μείνει μόνο στο διανοητικό θεωρητικό επίπεδο. Για τον λόγο αυτό ένα δίκτυο που κατά πρώτο λόγο προσπαθεί να εστιάσει στις ηθικές ανάγκες και παράλληλα στις πρακτικές, μπορεί ίσως να αποτελέσει μια κουκίδα εξόδου.
Ωραία όλα αυτά, αλλά γιατί η δι-υποκειμενική συνεννόηση; Γιατί να μην μπορούν με κάποιο εναλλακτικό νόμισμα να επιτευχθούν και οι κοινωνικοί στόχοι; Γιατί η δι-υποκειμενική είναι κατ’ αρχάς λιγότερο πρακτική όσο αφορά την ποικιλία ανταλλαγών. Επιπλέον παίρνει περισσότερο χρόνο γιατί πρέπει τα δύο μέρη να κουβεντιάσουν και να σκεφτούν μέχρι να καταλήξουν σε κάτι που να ικανοποιεί και τους δύο.
Κατά πρώτο θεωρώ πολύ δύσκολο κάποιος να αλλάξει τρόπο σκέψης και αποτίμησης αν συνεχίζει να σκέφτεται με όρους νομίσματος (εναλλακτικού ή όχι). Ο λόγος είναι ότι στο κέντρο της σκέψης του θα βρίσκεται κυρίως το αντικείμενο ανταλλαγής, και όχι η σχέση που προσπαθεί να δημιουργήσει με κάποιον άλλο άνθρωπο με παρόμοιες ανάγκες, μέσω μιας ανταλλαγής κατά τ’ άλλα πρακτικής. Ο λόγος που μπορεί να θεωρήσει ότι έχει ζημιωθεί ή κερδίσει από μια συναλλαγή θα είναι επειδή αντάλλαξε κάτι για λιγότερες ή περισσότερες μονάδες από αυτές που ορίζει, αυθαίρετα, ως «δίκαιη» τιμή η αγορά, π.χ. αν το κιλό τα πορτοκάλια κάνουν 0.50 λεπτά στην αγορά ενώ στο δίκτυο 1 μονάδα θεωρούνται «ακριβά». Θα συνεχίσει να σκέφτεται με όρους κέδρους ή ζημίας αντί με όρους δικαιοσύνης των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε ανταλλαγής.
Με δι-υποκειμενική συνεννόηση τα πορτοκάλια δεν θα έχουν τιμή, ακριβή ή φθηνή. Ανταλλάσσοντας δι-υποκειμενικά ανταλλάσσω με έναν άνθρωπο και το έργο του και όχι με κάποιον τεχνητό «μεσάζοντα»: Νόμισμα ή εργατοώρα. Λόγω αυτής της αμφίδρομης ανταλλαγής μπορώ να διακρίνω τις ιδιαίτερες ποιοτικές αποχρώσεις του προϊόντος (που είναι πρόβλημα στα δίκτυα με μονάδα ανταλλαγής) αλλά και των αναγκών του άλλου (μπορεί να είναι/είμαι άνεργος και να έχει/έχω οικογένεια). Οπότε δίνω περισσότερα γιατί το άτομο απέναντί μου μπαίνει στο κέντρο της ανταλλαγής, και όχι το αντικείμενο της ανταλλαγής.
Με τον παραπάνω τρόπο θεωρώ ότι μπορούν να δημιουργηθούν οι βάσεις για εμπιστοσύνη και ουσιαστικότερη επικοινωνία, για μια κοινωνία που στηρίζεται στην αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη, και όχι στον ατομικισμό και το κέρδος. Να δημιουργηθούν οι σχέσεις όπου η ανθρωπιά θα είναι πάνω από τα κέρδη, σχέσεις όπου η οικονομία θα είναι κάτι δευτερεύον. Σε ένα δίκτυο με σταθερές μονάδες ανταλλαγής για κάθε προϊόν δεν υπάρχει εύκολα χώρος ευελιξίας της αλληλεγγύης και της γενναιοδωρίας μας ανάλογα με την κατάσταση του άλλου.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να πω ότι παρ’ όλο που πολλά από τα διάφορα αυτό-οργανωμένα εγχειρήματα του τελευταίου χρόνου δημιουργήθηκαν λόγω κρίσης, δεν πιστεύω ότι περιορίζονται στο να αντιμετωπίσουν μόνο το οικονομικό κομμάτι της. Ταπεινή μου γνώμη είναι ότι αν οι πρωτοβουλίες αυτές καταφέρουν να συνδυάσουν και να βρουν ισορροπία ανάμεσα στο θεωρητικό-κοινωνικό και συναισθηματικό θέλω, και στην πλήρωση πρακτικών ανθρώπινων αναγκών, ίσως ανοίξουν νέους, και για την ώρα άγνωστους, δρόμους.
Κλείνω με ένα κομμάτι του κειμένου του δικτύου.
«Παίρνουμε οι ίδιοι την ευθύνη της ανταλλαγής και της συμφωνίας. Εμείς με την κοινή και φυσική λογική μας, και με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο απέναντί μας, ορίζουμε το δίκαιο και το άδικο αντάλλαγμα, και όχι κάποιος εξωτερικός παράγοντας· μια συντονιστική ομάδα, μια γενική συνέλευση, ένας τιμοκατάλογος, ένας πρόεδρος, ένας αντιπρόσωπος, ένα κόμμα, μια κυβέρνηση, μια πολυεθνική. Ελαχιστοποιούμε την γραφειοκρατία, τον ετεροκαθορισμό και την ανάγκη πολλαπλών μηχανισμών ελέγχου του δικτύου».
Καμπαμαρού