Η ιστορία του αναπηρικού κινήματος στην Ελλάδα ακολουθεί την πορεία των περισσότερων εγχώριων κοινωνικών κινημάτων, σε μία χώρα που βίωσε με καθυστέρηση την αντίδραση καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων. Τα αντίστοιχα κινήματα στην Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη είχαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 αρχίσει να αντιτίθενται στην ιατρικοποίηση και στο μονοπώλιο των ειδικών (γιατρών, ψυχοθεραπευτών, εργασιοθεραπευτών, κ.ά.) στον ορισμό και αντιμετώπιση της αναπηρίας. Η ιατρική προσέγγιση συνδέει την αναπηρία αποκλειστικά με την σωματική κατάσταση αλλά και τις ατομικές, κοινωνικές, και πολιτισμικές πεποιθήσεις του ατόμου. Η αναπηρία, μέσα από το ιατρικό πρίσμα, αποτελεί ένα ατομικό μειονέκτημα το οποίο απαιτεί ιατρική λύση.
Η ιατρική προσέγγιση απορρίφθηκε από τις αναπηρικές οργανώσεις και ακτιβιστές της αναπηρίας. Αν και η πολιτικοποίηση του αναπηρικού κινήματος στις χώρες του δυτικού κόσμου ξεκίνησε ήδη κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, ήταν η ριζοσπαστικοποίηση που επέφεραν τα κοινωνικά κινήματα των δεκαετιών 1960-1970 η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τους ακτιβιστές της αναπηρίας να αντικαταστήσουν την ιατρική προσέγγιση με μια κοινωνική προσέγγιση της αναπηρίας, το λεγόμενο κοινωνικό μοντέλο. Η νέα αυτή προσέγγιση, η οποία αρνιόταν τον ρόλο των ειδικών στον ορισμό της αναπηρίας, συσχέτισε την αναπηρία με την κοινωνική καταπίεση. Η προσέγγιση αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1975 από το Σωματείο Ατόμων με Αναπηρία ενάντια στην Απομόνωση (Union of the Physically Impaired Against Segregation, UPIAS) στην Μεγάλη Βρετανία. Ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα στήριξης στο κοινωνικό μοντέλο είναι η πολιτική του αποτελεσματικότητα στην προσέγγιση της αναπηρίας ως κοινωνική κατασκευή και φυσικών εμποδίων που επιβάλλονται από τους αρτιμελείς. Με βάση αυτό το μοντέλο, η αναπηρία αποτελεί μια διφορούμενη έννοια η οποία δεν μπορεί να εστιάζει αποκλειστικά στην σωματική βλάβη, εφόσον διαχέεται συλλογικά στον κοινωνικό και υλικό κόσμο, πέρα από την ατομική εμπειρία των αναπήρων.
Φανταστείτε τι θα συνέβαινε εάν σχεδιάζαμε και κατασκευάζαμε αστικά περιβάλλοντα μόνο για χρήστες αναπηρικών αμαξιδίων, εάν γράφαμε βιβλία κατά κύριο λόγο στη γλώσσα Braille, ή εάν επικοινωνούσαμε μόνο στη νοηματική γλώσσα. Ποιος θα ήταν ανάπηρος/η σε αυτές τις περιπτώσεις; Τί είναι αρτιμέλεια και τι συνιστά αναπηρία;
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μέχρι την δεκαετία του 1980, η αναπηρία αποτελούσε ένα ζήτημα το οποίο είτε παραμελούνταν είτε άπτονταν ιδεοληψιών και φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η αναπηρία ορίζονταν ως μια ασθένεια ή βασκανία η οποία έπρεπε να θεραπευτεί ή να ιδρυματοποιηθεί σύμφωνα με τους όρους του ιατρικού μοντέλου, που περιέγραψα παραπάνω. Έτσι, η αναπηρία συνδέθηκε με την προσωπική τραγωδία του ατόμου και αποτέλεσε αποκλειστικό προϊόν της βιοφυσικής κατάστασης του σώματος. Η διασύνδεση μεταξύ αναπηρίας και του δομημένου περιβάλλοντος ήταν παντελώς απούσα.
Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, τα άτομα με αναπηρία και οι οργανώσεις τους στην Ελλάδα ήταν πολιτικά αδύναμα για να υποστηρίξουν και να επιβάλουν τα αιτήματα τους. Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και δυνατές εξαιρέσεις, όπως οι οργανώσεις των τυφλών οι οποίες πρωτοστάτησαν με δυναμικές κινητοποιήσεις καθ’ όλη την διάρκεια της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Τα άτομα με αναπηρία αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα φιλανθρωπικής (π.χ. εκκλησιαστικής) ελεημοσύνης ενώ πολλοί αρτιμελείς αντιλαμβάνονταν την αναπηρία ως αμαρτία ή ασθένεια. Οι δημόσιες πολιτικές επικεντρώνονται σε μεθόδους ιδρυματοποίησης, θεραπείας και αποκατάστασης. Η εμφάνιση των αναπηρικών οργανώσεων και η ευρεία πολιτικοποίησή τους ιδιαίτερα κατά την διάρκεια και μετά την πτώση της χούντας το 1974, σηματοδότησε την απαρχή ριζοσπαστικών αλλαγών, οι οποίες αμφισβήτησαν τις κυρίαρχες αντιλήψεις σχετικά με την αναπηρία.
Στις εκλογές του 1981, το ΠΑΣΟΚ με τους γνωστούς συντεχνιακούς και ψηφοθηρικούς του τρόπους, συμπεριέλαβε άτομα με αναπηρία στα ψηφοδέλτια του, ενώ μετά τις εκλογές εγκαθιστά άτομα με αναπηρίες σε δημόσιες θέσεις διοίκησης και επικυρώνει μια σειρά οικονομικών μέτρων για την στήριξη και ένταξη των αναπήρων στην κοινωνία. Εκείνη την περίοδο, αυτές ήταν και οι διεκδικήσεις του ελληνικού αναπηρικού κινήματος. Το ζήτημα της διαμόρφωσης του δομημένου περιβάλλοντος ήταν ακόμη ανενεργό. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η αναπηρία αντιμετωπίζεται ως ένα πολιτικό και οικονομικό ζήτημα το οποίο αναφέρεται στην πολιτιστική και οικονομική προσαρμογή του ανάπηρου ατόμου σε μια «φυσιολογική» ζωή. Τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ωστόσο σηματοδότησαν άλλη μια σημαντική στροφή στην αντιμετώπιση της αναπηρίας. Η έλλειψη κουλτούρας προσβασιμότητας αντανακλάται σε μια έρευνα της Εταιρείας Σπαστικών με τίτλο «Αθήνα, μια πόλη απροσπέλαστη για τα άτομα με ειδικές ανάγκες» που διενεργήθηκε το 1984. Η έρευνα έδειξε σημαντική έλλειψη σε ράμπες, ανελκυστήρες και προσβάσιμες εισόδους σε διάφορα δημόσια κτίρια, καθώς και την έλλειψη προσβάσιμων μέσων μεταφοράς.
Το 1985 δημιουργήθηκε στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων το Γραφείο Μελετών για Άτομα Με Ειδικές Ανάγκες το οποίο αποτέλεσε κομβικό σημείο. Το γραφείο ιδρύθηκε από μια ανάπηρη αρχιτέκτονα, υπάλληλο του υπουργείου, την Αργυρώ Λεβέντη, και παρήγαγε προδιαγραφές και επέβαλε μέτρα για την διάχυση της προσβασιμότητας στον δημόσιο αστικό χώρο. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που η αναπηρία συνδέθηκε με το δομημένο περιβάλλον. Αρχικά, η προσέγγιση αυτή προέκυψε από την συμμετοχή ενός περιορισμένου αριθμού μεμονωμένων ατόμων με αναπηρία (και όχι) που εργάζονταν στο γραφείο ενώ οι αναπηρικές οργανώσεις δεν συμμετείχαν στην διαδικασία. Η ομάδα της Λεβέντη λειτούργησε ως μια αυτό-οργανωμένη μονάδα μέσα στην καρδιά του τέρατος και έδωσε τεράστιες μάχες για να επιβάλλει την ανάγκη της προσβασιμότητα του δομημένου περιβάλλοντος κόντρα σε απρόθυμους δημόσιους λειτουργούς και αδιάφορους πολιτικούς. Το γραφείο συνεισέφερε στην αναθεώρηση του Γενικού Οικοδομικού Κανόνα, το 1985, με την εισαγωγή για πρώτη φορά προδιαγραφών προσβασιμότητας για τα δημόσια κτίρια.
Το γραφείο αποτέλεσε το έναυσμα για την υιοθέτηση του κοινωνικού μοντέλου στην Ελλάδα τόσο από κρατικούς φορείς όσο και από αναπηρικές οργανώσεις, οι οποίες άρχισαν να υιοθετούν στις αρχές του 1990 αιτήματα για προσβάσιμες υποδομές. Ταυτόχρονα, η προκήρυξη μεγάλων έργων εκείνη την περίοδο, όπως πχ. το μετρό της Αθήνας, δημιούργησαν προσδοκίες στις αναπηρικές οργανώσεις να διεκδικήσουν συμμετοχή στον σχεδιασμό των έργων αυτών ως ενδιαφερόμενες ομάδες, με προσωπική εμπειρία και γνώση πάνω σε θέματα προσβασιμότητας.
Η εφαρμογή ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης στις αρχές του 1990 αναστέλλει την διάχυση του κοινωνικού μοντέλου αναπηρίας στην χάραξη δημοσίων πολιτικών και την διαμόρφωση προσβάσιμων δημόσιων χώρων. Το ελληνικό κράτος επιστρέφει σε μια ιατρική προσέγγιση της αναπηρίας και λήψη μέτρων που στόχευαν στην ιδρυματοποίηση και αποκατάσταση των σωματικών βλαβών, και ενίσχυση των φιλανθρωπικών οργανώσεων. Η αναπηρία γίνεται πάλι ιατρικό και οικονομικό ζήτημα. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στην πρώτη σύμβαση για την κατασκευή του μετρό της Αθήνας, η οποία δεν προέβλεπε ούτε καν ανελκυστήρες αλλά και στην προβολή ιδρυματικών πρωτοβουλιών ως επίσημες κρατικές πολιτικές, όπως πχ το λεγόμενο «Μαρίκειο», ένα κτίριο το οποίο θα κατασκευάζονταν έξω από την Αθήνα και θα στέγαζε εκατοντάδες ανάπηρους, κρυμμένους και απομονωμένους από την υπόλοιπη κοινωνία, μετά από πρωτοβουλία της συζύγου του τότε πρωθυπουργού, Μαρίκας Μητσοτάκη. Όσον αφορά τα δημόσια έργα και την προσβάσιμότητα, η κυβέρνηση ακολουθούσε μια σκληρή cost-benefit πολιτική. Σε μια περίοδο σκληρής λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων (1990-1993), οι ανάπηροι δεν αποτελούσαν ένα σημαντικό αριθμό δυνητικών χρηστών του δομημένου περιβάλλοντος και έτσι θεωρήθηκε πολύ δαπανηρό να προβλέπεται κόστος προσβασιμότητας. Πχ η κατασκευή του μετρό της Αθήνας με ράμπες και ανελκυστήρες ήταν πολύ πιο πολύπλοκο και δαπανηρό από ένα δίκτυο μόνο για την “αρτιμελή πλειοψηφία” του πληθυσμού.
Το αναπηρικό κίνημα αντέδρασε έντονα στον αποκλεισμό του από την διαμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος καθώς και ενάντια στην αυξανόμενη περιθωριοποίηση των αναπηρικών ζητημάτων. Αυτό είναι ένα κομβικό σημείο για την ιστορία του κινήματος, διότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα (με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών σε σχέση με τα διεθνή αναπηρικά κινήματα όπως είδαμε παραπάνω), αναπηρικές οργανώσεις επιβάλλουν μια ξεχωριστή αξίωση: η αναπηρία καθεαυτή δεν αποτελεί πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι πώς η κοινωνία και το κράτος αντιμετωπίζει την αναπηρία. Η στροφή του αγώνα των αναπήρων έχει διττή σημασία. Από την μία, το αναπηρικό κίνημα δηλώνει ότι ο αγώνας του είναι και υλικός και προσβλέπει στην διαμόρφωση του κοινού αστικού περιβάλλοντος. Από την άλλη, αμφισβητεί την εφαρμογή του νόμου της αγοράς για την επιβίωση του ισχυρότερου. Οι ανάπηροι δηλώνουν ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές ικανότητες και πολιτικές ατζέντες αλλά είναι απαραίτητο να δουλέψουν από κοινού με αμοιβαίες και συνεργατικές προσεγγίσεις για την συνδιαμόρφωση ενός αστικού περιβάλλοντος χωρίς αποκλεισμούς. Αυτό έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την νεοφιλελεύθερη και νεωτερική αφήγηση περί της ανεξαρτησίας του ατόμου, χωρίς την ανάγκη συλλογικής υποστήριξης και αλληλεγγύης. Όπως σημειώνει άλλωστε και ο αναρχικός ανθρωπολόγος David Graeber, στο άρθρο του «Είσαι αναρχικός-η; Η απάντηση μπορεί να σε εκπλήξει», «σχεδόν οποιοδήποτε μεγάλο επίτευγμα που άξιζε το κόπο στην ανθρώπινη ιστορία, κάθε ανακάλυψη ή κατόρθωμα που βελτίωσε τις ζωές μας, βασίστηκε στη συνεργασία και την αλληλοβοήθεια».
Μέρος του αναπηρικού κινήματος στην Ελλάδα μέσω πολιτικών αγώνων αρχικά αλλά και με την παραγωγή βιωματικής γνώσης στην συνέχεια αντιτάχθηκε στην μονοπωλιακή κυριαρχία των ειδικών στον σχεδιασμό και παραγωγή τεχνολογίας, στην διαμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος και τον ορισμό του τι είναι αναπηρία και τι αρτιμέλεια. Οι ανάπηροι τα τελευταία χρόνια, έχοντας δημιουργήσει οριζόντιες δομές, όπως το παράδειγμα της Ομάδας Προσβασιμότητας στην Θεσσαλονίκη (http://thes-prosvasimotita.blogspot.de/), παρεμβαίνουν και αντιτάσσονται σε συστηματικές διακρίσεις σε βάρος τους. Παρά τα τεράστια βήματα προόδου, οι αναπηρικές οργανώσεις δεν έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την δική τους παραγωγή γνώσης και τεχνοτροπίας σε κανονικοποιημένο μέρος του τεχνοεπιστημονικού γίγνεσθαι. Αυτό μπορεί να οφείλεται αφενός στην οπορτουνιστική αντιμετώπιση της αναπηρίας από τα πολιτικά κόμματα και το ελληνικό κράτος, τα οποία χρησιμοποιούν τους ανάπηρους για ψηφοθηρική προβολή κοινωνικού έργου ή καθιστώντας ένα μέρος του αναπηρικού πληθυσμού αναλώσιμο βιο-πολιτικό υλικό σε περιόδους οικονομικής κρίσης (βλ. την πρόσφατη συντονισμένη και ρατσιστική επίθεση από κράτος και ΜΜΕ σε ομάδες αναπήρων, όπως πχ. οι τυφλοί ως δήθεν «μαϊμού» αποδέκτες επιδομάτων). Αφετέρου, μέρος του αναπηρικού κινήματος παρουσιάζει τις παθογένειες του εργατικού κινήματος, έχοντας παραχωρήσει σε «αναπηροπατέρες», καριερίστες του κοινοβουλευτισμού, την ηγεμονία στην αντιπροσώπευση των αναπηρικών ζητημάτων. Είναι αρκετά τα παραδείγματα «αστέρων» της αναπηρίας οι οποίοι διεκδικούν την κηδεμονία του κινήματος, ενώ γνωστές οι μεταξύ τους απολίτικες και μικροκομματικές κόντρες οι οποίες αδρανοποιούν την δυναμική του κινήματος και καπελώνουν τις σημαντικές του νίκες.
Η αναδρομή στην ιστορία του αναπηρικού κινήματος στην Ελλάδα καταδεικνύει ότι το κίνημα πέρασε από διαφορετικές φάσεις και κομμάτια του ακολούθησαν αντίθετες διαδρομές. Το ρεφορμιστικό τμήμα του, παρόλο που πρόσφερε μια μίνιμουμ ανάδειξη των αναπηρικών ζητημάτων σε διάφορους θεσμικούς φορείς και στην ελληνική κοινωνία, ενσωματώθηκε άγαρμπα σε κομματικούς μηχανισμούς και γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές δομές, έχοντας απολέσει οποιαδήποτε μαχητική διάθεση. Από την άλλη, ένα άλλο κομμάτι του, που ριζοσπαστικοποιήθηκε, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό του και να δημιουργήσει ανεξάρτητες δομές. Αυτή την στιγμή, τα ζητήματα αναπηρίας στην Ελλάδα βρίσκονται στο κενό και αποτελεί μοναδική ευκαιρία για οριζόντιες και αυτό-οργανωμένες ομάδες αναπήρων και αλληλέγγυων να προβάλλουν τον δημόσιο λόγο τους και να εφαρμόσουν τις πρακτικές τους, τόσο κινηματικές όσο και τεχνικές. Η βιωματική τους γνώση των αναπηρικών ζητημάτων αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό για την παραγωγή και υλοποίηση προτάσεων, κανόνων και λύσεων για την δημιουργία μιας συμβίωσης χωρίς αποκλεισμούς.
Η έννοια της άρσης των αποκλεισμών έχει διπλή σημειολογία. Αφενός αναφέρεται στην διαμόρφωση ενός προσβάσιμου και φιλικού δομημένου περιβάλλοντος και αφετέρου στην δημιουργία πολιτικών, κοινωνικών και τεχνοεπιστημονικών διαδικασιών οι οποίες όχι μόνο επιτρέπουν στους ανάπηρους να συμμετέχουν στην συνδιαμόρφωση κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων αλλά και στην συμπαραγωγή πρακτικής γνώσης. Με τον τρόπο αυτό και πέρα από την υλική διάσταση του δομημένου περιβάλλοντος, οι ανάπηροι εγγράφονται στο συλλογικό φαντασιακό ως μια ενεργή κοινωνική ομάδα. Αυτό αποτελεί ακόμη ένα πλήγμα στην αυθεντία των ορθόδοξων ειδικών και στην ιεραρχία της κανονικότητας.
Άθως Σιμονέτης