Η 2η δίκη του Επαναστατικού Αγώνα τελείωσε στις 3 Μάρτη. Οι ποινές για τους τρεις κατηγορούμενους είναι: Ν. Μαζιώτης, ισόβια, 126 χρόνια και 20.000 €, Α. Σταμπούλος, 13 χρόνια και Γ. Πετρακάκος, 36 χρόνια και 9.000 €. Η Π. Ρούπα θα δικαστεί για τα κακουργήματα εάν συλληφθεί, ενώ για τα πλημμελήματα καταδικάστηκε σε 11 χρόνια.
Πρόκειται για μία δίκη που δεν προοριζόταν να κυλήσει ομαλά. Εξ’ αρχής εδραιώθηκε στην αίθουσα του Κορυδαλλού ένα κλίμα εξόντωσης και καθυπόταξης απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος. Στην ουσία πρόκειται για την υλοποίηση μιας αμιγώς πολιτικής απόφασης, που οδήγησε σε διαδικασίες fast-track, με «απειλές» απογευματινών και σαββατιάτικων συνεδριάσεων -ώστε να μην τελειώσει το 18μηνο προφυλάκισης του Α. Σταμπούλου- και τρανταχτά δικονομικά άλματα. Συγκεκριμένα, σε μία περίοδο αποχής των δικηγόρων, η έδρα άσκησε έντονη πίεση στους συνηγόρους υπεράσπισης φτάνοντας στο σημείο, όταν οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να εκπροσωπηθούν από συνηγόρους διορισμένους από την έδρα, να πραγματοποιήσει συνεδρίαση με άδεια έδρανα. Καταστρατηγήθηκε δηλαδή η ίδια η φύση της δίκης για πολιτικούς σκοπούς.
Σκοποί που αποτυπώθηκαν και στις εξοντωτικές ποινές. Για τον Ν. Μαζιώτη, σε σχέση με την 1η δίκη του Ε.Α. υπάρχει αναντιστοιχία κατηγοριών και ποινών. Ενώ στην 1η δίκη οι κατηγορίες είναι σε κάποιες περιπτώσεις «βαρύτερες», βλέπουμε στη 2η δίκη να επιβάλλεται ποινή ισοβίων για τη βομβιστική επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδος, από την οποία προκλήθηκαν επιφανειακές εκδορές σε άτομα του προσωπικού ασφαλείας, ποινή που είναι πρωτοφανής για τέτοιου είδους χτύπημα. Στην ποινή αυτή συμπυκνώνεται η κρατική πυγμή στο πρόσωπο του Ν. Μαζιώτη, που συνέχισε την ένοπλη δράση όντας φυγόδικος, και επιχειρείται μέσω αυτής ο παραδειγματισμός όλων των αγωνιστών που σκέφτονται να ριζοσπαστικοποιήσουν τη δράση τους, πέρα από τα όρια της αστικής νομιμότητας.
Αντώνης Σταμπούλος από τις φυλακές Κορυδαλλού
Στις 3/03/2016 στο ειδικό τρομοδικείο των φυλακών Κορυδαλλού έπεσε η αυλαία της 2ης δίκης του ΕΑ. Κατά κοινή ομολογία οι ποινές ήταν εξωφρενικές, παρότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν στοιχειοθετήθηκαν ούτε από την προανάκριση αλλά ούτε από την αποδεικτική δικαστική διαδικασία. Ενδεικτικά μόνο, ορισμένες από τις ποινές που αποδόθηκαν αφορούσαν τα εξής: ενέργειες στηριζόμενες μόνο στην αποδοχή της ένταξης σε οργάνωση (στη δίκη του ΕΛΑ αποτράπηκε κάτι αντίστοιχο), η ποινή για την κατηγορία της αρχηγίας επανήλθε, παρά το αντίθετο δεδικασμένο στην πρώτη δίκη του ΕΑ, η ποινή της ισόβιας για αυτουργία σε έκρηξη, της οποίας οι κίνδυνοι προήλθαν όπως αποδείχτηκε στη δίκη από ευθύνη της αστυνομίας και της τακτικής φύλαξης της ΤτΕ, οι ποινές για ληστείες χωρίς αναγνώριση από τους μάρτυρες και χωρίς άλλα στοιχεία, οι ποινές της ένταξης σε οργάνωση πάλι χωρίς κανένα στοιχείο, και η πλαστογραφία που αναβαθμίστηκε σε κακούργημα για μια ταυτότητα με διαφορετική φωτογραφία από του ατόμου που αποδίδεται. Αυτά αποτελούν μερικά παραδείγματα, γιατί η εκτενής αναφορά σε σχέση με τις ποινές που δόθηκαν ανά κατηγορούμενο και τις συγχωνεύσεις δεν μπορεί να γίνει εδώ.
Αυτό που έχει σημασία, είναι να γίνει σαφές ότι σε γενικές γραμμές υιοθετήθηκαν πλήρως τα συμπεράσματα της προανάκρισης, δηλαδή η ερμηνεία των γεγονότων από την πλευρά των ειδικών ανακριτών και των μπάτσων. Η επικύρωση των εικασιών της αστυνομίας από τα δικαστήρια είναι ένα αποτέλεσμα της αμοιβαίας αλληλοκάλυψης μεταξύ κρατικών υπηρεσιών, αλλά καταδεικνύει και τον μεγάλο βαθμό υπακοής της δικαιοσύνης στην αστυνομία, εν προκειμένω από τα ειδικά επιτελεία της. Όλη η αποδεικτική διαδικασία της δίκης κινήθηκε στα πλαίσια της τακτικής καταστολής του εσωτερικού εχθρού που ορίζουνε οι αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες. Αυτά τα πλαίσια σε νομικό επίπεδο (επιβάρυνση ποινών, αοριστία, καταδίκη προθέσεων χωρίς την απαραίτητη απόδειξη συμμετοχής σε πράξη, ποινικοποίηση αλληλεγγύης κτλ.) και δικαστικό (ειδικά δικαστήρια, έλλειψη ενόρκων κτλ.) αφαιρούν υπερασπιστικό χώρο από τους κατηγορούμενους, παραχωρώντας τον στο κράτος. Ως αποτέλεσμα, ασκείται με ευνοϊκότερους όρους η αντεπαναστατική πολιτική στα μέτρα του νέου ολοκληρωτισμού που προωθείται.
Από την πρώτη συνεδρία η έδρα έδωσε δείγματα γραφής, απειλώντας ότι, προκειμένου να μην υπερβεί ο χρόνος της δίκης το 18μηνο της προφυλάκισής μου, η δίκη θα συνεχίζεται μέρα και νύχτα, με ή χωρίς την παρουσία δικηγόρων και κατηγορούμενων, δηλαδή ερήμην, επειδή η υπόθεση είναι ειδική, ειδικό και το δικαστήριο. Πράγματι οι απειλές γίναν πράξη στις 18/01 με την παύση των συνηγόρων και την προσπάθεια διορισμού νέων, στις 22/02 με την άρνηση διορισμού συνηγόρου στον ένα κατηγορούμενο, στις 24/02 με την συνέχιση της δίκης μετά την αποχώρηση κατηγορούμενων και συνηγόρων στην εισαγγελική πρόταση, τέλος με την συνεχή πίεση για λήψη απορριπτικής ή θετικής από τον ΔΣΑ απόφασης για εξαίρεση από την αποχή (βλ. πλαίσιο χορήγησης αδειών του ΔΣΑ).
Οι καταδίκες βασίστηκαν κατά κύριο λόγο στο προφίλ των κατηγορούμενων με βάση την ευχέρεια που δίνει ο νόμος με τη λεγόμενη ηθική απόδειξη. Είναι σύνηθες φαινόμενο τα δικαστήρια να καταδικάζουν μόνο με ενδείξεις. Οι αοριστολογίες των νομοθεσιών εξαίρεσης και κυρίως η πολιτική βούληση προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελούν σοβαρό πρόσκομμα στη ”θετική έκβαση των νομικών μαχών”. Το αρνητικό δεδικασμένο στην περίπτωση της 2ης δίκης του ΕΑ είναι ένα γεγονός που θα πρέπει να αντιστραφεί στο επόμενο στάδιο και κυρίως στις δίκες που έρχονται απ’ όσους και όσες επιλέγουν να παλέψουν και σε αυτό το επίπεδο.
Οι βαριές ποινές που έδωσε το δικαστήριο σκοπό έχουν να λειτουργήσουν ως αποτρεπτικό παράδειγμα για όσους πράττουν σε ανατρεπτική κατεύθυνση. Έχοντας ως δεδομένο ότι κανένας συνειδητοποιημένος επαναστάτης δεν αναθεωρεί τις θέσεις του, επειδή καταδικάζεται από τον ταξικό του εχθρό, το στοίχημα είναι να μην ριζώσει ο τρόμος τους στην κοινωνία. Αν η βούληση για την κοινωνική επανάσταση συνδεθεί με πρακτικές λύσεις αξιοπρεπούς ζωής, τότε μετατρέπεται σε αναγκαιότητα. Η αυτοοργάνωση σε κάθε επίπεδο για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών μπολιάζει την αντίσταση και τέτοιες καταδίκες όλο και δυσκολότερα μπορούν να ριζώσουν το φόβο σε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια. Όπως και να έχει, ο αγώνας συνεχίζεται.
Νίκος Μαζιώτης από τις φυλακές Κορυδαλλού
Η καταδίκη μου σε ισόβια κάθειρξη για τη βομβιστική επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας, σ’ ένα παράρτημα της ΕΚΤ και σε κτήριο που στεγαζόταν το γραφείο του μόνιμου αντιπροσώπου του ΔΝΤ στην χώρα, ήταν μια συνειδητή πολιτική απόφαση και συνιστά μέγιστο μήνυμα πολιτικού και κοινωνικού εκφοβισμού ότι η επιλογή της ένοπλης επαναστατικής δράσης θα αντιμετωπίζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητα.
Επίσης είναι ένα μήνυμα προς τους αγωνιστές που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στις ένοπλες οργανώσεις, δεν αποκηρύσσουν την ιδιότητα του μέλους της οργάνωσής τους και παραμένουν συνεπείς στις επιλογές τους όσον αφορά τον ένοπλο αγώνα. Η απόφαση αυτή είναι ξεκάθαρα η απάντηση του κράτους στο ότι παραμένω συνεπής και αμετανόητος στην αγωνιστική μου διαδρομή αφού μετά τις συλλήψεις μας το 2010 ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στον Επαναστατικό Αγώνα, υπερασπίστηκα τη δράση της οργάνωσης στο α’ ειδικό δικαστήριο με τη συντρόφισσα Πόλα Ρούπα. Μετά την αποφυλάκισή μας λόγω δεκαοκτάμηνου, δεν παραδοθήκαμε στην φυλακή, περάσαμε στην παρανομία και συνεχίσαμε τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα με την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας, ενέργεια την οποία υπερασπίστηκα και που αφιερώθηκε στο σύντροφο μέλος της οργάνωσης Λάμπρο Φούντα που σκοτώθηκε σε ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς. Η καταδικαστική απόφαση της ισόβιας κάθειρξης είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η εφαρμογή από τις ελληνικές κυβερνήσεις -και την σημερινή του Σύριζα- των προγραμμάτων διάσωσης του καθεστώτος, που υπαγορεύονται από την υπερεθνική οικονομική ελίτ και το κουαρτέτο των «θεσμών», της ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΕΜΣ, περνά μέσα από την καταστολή του εσωτερικού πολιτικού εχθρού, όπως είναι ο Επαναστατικός Αγώνας και οι ένοπλοι αγωνιστές γενικότερα, που αποτελούν με τη δράση τους εμπόδιο για την πολιτική σταθερότητα του καθεστώτος, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των προγραμμάτων διάσωσης. Να επισημάνω ότι η αντιμετώπιση του Επαναστατικού Αγώνα δεν είναι απλώς μία εδώ και χρόνια εσωτερική αναγκαιότητα του ελληνικού κράτους, αλλά πάγια μία αναγκαιότητα της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ, των «θεσμών» που υπαγορεύουν τα μνημόνια, και των ΗΠΑ που μας έχει εντάξει στη λίστα των «τρομοκρατικών» οργανώσεων, μας έχουν επικηρύξει από το 2007 μετά την επίθεσή μας στην πρεσβεία τους και με έχουν εντάξει στη λίστα του State Department των «διεθνών τρομοκρατών». Βάσει της μείζονος πολιτικής αναγκαιότητας καταστολής του Επαναστατικού Αγώνα είναι δυνατόν να ερμηνευτεί η καταδίκη μου σε ισόβια κάθειρξη και επιπλέον 129 χρόνια. Η αντιμετώπιση του αντάρτικου πόλης έχει για το καθεστώς μείζονα σημασία και αυτό γίνεται πιο επιτακτικό σε μια εποχή που ο καπιταλισμός διανύει τη μεγαλύτερη υπαρξιακή κρίση στην ιστορία του. Ακριβώς αυτό αποδεικνύει την κρισιμότητα της ένοπλης επαναστατικής δράσης ως μέσου αγώνα για την προώθηση της Κοινωνικής Επανάστασης, της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους, κάτι που το έχουμε τονίσει ως Επαναστατικός Αγώνας εδώ και χρόνια. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ανατροπή των μνημονιακών προγραμμάτων και πολιτικών χωρίς επανάσταση και ανατροπή του καθεστώτος, για τις οποίες απαραίτητη προϋπόθεση είναι η μαζική προσφυγή στα όπλα. Αυτό που θέλω να στείλω από την φυλακή ως μήνυμα στις συντρόφισσες – ους του α/α χώρου και προς όλους του αγωνιστές, είναι ότι δεν πρέπει να τρομοκρατηθούν από την πρωτοφανή αυτή απόφαση, ότι η καταστολή, οι αποφάσεις των δικαστηρίων, οι φυλακές, πρέπει να γίνουν εφαλτήρια συνέχισης και ενδυνάμωσης του αγώνα και της αλληλεγγύης και όχι υποχώρησης, αναδίπλωσης και ήττας λόγω φόβου του κόστους και των συνεπειών. Γιατί έτσι υπογράφουν τον πολιτικό τους θάνατο ως αναρχικοί και αγωνιστές. Ας μην επιτρέψουν να περάσει η τρομοκρατία του κράτους.