Κεντρική πλατφόρμα Ομόνοιας, ώρα 12.46 μμ: Τη σκάλα κατεβαίνει ένας παππούς τουλάχιστον 80 χρονών, που στηρίζεται με το δεξί χέρι σε μια γκλίτσα καινούργια και γυαλιστερή. Με το αριστερό κρατά ένα δέμα με γκλίτσες εξίσου γυαλιστερές σε διάφορα μήκη. Λευκό στρογγυλό πάνινο καπέλο, παντελόνι υφασμάτινο ανοιχτόχρωμο κι ένα μπλουζάκι μάλλον λευκό. Γαλάζια μάτια και ξασπρισμένο δέρμα, με μια μεγάλη πανάδα στο αριστερό μάγουλο, φυσική φθορά.
Ο συρμός προς Κηφισιά έρχεται. Επιβιβαζόμαστε στο ίδιο βαγόνι, μαζί με μερικούς ακόμη επιβάτες. Τον αφήνω να περάσει μπροστά μου και κάθεται στο βάθος του βαγονιού. Στέκομαι κατά τη συνήθειά μου όρθιος δίπλα στην πόρτα, έχοντας πλάτη στον παππού και βγάζω το κινητό για να ελέγξω τις εξελίξεις στην ψηφιακή μου ζωή την τελευταία ώρα. Απορροφημένος από την εμμονική διαδικασία, χάνω την έναρξη της συζήτησης και μου τραβά την προσοχή μόνο μια γυναικεία φωνή πίσω μου, καθισμένη κι αυτή, που λέει: «Εσύ, παππού, δηλαδή, τι κόμμα λες να ψηφίσουμε;».
Ο παππούς κάπως τα μασάει, προσπαθεί να αποφύγει την τοποθέτηση, αλλά υποχωρεί τελικά στην επιμονή της σχεδόν πενηντάρας συνομιλήτριάς του λέγοντας «Δεξιά βέβαια πρέπει να ψηφίσουμε». Η πενηντάρα εξανίσταται: «Αμ βέβαια, τέτοιος ήσουν, σε κατάλαβα απ’ την αρχή, και κάθεσαι και μιλάς, ενώ εμένα ο πατέρας μου είχε πάει και φυλακή, που εσύ δεν τόλμησες. ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ψηφίσουμε». Έχει φτάσει στον προορισμό της, όμως, σηκώνεται ορμητικά κι έρχεται προς την πόρτα. Για μια στιγμή στέκεται μπροστά μου περιμένοντας ν’ ανοίξει και της πετάω «Πρέπει να τον κλειδώσουμε αυτόν σπίτι του. Αν και βέβαια είναι πολλοί αυτοί που πρέπει να κλειδώσουμε σπίτια τους τη μέρα των εκλογών». «Τι να τον κάνω που θα μπορούσε να είναι πατέρας μου», μου λέει, γελάει κάπως πικρά και βγαίνει.
Ο παππούς έχει σηκωθεί τώρα όρθιος, έχει ακουμπήσει το δέμα με τις γκλίτσες και στέκεται δίπλα μου. Τον πνίγει το δίκιο, είναι προφανές. Χτυπώντας τη γκλίτσα στο δάπεδο μιλάει πια σε όλο το βαγόνι, που χασκογελά κυρίως: «Δεν το έχετε καταλάβει, στην Ελλάδα μόνο η δεξιά μπορεί να κάνει Κράτος. Τι θέλετε τώρα, να ψηφίσετε πάλι αριστερά να το διαλύσουν οι απέξω; Αυτά έκανε η αριστερά και παλιά και είδατε τι έγινε».
Το βαγόνι γελάει, ενώ μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, μαυροντυμένη, τα γκρίζα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά στο κεφάλι σε κότσο, με ασημένιο σταυρό στο λαιμό και ένα μενταγιόν με το όνομα «Θανάσης» γραμμένο σε σύρμα σηκώνεται φουριόζα απ’ το κάθισμά της για να επιτεθεί κι εκείνη στον παππού: «Τι βλάκας που είσαι, θα πας να ψηφίσεις αυτούς που σ’ έκαναν να πεινάς, αλλά καλά να πάθεις».
Ο παππούς στέκεται ακόμη δίπλα μου κι αρχίζει να φωνάζει μάλλον ακατάληπτα στη μαυροντυμένη που ανεβάζει στροφές. Προσπαθώ να τον καλμάρω:
-Τις γκλίτσες συλλογή τις κάνεις ή τις πουλάς;
-Τι;
-Τις γκλίτσες συλλογή τις κάνεις ή τις πουλάς;
-Τις πουλάω.
«Χα!», κάνει η μαυροντυμένη σχεδόν μέσα στο αφτί του παππού. Συνεχίζω:
-Και λες να ψηφίσουμε δεξιά;
-Αφού μόνο με τη δεξιά θ’ αφήσουν οι απέξω να κάνουμε Κράτος.
-Και ποιο κόμμα λες να ψηφίσουμε;
-Όποιο θέλεις, να είναι δεξιό. Άκου με που σου λέω, είμαι γέρος και ξέρω. Εσείς δεν καταλαβαίνετε και θέλετε την αριστερά και θα τα διαλύσει όλα.
-Δηλαδή ο Σαμαράς τα έκανε όλα καλά και δε διέλυσε τίποτα;
-Ε, δεν τα έκανε σαν αυτόν τώρα.
-Εντάξει, δίκιο έχεις, μόνο με τη δεξιά θα μας αφήσουν. Αλλά ποιο κόμμα να ψηφίσω;
-Όποιο θέλεις, να είναι δεξιό.
-Ναι, αλλά ποιο; Τον Μεϊμαράκη πρέπει να ψηφίσουμε;
-Όποιο θέλεις, να είναι δεξιό.
-Να ψηφίσω Καμμένο, που πήγε με το ΣΥΡΙΖΑ;
-Όχι Καμμένο!
-Τότε τι να ψηφίσω, δε μείνανε και πολλά ή Μεϊμαράκη μου λες να ψηφίσω ή Χρυσή Αυγή.
Δεν απαντά συγκεκριμένα. Η μαυροντυμένη εξηντάρα συνεχίζει το μονότερμα: «Μα εσύ θα πας και θα ψηφίσεις αυτούς που σε έκαναν να πεινάς!». Ένας κάπως γλοιώδης καλοντυμένος τύπος με την «Καθημερινή» διπλωμένη κάτω απ’ τη μασχάλη τη ρωτάει, ενώ ταυτόχρονα σηκώνει το κινητό του για να την τραβήξει βίντεο: «Δηλαδή με το ΣΥΡΙΖΑ φάγαμε ψωμί;». «Ναι, με τον Τσίπρα φάγαμε λίγο ψωμάκι και πάλι Τσίπρα πρέπει να ψηφίσουμε» και συνεχίζει με μάλλον παραληρηματικό τρόπο – τα ίδια θα έλεγε μάλλον κάποτε και για τον Παπανδρέου. Ρωτάει και τον παππού: «Από πού είσαι;». «Από την Καρδίτσα».
Διασχίζω τα λίγα μέτρα που με χωρίζουν απ’ τον γλοιώδη, κατεβάζω με το χέρι μου το κινητό του και του λέω:
-Σταμάτα να τραβάς βίντεο.
-Γιατί; Τι σε νοιάζει εσένα;
-Είμαι κι εγώ μέσα και δε θέλω να με τραβάς.
-Δεν είσαι μέσα.
-Είμαι. Τι θέλεις να τραβήξεις; Βλέπεις κανένα θέαμα;
-Ναι, θέαμα είναι.
-Κλείσ’ το.
-Τι θέλεις εσύ ο νεαρούλης; Λες να θέλω να τραβήξω εσένα; Γιατί; Μήπως γιατί είσαι ομορφούλης;
-Κλείσ’ το και τελείωνε. Δεν τους σέβεσαι.
Νιώθω μ’ έκπληξη το χέρι της εξηντάρας να τραβάει το χέρι μου μακριά απ’ τον γλοιώδη. Μένουμε μύτη με μύτη.
Σε λίγα λεπτά συμπυκνωμένο όλο το νεοελληνικό πρόβλημα: γνήσια εθελοδουλία, ναΐφ πατριωτισμός, νόθα αστικοποίηση, λαϊκή δρομίσια αντιπαράθεση χωρίς θεμελιωμένα επιχειρήματα, τάσεις εξιδανίκευσης και ο πανταχού παρών μεσαίος και πάνω θεατής, έτοιμος να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες, να τρίβει τα χέρια του για τη σύγχυση. Να κατέβει κανείς απ’ το τρένο, να μείνει ως το τέρμα; Ή μήπως να στρώσεις τις δικές σου ράγες και να μάθεις να οδηγείς;
«Επόμενη στάση: Περισσός». Η πόρτα ανοίγει. Βγαίνω έξω. Η ανάσα μου κόβεται από τη ζέστη.
π.