«Για ένα κομμάτι πίτσα δεν φτάνει μόνο η δουλειά»…

Γυρνάς κουρασμένος από τη δουλειά. Κάνεις ένα ντουζάκι, και περιμένεις τα φιλαράκια σου να δείτε τον αγώνα – Τετάρτη γαρ, παίζει μπάλα ευρωπαϊκού επιπέδου. Δεν βλέπεις την ώρα να χαλαρώσεις, τσιτωμένος για το επόμενο γκολ μαζί με τους άλλους τσιτωμένους από τη δουλειά, την ανεργία, το άγχος, τα προβλήματα. Μέχρι να φτάσουν τα παιδιά, ψάχνεις για διαφημιστικά πιτσαριών και σουβλακερί, μην πιείτε τις μπύρες ξεροσφύρι! Διαλέγεις τελικά την Pizza Fan…

Στην κουζίνα της πιτσαρίας οι ψήστες τρέχουν σαν τρελοί να προλάβουν τις παραγγελίες. Δεν έχουν περιθώριο να πάρουν ανάσα: οι πίτσες πρέπει να παραδοθούν άμεσα, το τηλεφωνικό κέντρο έχει δώσει μικρή προθεσμία παράδοσης, και ο πελάτης περιμένει! Εξάλλου στον χώρο υπάρχουν κάμερες ασφαλείας, όχι τόσο για να αποτρέπονται τυχόν κλοπές, κυρίως για να παρακολουθεί το αφεντικό τι γίνεται στο μαγαζί και πόσο γρήγορα «τρέχει» η δουλειά. Τα ξέρει όλα, και μια φέτα ψωμί να φας, το βλέπει και σου κάνει παρατήρηση. Βλέπει τι κάνεις, ακούει τι λες, όλα καταγράφονται για μελλοντική επίπληξη. Φόβος.

Δύο εργαζόμενοι έχουν ήδη υπερβεί το 8ωρο, δεν ξέρουν πότε θα σχολάσουν, αλλά ξέρουν σίγουρα ότι δεν θα πληρωθούν τις επιπλέον ώρες. Συνεχίζουν αδιαμαρτύρητα, «ξέρεις πόσοι περιμένουν για δουλειά;» λέει σε κάθε ευκαιρία το αφεντικό. Ναι, ξέρουν…

Έρχονται τα φιλαράκια, αρχίζει το ματς. Παίρνεις τηλέφωνο. Η ευγενική κοπέλα στο τηλεφωνικό κέντρο παίρνει την παραγγελία, και σε ενημερώνει ότι το μενού εμπλουτίστηκε με νέα πιάτα. Παραγγέλνεις δύο παλιές και δύο καινούριες πίτσες. «Σε 20-30 λεπτά θα είναι εκεί» ακούς και δυσανασχετείς. «Στο ημίχρονο θα φάμε, ρε γαμώτο..;» σκέφτεσαι.

Η Ν. δεν ξέρει τη συνταγή της καινούριας πίτσας. Πελαγώνει, δεν την παίρνει να χάσει αυτή τη δουλειά. Ρωτάει τη συνάδελφο δίπλα, αλλά ούτε εκείνη θυμάται. «Η παραγγελία θα αργήσει» σκέφτεται αγχωμένη, πάνω στον πανικό της ακουμπά το φούρνο που καίει, γάντια δεν έχει -κανένας δεν της έδωσε, άλλωστε- καίγεται στο χέρι. Τρέμει ότι θα χάσει τη δουλειά της, πιο πολύ την καίει η ανεργία παρά το έγκαυμα. Ο υπεύθυνος της κάνει νόημα «θα τα πούμε..». (Δεν έδειξε την ίδια σπουδή προχθές, όταν η Σ. έπαθε δύσπνοια καθαρίζοντας το φούρνο με χημικά, χωρίς καμία προστασία ή όταν οι εργαζόμενοι μένουν στην κατάψυξη για ώρα αποθηκεύοντας τρόφιμα. Άλλωστε όλα αυτά στοιχίζουν, πού λεφτά όταν έχουν δοθεί όλα για τις κάμερες;)

Το ματς συνεχίζεται χωρίς εκπλήξεις, η παρέα περιμένει τις πίτσες. Σκέφτεσαι τα λεφτά που θα δώσεις -εσύ τους κάλεσες άλλωστε- τη σκατένια συμπεριφορά του αφεντικού σήμερα, που σου έκοψε τις υπερωρίες για ένα ηλίθιο λάθος, αν δεν κερδίσει κι η ομάδα που έχεις παίξει στο «στοίχημα», την έβαψες, δε βγαίνει ο μήνας… «Έλα, αισιοδοξία, ρε!» αυθυποβάλλεσαι. Το γκολ αργεί.

Στην κουζίνα οι ταχύτητες ανεβαίνουν. Οι παραγγελίες πρέπει να είναι έτοιμες με ένα λιγότερο άτομο, τη Ν. την έστειλαν σπίτι. Λόγω του εγκαύματος; Μόνιμα; Έχουν απευθυνθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας να κάνει έλεγχο στο αφεντικό για τις πάντα απλήρωτες υπερωρίες, για τους ανασφάλιστους, για τις συνθήκες εργασίας, για το πρόγραμμα που αλλάζει όποτε θέλει το αφεντικό, για όλα. Προς το παρόν, τίποτα. Ίσως μετά από 9 μήνες, όπως έγινε στα Σεπόλια, να έρθει το ΣΕΠΕ να τους ρωτήσει «αφού υπέγραψες τι ψάχνεις δώρα και συμβάσεις;» και «πληρωνόσουνα; ε, τι θέλεις τώρα;» ή να μην εξετάσουν ουσιαστικά τους πίνακες προσωπικού, που δείχνουν ότι δουλεύουν μόνο ψήστες και διανομείς και να μην αναρωτηθούν πώς γίνεται να λειτουργεί ένα κατάστημα εστίασης για χρόνια χωρίς καθαριστές, λαντζιέρες και υπεύθυνους βάρδιας.

Κάποιοι, λιγότερο φοβισμένοι, πιάνουν κουβέντα (χαμηλόφωνα, οι κάμερες έχουν και μικρόφωνα): για το ατύχημα, για τη Ν. που δούλευε ήδη 10 ώρες όταν κάηκε, για τις κινήσεις που έχουνε να κάνουν, «θα τα πούμε στη συνέλευση..» και κλείνει απότομα το θέμα. Δουλειά τώρα, δουλεία.

Το γκολ αργεί. Το ίδιο και οι πίτσες. Αρχίζεις να φορτώνεις…

Οι πίτσες είναι επιτέλους έτοιμες. Μπαίνουν σε κουτιά, τα παίρνει ο Α., τα φορτώνει στο παπί του και ξεκινάει. Πρέπει να κάνει τρεις παραδόσεις μέσα σε 20’, τα παπί χρειάζεται καινούρια λάστιχα και τα φράγκα δεν φτάνουν, η εταιρεία -φυσικά- δεν πληρώνει: το κόστος συντήρησης, οι βενζίνες, τα τηλεφωνήματα βγαίνουν όλα από την τσέπη των εργαζομένων. Για να προλάβει τις προθεσμίες, να μην απολυθεί ή χάσει το μεροκάματο λόγω παραπόνων πελατών (υπάρχει αρμόδιο τμήμα της μητρικής εταιρείας) περνάει με κόκκινο, πάει ανάποδα για να κόψει δρόμο, γκαζώνει όσο μπορεί, κάνει ό,τι μπορεί για να μην κρυώσουν οι ιερές πίτσες. Φυσικά και φοβάται, ειδικά μετά από το θανατηφόρο «τροχαίο» συναδέλφου του πριν δύο χρόνια στο Ελληνικό -έτσι το λένε, αλλά δεν είναι τροχαίο, μαλάκες, είναι ΕΡΓΑΤΙΚΟ ατύχημα, όσο κι αν σας χαλάει τη σούπα του κέρδους και της εκμετάλλευσης- μετά τον τραυματισμό άλλου στην Κυψέλη (και την κυνική ερώτηση της υπεύθυνης όταν κάλεσε να ενημερώσει: «οι πίτσες είναι εντάξει;»), φοβάται, αλλά τρέχει για το γαμημένο το μεροκάματο.

(Ο μόνος που δε φοβάται είναι το αφεντικό, τόσο η μητρική Pizza Fan όσο και οι συνεργάτες, που μέσω του συστήματος franchise έχουν γλιτώσει από το μπελά που λέγεται «σωματείο εργαζομένων»: πολλά αφεντικά, νομική κάλυψη από τη μητρική, διαίρει και βασίλευε για τους εργαζόμενους. Καπιταλισμός, ωραία φάση.)

Τα νεύρα σου κρόσια. Παίρνεις τηλέφωνο. Παραπονιέσαι. Ο πελάτης και το δίκιο του σε όλο τους το μεγαλείο: «πληρώνω κι έχω απαιτήσεις», «δεν φταίει ο πελάτης που δεν ξέρετε να κάνετε τη δουλειά σας», «καταγγελία; ναι, φυσικά!» και έτσι, με δυο κουβέντες στο τηλέφωνο, ξεσπάς τα νεύρα σου σε έναν άλλο εργαζόμενο. Εκτόνωση. (Στιγμιαία, βέβαια, η ζωή σου εξακολουθεί να είναι σκατά…)

Χτυπάει το τηλέφωνο του Α.: «Έκαναν παράπονα». «Ποιος;» «Η παραγγελία με τις 4». «Τώρα εκεί πάω! Καταγράφηκε;» «Ναι…». Σκέφτεται ποιος είναι ο μαλάκας που «τον έδωσε», αν του κάνει τη μούρη κρέας τώρα που θα πάει θα χάσει τη δουλειά σίγουρα, αν το κάνει γαργάρα μπορεί να τη γλιτώσει με μια μείωση στο μεροκάματο, σκέφτεται, τα μηνίγγια του βαράνε ταμπούρλα, δεν σκέφτεται, τρέχει, δεν βλέπει το ΙΧ που βγαίνει από τη στροφή, δεν βλέπει τίποτα πλέον, σωριασμένος στην άσφαλτο.

Περιμένεις τις πίτσες. Ο αγώνας σκατά, έχασες και λεφτά στο «στοίχημα», αλλά νιώθεις ικανοποιημένος που διαμαρτυρήθηκες για το δικαίωμά σου να πλερώνεις και να τρως στην ώρα σου. Ε, μάθε ότι δε θα φας απόψε, μαλάκα…


Radka Nikolova

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικές καταστάσεις και πρόσωπα είναι ηθελημένη. Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στις πιτσαρίες της αλυσίδας Pizza Fan. Οδηγός ήταν το κείμενο “no fun to work in Pizza Fan” καθώς και το http://pizzafanworkers.wordpress.com. Η πραγματικότητα, δυστυχώς, ξεπερνά τη φαντασία. Το άρθρο αφιερώνεται στη Radka Nikolova, που πέθανε από καρδιά εν ώρα εργασίας στις 14 Γενάρη 2013, και σε όσους έθεσαν και θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική τους ακεραιότητα για το μεροκάματο.

ο Κανένας