«Η Ελευθεριακή Επανάσταση»

Μετάφραση του Κεφαλαίου Ι («Οικονομία κι Ελευθερία») του Γ’ Μέρους («Η Επανάσταση της Ελευθερίας») του βιβλίου:

Diego Abad De Santillan, “El Organismo Economico De La Revolucion”, εκδόσεις Zero (Biblioteca “Promocion del Pueblo” No 20), Bilbao, 1978 (2η έκδοση)

(η 1η έκδοση έλαβε χώρα στην Ισπανία στις 5 Μαρτίου 1936, μερικούς μήνες πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης)

Από τον Πρόλογο της 1ης έκδοσης

(του ίδιου του συγγραφέα)

Σε όλες τις συναντήσεις των CNT και FAI προωθείται η μελέτη των γενικών βάσεων πάνω στις οποίες θα χτιστεί η νέα κοινωνία, χωρίς κράτος και καπιταλισμό. Τολμάμε να διατυπώνουμε και να συνοψίζουμε διαρκώς τις απόψεις και τις προτάσεις μας, όχι με το βλέμμα σ’ ένα μακρινό μέλλον ή προς ένα υπερβατικό ιδεώδες αλλά με το σκεπτικό μιας άμεσης προοπτικής και με τους ανθρώπους, τα τεχνικά μέσα και τις γεωγραφικές συνθήκες έτσι όπως σήμερα υφίστανται.

Ίσως η δουλειά αυτή να ήταν ελκυστικότερη αν αφοσιωνόμασταν στο να σκιαγραφήσουμε την κοινωνία του 2000, της οποίας η μορφή θα μπορούσε να ερεθίσει περισσότερο τη φαντασία. Παρά ταύτα, θεωρούμε πως είναι χρησιμότερο να ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο που ζούμε και να διερευνήσουμε τον τρόπο που θα μπορούσαμε να ζούμε στο Εδώ και στο Τώρα – με ανοιχτό πάντως μυαλό απέναντι σε κάθε μεταγενέστερη οικονομική, κοινωνική και ηθική ανάπτυξη.

Ενώ λοιπόν περιορίζουμε την οπτική μας στο άμεσο, επικείμενο μέλλον, έχουμε παρά ταύτα ασχοληθεί μόνο με τις γενικές μορφές που θα μπορούσε να πάρει ο οικονομικός μηχανισμός της νέας κοινωνίας, χωρίς ακόμα να ‘χουμε κάνει το ίδιο και για ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ευρύτερα πολιτική και κοινωνική συμβίωση. Πιστεύουμε πως είναι σημαντικότερο να βρούμε λύσεις για τις απαράκαμπτες ανάγκες της σύγχρονης ανθρωπότητας. Δε θ’ ανακαλύψουμε όλες τις λύσεις, τουλάχιστον όμως θα πρόκειται για την αρχή μιας νέας εποχής, το σημείο εκκίνησης ενός νέου κεφαλαίου στην Ιστορία.

Στο πλαίσιο της δουλειάς αυτής θα συναντήσουμε πολλές ενστάσεις, θα κάνουμε διορθώσεις και προσθήκες. Όπως και να ΄χει, μας οδηγεί μία και μόνη λαχτάρα: η έξοδος από την κόλαση του κράτους και του καπιταλισμού. Μακάρι κι άλλοι, εμπνευσμένοι από τις σελίδες αυτές, να φτάσουν σε απώτερα επίπεδα συγκεκριμενοποίησης ενός τέτοιου σχεδίου! πάντως, ένα κακό αλλά θετικό δημιουργικό σχέδιο, είναι προτιμότερο από κανένα: αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προβαίνουμε στο τολμηρό αυτό εγχείρημά.

Γ΄ Μέρος: «Η Ελευθεριακή Επανάσταση»

Κεφάλαιο 1: «Οικονομία κι Ελευθερία»

Η αναρχία, δηλαδή η ελευθερία, είναι συμβατή με τις πιο ποικιλόμορφες οικονομικές συνθήκες, αρκεί οι συνθήκες αυτές να μην εμπεριέχουν την ίδια τους την άρνηση, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό. Μπορεί κανείς να είναι αναρχικός τόσο με το ρωμαϊκό αλέτρι όσο και με το σύγχρονο τρακτέρ∙ μ’ ένα πρωτόλειο καλλιτεχνικό εργαστήρι ή μ’ ένα εργοστάσιο που λειτουργεί ορθολογικά∙ απολαμβάνοντας την αφθονία ή υποφέροντας στερήσεις∙ σ’ ένα άνετο παλάτι ή σε μια φτωχική παράγκα. Η αναρχία είναι μια πνευματική στάση απέναντι στη ζωή και μπορεί να εκδηλώνεται σε όλες τις μη μονοπωλιακές οικονομικές συνθήκες, διότι σ’ αυτές ο άνθρωπος μπορεί να είναι κύριος του εαυτού του, να εκφράζει τη δική του θέληση και ν’ αντικρούει κάθε εξωτερική επιβολή.

Η άρνηση της κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο δε συνδέεται με την επίτευξη ενός συγκεκριμένου οικονομικού επιπέδου (αντίθετα με όσα ευαγγελίζεται ο μαρξισμός, που επιδιώκει να πραγματώσει το όραμά του ως απόρροια της καπιταλιστικής ανάπτυξης). Για τον αναρχισμό, αυτό που περισσότερο λείπει είναι ένα ορισμένο επίπεδο κουλτούρας, συνείδησης της δύναμής μας και της ικανότητάς μας να αυτοκυβερνώμαστε.

Ωστόσο, και παρά την πεποίθηση ότι μπορούμε να βιώσουμε την αναρχία στο πλαίσιο οποιουδήποτε επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης, είναι αναμφισβήτητο ότι οι υλικές συνθήκες διαβίωσης επηρεάζουν βαθιά την ανθρώπινη ψυχολογία: σε περιόδους στερήσεων το άτομο γίνεται εγωιστικό κι απρόθυμο να δείξει αλληλεγγύη∙ σε περιόδους αφθονίας δείχνει γενναιοδωρία, προσήνεια και διάθεση για καλή γειτονία και συνεννόηση.

Όλες οι περίοδοι δυστυχίας είναι καιροί ηθικής εξαχρείωσης όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων για τον καθημερινό επιούσιο. Από την άποψη αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομία επηρεάζει σοβαρά τόσο την πνευματική ζωή του ατόμου όσο και την κοινωνική συμβίωση. Γι’ αυτό, αναζητούμε τις πιο πρόσφορες συνθήκες: όχι μόνο γιατί είναι απολύτως ανθρώπινο να προσβλέπουμε σε μια ζωή κατά το δυνατόν πιο ελεύθερη από άγχη και σκοτούρες υλικής φύσης αλλά και γιατί οι συνθήκες αυτές αποτελούν εγγύηση σχέσεων ισότητας και αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους.

Δε θα πάψουμε να είμαστε αναρχικοί όντας με το στομάχι αδειανό∙ αλλά δεν είναι και με τέτοιο στομάχι που αρεσκόμαστε να ζούμε! Επιθυμούμε λοιπόν ένα οικονομικό καθεστώς όπου η αφθονία, η ευζωία και η απόλαυση θα προσφέρονται σε όλους/ες.

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι τούτη η επιδίωξη που μας διακρίνει ως επαναστάτες∙ διότι όλα τα κοινωνικά κινήματα εμπνέονται από ένα ιδανικό ευζωίας και κανένα δεν αποκηρύττει την αφθονία των υλικών μέσων και την πρόσβαση όλων σ’ αυτά – τουλάχιστον θεωρητικά. Αυτό που μας διακρίνει είναι το γεγονός πως, ως αναρχικοί, δίνουμε προτεραιότητα στην αφθονία, καθότι, τουλάχιστον ως άτομα, προτιμάμε την ελευθερία από τη χόρταση, την υποδούλωση και την ταπείνωση.

Αν γενικότερα προτάσσουμε το κομμουνιστικό σύστημα στον τομέα της οικονομίας, δεν το κάνουμε γιατί το τελευταίο είναι απαραίτητα συνυφασμένο με την αναρχία: θα μπορούσαμε να πραγματώσουμε την τελευταία και στο πλαίσιο μιας πολυμορφίας οικονομικών ρυθμίσεων, ατομικών και συλλογικών. Ο Προυντόν τη συναρτούσε με ένα σύστημα αμοιβαιότητας – αλληλοβοήθειας∙ ο Μπακούνιν με τον κολλεκτιβισμό, ο Κροπότκιν με τον κομμουνισμό∙ ο Μαλατέστα προέβλεπε τη δυνατότητα μικτών διευθετήσεων, ειδικά στο αρχικό στάδιο εφαρμογής της. Oι Ταρίδα δελ Μάρμολ και Μέγια1 είναι υπέρ μιας αναρχίας χωρίς ειδικές οικονομικές προβλέψεις, θεώρηση που συνεπάγεται ελευθερία στον πειραματισμό και την εγκαθίδρυση του μοντέλου που κάθε τόπος και κάθε εποχή θα κρίνουν πιο δόκιμο.

Το μόνο που μπορούμε σίγουρα να πούμε είναι ότι στο οικονομικό πεδίο πρέπει να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα ισότητας και δικαιοσύνης στο οποίο η αφθονία αγαθών θα είναι δυνατή, γιατί αυτή (ή, άλλως, η άνετη ικανοποίηση των υλικών αναγκών) είναι που γεννά μια νοοτροπία και μια ψυχική προδιάθεση εντελώς διαφορετική από κείνη που προκαλούν η στέρηση και η φτώχεια. Μια γενικά άνετη διαβίωση αποτελεί στέρεα εγγύηση της ελευθερίας και της αλληλεγγύης. Ο «άνθρωπος (που) είναι για τον άνθρωπο λύκος»2 δεν μπορεί να μετατραπεί σε αληθινό αδελφό παρά μόνο υπό ασφαλείς υλικές συνθήκες.

Παρ’ όλο που οι αναρχικοί μπορούν να παραμείνουν τέτοιοι τόσο σε συνθήκες υλικής άνεσης όσο και στέρησης, ο κομμουνισμός μπορεί να υλοποιηθεί μόνο σε συνθήκες αφθονίας∙ η σπάνη εγκυμονεί πάντα τον κίνδυνο να ναυαγήσει το όραμά μας. Υπάρχει ένα στοιχείο γενναιοδωρίας στον κομμουνισμό το οποίο δεν αντέχει σε συνθήκες σπάνης, οπότε και υπονομεύεται σταδιακά απ’ τον εγωισμό, την έλλειψη εμπιστοσύνης, τον ανταγωνισμό και τον καθημερινό αγώνα για τον επιούσιο. Θέλουμε λοιπόν μια οικονομία που να εγγυάται μια ζωή άνετη για όλους/ες, και με το μικρότερο δυνατό μόχθο. Σ’ ένα τέτοιο υλικό περιβάλλον είναι που η αναρχία, αντί ν’ ανθίζει σαν εξωτικό λουλούδι μέσα στην καλπάζουσα φαντασία του ιδεαλισμού και της αυταπάρνησης, θα μετατραπεί σε γενική έκφραση της συλλογικής ζωής.

Συνακόλουθα, εμείς ενθαρρύνουμε την οικονομική αναδιοργάνωση της κοινωνίας χωρίς προσκόλληση σε δόγματα και ήδη υφιστάμενα μοντέλα. Ο κομμουνισμός θα είναι ο φυσιολογικός καρπός της αφθονίας. Όσο αυτή δεν είναι δυνατή ή όπου δεν είναι εφικτή, ο τελευταίος θα παραμένει μονάχα ένα ιδανικό και όχι μια πραγματικότητα. Σε κάθε τόπο, σε κάθε περιβάλλον και για τα πλεονάζοντα προϊόντα, θ’ αποφασιστεί η έκταση στην οποία αυτός (ή ο κολλεκτιβισμός, ή το σύστημα της αμοιβαιότητας – αλληλοβοήθειας) θα εφαρμοστεί, δια της ελεύθερης συμφωνίας, της βούλησης και των εκάστοτε δυνατοτήτων. Γιατί να προκαθορίζουμε όλα τα συναφή; Εμείς, που σημαία μας έχουμε την ελευθερία, δεν μπορούμε να την αρνηθούμε στον οικονομικό τομέα. Ελεύθερος πειραματισμός λοιπόν∙ ελεύθερο ξεδίπλωμα της πρωτοβουλίας, της δοκιμής, των προτάσεων.

Έχουμε, όπως όλοι, το δικό μας όραμα για το μέλλον. Θέλουμε το ιδανικό της ελευθερίας – η αναρχία – να πάψει να είναι ευσεβής πόθος και να γίνει πραγματικότητα, ένας καθημερινός τρόπος ζωής. Οι σημερινές οικονομικές, πολιτικές, ηθικές και πνευματικές συνθήκες δε μας προσφέρουν παρά ελάχιστα ψήγματα ελευθερίας. Μας επιτρέπεται να σκεφτόμαστε ελεύθερα αρκεί να μη βλάπτουμε τα συμφέροντα των προνομιούχων∙ αν όμως θελήσουμε να εργαστούμε ελεύθερα, είναι τόσοι οι φραγμοί, από τη γέννηση ακόμα ως και το θάνατό μας, που δεν έχουμε καν την ελευθερία του πουλιού στο κλουβί, αφού το Κράτος παρεμβαίνει ακόμα και στις πιο προσωπικές πτυχές του οίκου μας.

Θέλουμε να ‘χουν δικαίωμα στη ζωή, την εργασία και την απόλαυση όλα τα ανθρώπινα όντα. Αυτό προϋποθέτει ένα καθεστώς ισότητας και δικαιοσύνης. Αν όμως ένα τέτοιο καθεστώς (ακόμα κι αν πρόκειται για την ισότητα στη δυστυχία) είναι δικαιότερο και πιο νομιμοποιημένο από το καθεστώς των προνομίων, εμείς πάλι δεν επιθυμούμε μόνο την ισότητα αλλά επιδιώκουμε και την αφθονία: Ισότητα στην Αφθονία. Αυτή η τάξη πραγμάτων θα ευνοήσει την αναρχία περισσότερο από κάθε προπαγάνδα.

Χωρίς να αποκηρύττουμε εκ προοιμίου άλλες λύσεις, προωθούμε τη δική μας προκειμένου να φτάσουμε ευκολότερα σε μια οικονομία αφθονίας, τιθέμενη άμεσα στην υπηρεσία της ικανοποίησης των αναγκών – πράγμα που δεν είναι καθόλου δεδομένο στον καπιταλισμό, όπου η αφθονία για κάποιους είναι πηγή στερήσεων για τους πολλούς, το ίδιο ή και περισσότερο από τη σπάνη.

Καταφάσκουμε στην ελευθερία της οργάνωσης σε τοπικό και εργασιακό επίπεδο, καθώς και στον ελεύθερο πειραματισμό. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ένα πράγμα: για να υπάρξει αφθονία πρέπει να ανατρέξουμε στη βιομηχανική τεχνολογία και τις σύγχρονες γεωργικές τεχνικές. Δε μας εξυπηρετεί το ρωμαϊκό άροτρο και τα πρωτόγονα εργαλεία. Ένας μηχανικός, μόνος του, ίσως μπορεί να φτιάξει ένα αυτοκίνητο∙ αν όμως μια διαδικασία ατομικής κατασκευής δεν είναι προβληματική από την άποψη της πλέριας ελευθερίας, από πρακτική άποψη είναι δόκιμη και εφικτή; ένας αγρότης πάλι, μπορεί αν θέλει να συνεχίζει τη σπορά με τον ίδιο τρόπο που την έκαναν οι προκάτοχοί του μια χιλιετηρίδα πριν – η γη όμως που καταλαμβάνει για να το κάνει, δε συνιστά κλοπή από την κοινότητα – της οποίας τα πλεονεκτήματα ο αγρότης απολαμβάνει; θέλουμε να πούμε, πως ένα καλά οργανωμένο εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων μπορεί να πολλαπλασιάσει εκατό τοις εκατό την αποτελεσματικότητα ενός εργάτη που κατασκευάζει αυτοκίνητα, ενώ ο τελευταίος, με το ζόρι θα μπορούσε να τελειώσει ένα σε όλη τη ζωή του, αν πάσχιζε μόνος του γι’ αυτό. Έτσι και για τον αγρότη: μια κατάλληλη επιλογή σπόρων κι ένα ανάλογο λίπασμα μπορούν να αυγατίσουν τη σοδειά. Μην ξεχνάμε λοιπόν ότι καλό είναι να οδεύουμε το δυνατόν γρηγορότερα προς την αφθονία και την ευζωία αλλά για το σκοπό αυτό η τεχνολογία και η επιστήμη είναι άκρως απαραίτητες.

Ο πληθυσμός έχει αυξηθεί πάρα πολύ, ο διαθέσιμος για κάθε άτομο χώρος λιγοστεύει συνεχώς, οι απαιτήσεις του σύγχρονου ανθρώπου είναι χίλιες φορές πιο επιτακτικές από κείνες του πρωτόγονου ή ακόμα κι από ‘κείνου που ζούσε μόλις εκατό χρόνια πριν. Η κοινωνική ζωή σήμερα έχει πολύ διαφορετικές απαιτήσεις σε σχέση μ’ εκείνη των διάσπαρτων πληθυσμών της υπαίθρου εκατοντάδες χρόνια πριν. Η σύγχρονη διαβίωση συνεπάγεται την αποδοχή μιας κοινωνικής ηθικής, πόσο μάλλον σήμερα που περιτριγυριζόμαστε από πολλούς γείτονες με κοινούς χώρους δουλειάς και δραστηριότητας. Θέλουμε να έχουμε μάλλινα ρούχα, άνετα παπούτσια, να ‘χουμε στο σπίτι ραδιόφωνο, γραφομηχανή, ηλεκτρικό, μέσα συγκοινωνίας κλπ – εξαρτώμαστε δηλαδή από τις βασικές καθημερινές μας ανάγκες. Κι ακόμα περισσότερο, από τη σύγχρονη βιομηχανία. Και για να επιτύχουμε την αφθονία, πρέπει να αναβαθμιστεί περαιτέρω η μοντέρνα βιομηχανία, να ενισχυθούν οι δυνατότητές της και να δουλεύει με όλη της την ένταση.

Τώρα: η εν λόγω βιομηχανία, όπως και η αγροτική παραγωγή, θέτουν από μόνες τους όρια στην οικονομία του «κάνε αυτό που θέλεις». Η βιομηχανία είναι ένας μηχανισμός που έχει τους δικούς του ρυθμούς. Και δεν είναι οι αντίστοιχοι ανθρώπινοι που καθορίζουν αυτούς των μηχανών, αλλά το αντίστροφο.

Με την επανάσταση θα καταργηθεί η ιδιωτική κατοχή των εργοστασίων∙ αν όμως τα εργοστάσια πρέπει να υπάρχουν και, κατά τη γνώμη μας, να τελειοποιηθούν, είναι ανάγκη να γνωρίζουμε τις συνθήκες λειτουργίας τους, καθότι το γεγονός ότι θα έχουν κοινωνικοποιηθεί δεν αλλάζει την ουσία της παραγωγής ούτε τη μέθοδό της. Αλλάζει την κατανομή του προϊόντος, που συνακόλουθα θα γίνεται εξισωτικά και θ’ ανταποκρίνεται στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι σε καιροσκοπικές λογι(στι)κές. Όπως είπαμε όμως, το εργοστάσιο συνεχίζει να δουλεύει με τους δικούς του ρυθμούς.

Το τελευταίο δεν είναι ένας απομονωμένος οργανισμός με δική του, αυτόνομη ύπαρξη∙ είναι ένα γρανάζι σ’ ένα περίπλοκο μηχανισμό που απορρέει από το χαρακτήρα του, την τοποθεσία, την ευρύτερη περιοχή και, συχνά, από διάφορους περιορισμούς σε επίπεδο επικράτειας. Το χαρακτηριστικό της σύγχρονης οικονομικής ζωής είναι η συνοχή πέρα απ’ όλα τα σύνορα. Η τοπική οικονομική απομόνωση έχει παρέλθει και πρέπει πια να μπει στο μουσείο αρχαιοτήτων…

Ο γράφων είναι γνώστης της απομόνωσης αυτής, που χαρακτήριζε το μικρόκοσμο του τόπου καταγωγής του: ένα χωριό χαμένο μέσα σε μια μικρή κοιλάδα, χωρίς επαφή με τον πολιτισμό, μόλις τριάντα – τριάντα πέντε χρόνια πριν. Το μαλλί προερχόταν από τα δικά του κοπάδια, φτιαχνόταν υποδήματα από ξύλο, η σπορά και η συγκομιδή γινόταν με παλαιούς τρόπους, τα φαρμακευτικά βότανα του τόπου καθιστούσαν πολύ σπάνια τη χρήση εισαγόμενων φαρμάκων κλπ. Γενικά η εξάρτηση των κατοίκων από προϊόντα άλλων περιοχών αφορούσε δευτερεύοντα προϊόντα. Οι κάτοικοι ήξεραν πως, λίγο πιο έξω, υπήρχε μια καταπιεστική εξουσία που έστελνε φοροεισπράκτορες και αστυνομικούς. Τριάντα ή σαράντα χρόνια πριν, μπορούμε να πούμε πως η οικονομία στο χωριό αυτό είχε τοπικό χαρακτήρα. Τώρα όμως έχουν αλλάξει όλα. Βλέπει κανείς ρούχα φτιαγμένα στη Βαρκελώνη και στο Λάνκασάιρ, με μαλλί από την Αργεντινή, την Ινδία ή τις ΗΠΑ, έχουμε ραδιόφωνα φτιαγμένα στη Γερμανία και την Αγγλία, εισάγουμε καφέ από τη Βραζιλία, βλέπουμε παπούτσια φτιαγμένα στις Βελεαρίδες κοκ. Θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην τοπική οικονομία;…όχι με τη θέλησή μας: θέλουμε να απολαμβάνουμε όλα τ’ αγαθά που ο νους και τα χέρια του ανθρώπου μπορούν να παράγουν. Η πιο ασήμαντη τοπική οικονομία συνδέεται πια μέσω χιλιάδων νημάτων με την εθνική και την παγκόσμια.

Δε μας νοιάζει με ποιο τρόπο θα οργανωθούν οι εργάτες, οι υπάλληλοι και οι τεχνικοί ενός εργοστασίου ή μιας περιοχής. Είναι δικό τους θέμα. Αλλά το θεμελιώδες στοιχείο, από την πρώτη στιγμή της επανάστασης, είναι να υπάρξει συνοχή όλων των δυνάμεων της παραγωγής και της διανομής, κάτι που πρέπει να καταλάβουν εξαρχής οι παραγωγοί κάθε τόπου, περιοχής, επαρχίας, περιφέρειας, όλης της χώρας, μέχρι τη διεθνή των παραγωγών όλου του κόσμου.

Η συνοχή αυτή είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ίδια τη λειτουργικότητα των χώρων παραγωγής. Διότι αν το εργοστάσιο εξαρτάται από το σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ο τελευταίος εξαρτάται από το εργοστάσιο παραγωγής κινητήρων και μηχανών∙ πρέπει επίσης να τραφούν και να ντυθούν οι εργάτες του, ενώ έχει άμεση ανάγκη και τα μέσα μεταφοράς, κοκ. Η οικονομική εξειδίκευση έχει καταστήσει τη συνοχή ακόμα πιο αναπόφευκτη. Πώς θα δουλέψουν οι υψικάμινοι του Μπιλμπάο ή του Σαγούντο χωρίς τους ανθρακωρύχους, τους σιδηροδρομικούς, τους καλλιεργητές, τους αρτοποιούς, τους εργάτες δημόσιων έργων, με δυο λόγια χωρίς τα χίλια δυο επαγγέλματα που καθιστούν δυνατή τη λειτουργία των υψικαμίνων καθώς και τη ζωή, την ξεκούραση, την τροφή, την ένδυση και την ψυχαγωγία των εργατών που τις δουλεύουν;

Είναι τόσο αδιαφιλονίκητο το δεδομένο της επιτακτικής αναγκαιότητας ύπαρξης οικονομικής συνοχής, όσο ότι το νερό είναι υγρό και το χιόνι λευκό.

***

Πιστεύουμε πως στον ελευθεριακό «χώρο» δεν υπάρχει ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στο τί είναι κοινωνική συμβίωση, ομάδα συγγένειας3 και οικονομική λειτουργία. Οράματα παραδείσιων τόπων επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης πολλών συντρόφων. Τέτοιους τόπους όμως τους φαντάστηκαν οι ποιητές του παρελθόντος – στο μέλλον οι συνθήκες θα ‘ναι εντελώς διαφορετικές. Σ’ ένα εργοστάσιο δε χρειάζονται σχέσεις του τύπου των ομάδων συγγένειας, όπως στη φιλία και γενικά στην κοινωνική συναναστροφή∙ εκεί μας ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα ο σύντροφος στην εργασία, που κατέχει τη δουλειά του και τη φέρνει εις πέρας χωρίς να προκαλεί περιπλοκές λόγω απειρίας ή αδεξιότητας. Η συνύπαρξη στο εργοστάσιο δεν προσδιορίζεται από σχέσεις συμφωνίας χαρακτήρων αλλά από την ποιότητα εργασίας και την επαγγελματική δεξιοτεχνία. Με μια φράση, η ομάδα συγγένειας που φτιάχνεται στην κοινωνική ζωή, δεν έχει συγκεκριμένη λειτουργία στην οικονομική.

H «ελεύθερη κομμούνα» είναι λογικό προϊόν της αντίληψης της ομάδας συγγένειας. Δεν υπάρχουν όμως ελεύθερες κομμούνες στην οικονομία, γιατί αυτή η ελευθερία προϋποθέτει την ανεξαρτησία, και δεν υπάρχουν ανεξάρτητες κομμούνες.

Είναι άλλο πράγμα η ελεύθερη κομμούνα από πολιτικο-κοινωνική άποψη, προκειμένου για τη διευθέτηση των εσωτερικών της υποθέσεων στη βάση της απόλυτης κυριότητάς της πάνω τους, και άλλο η εν λόγω κομμούνα από οικονομική άποψη.

Αναφορικά με το τελευταίο αυτό ζήτημα, το ιδεώδες μας είναι η ομόσπονδη, διασυνδεόμενη, ενσωματωμένη στο συνολικό οικονομικό δίκτυο της χώρας κομμούνα, ή ακόμα και στο ευρύ οικονομικό δίκτυο των επαναστατημένων χωρών. Η οικονομία σε επίπεδο κομμούνας είναι ίδιον των παλαιών δικαιικών αντιλήψεων σε σχέση με την κοινοτική ιδιοκτησία. Κι εμείς, που προωθούμε την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας της γης, της βιομηχανίας και των εργαλείων της δουλειάς, δε θέλουμε να εμφανιστεί τώρα η κομμούνα ως ένας πολυπρόσωπος ιδιοκτήτης στη θέση του παλιού ατομικού, ούτε σε κοινοτικό ούτε σε εθνικό επίπεδο. Η γη, τα εργοστάσια, τα εργαστήρια, τα ορυχεία, τα μέσα μεταφοράς, τα σχολεία, ανήκουν – και πρέπει να ανήκουν – σε όλους. Και η εργασία μας στη γη ή στη βιομηχανία δε μας κάνει πολυπρόσωπους ή ατομικούς ιδιοκτήτες αλλά συντελεστές της κοινής ευζωίας, για της οποίας τον πλούτο δίνουμε όλη μας την ενέργεια κι ευφυία. Δηλαδή μια κομμούνα, που τυγχάνει να βρίσκεται σε ευνοϊκή τοποθεσία, πλέρια φυσικών, αποδοτικότερων πόρων, ευφορότερης γης, πλούσιων δασών κλπ, πρέπει να απολαμβάνει αυτά τα φυσικά προνόμια ως ιδιοκτήτριά τους; τί νόημα θα είχε τότε να μιλάμε για την οικονομία, και την ισορροπία που επιδιώκουμε σ’ αυτή; όλα ανήκουν σε όλους και το προϊόν της εργασίας πρέπει να κατανέμεται ισόποσα, όπως ισόποσα πρέπει να γίνεται και ο καταμερισμός της εργασίας.

Δεν πρέπει να δρομολογήσουμε τις οικονομικές κι επαναστατικές αλλαγές με πνεύμα τοπικιστικό∙ η ισότητα και η ελευθερία δεν προορίζονται για να εγγυηθούν τη…δυστυχία∙ και μια οικονομία προσδιορισμένη στενά τοπικά, δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε στερήσεις και σπάνη.

Οφείλουμε λοιπόν να εργαστούμε με κοινωνικά κριτήρια, συμπεριλαμβάνοντας το σύνολο των πόρων και του πληθυσμού μιας χώρας και, αν είναι δυνατόν, όλου του κόσμου. Ένα εργαστήριο ή ένα κομμάτι γης δεν ανήκουν σ’ αυτούς που εργάζονται σ’ αυτά αλλά σε όλους. Και σε όλους πρέπει ν’ ανήκουν οι καρποί και τα προϊόντα τους. Σε όλους επίσης η ευθύνη της λειτουργίας τους. Σήμερα, η οικονομία είναι ένας αχανής οργανισμός και κάθε αποσπασματικότητα αποβαίνει επιβλαβής.

Μόνο με την κατάργηση της εργασιακής εξειδίκευσης μπορεί κανείς να θεωρήσει ως οικονομικό ιδανικό την ελεύθερη κομμούνα. Είναι δυνατόν όμως ακόμα και να ονειρευτεί κανείς πως θα συμβεί κάτι τέτοιο;

Συνεπώς: εμείς έχουμε τις προτάσεις μας για το συντονισμό της οικονομίας. Άλλοι θα παρουσιάσουν τις δικές τους. Κάθε πρότερη σχετική συζήτηση, θα διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων για το αύριο.

Επαναλαμβάνουμε πως για την οικονομία δεν λαμβάνουμε ως βάση λειτουργίας την ομάδα συγγένειας αλλά το χώρο δουλειάς: από τη γη και το εργαστήρι μέχρι το σχολείο και το πλοίο. Είναι επιτακτικό κάθε τέτοιος χώρος να κάνει τις συμφωνίες του, να προβεί σε καταμερισμό εργασίας και να εκπληρώσει την αποστολή του στο οικονομικό πεδίο. Δε θα υπάρχουν αφεντικά: αυτοί που εργάζονται σε κάθε χώρο δουλειάς θα είναι ίσοι, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αν ο χώρος αυτός είναι μικρός, θ’ αρκεί για τις αποφάσεις ένα Συμβούλιο, απαρτιζόμενο απ’ όλους τους εργαζόμενους. Αν είναι μεγάλος, πιθανότατα θα υπάρξει ανάγκη να σχηματισθεί ένας συντονιστικός πυρήνας. Επιπλέον, είτε μεγάλος είτε μικρός, κάθε χώρος δουλειάς πρέπει να διασυνδεθεί με άλλους, τόσο σε σχέση με τις ανάγκες της παραγωγής όσο και μ’ εκείνες της διανομής.

Ως εκ τούτου, σε κάθε εργασιακό χώρο προϋποτίθεται ένα Συμβούλιο ή μια Επιτροπή, και σίγουρα όχι η ύπαρξη αφεντικού όπως στον καπιταλισμό. Τα Συμβούλια ή/και οι Επιτροπές θα αποτελούνται από τους ίδιους τους εργαζόμενους και η σύνθεσή τους θα ανανεώνεται ανά πάσα στιγμή σύμφωνα με τη βούληση των τελευταίων, κατά πως ανά πάσα στιγμή μπορούν να ανακαλούνται σήμερα τα Συμβούλια των συνδικάτων.

Οι επιτροπές και τα συμβούλια θα διασυνδέονται με τα ομόλογά τους σε άλλους εργασιακούς χώρους στη βάση της συνάφειας του αντικειμένου ή του κύκλου εργασιών: για παράδειγμα, είναι πολύ φυσικό να συνδέονται οργανικά μέσω των εκπροσώπων τους όλοι οι παραγωγικοί τομείς που με κάποιο τρόπο σχετίζονται με την ξυλεία σε μια περιοχή (υλοτομικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια, ξυλουργεία, επιπλοποιεία κλπ), ώστε εν τέλει να συστήνουν τον παραγωγικό οργανισμό του ξυλουργικού τομέα. Η σύνδεση αυτή θα γίνει σε όλους τους κλάδους, πρώτα κατά περιοχή και ύστερα κατά περιφέρεια, έως και το επίπεδο της επικράτειας. Λίγο μας ενδιαφέρουν τα ονόματα που θα δοθούν στο συντονισμό αυτό. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να υλοποιηθεί άμεσα, επιβεβλημένος από την υφιστάμενη μορφή παραγωγής κι απ’ τους κανόνες και τις επιδιώξεις μιας μη καπιταλιστικής κοινωνίας.

Με τη σειρά τους, οι εργαζόμενοι του ξυλουργικού τομέα θα πρέπει να συνδεθούν μ’ εκείνους της επεξεργασίας δέρματος (βυρσοδεψεία κλπ), αυτοί με άλλους κλπ. Σε τί άραγε θα επηρεάσει αρνητικά την κοινωνική ελευθερία αλλά και την αληθινή ελευθερία του ατόμου η συνοχή αυτή; Και, άπαξ και διασυνδεθούν μεταξύ τους οι επιμέρους κλάδοι του ξυλουργικού τομέα, και φαίνεται επίσης από τα στοιχεία που προσκομίζει κάθε εργοστάσιο, περιοχή, περιφέρεια, πως η σχετική παραγωγή είναι ανεπαρκής ή υπερβαίνει τις ανάγκες, δε θα γίνονται κατόπιν περιφερειακές ή εθνικές συνδιασκέψεις του τομέα, προκειμένου να συναποφασιστεί ο τρόπος που θα λειτουργεί στο μέλλον ώστε η παραγωγή ν’ αυξηθεί ή να προσαρμοστεί στις υπαρκτές ανάγκες;

Μ’ αυτό τον τρόπο, κάθε παραγωγικός τομέας που δεν έχει δυνατότητες ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο, μπορεί να γίνει βιώσιμος ως μια ακόμα ψηφίδα στο μεγάλο, εθνικό και διεθνές, μωσαϊκό του καταμερισμού εργασίας.

***

Η βιωσιμότητα της σύγχρονης οικονομίας, κι ακόμα περισσότερο της μελλοντικής – που πρέπει να εξελιχθεί και όχι να οπισθοδρομήσει – δεν εξαρτάται από τον τοπικισμό αλλά από τον ευρύτερο και πληρέστερο δυνατό συντονισμό.

Στόχος της πορείας προς το συντονισμό αυτό αλλά και την τελειοποίηση των μεθόδων εργασίας (μηχανικών, αγροτικών κλπ) είναι η αφθονία, στο πλαίσιο της οποίας η αναρχία (που, όπως προείπαμε, μπορεί κάλλιστα να υπάρχει και σε συνθήκες στέρησης) θα γίνει κατανοητή από μεγάλη μερίδα του κόσμου και θα υλοποιείται σε όλο και υψηλότερα επίπεδα. Ή επιθυμούμε την ευζωία – οπότε οφείλουμε ν’ αποδεχτούμε τη βιομηχανική οικονομική μηχανή με όλες τις συνέπειές της – ή δεν την επιθυμούμε, οπότε επεκτείνουμε το όραμα της ελεύθερης κομμούνας και στην οικονομία…

Η αναρχία μπορεί να πραγματωθεί και στη μία και στην άλλη περίπτωση. Όμως, μια ευτυχισμένη ζωή δεν μπορεί παρά να πάρει σάρκα και οστά σ’ ένα καθεστώς τέλειας οικονομικής συνοχής και ευρείας εφαρμογής όλων των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων που διαθέτουμε, και που θα πολλαπλασιαστούν στο προσεχές μέλλον.

Καθοδηγούμενοι από την επείγουσα ανάγκη εύρεσης λύσης στο πρόβλημα της οικονομίας στις μέρες μας, θέλουμε οι αναρχικοί να ενδιαφερθούν να παρουσιάσουν στον κόσμο ένα βιώσιμο τρόπο εξόδου από την άβυσσο των αντιφάσεων και της μιζέριας του καπιταλιστικού καθεστώτος.

Αυτό θα μας προσφέρει απρόσμενη στήριξη ή/και συγκατάβαση. Διότι, σε ό,τι αφορά τις οικονομικές υποθέσεις, δεν είναι η φαντασίωση ή το καπρίτσιο του καθενός η βάση πάνω στην οποία πρέπει να παίρνονται αποφάσεις, αλλά τα δεδομένα, τα στοιχεία, η εμπειρία, η παρατήρηση, η σοβαρή μελέτη. Ενδιαφερόμαστε για ένα καθεστώς παραγωγής και ανταλλαγής στο οποίο δεν παρεμβαίνουν άλλοι παρά οι ίδιοι οι παραγωγοί, χειρώνακτες, διοικητικοί ή τεχνικοί∙ όπου δε θα χωράει κανένας παρασιτισμός. Μ’ αυτό τον τρόπο θα καταπολεμήσουμε την ανεργία και θα εγκαθιδρύσουμε συνθήκες διαβίωσης ευκολότερα διαχειρίσιμες, δίνοντας ώθηση σε μια ψυχο-συναισθηματική κατάσταση προσφορότερη στην κατανόηση των όμορφων ιδεών μας για απόλυτη χειραφέτηση, αρμονία, ειρήνη και αλληλεγγύη.

Ωστόσο, δε θέλουμε να δώσουμε αυστηρές, λεπτομερείς περιγραφές των στόχων μας. Διότι, κι αν μπορούμε να εμπνεύσουμε εμπιστοσύνη για μια άμεση λύση του οικονομικού ζητήματος στο περιθώριο του υπάρχοντος αυταρχισμού και της κεντρικής προστακτικής εξουσίας, η αποστολή μας συνίσταται σε κάτι που υπερβαίνει πολύ την εύρεση μιας τέτοιας λύσης και μόνο…

…Δεν αρκεί η κατάργηση του καπιταλισμού∙ χρειάζεται να πάμε και παραπέρα: η κατάργηση του Κράτους, της ενσάρκωσης της αυταρχικής εξουσίας, δε θα επιτευχθεί μόνο μέσω της καταστροφής των υπαρχόντων μηχανισμών, γιατί η εξουσία αυτή δεν εδράζεται μόνο σ’ αυτούς που διατάζουν αλλά και σ’ αυτούς που υπακούουν. Για να την καταργήσουμε, πρέπει επιπλέον να διδάξουμε και να διδαχτούμε, κι αυτό θα είναι έργο πολλών γενεών – το να γίνουν άνθρωποι που θα είναι κύριοι του εαυτού τους. Διότι, αν είναι εφικτό μεγάλες μάζες να ταχθούν άμεσα υπέρ μιας δίκαιης και εξισωτικής οικονομίας, αμφιβάλλουμε ότι μπορεί να γίνει το ίδιο και με την αναρχία, αφού δεν είναι ούτε θρησκευτικό δόγμα ούτε πολιτικό κόμμα, που βασίζονται στην τυφλή προσήλωση των πιστών τους, παρά ένα τρόπος ζωής και σκέψης που δεν επιδέχεται ταχυδακτυλουργικούς αυτοσχεδιασμούς.

11.Fernando Tarrida del Mármol (18611915). Κουβανός αναρχικός και συγγραφέας, ισπανικής (καταλανικής) καταγωγής, καθηγητής και διευθυντής της Πολυτεχνικής Σχολής της Βαρκελώνης στον τομέα της Μηχανικής. Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Κροπότκιν και Μαλατέστα για την επεξεργασία και ανάπτυξη της αναρχικής κοινωνικής θεώρησης μέσα από πλούσιο συγγραφικό και αρθρογραφικό έργο.

Ricardo Mella (1861 – 1925). Διακεκριμένος αναρχικός διανοητής, συγγραφέας και ακτιβιστής κατά τη διάρκεια του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα στην Ισπανία. Πολύ καλός γνώστης της γαλλικής, αγγλικής και ιταλικής γλώσσας, «ήταν από τους πιο οξύνοες και παραγωγικούς διανοούμενους του ισπανικού ελευθεριακού κινήματος», σύμφωνα με την – επίσης ιστορική φυσιογνωμία του τελευταίου – Φεδερίκα Μοντσένυ.

2Homo homini lupus” – «Ο Άνθρωπος είναι για τον Άνθρωπο λύκος»). Aποστροφή του Άγγλου πολιτικού φιλοσόφου του Φυσικού Δικαίου Thomas Hobbes (Τόμας Χομπς, 1588 – 1679), που Το 1651 έγραψε το «Λεβιάθαν», έργο στο οποίο διατύπωσε τη θεωρία ότι ο Άνθρωπος είναι εκ φύσεως εγωιστής, ηδονιστής και τα κίνητρά του καθορίζονται απόλυτα από το προσωπικό συμφέρον και τον ανταγωνισμό με τους ομοίους του για την επιβίωση, στο πλαίσιο της οποίας «ο Άνθρωπος είναι για τον Άνθρωπο λύκος».

3 «Ομάδα Συγγένειας»: μικρή ομάδα συντρόφων/ισσών που σχηματίζουν μια συλλογικότητα άμεσης δράσης, αρθρωμένη στη βάση της οριζόντιας, αντιιεραρχικής οργάνωσης, των κοινών αντιλήψεων και των σχέσεων φιλίας κι εμπιστοσύνης. Το οργανωτικό αυτό πλαίσιο προκρίνεται στη βάση της ασφάλειας της ομάδας, της ευελιξίας και της αποκέντρωσης.