Η μικρή-μεγάλη ιστορία των καταλήψεων στην Ελλάδα

Ο Νικόλας Άσιμος στο μπαλκόνι της κατάληψης Βαλτετσίου

 «Ποτέ τα σπίτια των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά
και οι άνθρωποι τόσο µακριά».

Με τα λόγια αυτά ξεκινάει ένα από τα αναρτημένα κείμενα στο blog της κατάληψης του κτήματος Πραποπούλου στο Χαλάνδρι. Και είναι πραγματικά αυτό που περισσότερο θα μπορούσε να απεικονίσει τη σημερινή εικόνα των µεγαλουπόλεών µας, αλλά και το κίνητρο μερικών ανθρώπων που αναλαμβάνουν να την άρουν, επιχειρώντας να καταργήσουν τον ατομισμό και τον φόβο απέναντι στον άλλον, δημιουργώντας χώρους ελεύθερους, χώρους ελευθερίας, χώρους συνύπαρξης, χώρους αυτονομίας και ισότητας, χώρους πρασίνου, δίνοντας νέα πνοή σε κτίρια εγκαταλελειμμένα κυρίως από το κράτος.

Εκτός από το νοίκι υπάρχει και η κατάληψη

Η κατάληψη είναι μία πρακτική που συναντάται από πολύ παλιά, από τότε που άδεια κτίρια ή αχρησιμοποίητη γη αφήνονταν στην εγκατάλειψη και τον μαρασμό από τους ιδιοκτήτες. Ήδη από το 1649 οι Diggers στην Αγγλία καταλάμβαναν ακαλλιέργητες εκτάσεις µε σκοπό να τις καλλιεργήσουν από κοινού, δηλώνοντας ότι «η γη είναι ένα θησαυροφυλάκιο που ανήκει σε όλους». Στις δυτικές κοινωνίες η πρακτική της κατάληψης κατευθύνεται στην κατάληψη στέγης από ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων, ήδη από τις αρχές τού 20ού αιώνα. Οι λόγοι που οδηγούν στην κατάληψη κτιρίων μπορεί να είναι είτε καθαρά λόγοι επιβίωσης, όπως στην περίπτωση αστέγων, μεταναστών και οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων, είτε περισσότερο πολιτικοί, από κοινωνικές ομάδες που επιθυμούν να δημιουργήσουν αυτόνομες κυψέλες ζωής μακριά από τις λογικές τού κέρδους.
Στην Ελλάδα, πέρα από τις περιορισμένες καταλήψεις στέγης τη δεκαετία τού ‘80, η πρακτική αυτή κινήθηκε κυρίως στη δημιουργία κοινωνικών κέντρων-στεκιών.

Οι καταλήψεις στέγης στην Ελλάδα δεν γνώρισαν την άνθιση που γνώρισαν σε άλλες δυτικές χώρες για πολύ συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι άπτονται των συνθηκών ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων και της μεγέθυνσης της μικροϊδιοκτησίας σπιτιών. Παρ’ όλα αυτά κατά καιρούς έχουν δημιουργηθεί καταλήψεις στέγης, οι ποίες γίνονται από μικρές ομάδες, όχι μόνο πολιτικοποιημένων ανθρώπων, αλλά και από ανθρώπους που έμειναν άστεγοι ή δεν έχουν τα χρήματα να νοικιάσουν ένα σπίτι όπως π.χ. μετανάστες.

Δεκαετία 1980 – Το inter-rail και το magic bus μάς φέρνουν καταλήψεις

Το inter-rail στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ήταν ο πιο διαδεδομένος τρόπος να ταξιδεύσει κάποιος νέος άνθρωπος στην Ευρώπη με τραίνο. Πλήρωνες ένα εισιτήριο το οποίο κόστιζε γύρω στις 30 χιλιάδες δραχμές και μπορούσες να ταξιδέψεις απεριόριστα σε όλες τις χώρες τής τότε Δυτική Ευρώπης (εκτός ανατολικού μπλοκ δηλαδή), όσες φορές ήθελες στη διάρκεια ενός μήνα. Άλλος ένας διαδεδομένος τρόπος ήταν το magic bus. Σε σχέση με το Inter-rail, το magic bus (το οποίο ήταν λεωφορείο) πήγαινε σε τρεις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές πόλεις, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ και το Βερολίνο (όπως λέει και το γνωστό τραγούδι από τις «Τρύπες»). Σε αυτές τις τρεις πόλεις ήταν ανεπτυγμένο και το μεγαλύτερο κίνημα των καταλήψεων κτιρίων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Πολλοί/ες Έλληνες/ίδες νεολαίοι/ες, τα «φρικιά», οι «χίππηδες», οι «πάνκηδες» της εποχής μέσω αυτών των φτηνών σχετικά μέσων μεταφοράς αρχίζουν και ταξιδεύουν στις ευρωπαϊκές πόλεις του Βορρά με κυριότερο προορισμό τις τρεις προαναφερθείσες πόλεις. Γνωρίζουν τις καταλήψεις, τους ανθρώπους που τις έχουν δώσει ζωή, βλέπουν έναν νέο τρόπο κοινοτικής διαβίωσης και ένα μέσο πολιτικής στέγασης ιδεών και ανθρώπων. Η πρώτη κατάληψη με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αργεί. Το 1981, λίγες μέρες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, γίνεται η πρώτη κατάληψη κτιρίου στην Ελλάδα με σκοπό να γίνει κατάληψη στέγης και κοινωνικό κέντρο. Φυσικά δεν είναι τυχαία η επιλογή της περιοχής, μιας και πρόκειται για τα Εξάρχεια και τη κατάληψη της Βαλτετσίου, όπως θα γίνει γνωστή από την αντίστοιχη οδό που βρίσκεται το κτίριο. Η κατάληψη της Βαλτετσίου αποτέλεσε επίκεντρο πολλών αντικρατικών δραστηριοτήτων. Στις 17 Νοέμβρη ‘81 κυκλοφόρησε από τους καταληψίες προκήρυξη η οποία ανέφερε:«Αρνούμαστε τον κόσμο της μισθωτής σκλαβιάς και της κουλτούρας, που έχει ως αποτέλεσμα τον ευνουχισμό των επιθυμιών μας και τη διαιώνιση της μιζέριας και της μοναξιάς. Είμαστε αποφασισμένοι να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας… Όσον αφορά την κατηγορία για τη διατάραξη της κοινής ησυχίας έχουμε να δηλώσουμε ότι είμαστε αποφασισμένοι να διαταράξουμε τον αλλοτριωτικό εφησυχασμό νεκροταφείου που καθημερινά προσπαθούν να επιβάλουν στην κοινωνία. Τέλος, όσο για την αναζήτηση ηθικών αυτουργών και κάποιων δήθεν υπευθύνων για τις καταλήψεις, η αναζήτηση αυτή δεν αποτελεί παρά ένα ευτελές και ύπουλο τέχνασμα του κράτους για να εθελοτυφλεί μπροστά στη ρητή, δική μας προσπάθεια να ζήσουμε αυτοοργανωμένα χωρίς το διαχωρισμό που επιβάλλει και αναπαράγει σε αυτήν την κοινωνία ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές, σε αρχηγούς και πρόβατα»... Η κατάληψη της Βαλτετσίου από την αρχή «φωτογραφίζεται» από το κράτος και τα Μ.Μ.Ε. της εποχής ως «χώρος ανομίας και χρήσης ναρκωτικών ουσιών», και αν αυτό σας θυμίζει το σήμερα μην απορείτε, ανέκαθεν η διαλεκτική του κράτους ήταν φτωχή σε επιχειρήματα και πλούσια σε συκοφαντίες. Με αφορμή αυτές τις συκοφαντίες κυκλοφορεί μία από τις πρώτες και τις πιο γνωστές αφίσες του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, η οποία με μεγάλα γράμματα φωνάζει: «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη». Η κατάληψη της Βαλτετσίου (από την οποία πέρασαν μεταξύ των άλλων ο Νικόλας Άσιμος και η Κατερίνα Γώγου) καταστέλλεται μετά από λίγους μήνες με επέμβαση των μπάτσων, οι καταληψίες ξυλοκοπούνται και συλλαμβάνονται. Ανάμεσά τους και αρκετού σύντροφοι οι οποίοι τα κατοπινά χρόνια έλαβαν και το κρατικό παρατσούκλι «συνήθεις ύποπτοι» για τρομοκρατία. Ένας από αυτούς, ο Θόδωρος Πισιμίσης, καταδικασμένος σε πολλούς μήνες φυλακή για την κατάληψη της Βαλτετσίου, δηλώνει στο δικαστήριο: «δεν είμαι περαστικός. Είμαι αναρχικός».

Η ιστορική αφίσα από τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη». Κυκλοφόρησε δύο μέρες μετά την καταστολή του κινήματος των καταλήψεων και κολλήθηκε σε όλη την Ελλάδα

Τα ερειπωμένα κτίρια που ξαναζούν

Την ίδια χρονιά, γίνεται άλλη μία κατάληψη στην Αθήνα στο Νέο Ηράκλειο από νεολαίους που συχνάζουν στην πλατεία της περιοχής, η «Βίλα Στέλλα». Ένας από αυτούς θυμάται: «Τον χειμώνα δεν μπορούσαμε να αράζουμε στην πλατεία. Στις καφετέριες επίσης δεν πηγαίναμε γιατί δεν ήμασταν γενιά της κατανάλωσης στη διασκέδαση, αλλά και γιατί για να κάτσουμε τις ώρες που θέλαμε εμείς έπρεπε να παραγγείλουμε τουλάχιστον 2-3 πράγματα και λεφτά δεν έπαιζαν. Είχαμε ανάγκη από ένα στέκι, να υπάρχουμε κάπου. Την πρώτη μέρα της κατάληψης ήρθε κι ο Άσιμος τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Μερικές μέρες μετά ήρθε ο Δήμος και γκρέμισε το πάτωμα της Βίλας για να μας διώξουν. Η απάντησή μας; Νέα κατάληψη στην Καθολική Σχολή δίπλα από το 1ο Λύκειο. Εκεί ήρθε ο Σαββόπουλος να μας επισκεφτεί και του λέει κάποιος από την παρέα «μας έδωσες πολλά, τώρα δεν έχεις τίποτα να μας πεις, σήκω και φύγε». Διαλύθηκε κι αυτή η κατάληψη μετά από μερικές ημέρες από τα ΜΑΤ, και με ένα καλό κούρεμα στα μαλλιά που το έφαγαν τα 7-8 άτομα που ήταν εκείνη τη στιγμή μέσα και συνελήφθησαν».

Δεν αργούν να γίνουν καταλήψεις και σε πόλεις εκτός Αθήνας όπως η Θεσσαλονίκη, ενώ τα «πρωτεία» στην επαρχία τα παίρνει η πόλη που ζούμε, το Ηράκλειο Κρήτης. Το 1982, άνθρωποι που κινούνται στον αναρχικό χώρο καταλαμβάνουν το εγκαταλελειμμένο πρώην νοσοκομείο «Πανάνειο». Η κατάληψη του «Πανάνειου» αποτελεί το πρώτο θέμα στις τοπικές εφημερίδες που δεν υστερούν σε χαρακτηρισμούς για τους καταληψίες (πρεζάκηδες, μαλλίαδες, αναρχικοί τρομοκράτες). Αποτέλεσμα η καταστολή και η σύλληψη αρκετών καταληψιών, τέσσερις από τους οποίους καταδικάζονται σε πολύμηνη φυλάκιση για την αναγραφή αναρχικών συνθημάτων σε τοίχους της πόλης, και την κατάληψη του ερειπωμένου πρώην νοσοκομείου που παραμένει ερειπωμένο και μισογκρεμισμένο μέχρι σήμερα. Η επόμενη κατάληψη κτιρίου θα γίνει το 1985 πάλι στα Εξάρχεια σε ένα κτίριο στη Χαρίλαου Τρικούπη, η οποία θα εκκενωθεί και αυτή μερικούς μήνες μετά.

Οι καταλήψεις ήρθαν για να μείνουν

Το 1988 γίνεται η κατάληψη του κτιρίου στον αριθμό 37 της οδού Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη, η οποία είναι η μακροβιότερη κατάληψη στην Ελλάδα, και την οποία πρόσφατα το κράτος επιχείρησε να εκκενώσει «τρώγοντας τα μούτρα του». Ακολουθεί λίγο αργότερα η κατάληψη «Πάτμου και Καραβία» στα Πατήσια. Πρόκειται για ένα κτήμα τριών στρεμμάτων µε κτίσμα των αρχών του 20ού αιώνα, ιδιοκτησίας του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ). Για την επίλυση του σοβαρότατου στεγαστικού προβλήματος των σχολείων της περιοχής, ο ΟΣΚ αποφάσισε, το 1988, να οικοδομήσει σχολικό συγκρότημα στο κτήμα. Υπολόγισαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί ήταν οι κάτοικοι της περιοχής, πολλοί µε παιδιά σχολικής ηλικίας, που εναντιώθηκαν. Το γιατί είναι προφανές για όποιον έχει περάσει έστω και µια φορά από τα Πατήσια. Το κτήμα, παρ’ όλο που δεν ήταν προσβάσιμο στη γειτονιά και παρ’ όλη την εγκατάλειψή του, αποτελούσε ανάσα για τους κατοίκους, οι οποίοι και είχαν υποδείξει διπλανό, επίσης εγκαταλελειμμένο χώρο, για την ανέγερση σχολείου. Οι υποδείξεις δεν έπιασαν τόπο, ο εργολάβος είχε εγκατασταθεί στον χώρο, οι μπουλντόζες είχαν παραταχθεί, τότε οι κάτοικοι ζήτησαν τη συνδρομή των πιο πολιτικοποιημένων ανθρώπων της περιοχής, του «Κέντρου Εναλλακτικών Κινήσεων Πατησίων», και προχώρησαν σε κατάληψη.

Οι συνελεύσεις που πραγματοποιήθηκαν έθεσαν δύο ίσης βαρύτητας στόχους: να αποτραπεί η ανέγερση σχολικού συγκροτήματος στο κτήμα, και άρα η τσιμεντοποίησή του, και να λειτουργήσει ο χώρος ως πολιτιστικό πάρκο από και για τη γειτονιά. Οι Πατησιώτες πέτυχαν και τα δυο. Μέσα από πολύχρονους νομικούς αγώνες κατάφεραν να χαρακτηριστεί διατηρητέο, να ανεγερθεί σχολικό συγκρότημα στο διπλανό οικόπεδο και να λειτουργήσει ο χώρος ως χώρος συνάντησης της γειτονιάς και όχι µόνο. Όλα αυτά χρόνια το κτήμα «Πάτµου και Καραβία» συντηρείται από τους ίδιους τους κατοίκους, και σε αυτό πραγματοποιήθηκαν όλων των ειδών οι εκδηλώσεις (μουσικές, κινηματογραφικές προβολές, θεατρικές παραστάσεις, παιδικά δρώμενα, μαθήµατα ελληνικών σε μετανάστες, μαθήματα χορού, λαϊκή αγορά βιολογικών προϊόντων κι ό,τι άλλο βάζει ο νους).

Ιστορίες για αγρίους (με βαμμένα κόκκινα και όρθια μαλλιά)

Το 1989 γίνεται η κατάληψη κτιρίου ιδιοκτησίας του «ιδρύματος Ωνάση» στη λεωφόρο Αμαλίας, απέναντι από τις στήλες του ολυμπίου Διός και μερικές δεκάδες μέτρα από την Ελληνική Βουλή. Πρόκειται για την πρώτη κατάληψη στην Ελλάδα που γίνεται από punks. Η κατάληψη εκκενώνεται τρεις τέσσερις μήνες μετά, αλλά οι καταληψίες δεν το βάζουν κάτω. Μετακομίζουν λίγα χιλιόμετρα, προς τη πλατεία Βικτωρίας, όπου καταλαμβάνουν το νεοκλασικό κτίριο (και πρώην σχολείο) στη συμβολή των οδών Αχαρνών και Χέϋδεν. Κρατούν την ονομασία «Βίλα Αμαλίας» από την πρώτη κατάληψη στην ομώνυμη λεωφόρο, και έτσι έχουμε τη δεύτερη μακροβιότερη κατάληψη της χώρας, την οποία μπορεί να έμαθε το πανελλήνιο μετά από την εκκένωση της πρόσφατα, αλλά η «Βίλα» (όπως είναι το «χαϊδευτικό» της) αποτελεί την πιο γνωστή ελληνική κατάληψη παγκοσμίως, λόγω του πλήθους αυτοοργανωμένων και αντιεμπορευματικών συναυλιών με punk και hardcore συγκροτήματα από όλο τον πλανήτη, μέσα από την έμπρακτη λογική του D.I.Y. (do it yourself- κάνε το μόνος σου) την οποία η «Βίλα» πρώτη καθιέρωσε.

Εκτός της μουσικής και των συναυλιών, στη «Βίλα Αμαλίας» φιλοξενούνται η θεατρική ομάδα «Μπουφονάτα» (τις παραστάσεις της οποίας έχουμε απολαύσει και στο Ηράκλειο στο πλαίσιο πολιτιστικών εκδηλώσεων τόσο της Κατάληψης Ευαγγελισμού, όσο και της εφημερίδας που κρατάτε στα χέρια σας) και η τυπογραφική κολεκτίβα «Ρότα», η οποία έχει να επιδείξει πολλές και σημαντικές κινηματικές εκδόσεις βιβλίων, μπροσούρων και αφισών με δική της τυπογραφική μηχανή και ανάλογο χώρο που στεγάζεται σε μια πρώην αποθήκη στην αυλή της κατάληψης (η παρουσίαση των εγχειρημάτων της Βίλας σε ενεστώτα χρόνο γίνεται για τον λόγο ότι ο γράφων δεν θεωρεί παρελθόν την ύπαρξη της ίδιας της κατάληψης, γιατί είμαι σίγουρος -και δεν αποτελεί απλά ευχή- ότι αργά ή σύντομα η Βίλα θα ξαναβρεθεί στα χέρια των πραγματικών «ιδιοκτητών» της, που είναι το ανταγωνιστικό προς την πολιτική και οικονομική εξουσία κίνημα). Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 έχει διαμορφωθεί μια σκληροτράχηλη, μητροπολιτική προλεταριακή γενιά, που διεκδικεί την παρουσία της στο κέντρο της αναδυόμενης μητρόπολης μ’ έναν «άγριο» συγκρουσιακό τρόπο: ο βασικός της άξονας είναι η αντίσταση απέναντι στην κρατική καταστολή που είχε ξεκινήσει με την «επιχείρηση Αρετή» στα Εξάρχεια, αλλά ουσιαστικά απ’ όλη αυτή την αντιπαράθεση αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας νεολαίας (κάποιοι θα την ονομάσουν «άγρια») που δεν ενσωματώνεται στον σοσιαλδημοκρατικό χυλό, ο οποίος έχει αρχίσει να επιβάλλεται ποικιλοτρόπως. Αν κι έχει τη σημασία του το πολιτιστικό υπόβαθρο (κυρίως το μουσικό, με το Punk και το Hardoce), ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει για την Ελλάδα ο ουσιαστικά καινοτόμος χαρακτήρας αυτών των υποκειμενικοποιήσεων: η δεξιά τις κατατάσσει στην κλασσική «αλητεία» και ζητά την άμεση καταστολή τους προς υπεράσπιση της περιουσίας των νοικοκυραίων, η αριστερά τις εντάσσει χωρίς μεγάλο δισταγμό στους «προβοκάτορες», ενώ το ΠΑΣΟΚ κινείται ανάμεσα στην καταστολή και την ενσωμάτωση. Παράδειγμα η διοργάνωση από το υφυπουργείο νέας γενιάς του “Rock In Athens”, του πρώτου μεγάλου φεστιβάλ που έγινε στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1985, με καλεσμένα μεγάλα συγκροτήματα του Punk και του New wave όπως οι Clash, Stranglers, Cure, κ.λπ. στο οποίο ξέσπασαν μεγάλες συγκρούσεις επί δύο μέρες με την αστυνομία να τρέχει ασθμαίνουσα να «επιβάλει τη τάξη» σε εκατοντάδες punks, και την «άγρια νεολαία» που χτυπά με λύσσα (αλλά και συνείδηση) τις αστυνομικές δυνάμεις. Η μαζικότητα αυτού του ρεύματος δεν είναι μεγάλη, όμως ο δυναμικός χαρακτήρας του, και κυρίως η επιμονή του να δρα στο κέντρο της μητρόπολης, το καθιστούν σημαντικό παράγοντα εξελίξεων, ενώ η ουσιαστική εξαφάνιση της άκρας αριστεράς το αναδεικνύει και στον πιο ουσιαστικό εκφραστή του ανταγωνιστικού ριζοσπαστισμού πέραν της παραδοσιακής αριστεράς.

Καταστολή εσείς; Καταλήψεις εμείς

Η καταστολή απέναντι στον αναρχικό χώρο στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, αλλά και το διαφαινόμενο αδιέξοδο της σύγκρουσης για τη σύγκρουση, θα στρέψει ένα τμήμα του κόσμου στην ανάγκη ριζώματος στον χώρο με τη δημιουργία δομών αυτοοργάνωσης, κι έτσι την περίοδο 1988-1991 θα έχουμε ένα μικρό καταληψιακό κύμα: Κεραμεικού και Μυλλερού, Φυλής και Φερρών, Ακομινάτου, κ.ά.

Για τα επόμενα χρόνια οι καταλήψεις θα αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς των ρευμάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού, και η ταυτόχρονη εισβολή της αστυνομίας σε μερικές από αυτές παραμονές του εορτασμού του Πολυτεχνείου το 1994 με τη μορφή των προληπτικών συλλήψεων, θα τις ξαναφέρει στην επικαιρότητα. Το στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων, το πολύ ενδιαφέρον πείραμα της «κολλεκτίβας Λίλη», επίσης στα Πατήσια (με την αναζήτηση στην πράξη της λύσης στο πρόβλημα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας), και η κατάληψη της Φυλής και Φερρών στην οποία στεγάζεται πλέον η βιβλιοθήκη της «Λέσχης Κατασκόπων», όπως και πολλές άλλες κατά τη δεκαετία του 2000 οι οποίες λόγω περιορισμένου χώρου της εφημερίδας δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστούν («Παπουτσάδικο» στο Αιγάλεω, Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά που τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. βάφτισαν «Βίλα Κάλλας» κ.λπ. από τις οποίες ο γράφων ζήτα την κατανόησή τους για τη μη αναφορά τους στο παρόν κείμενο).

Εκτός της Αθήνας, κατειλημμένα κτίρια ξαναποκτούν ζωή και στη Θεσσαλονίκη, όπως η «Βίλα Βαρβάρα», πρώην σχολείο που καταλαμβάνεται το 1994. Στις 06/05/1998, 150 πάνοπλοι άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων της Αστυνομίας και υπάλληλοι του δήμου Θεσσαλονίκης την έζωσαν μεθοδικά, βάσει σχεδίου. Η κατάληψη εκείνη την ώρα φιλοξενούσε 13 νέους και έναν 80χρονο γείτονά τους, ο οποίος τον τελευταίο μήνα ζούσε μαζί τους, από τότε που κάηκε το σπίτι του, και συλλαμβάνονται όλοι. Τα επόμενα 24ωρα κάποιοι εργολάβοι άρχισαν να καταστρέφουν το κτίριο από κάτω προς τα πάνω, ενώ άγρυπνες διμοιρίες των ΕΚΑΜ παραφύλαγαν σ’ όλη την περιοχή. Οι κάτοικοι της περιοχής είχαν αναφέρει χαρακτηριστικά στα Μ.Μ.Ε.: «Οι νέοι που εκδιώχθηκαν από εκεί, διέσωσαν κατ’ αρχήν το εγκαταλελειμμένο κτίριο από τη φθορά και την κατάρρευση. Το συντήρησαν όσο καλύτερα μπορούσαν και με δικά τους έξοδα το κράτησαν ζωντανό, κατοικώντας μέσα σ’ αυτό για πολλά χρόνια, με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Πέρα όμως από την κάλυψη του κοινωνικού προβλήματος της στέγασης ορισμένων νέων, η Βίλα Βαρβάρα έγινε σταδιακά χώρος ενός εναλλακτικού τρόπου έκφρασης, που δεν σημαίνει ότι πρέπει να συντριβεί επειδή είναι απλώς διαφορετικός. Πολιτικές συζητήσεις, κινηματογραφικές ταινίες, μουσικά φεστιβάλ, εκθέσεις βιβλίων και κάθε είδους πολιτιστικές εκδηλώσεις μετέτρεψαν ένα άδειο κτίριο σε πολιτιστικό στέκι, λειτουργώντας έξω από τις παγιωμένες συνήθειες της ελεγχόμενης και συμβατικής παραγωγής πολιτισμού». Άλλες καταλήψεις στη Θεσσαλονίκη είναι η «Δέλτα» (που εκκενώθηκε τον Σεπτέμβρη του 2012), η Terra Incognita, η Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ, η κατάληψη Ορφανοτροφείου κ.ά.

Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα – Καταλήψεις στην Επαρχία

Το «μικρόβιο» των καταλήψεων δεν προσέβαλλε μόνο τα ανυπόταχτα μυαλά των νέων της Αθήνας. Στην αυγή της νέας χιλιετίας δεκάδες εγκαταλελειμμένα κτίρια ανοίγουν τα ερμητικά κλειστά παράθυρα και πόρτες τους, για να στεγάσουν τα όνειρα και τις επιθυμίες ενός κόσμου που δεν του αρκεί να ζει μια επιβαλλόμενη κανονικότητα από το κράτος, το καταναλωτικό life-style και τη χαζοχαρούμενη κενή ζωή που προωθούν τα τηλεοπτικά «πρωινάδικα» των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών. Γεννιούνται καταλήψεις στο Ηράκλειο (Κατάληψη Ευαγγελισμού, Αυτοδιαχειριζόμενη Εστία, και η κατάληψη του ΠΙΚΠΑ που εκκενώθηκε πριν τρία χρόνια), στα Χανιά (Rosa Nera), στην Πάτρα (Μαραγκοπούλειο, κατάληψη Παραρτήματος), στον Βόλο (κατάληψη Ματσάγγου), στα Γιάννινα, στο Αγρίνιο κ.λπ.

Κάθε τέλος αποτελεί και αρχή για κάτι νέο

Αν αξίζει να κρατήσουμε κάτι απ’ αυτή την ιστορία, αυτό είναι σίγουρα η πρόταση μιας άλλης άποψης για την καθημερινή ζωή στην πόλη, και η απόδειξη πως κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει και στην πραγματικότητα. Μαζεύονται κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν (και κυρίως θέλουν) να ζήσουν μαζί, καταλαμβάνουν ένα άδειο σπίτι και ξεκινούν την περιπέτειά τους. Πολλές είναι οι επιθέσεις της αστυνομίας σε κατειλημμένα σπίτια και εκατοντάδες οι κατά καιρούς συλλήψεις. Όμως, παρ’ όλα αυτά κάποιες καταλήψεις άντεξαν μέχρι τώρα στον πόλεμο, ενώ ξεκινούν και νέες, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό το πραγματικά αξιοθαύμαστο κοινωνικό φαινόμενο έχει ρίξει πια βαθιές ρίζες στην Ελλάδα, κι όσο κι αν λυσσάει και αφρίζει το κράτος, δεν θα μπορέσει να τις ξεριζώσει.

Όσοι, λοιπόν, θεωρούν απαράδεκτο το φαινόμενο να υπάρχουν άστεγοι, όσοι θεωρούν τις καταλήψεις σπιτιών από τους αστέγους παράδειγμα προς μίμηση, όσοι θέλουν να ζουν έναν τρόπο ζωής έξω από την καταναλωτική ψευδαίσθηση και τη διασκέδαση-πασαρέλα, όσοι συνειδητοποιούν το μίσος των φασιστών ενάντια στους καταληψίες, θα κάνουν πράγματι κάτι σημαντικό στη ζωή τους αν συμπαρασταθούν και σταθούν αλληλέγγυοι στις εκάστοτε καταλήψεις των πόλεων που ζουν. Γιατί η οικονομική επίθεση που δεχόμαστε και τα βίαια μέτρα που παίρνονται ενάντια στους εκμεταλλευόμενους δημιουργούν νέες δυνατότητες συνδέσεων και κυκλοφορίας πρακτικών αντίστασης. Αυτός είναι ένας από τους λόγους, που οι ήδη κατειλημμένοι χώροι μπαίνουν στο στόχαστρο της καταστολής επίσημα ως κομμάτι της «πάταξης της ανομίας». Αυτός, όμως, είναι και ένας από τους βασικότερους λόγους, για τον οποίο θα υπερασπιστούμε τις καταλήψεις, ως ένα ακόμα ανάχωμα στην υποτίμηση της ζωής μας, και ένα μπλοκάρισμα στη συνολική αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων που επιχειρείται.

Για τη συγγραφή του άρθρου χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από το κείμενο του σ. Παναγιώτη Καλαμαρά «καταλήψεις στέγης και κοινωνικά κέντρα» (εισήγηση στα πλαίσια ημερίδας για την παρουσίαση της ελληνικής συμμετοχής στην 9η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία Γενάρης 2005). Και αποσπάσματα από δημοσιεύσεις στο «Αναρχικό δελτίο» (Νοέμβρης 2005), στην εφημερίδα «Εστία Ανομίας» (Θεσ/νίκη, Γενάρης 2013, έκδοση της κατάληψης Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ και αλληλέγγυων) και στο Athens.indymedia.org

Ευάγριος Αληθινός