Οι φυλακές, ως χώρα εξορίας ανθρώπων από τη υπόλοιπη κοινωνία, αποτελούν και θα αποτελούν πάντα από τη φύση τους καθεστώς εξαίρεσης. Πάντα θα υφίσταται ένα πλαίσιο αυθαιρεσίας πάνω από τις ζωές των κρατουμένων καθώς αυτό εξυπηρετεί τη λογική του να μην μετατραπεί η παρανομία σε μια απλή ζυγαριά κόστους-οφέλους. Μια άποψη που κυριαρχεί στην πιο συντηρητική έκφανση της εφαρμοσμένης εγκληματολογίας, υποστηρίζει ότι η απλή στερητική της ελευθερίας ποινή δεν λειτουργεί όσο αποτρεπτικά θα έπρεπε, ενώ η γνώση ότι από την άλλη πλευρά επικρατούν συνθήκες κόλασης, μπορεί να επιτύχει περισσότερα ποσοστά αποτροπής.
Με αυτό το δεδομένο, κάθε προοδευτική κατάκτηση στον ποινικό και τον σωφρονιστικό κώδικα λαμβάνει υπόψη της τον παράγοντα της αδιάκοπης αυθαιρεσίας που επικρατεί από την άλλη πλευρά των τειχών, αυθαιρεσία η οποία έχει άτυπα σχεδόν θεσμική υπόσταση. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, αυτή η τρόπον τινά θεσμική αυθαιρεσία τυγχάνει να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις, με το κλίμα στις φυλακές να γίνεται εκρηκτικό, και κατόπιν αυτού να θεσπίζονται πιο προοδευτικές προβλέψεις ως προς τις ποινές και τα δικαιώματα των κρατουμένων, σε μια λογική διατήρησης ισορροπιών και συσχετισμών.
Στην ελληνική πραγματικότητα, το ζήτημα των συνθηκών στις φυλακές άρχισε να ανοίγει και να απασχολεί ως κοινωνικό πρόβλημα από τη δεκαετία του 1990 και μετά, όταν, μέσω των εξεγέρσεων και των αγώνων εντός των κολαστηρίων της εποχής εκείνης, ήρθαν στο φως τα καθημερινά βασανιστήρια, η εξευτελιστική μεταχείριση και ο δομικός σαδισμός που επικρατούσε στις φυλακές ως μια μορφή κανονικότητας. Έκτοτε άρχισε να αλλάζει σταδιακά το δόγμα καταστολής εντός των φυλακών, ο σαδισμός άρχισε να υποχωρεί (συγκριτικά πάντα με τα προηγούμενα δεδομένα γιατί είναι δεδομένο ότι δεν εξαφανίστηκε), οι συνθήκες διαβίωσης άρχισαν να εμφανίζουν μια κάποια βελτίωση (καρτοτηλέφωνα, επισκεπτήρια, προσωπικές τηλεοράσεις) ενώ επικράτησε και μια πιο προοδευτική αντίληψη περί ευεργητημάτων στις φυλακές (ευεργετικός υπολογισμός ποινής αλλιώς μεροκάματα, άδειες, αγροτικές φυλακές, υφ’ όρων απόλυση με αναστολή ποινής).
Παρά τις όποιες διακυμάνσεις στα επίπεδα καταστολής στις φυλακές τις επόμενες δεκαετίες, η λογική συνέχιζε να παραμένει σταθερά σε μια πιο προοδευτική κατεύθυνση, γεγονός στο οποίο βοηθούσαν οι κινητοποιήσεις και οι αγώνες στις φυλακές, σε συνδυασμό με τη στήριξη του κινήματος αλληλεγγύης έξω από αυτές. Ακόμα και η προσπάθεια δημιουργίας ειδικών φυλακών τύπου Γ’ το 2014, που αποτελούσαν καθεστώς εξαίρεσης κυρίως για κρατούμενους με κατηγορίες για τρομοκρατία ή εγκληματικές οργανώσεις, έμεινε εν μέρει στα χαρτιά, καθώς οι σφοδρές αντιδράσεις εντός και εκτός των τειχών οδήγησαν στην κατάργησή τους μέσα σε κάτι μήνες από την προηγούμενη σοδιαλδημοκρατική διαχείριση της κρατικής εξουσίας, η οποία για δικούς της λόγους θέσπισε μια σειρά ευνοϊκών διατάξεων αποσυμφόρησης των φυλακών, ενώ το 2019 άλλαξε τον παλιό ποινικό κώδικά που διατηρούσε μεν το κατασταλτικό δόγμα αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, αλλά κρατούσε κάποιες ισορροπίες σε μια σειρά διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν πιο προοδευτικές σε σχέση με πριν.
Σήμερα όμως είμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο οι συνθήκες να αλλάξουν δραματικά προς το χειρότερο. Η νέα συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία διατηρούσε και ως αντιπολίτευση στην πολιτική της ψηλά την ατζέντα των φυλακών, επιδιώκει τώρα την αυστηροποίηση τόσο των ποινών όσο και των συνθηκών κράτησης. Συνυφασμένη με την πολιτική που ασκεί και σε όλα τα άλλα κοινωνικά πεδία, η αυστηροποίηση αυτή αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ασφυκτικού καθεστώτος εντός των φυλακών, αναιρώντας μια σειρά κεκτημένων προηγούμενων ετών, που όπως έχουμε ήδη πει, είχαν κερδηθεί με σκληρούς αγώνες και αιματηρές εξεγέρσεις, γυρνώντας την κατάσταση δεκαετίες πίσω.
Στην κατεύθυνση αυτή συστάθηκε αρχικά η επιτροπή παρακολούθησης του Νέου Ποινικού Κώδικα (ή αλλιώς επιτροπή Μαργαρίτη), η οποία παρουσίασε ως προτάσεις της την αύξηση των ορίων κράτησης στην ποινή των ισοβίων, έτσι ώστε η δυνατότητα αναστολής ποινής να ισχύει πλέον στα 18 αντί για τα 16 χρόνια, ενώ για μια σειρά αδικήματα στα οποία φυσικά περιλαμβάνεται και η τρομοκρατία, θα προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής ποινής στα 4/5 και όχι στα 3/5 όπως ίσχυε ως σήμερα. Όλα αυτά ενώ το δικαίωμα σε άδεια προβλέπεται στα 2/5 πραγματικής έκτισης ποινής, αντί για το 1/5 όπως ίσχυε παλιότερα, και ενώ το δικαίωμα μεταγωγής σε αγροτικές φυλακές, όπου κάθε μέρα κράτησης ισοδυναμεί με τρεις, δεν θα προβλέπεται για μια σειρά αδικημάτων, με την τρομοκρατία φυσικά μέσα σε αυτά. Οι προτεινόμενες αλλαγές έχουν κατατεθεί ήδη σε δημόσια διαβούλευση, και αναμένεται να ψηφιστούν το επόμενο χρονικό διάστημα.
Αυτές οι αλλαγές λοιπόν, γυρνάνε τις φυλακές πολλά χρόνια πίσω, χρόνια στα οποία στις φυλακές βασίλευε το καθεστώς του «ρόπαλου», της «καθήλωσης», της «ένεσης» και ένα σωρό άλλων βασανιστηρίων παλιών δεκαετιών, καθώς είναι σχεδόν νομοτελειακό ότι η μακροπρόθεσμη αναστάτωση που θα επικρατήσει από τις αντιδράσεις και τα ξεσπάσματα κρατουμένων σε βάθος χρόνου στις φυλακές από την εφαρμογή αυτών των διατάξεων, θα οδηγήσει και στο ανάλογο κύμα καταστολής, όπως συνέβαινε κάποτε.
Είναι δεδομένο ότι ο δήθεν εκσυγχρονισμός του ποινικού και σωφρονιστικού πλαισίου αφορά μεταξύ άλλων και την ικανοποίηση της συντηρητικής άποψης, που λέει ότι στη φυλακή πρέπει να κάθεσαι πολύ και να υποφέρεις. Μια άποψη που το κράτος φροντίζει να ενισχύει με την ανάλογη προπαγάνδα, ώστε να ντοπάρει ιδεολογικά αφενός τα πιο αντιδραστικά κομμάτια της κοινωνίας που φωνάζουν για παραπάνω ποινές, και ενοχλούνται όταν ακούνε στα δελτία ειδήσεων ότι οι κρατούμενοι δεν βασανίζονται 24 ώρες το 24ωρο, αλλά και να πείσει και τα λιγότερο αντιδραστικά αλλά νομιμόφρονα κοινωνικά κομμάτια ότι τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα για την ασφάλειά τους. Παράλληλα βέβαια, καθώς οι διατάξεις αυτές αφορούν και περιλαμβάνουν και τον τρομονόμο στο πνεύμα τους, θωρακίζει περαιτέρω τις άμυνές του απέναντι και στον εσωτερικό εχθρό, διασφαλίζοντας ότι θα είναι πιο δύσκολη και πιο ασύμφορη η επιλογή της δυναμικής αντιπαράθεσης με την κρατική βαρβαρότητα.
Η ύπαρξη αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας είναι έτσι κι αλλιώς μια συνθήκη εξαίρεσης από μόνη της. Ειδικές προβλέψεις, ειδικές ποινές, ειδική έκτιση ποινής. Ένα κανονικό ιδιώνυμο που καταδικάζει μια ειδική κατηγορία «παραβατών» σε μια φυλακή μέσα στη φυλακή. Μια συνθήκη τεχνητής ασφυξίας μέσα σε τέσσερεις τοίχους, που παρατείνεται ακόμα και επ΄ αορίστω αν το κρίνει ο νομοθέτης, η εκάστοτε διοίκηση φυλακής ή ο εκάστοτε επόπτης εισαγγελέας. Μια συνθήκη που προορίζεται κυρίως για ανθρώπους που θα υψώσουν το ανάστημά τους και θα προβάλουν οδόφραγμα αντίστασης και αξιοπρέπειας απέναντι στη βαρβαρότητα του κρατικού εκμεταλλευτικού συστήματος, προκειμένου να εξαντληθεί η συστημική εκδικητικότητα εναντίον τους, και διαμέσου του κρατικού εκφοβισμού οι επιλογές τους να καταστούν παράδειγμα αποφυγής, ακόμα και μέσα στην ίδια την κοινότητά τους.
Η εμφάνιση της αυστηροποίησης του ποινικού συστήματος δεν είναι φυσικά μια εντελώς νέα συζήτηση. Διαχρονικά υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στα μπλοκ διαχείρισης εξουσίας και τα διάφορα εγκληματολογικά think tank για το ποιο μοντέλο διαχείρισης έγκλειστου πληθυσμού είναι καλύτερο. Ήπια καταστολή ή μηδενική ανοχή, ευεργετήματα για όλους ή για μια περιορισμένη μερίδα του πληθυσμού, χορήγηση δεύτερων ευκαιριών ή εξάντληση της αυστηρότητας με την πρώτη; Αυτή η συζήτηση φυσικά, πέρα από πεδίο μικροκομματικού ανταγωνισμού κοινοβουλευτικών παρατάξεων, απηχεί σε πολλές περιπτώσεις και τον δημόσιο διάλογο πάνω σε ζητήματα επικαιρότητας. Παρατηρείται λοιπόν και μια τάση εργαλειοποίησης αυτής, με σκοπό να διεγερθούν διάφορα κοινωνικά αντανακλαστικά. Στην προκειμένη τα συντηρητικά.
Η εργαλειοποίηση των συντηρητικών κοινωνικών αντανακλαστικών που αναφέρουμε, διακρίνεται ξεκάθαρα στο σήμερα στις περιπτώσεις «ειδεχθών εγκλημάτων», όπως τα τελευταία περιστατικά γυναικοκτονιών που έχουν συνταράξει την κοινή γνώμη και έχουν απασχολήσει έντονα τη δημόσια σφαίρα. Διακρίνεται λοιπόν εκεί η προώθηση μιας οπτικής που αποσυνδέει τέτοιες πράξεις από τη γενικότερη πατριαρχική και εξουσιαστική-καπιταλιστική κοινωνία, και τις εμφανίζει αποκλειστικά ως απόρροια ενός δήθεν χαλαρού ποινικού συστήματος που πρέπει να αυστηροποιηθεί. Μεταθέτει έτσι τη συζήτηση από το πραγματικό επίδικο στην κοινωνική διεκδίκηση ενός ασφυκτικού νομοθετικού πλαισίου, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την κοινωνική οργή που έχει συσσωρευτεί και κινδυνεύει να ξεσπάσει, και να στρέψει την ολοένα και δυναμικότερη φωνή του γυναικείου κινήματος προς την κατεύθυνση της απαίτησης για πιο αυστηρό ποινικό πλαίσιο, σαν να πρόκειται κάτι τέτοιο να συντρίψει ποτέ την πατριαρχία.
Την ίδια εργαλειοποίηση διακρίνουμε και στις περιπτώσεις των πρόσφατων καταστροφικών δασικών πυρκαγιών, όπου η πιθανότητα ύπαρξης εμπρησμών αποσυνδέεται και πάλι από τις γενικότερες πολιτικές και επιδιώξεις κράτους-κεφαλαίου, και από την ολοένα και επιθετικότερη επέκταση του τεχνοβιομηχανικού συμπλεγματος εναντίον του φυσικού κόσμου, για να παρουσιαστεί ξανά η εικόνα ενός χαλαρού ποινικού συστήματος που ευθύνεται για την ύπαρξη εμπρηστών δασών. Έτσι, η δικαιολογημένη οργή για τις καταστροφικές πυρκαγιές και την κρατική ανικανότητα να τις διαχειριστεί (στην καλύτερη των περιπτώσεων) επιχειρείται να κατευθυνθεί και πάλι εναντίον της χαλαρής ποινικής νομοθεσίας που δεν λειτουργεί αποτρεπτικά.
Το ίδιο μοτίβο απαράλαχτο μπορούμε να το δούμε να επαναλαμβάνεται σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση έχει ή πρόκειται να προκαλέσει αίσθηση, καθώς ακόμα και σε περιπτώσεις καθημερινής εγκληματικής ενδοταξικής βίας. Περιπτώσεις δηλαδή «κοινού εγκλήματος» όπου η καταγραφή ληστειών, διαρρήξεων, κλοπών, επιθέσεων που πλήττουν την κοινωνική βάση παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της χαλαρής νομοθεσίας και των ελαστικών συνθηκών κράτησης ή των μέτρων πρόωρης αποφυλάκισης, ώστε να μείνει εκτός συζήτησης το γεγονός της ίδιας της δομικής κοινωνικής αδικίας που γεννά, υποθάλπτει και συντηρεί τέτοια φαινόμενα.
Τέλος στην περίπτωση της πολιτικής βίας που στιγματίζεται ως τρομοκρατία, πέρα από την επανάληψη του παραπάνω μοτίβου για τη νομιμοποίηση των ειδικών αντιτρομοκρατικών νομοθεσιών, διαπιστώνεται σε αρκετές περιπτώσεις και μια επιτηδευμένη απόπειρα ταύτισης της «τρομοκρατίας» με ειδεχθείς πράξεις όπως οι γυναικοκτονίες και οι βιασμοί, προκειμένου να απαξιωθεί έτσι περισσότερο το ηθικό και αξιακό υπόβαθρο πολιτικών κρατουμένων εναντίον των οποίων θεσπίζονται πιο αυστηρά ποινικά πλαίσια, για την ακρίβεια τα αυστηρότερα δυνατά που μπορούν να υπάρξουν με τους υφιστάμενους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.
Κάπως έτσι χτίζεται το ιδεολογικό οπλοστάσιο της καταστολής και οχυρώνεται το αστυνομικοδικαστικό σύμπλεγμα ώστε να μπορεί να θέτει με νόμιμα πλαίσια πλέον και χωρίς να προκαλείται κοινωνική κατακραυγή, ολόκληρο τον πληθυσμό των φυλακών σε συνθήκες εξαίρεσης, κι ένα τμήμα αυτού σε καθεστώς εξαίρεσης εντός της εξαίρεσης. Η απαξία της ζωής των κρατουμένων οδηγεί στην εμπέδωση μιας αντίληψης ότι οι ζωές αυτές δεν αξίζουν το ίδιο, δεν αξίζει να βιώνονται με αξιοπρέπεια, ή ακόμα και σύμφωνα με τα ιδεώδη του ίδιου του αστικού συστήματος αξιών, που –υποθετικά έστω– ισχύει για τον πληθυσμό εκτός φυλακών. Λέμε υποθετικά γιατί καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι και για το σύνολο του μη έγκλειστου πληθυσμού οι συνθήκες ζωής είναι γενικά καλές, ότι δεν υπάρχει φτώχεια, εξαθλίωση, απελπισία, βία. Η ειδοποιός διαφορά είναι στην ύπαρξη ενός γενικότερου ηθικού-ιδεολογικού πεδίου νομιμοποίησης της συνθήκης εξαίρεσης του πληθυσμού των εγκλείστων.
Έχουμε λοιπόν να αντισταθούμε όχι μόνο στις κρατικές πολιτικές που προωθούνται από μια ακροδεξιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση εν προκειμένω, αλλά και με ένα ολόκληρο σύστημα αξιών που περιφρονεί τις ζωές των κρατουμένων και αποτελεί την ευρύτερη νομιμοποιητική βάση της εξαίρεσής τους, όπως αντίστοιχα μπορεί να συμβαίνει με τις ζωές των μεταναστών και προσφύγων, των τροφίμων σε μονάδες ψυχικής υγείας και γενικά των πληθυσμών εκείνων που αποτελούν τους αόρατους αυτού του κόσμου.
Συνέλευση Αλληλεγγύης στους φυλακισμένους, φυγόδικους και διωκόμενους αγωνιστές