Καταδικάζουμε το ψέμα και την πονηρία απ’ όπου κι αν προέρχεται
Ο χαρακτηρισμός «άτυχοι νέοι», όπως παρουσιάστηκαν ο Καπελώνης, ο Φουντούλης και ο Γέροντας είναι μέθοδος η οποία στην πρώτη ματιά φαίνεται να έχει σκοπό μονάχα την εξιλέωση των νεκρών ναζιστών στα μάτια της κοινωνίας, την απόκρυψη της φασιστικής δράσης τους ως μελών των ταγμάτων εφόδου, της συνειδητής τους απόφασης να ενταχθούν και να πλαισιώσουν ένα νεοναζιστικό κόμμα, της εμπλοκής τους σε νυχτερινές «δουλειές» προστασίας. Τον χαρακτηρισμό «άτυχοι νέοι» δικαιούνται να τον χρησιμοποιούν μονάχα τα μέλη των οικογενειών τους, των οποίων τον πόνο σεβόμαστε. Όποιος άλλος τον χρησιμοποιεί στην ουσία προσπαθεί να θολώσει τα νερά, ώστε να θυματοποιηθεί η εγκληματική (με την ευρύτερη και όχι τη νομική σημασία) συμμορία, και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Καταδικάζουμε τις δηλώσεις νομιμοφροσύνης απ’ όπου κι αν προέρχονται
Το σύνολο σχεδόν της αριστεράς έτρεξε να δηλώσει εξ αρχής τον αποτροπιασμό της για την εκτέλεση και δεν παρέλειψε να την καταδικάσει, επειδή λέει «δημιουργεί κλίμα αποσταθεροποίησης και στοχεύει στη δημοκρατία». Για τον Σύριζα λοιπόν υπάρχει «σταθερότητα» και «δημοκρατία» που θα πρέπει να διαφυλαχθεί όπως και δήποτε. Για την Ανταρσύα «η αριστερά ούτε με πρακτικές ξεκαθαρίσματος λογαριασμών έχει σχέση, ούτε με εν ψυχρώ δολοφονίες». Μάλιστα, ώστε δεν ήταν αριστεροί τα μέλη της Ο.Π.Λ.Α, η 17Ν, η αυτονομία της Ιταλίας το ’70, η φράξια κόκκινος στρατός, η Ε.Τ.Α., η Άμεση Δράση, οι Τουπαμάρος κ.α. Για το ΚΚΕ «αυτή η επίθεση δημιουργεί πολύ σοβαρά ερωτηματικά για τα κίνητρα και τους σκοπούς που υπηρετεί», όπως πάντα προβοκάτσια λοιπόν. Οι χαρακτηρισμοί μάλλον περισσεύουν.
Καταδικάζουμε την προβοκατορολογία απ’ όπου κι αν προέρχεται
Είναι εκπληκτικό πως κάθε φορά που κάποιοι πρωτοβουλιακά σηκώνουν τ’ άρματα και κάνουν τη φάση τους (με την έννοια πως οι ενέργειές τους δεν εντάσσονται σε κάποια οργανωμένη συλλογική-κινηματική διαδικασία), εμφανίζονται σωρό οι εξορκιστές που διαβεβαιώνουν σε στυλ ειδικού αναλυτή ότι η ενέργεια αυτή είναι προβοκάτσια κράτους και παρακράτους για να χτυπήσει το κίνημα και, και, και… Η λογική αυτή του να βαφτίζει κανείς την όποια πράξη τον φέρνει σε δύσκολη θέση «προβοκάτσια», ώστε έτσι να αποφύγει τη λήψη καθαρής θέσης, είναι το λιγότερο βολικό. Το να μην αντέχει το «κίνημα» (εάν και εφόσον υπάρχει) το βάρος τέτοιου είδους πρωτοβουλιών (όπως π.χ το χτύπημα του Ε.Α. τον Δεκέμβρη του ‘08), άσχετα εάν αυτές μπορούν ή όχι να το πάνε μπροστά, αποτελεί δείγμα αδυναμίας και υποχώρησης και είναι πρόβλημα του «κινήματος» και κανενός άλλου.
Καταδικάζουμε την υποκρισία από όπου και αν προέρχεται
Δεν μπορούν οι ναζίδες ν’ ασκούν συνεχώς τη βία που ασκούν, περιμένοντας ότι θα το κάνουν διαρκώς ανενόχλητοι, χωρίς να εισπράξουν κάποια στιγμή και αντίποινα. Όταν ένα άτομο, μια ομάδα ή ένας θεσμός ασκεί βία, αυτή θα επιστρέψει πίσω με ένταση άγνωστη και απρόβλεπτη. Τον κανόνα αυτόν τον έχουν κατά νου όλοι, και παίρνουν τα μέτρα τους ώστε να είναι σε θέση να την αντιμετωπίσουν, το κράτος το κάνει, το παρακράτος επίσης. Από την άλλη, αβάσταχτη είναι η ελαφρότητα της δικής μας συνθηματολογίας στον δρόμο όταν φωνάζουμε πράγματα των οποίων τις χειροπιαστές συνέπειες, όταν κάποιοι μετά τα κάνουν πράξη, είμαστε μάλλον ανέτοιμοι να τις διαχειριστούμε. Ο φόβος της φονικής σύγκρουσης είναι δικαιολογημένος και κατανοητός, η ιδεολογικοποίηση του πάλι όχι. Σε τελική ανάλυση, σκούριασαν ή δεν σκούριασαν τα κονσερβοκούτια, στον Μελιγαλά έγινε ή δεν έγινε μισή δουλειά, οι κρεμάλες έρχονται ή όχι, θα καεί στο σπίτι του κάθε χρυσαυγίτη;
Καταδικάζουμε την πολιτική μυωπία απ’ όπου κι αν προέρχεται
Αν δεχτούμε πως την εκτέλεση στο Νέο Ηράκλειο την έκαναν αυτοί που την ανέλαβαν, τότε αναρωτιόμαστε ειλικρινά για ποιο λόγο επέλεξαν τη στιγμή που βόλευε όσο δεν πάει τη Χ.Α. Γιατί επέλεξαν να της προσφέρουν την ευκαιρία να κερδίσει πολύτιμο χρόνο στα ΜΜΕ, εκμεταλλευόμενη τη θέση της ως θύμα που χτυπιέται από παντού, δίνοντας την αίσθηση στα λούμπεν κοινωνικά κομμάτια που αμφιταλαντεύονται μπροστά στη σκακιέρα του ταξικού πολέμου, πως ο μαχητικός αντιφασισμός συντάσσεται με τον όψιμο αντιφασισμό του δημοκρατικού τόξου. Η (μη) απάντηση στη δολοφονία του Π. Φύσσα από μεριάς του Α/Α χώρου δεν υποκαθίσταται από καμία εκτέλεση, μία ή άλλη. Αυτό που υποστηρίζουμε δεν είναι τίποτα άλλο από το ότι όταν κάποιοι σηκώσουν ένα όπλο και το αδειάζουν στα μούτρα κάποιων πολιτικών αντιπάλων, καλό θα ήταν να έχουν σκεφτεί εκατό φορές τι αποτελέσματα μπορεί να έχει η πράξη τους και κατά πόσο αυτή θα επηρεάσει θετικά. Και τουλάχιστον να επικοινωνεί τα επιχειρήματά της με το κίνημα μέσω της ανάληψης, πράγμα που σε δεκαοχτώ σελίδες δεν το κατάφεραν ούτε στο ελάχιστο.
Προς το παρόν πάντως, η εκτέλεση δεν έχει επιφέρει κανενός είδους πρωτοφανές πλήγμα στον «χώρο», ούτε στη Χρυσή Αυγή βέβαια, η οποία εκλογικά δεν έχασε τίποτα ούτε από τη δολοφονία Φύσσα, ούτε από τις διώξεις, ούτε από την εκτέλεση, και ετοιμάζει την επιστροφή της, και έχει το θράσος να καλεί ακόμη και σε συγκέντρωση στο σύνταγμα – πίστεψε κανείς άλλωστε ότι 13 σφαίρες σταματάνε τον φασισμό;
Και έτσι, η ζωή σ’ αυτόν τον τόπο συνεχίζεται, με την τρόικα να αλωνίζει, την κυβέρνηση να μην φαίνεται να κλονίζεται ούτε από το φορολογικό, ούτε από την άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών, τους μετανάστες να πνίγονται στο αιγαίο, την κοινωνία να αρνείται πεισματικά να πάρει την υπόθεση στα χέρια της, τα ριζοσπαστικά κομμάτια της να γκρινιάζουν. Εμείς εδώ πάλι, δεν έχουμε καμία όρεξη να μιζεριάσουμε. Άλλο ένα φύλλο θα αλητέψει στα παγωμένα σοκάκια όλης της Ελλάδας για να διατυμπανίσει πως τίποτα δεν τελείωσε.
Άη Βασίλη θα θέλαμε για το 2014 να μοιράσεις περισσότερη όρεξη για κοινωνικό ταξικό πόλεμο στα συντρόφια εκεί έξω, και λίμες στα συντρόφια μέσα.
συντακτική ομάδα Ηρακλείου