Εμβόλια, Υγεία και Καπιταλισμός

Στις μέρες που διανύουμε, ο δημόσιος λόγος διεμβολίζεται από ένα ποτ πουρί ψευδών ειδήσεων, θεωριών συνομωσίας και κρατικής προπαγάνδας, μια σούπα μέσα στην οποία είναι δυσδιάκριτα τα συστατικά από τα οποία φτιάχνεται. Συχνά, ακούσια ή και στοχευμένα, η πολιτική κριτική συγχέεται με αυτή τη σούπα, ενώ πολλές φορές το κράτος και τα μ.μ.ε. παρουσιάζουν όσους ασκούν πολιτική κριτική ως συνωμοσιολόγους, αντιεμβολιαστές και ψεκασμένους, προσπαθώντας να υποσκάψουν την αξιοπιστία τους και να απαξιώσουν την επιχειρηματολογία που παρουσιάζουν. Το αποτέλεσμα είναι να χάνονται τα επίδικα της πολιτικής κριτικής, τα οποία ανακατεύονται μαζί με τις ψευδείς ειδήσεις, τη συνωμοσιολογία και την κρατική προπαγάνδα. Ξεκινώντας θα θέλαμε να διατυπώσουμε την άποψή μας ξεκάθαρα, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια παρερμηνείας. Το πρόβλημα δεν είναι τα ιδία τα εμβόλια ως μέσα δημιουργίας αντισωμάτων, αλλά ούτε καν ο ιός που προσπαθούν να καταπολεμήσουν, αλλά οι φαρμακοβιομηχανίες, ο καπιταλισμός και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Αλλά ας εξηγηθούμε λίγο καλύτερα.

Όπως είπε ο υπουργός Ανάπτυξης, αν και ο ίδιος πιστεύει στον καπιταλισμό και τα κέρδη, «αυτή δεν είναι εποχή να βγάλουμε κέρδη, αλλά όλοι πρέπει να συμμετάσχουμε στην κοινή προσπάθεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας».

Μήπως όμως η προσπάθεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι ακριβώς η εποχή για τον καπιταλισμό να αυξήσει τα κέρδη των αφεντικών, παράλληλα με τη μείωση του κόστους των κοινωνικών δαπανών; Η κρατική πολιτική της διαχείρισης της πανδημίας έχει ως στόχο να προστατέψει τον καπιταλισμό ως σύστημα παραγωγής, και όχι να σώσει ανθρώπινες ζωές, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο καπιταλισμός δημιούργησε τις συνθήκες για να χαθούν. Όπως συμβαίνει ας πούμε με την απαξίωση των δημοσιών συστημάτων υγείας, αλλά και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, συνθήκη που όχι μονό ευνοεί την ανάπτυξη ιών, αλλά και την επιδείνωση της κατάστασης των νοσούντων από αυτούς τους ιούς. Το κράτος, ως εκπρόσωπος των αφεντικών, αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ζωή ως παραγωγική μονάδα, και την υγεία ως τη διατήρηση αυτής της παραγωγικής μονάδας στην εργασία. Σε μια ζυγαριά που βάζει από τη μια μεριά το κόστος, και από την άλλη το όφελος, η υγεία είναι άλλο ένα πεδίο κερδοφορίας και πόνου.

Το να στηρίξει ένα κράτος όλες του τις ελπίδες σε ένα εμβόλιό είναι μια βαθιά νεοφιλελεύθερη συνταγή, καθώς στηρίζεται επί της ουσίας σε ιδιωτικές εταιρίες που χρηματοδοτούνται από το κράτος, και έχουν ως στόχο να αυξήσουν τα κέρδη τους, και όχι να προστατέψουν ανθρώπινες ζωές. Και για αυτό στήριξε όλες τις ελπίδες του πράγματι στο εμβόλιο, καθώς η αύξηση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και οι βελτιώσεις των υλικοτεχνικών υποδομών θα ισοδυναμούσαν με αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Δηλαδή προτιμάει να επενδύσει τεραστία πόσα σε ένα φάρμακο, από το να ενισχύσει το σύστημα υγείας, καθώς αυτό θα ήταν μια δημοσιά επένδυση που θα ήταν χρήσιμη και μετά το τέλος της πανδημίας, πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε να συνεχίσει να τη χρηματοδοτεί. Η αντιμετώπιση του προβλήματος λοιπόν από τις φαρμακοβιομηχανίες διαλύει την πρωτοβάθμια υγεία. Αυτό είχε συμβεί και με τη γρίπη των πτηνών, οπού το ελληνικό κράτος είχε αγοράσει εκατομμύρια δόσεις εμβολίων -που τελικά έμειναν αδιάθετες- αντί να επενδύσει αυτά τα χρήματα στο σύστημα υγείας, και να είναι προετοιμασμένο ας πούμε για μια επόμενη πανδημία. Κάτι το οποίο μας κάνει να αναρωτηθούμε: Τι μπορεί να συμβεί αν το πολυπόθητο εμβόλιο για τον covid 19 προστατεύει τελικά για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ή δεν προστατεύει αποτελεσματικά, ή έχει πάρα πολλές παρενέργειες; Φυσικά και θα συνεχίσουμε να έχουμε θύματα λόγω της έλλειψης πρόσβασης σε αξιοπρεπή υγειά.

Βεβαία όλα αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν από την επιστημονική κοινότητα, καθώς δεν έχει περάσει ο απαραίτητος χρόνος ώστε να γίνουν όλες οι απαραίτητες εργαστηριακές και κλινικές δοκιμές. Κάτι που δικαιολογεί και την «έγκριση επείγουσας χρήσης» με την οποία κυκλοφόρησαν τα εμβόλια. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα φάρμακα δοκιμάζονται όλο και λιγότερο, παίρνοντας «έγκριση επείγουσας χρήσης» από τον ευρωπαϊκό οργανισμό φαρμάκων στη δική μας περίπτωση. Μια έγκριση που συνιστά συνέχεια της δοκιμής του εμβολίου, εν προκειμένω στον γενικό πληθυσμό, και έχει ως αποτέλεσμα πολλές φόρες να βγαίνουν συμπληρωματικές οδηγίες μετά την κυκλοφορία των φαρμάκων, να αποσύρονται εγκρίσεις ή και ακόμα να αποδειχθεί απλώς ότι τα φάρμακα που είχαν εγκριθεί δεν μπορούσαν να κάνουν αυτό που είχαν υποσχεθεί. Όπως συνέβη, ας πούμε, με το εμβόλιο της AstraZeneca/Oxfor, για το οποίο ένας ένας οι εθνικοί οργανισμοί φαρμάκων άρχισαν να αποσύρουν τις εγκρίσεις τους για την πληθυσμιακή ομάδα άνω των 65, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν προσφέρει ανοσία στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι τα εμβόλια έχουν κατά την παραγωγή τους αμελητέο κόστος, παρ’ όλα αυτά η ανάπτυξή τους, αλλά και οι δοκιμές μέχρι να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα τους, καθώς και η ασφάλειά τους ως προς τα άτομα που θα τα κάνουν, αποτελούν μια επίπονη διαδικασία. Αυτή η διαδικασία είναι και η δικαιολογία την οποία χρησιμοποιούν οι φαρμακευτικές για να τα πατεντάρουν, να αυξήσουν το κόστος και να κρατήσουν την επιστημονική έρευνα μυστική. Και ούτε αυτό δεν κάνουνε, αλλά ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή – δηλαδή από τη βασική έρευνα που έκαναν τα πανεπιστήμια και τα επιστημονικά ιδρύματα σε ολόκληρο τον κόσμο.

Σε αυτό το στάδιο, λοιπόν, τα αποτελέσματα κοινοποιούνται στην επιστημονική κοινότητα και όχι μόνο, καθώς δημοσιεύονται, και ο καθένας είναι ελεύθερος να τα χρησιμοποιήσει για να συνεχίσει την ερευνά, ή να επαληθεύσει την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων. Στη συνέχεια έρχονται οι προπαραγγελίες, δηλαδή τεράστια συμβόλαια των φαρμακοβιομηχανιών με μεμονωμένα κράτη ή διακρατικούς οργανισμούς, όπως η ευρωπαϊκή ένωση. Συμβόλαια που εξασφαλίζουν τα κέρδη των φαρμακοβιομηχανιών ασχέτως της αποτελεσματικότητας ή της επιτυχίας των εμβολίων τους, μηδενίζοντας το επιχειρηματικό ρίσκο. Μετά, η βασική ερεύνα που αναφέραμε παραπάνω ιδιοποιείται από τις φαρμακοβιομηχανίες μέσω των διασυνδέσεων των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις1, και η ερευνά γίνεται κτήμα τους αλλά και επτασφράγιστο μυστικό, καθώς οι ανταγωνιστές τους δεν πρέπει να έχουν κανένα στοιχείο για την επιτυχία η την αποτυχία της εξέλιξης του εμβολίου και των κλινικών δοκίμων. Και σε αυτό το στάδιο χρηματοδοτούνται απευθείας από τα κράτη ώστε να κάνουν την ανάπτυξη και τις δοκιμές, δηλαδή τη δουλειά τους.2 Κάτι που οδηγεί στην κατοχύρωση της πατέντας, στην αδιαφάνεια των αποτελεσμάτων και στον έλεγχο της πρόσβασης σε αυτά τα φάρμακα. Μέσω της πατέντας οι φαρμακοβιομηχανίες μπορούν να ορίζουν ελεύθερες τις τιμές, καθώς έχουν εξασφαλίσει ότι κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να παράγει το φάρμακό τους. Τέλος, μπορούν να πουλήσουν το εμβόλιό τους σε μια εγγυημένη αγορά, αφού τα κράτη θα τα ξαναπληρώσουν για τρίτη φόρα με χρήματα από τη φορολόγηση, και θα αναγκάσουν τους πολίτες τους να τα κάνουν.3 Η ιστορία του εμβολίου είναι το θαύμα του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού.

Οι φαρμακοβιομηχανίες λοιπόν δεν είναι κάποιου είδους ανθρωπιστικές οργανώσεις, αλλά εταιρίες που δρουν εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και επιζητούν το κέρδος, αδιαφορώντας προφανώς για την ανθρώπινη ζωή, ή μάλλον τις επιπτώσεις που έχει η δράση τους στην ανθρώπινη ζωή. Ίσως η καλύτερη παρουσίαση του πόσο αδίστακτες είναι να είναι αυτή του Τζον Λε Καρρέ, στο βιβλίο του «Ο επίμονος κηπουρός», που αναφέρεται σε μια φανταστική φαρμακοβιομηχανία που έχει έδρα στην Βασιλεία της Ελβετίας. Συμπτωματικά στη Βασιλεία βεβαία έχουν έδρα και δυο πραγματικές φαρμακοβιομηχανίες, μια εκ οποίων είναι η Novartis. Ξαναγυρνώντας όμως στην φανταστική φαρμακοβιομηχανία του βιβλίου, τη βλέπουμε να κάνει δοκιμές εμβολίων κατευθείαν σε ανθρώπους, χωρίς να έχουν γνώση ότι αποτελούν πειραματόζωα, να προτιμά να πεθάνουν μερικοί άνθρωποι από άγνωστες παρενέργειες, πάρα να κάνουν χρονοβόρες εργαστηριακές δοκιμές, να στέλνει ληγμένα εμβόλια σε χώρες του τρίτου κόσμου, και να λαδώνει πολιτικούς για να διατηρήσουν τα αποκλειστικά δικαιώματα κυκλοφορίας των φαρμάκων, με αποτέλεσμα να είναι ελεύθερες να αισχροκερδήσουν πάνω σε ανθρώπινες ζωές. Παράδειγμα που είδαμε και στην Ελλάδα με το σκάνδαλο της Novartis κατά την υπουργεία του Άδωνη Γεωργιάδη, στον οποίο ανήκει και το απόφθεγμα στην αρχή του κείμενου. Το «πρόβλημα» με το βιβλίο του Τζον λε Καρρέ όμως είναι ότι έχει εντάξει σε ένα μυθιστόρημα πολλές πραγματικές καταγγελίες για τη δράση των φαρμακοβιομηχανιών, και μια ευρεία ερευνά που περιλαμβάνει ταξίδια στην Κένυα, τη Βασιλεία και το Κονγκό, συνεντεύξεις με εργαζόμενους στη φαρμακοβιομηχανία και την υγεία.

Εν κατακλείδι οφείλουμε να μην επαναπαυθούμε στη διαχείριση της υγείας μας από το σχετικό υπουργείο, όπως δεν θα επαναπαυόμασταν από τη διαχείριση των εργασιακών μας δικαιωμάτων από το υπουργείο εργασίας. Όπως οφείλουμε να αναλογιστούμε, τώρα περισσότερο από ποτέ, τη συμβολή των κινημάτων στην αναχαίτιση του νεοφιλελεύθερου οδοστρωτήρα, και στην διεκδίκηση των βασικών μας αναγκών. Όπως η υγεία, η παιδεία, η ασφάλιση, τα δικαιώματα, η μετακίνηση. Και η μακρά λίστα συνεχίζεται…

Foreign voice


Ακούστε: Στο info-war.gr την εκπομπή «Της πατέντας…»

Δείτε: Την ταινία «Ο επίμονος κηπουρός» βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Τζον Λε Καρρέ

Υποσημειώσεις

  1. Όπως παραδείγματος χάριν η συνεργασία της Astra Zeneca με το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
  2. H Moderna χρηματοδοτήθηκε με ένα δισεκατομμύριο δολάρια από τις Η.Π.Α. και η Pfizer με 445 εκατομμύρια δολάρια από τη Γερμανία.
  3. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός, «ο καθολικός εμβολιασμός αποτελεί προαπαιτούμενο για τη δημοκρατία μας, για την ανάκτηση της ελευθερίας και της ευημερίας. Και θα απαιτούσε πολύ περισσότερους πόρους, ανθρώπινους και υλικούς, αν δεν διαθέταμε τα ψηφιακά εργαλεία που θα αναλάβουν ρόλο από το κλείσιμο ενός ραντεβού μέχρι την ακριβή καταγραφή των εμβολιασμών και την πιστοποίησή τους».