Τον περασμένο Σεπτέμβρη, μαθαίνουμε από τον φρεσκοδιορισμένο υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκη Βορίδη, σε κοινές δηλώσεις με τον πρόεδρο του ΙΓΕ (ινστιτούτο γεωπονικών επιστημών), πως έχουν καινούργια σχέδια «αναβάθμισης» του δάσους. Οι «αναβαθμίσεις» αυτές έχουν να κάνουν με τη μετατροπή του Συγγρού σε πεδίο εμπορικής εκμετάλλευσης, με συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, κινούμενες, όπως δήλωσαν, στην λογική του “Park Management”, εξισώνοντας έτσι το δάσος με άλλα άλση, στα οποία ήδη υπάρχει εμπορική δραστηριότητα, όπως το άλσος Κηφισιάς, το πάρκο Τρίτση, το πεδίο του Άρεως και ο Εθνικός κήπο. Στις δηλώσεις του Βορίδη έρχεται να προστεθεί και η επίσκεψη του Κωστή Χατζηδάκη στις 12 Ιουνίου, μαζί με τον δήμαρχο Αμαρουσίου Θ. Αμπατζόγλου και τον πρόεδρο του ΙΓΕ, που μέσα από το δάσος προανάγγειλαν την «ανάπλαση» του.
Η ιδέα όμως της εμπορικής εκμετάλλευσης ενός τόσο μεγάλου και σημαντικού για την Αθήνα ελεύθερου χώρου πρασίνου, δεν ήταν επιφοίτηση του Βορίδη και του Χατζηδάκη. Τη σκυτάλη την πήρε από τον ΣΥΡΙΖΑ, που το 2017 επιχείρησε να εκμεταλλευτεί το Συγγρού, θέλοντας να το εντάξει μέσω της περιφέρειας Αττικής στα τουριστικά του πλάνα, κάτω από τον ευφάνταστο τίτλο “Discover North Athens”. Αντίστοιχες προσπάθειες είχαν γίνει στο παρελθόν από κυβερνήσεις όλων των χρωμάτων. Το 2013 επί κυβέρνηση Σαμαρά, επιχειρήθηκε η αλλαγή του νόμιμου διαχειριστή του δάσους, σε μία προσπάθεια δημιουργίας πιο γόνιμου εδάφους για εμπορική εκμετάλλευση. Το 2010 με κυβέρνηση Παπανδρέου, το δάσος παραχωρήθηκε για να χρησιμοποιηθεί από πολυεθνική αθλητικών ειδών, για τη διοργάνωση αγώνων δρόμου. Όπως αντίστοιχα, το 2003, επί πρωθυπουργίας Σημίτη και δημαρχίας Τζανίκου στο Μαρούσι, επιχειρήθηκε «ανάπτυξη» στο δάσος, με τον αποχαρακτηρισμό 271 δασικών στρεμμάτων επί της Κηφισίας. Η συγκεκριμένη κίνηση, που είχε ως σκοπό την τουριστική εκμετάλλευση του δάσους (στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων), σταμάτησε πάνω στις μαζικές αντιδράσεις των κατοίκων της περιοχής.
Στο ίδιο ψηφιδωτό, μαζί με τις εκάστοτε δημοτικές αρχές και κυβερνήσεις, έρχεται να προστεθεί και το διοικητικό συμβούλιο του ΙΓΕ, ως υπεύθυνο για τη διαχείριση του δάσους. Άλλος ένας φορέας, δηλαδή, που προσπαθεί να προωθήσει την ιδιωτική παρέμβαση. Σε πλήρη αντιδιαστολή με τις δηλώσεις των μελών του, που διαβεβαίωναν την προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα του δάσους, τον περασμένο Νοέμβριο, προκηρύσσει διαγωνισμό εκμίσθωσης του μέχρι τότε κοινόχρηστου πάρκινγκ. Παρόλο που η εν λόγω εξόφθαλμη προσπάθεια εμπλοκής ιδιωτών δεν έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής, τον τελευταίο καιρό, η είσοδος του πάρκινγκ μένει κλειστή, προετοιμάζοντας το κοινό για το επερχόμενο μοντέλο λειτουργίας ενός «εκσυγχρονισμένου» δάσους. Αντίστοιχη κίνηση «αναβάθμισης» αποτελεί και η τοποθέτηση νέου φράχτη σε μεγάλο, και σε πολλές περιπτώσεις, ήδη περιφραγμένο κομμάτι του. Κίνηση η οποία συνάντησε την έντονη αντίδραση των ανθρώπων που πλαισιώνουν τον αγώνα για το δάσος, αλλά και της ευρύτερης γειτονιάς, με κορύφωση την αυθόρμητη αφαίρεση της πρώτης εγκατάστασης. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως προκαλεί η επιλογή του ΙΓΕ και των τοπικών μέσων να αλλάξουν τα δεδομένα και να αποκρύψουν την παραπάνω δράση, ανακοινώνοντας πως ο φράχτης αφαιρέθηκε από αρμόδιο συνεργείο, κατόπιν εντολής, με σκοπό να τοποθετηθεί σε άλλο σημείο. Η παραπάνω δήλωση ωστόσο, εμπεριείχε και μια δόση αλήθειας, καθώς μέσα στον Αύγουστο οι διαδικασίες επισπεύσθηκαν και η περίφραξη επεκτάθηκε -και συνεχίζει να επεκτείνεται- σε ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι του δάσους. Όλες αυτές οι κινήσεις δεν έχουν μείνει αναπάντητες. Οι τοπικές συλλογικότητες, οι κάτοικοι της περιοχής και οι επισκέπτες έχουν υψώσει τη φωνή τους ενάντια σε οποιαδήποτε παρέμβαση μέσα στο δάσος, καθώς και στις προσπάθειες περιορισμού της πρόσβασης σε αυτό. Από τον Μάιο του 2020 έχουν πραγματοποιηθεί ενημερωτικά μοιράσματα, βαψιματικές, έχουν κρεμαστεί δεκάδες πανό, έχουν γίνει συγκεντρώσεις-παρεμβάσεις στο δάσος αλλά και στο κέντρο του Αμαρουσίου, ενώ από τον Σεπτέμβρη και μετά γίνονται τακτικά ανοιχτές συνελεύσεις στο δάσος με σκοπό την υπεράσπισή του.
Στα πλαίσια της εμπορευματοποίησης των πράσινων χώρων έρχεται να προστεθεί και η παράδοση της διαχείρισης του Εθνικού κήπου και του λόφου Φιλοπάππου σε ανώνυμη ιδιωτική εταιρεία, με αποκλειστικό μέτοχο τον Δήμο Αθηναίων. Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις από κυβερνητικής πλευράς για τη φύση της κίνησης αυτής, ότι δηλαδή στοχεύει στην καλύτερη συντήρηση και ανάπλασή τους, αδυνατούμε να πιστέψουμε τις αγαθές προθέσεις του κράτους. Η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση και εκμετάλλευσή τους παραμένει το πολύ κάποια νομοσχέδια ή τροποποιήσεις μακριά. Εξάλλου, η μέχρι τώρα στάση της κυβέρνησης μόνο επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Από την πρώτη στιγμή έδειξε πόσο διατεθειμένη είναι να φέρει την πολυπόθητη ανάπτυξη με κάθε κόστος, ώστε επιτέλους να μπορούμε να λέμε περήφανα στα ευρωπαϊκά συνέδρια, αλλά κυρίως στους ξένους επενδυτές, πως πλέον συμβαδίζουμε με τα ευρωπαϊκά πρότυπα σε όλα τα επίπεδα.
Μέσα όμως σε όλο αυτό το παιχνίδι επενδύσεων που παίζεται ανάμεσα στους δήμους, την περιφέρεια και τους εκάστοτε ιδιώτες, φαίνεται να παραβλέπεται το πόσο σημαντική και καθοριστική είναι η ύπαρξη και η πρόσβαση στους δημόσιους χώρους για καθεμία και καθένα ξεχωριστά. Οι δημόσιοι χώροι είναι εξ ορισμού χώροι στους οποίους όλοι και όλες έχουν ελεύθερη πρόσβαση. Είναι οι χώροι όπου συναντιόμαστε, αθλούμαστε, ξεκουραζόμαστε, πολιτικοποιούμαστε, όπου ερχόμαστε σε επαφή με το φυσικό στοιχείο, που εκλείπει σε πόλεις όπως η Αθήνα. Η κοινωνικοποίηση και οι δραστηριότητες, όμως, που είναι απαραίτητες για την καθεμιά μας και θα μπορούσαν να συμβαίνουν ανενόχλητες σε χώρους όπως το δάσος Συγγρού, φαίνεται να μην ικανοποιούν τις δημοτικές αρχές και τις εκάστοτε κυβερνήσεις, που ξέρουν να ερμηνεύουν την καθημερινότητά μας με όρους κέρδους. Γι’ αυτούς τα δάση, τα πάρκα, τα άλση, οι λόφοι και οι πλατείες αποτελούν ένα ανοιχτό πεδίο για επενδύσεις, συνεργασίες με ιδιωτικούς φορείς, αλλά και για την εξυπηρέτηση των εκάστοτε πολιτικών τους συμφερόντων. Με την τοποθέτηση χρήσεων με κέντρο την κατανάλωση (μπαρ, αναψυκτήρια, κλειστά γήπεδα, εκθέσεις με είσοδο κ.λπ.) ή τον τουρισμό σε δημόσιους χώρους, δεν απειλείται μόνο η ακεραιότητα μίας δασικής έκτασης-πνεύμονα της Αθήνας. Η ύπαρξη ακόμα και μίας χρήσης ιδιωτικού χαρακτήρα εντός ενός δάσους, αλλοιώνει την υπόστασή του μια για πάντα και δημιουργεί προηγούμενο, που στην ουσία κάνει στο μέλλον πιο εύκολα αποδεκτή την αύξηση των ιδιωτικών και εμπορευματικών χρήσεων στο εσωτερικό του. Με αυτόν τον τρόπο, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο η περιθωριοποίηση και ο εκτοπισμός των ατόμων που επιθυμούν και επιμένουν να χρησιμοποιούν το δημόσιο πεδίο ελεύθερα. Είτε αυτό συμβαίνει λόγω υποχρεωτικού οικονομικού αντιτίμου για την είσοδο στο δάσος, είτε γιατί δεν υπάρχει πρακτικά χώρος πέρα από τα τραπεζοκαθίσματα. Κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής καραντίνας, μας έγινε ξεκάθαρο το πόσο τα πάρκα, τα δάση και οι δημόσιοι χώροι γενικότερα, υπήρξαν απαραίτητοι για την επιβίωσή μας. Το κλείσιμο των εστιατορίων, των μπαρ, των γυμναστηρίων κ.λπ., αλλά και ο εγκλεισμός στο σπίτι, έστρεψαν ακόμα περισσότερο κόσμο προς τα έξω, υπενθυμίζοντάς μας πως η οικειοποίηση του δημόσιου χώρου μπορεί να γίνει με πολλούς και πολύ διαφορετικούς τρόπους, σύμφωνα με τις συνήθειες και τον χαρακτήρα του καθενός και της καθεμιάς. Η οικειοποίηση αυτή σε αντιδιαστολή με την επανατοποθέτηση και την επέκταση των τραπεζιών στις πλατείες, φαίνεται να ήταν αρκετή για να επιφέρει την καταστολή και την αστυνομική επέμβαση, ακυρώνοντας στην πραγματικότητα την ίδια την ουσία του δημόσιου πεδίου. Εμείς, έχοντας αγωνιστεί, μιλήσει, χορέψει, γυμναστεί, αράξει και γνωριστεί στους ανοιχτούς δημόσιους χώρους της πόλης μας, αντιλαμβανόμαστε πως μία αντιεμπορευματική κουλτούρα μπορεί να οδηγήσει σε ειλικρινείς και παραγωγικές σχέσεις, στη γνωριμία άλλων ταυτοτήτων, εθνικοτήτων, με διαφορετικές συνήθειες, που μένουν, κινούνται και εργάζονται στην ίδια πόλη με εμάς. Γι’ αυτό και οι χώροι αυτοί θα παραμείνουν ανοιχτοί για όλες και όλους, μακριά από διακρίσεις και γεμάτοι με νέες προοπτικές.
Αναρχική Συλλογικότητα Amargi
Ελευθεριακή Συλλογικότητα Διαπασών
Κατάληψη Έπαυλης Κουβέλου