Μικέλης Άβλιχος (1844-1917) Ο Κεφαλλονίτης αναρχικός ποιητής

Ωραία τα λες, μας συγκινεί βαθιά η ομιλία σου,
αλλά μας βάζει εις πειρασμό η στρογγυλή κοιλία σου.

Εις προγάστορα ιεροκήρυκα

Ο Μικέλης (Μιχαήλ) Άβλιχος ήταν σατιρικός ποιητής. Γεννήθηκε από εύπορους γονείς στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς το 1844, και σπούδασε στο εκεί Πετρίτσειο Γυμνάσιο και μετά στην Ελβετία στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Από την παιδική του ηλικία βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου δέχτηκε την επίδραση του ποιητή Ανδρέα Λασκαράτου, και αργότερα στην εφηβική του ηλικία των αναρχικών Πατρινών ριζοσπαστών, όπως ο Ανδρέας Μομφεράτος. Ενθουσιάζεται με τον αγώνα τους και συνδέεται φιλικά μαζί τους. Στη Bέρνη κατά τη διάρκεια των σπουδών του έρχεται ακόμη πιο κοντά με τις αναρχικές ιδέες, γνωρίζει προσωπικά τον Mιχαήλ Mπακούνιν και γίνεται φίλος του, ενώ γίνεται και μέλος της A’ Διεθνούς. Κατά μία (ανεξακρίβωτη) πληροφορία, συμμετείχε στα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας.

Μετά το τέλος των σπουδών του έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι, τη Ζυρίχη και τη Βενετία. Το 1872 επέστρεψε για λίγο στην Κεφαλλονιά, με αρκετές γνώσεις και διάθεση για επαναστατική δράση. Τότε γνωρίσθηκε και συνεργάσθηκε για ένα διάστημα με τον Παναγιώτη Πανά και τον Aριστοτέλη Bαλαωρίτη, που και αυτός είχε επηρεασθεί αρχικά από τις αναρχικές ιδέες, αλλά τις «ξέχασε» κατόπιν ,όταν εξελέγη βουλευτής Επτανήσων.

Ξαναφεύγει για την Ευρώπη, και το 1877, σε ηλικία 34 χρονών, επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα. Αρχικά για λόγους υγείας μένει ένα διάστημα στην Κέρκυρα, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα πια στο Ληξούρι.

Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, συνέχισε και συμπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτη του Λασκαράτου, εστιάζοντας τη λεπτή ειρωνεία του στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας, της θρησκοληψίας, της πλουτοκρατίας και του πολέμου.

Η πολιτική και κοινωνιολογική εγκυκλοπαίδεια του Ανεξάρτητου (Αθήνα 1934) στη σελίδα 18 γράφει για τον ποιητή:

«Σατιρικός ποιητής γεννηθείς εν Ληξούρι Κεφαλληνία το 1844. Εσπούδασεν εν Βέρνη, όπου συνεδέθη μετά του ιδρυτού του νεωτέρου αναρχισμού Μπακούνιν, όστις είχε τότε μεγάλην επιρροήν μεταξύ των φοιτητικών κύκλων της Βέρνης. Αι αναρχικαί και επαναστατικαί ιδέαι του Μπακούνιν επέδρασαν μεγαλώς επί του Αβλίχου, του οποίου η ποίησης φέρει έκδηλον την επίδρασιν αυτήν. Είναι αντάξιος συνεχιστής του συμπατριώτου του Ανδρέα Λασκαράτου. Εις τα ποιήματα του εκαυτηρίασε το καθεστώς της εκμετάλευσης, του μιλιταρισμού και την παπαδοκρατία».

Χριστούγεννα

Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της Επιστήμης συνδρομή
η θεία Φύσις κάνει για μαμμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.

Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται –
νέα του κόσμου θέλει οικοδομή.
Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -,
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.

Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.
Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.
Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είναι ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!

O Mικέλης Άβλιχος άρχισε γρήγορα να γράφει στίχους και να ζει μόνος ως ασκητής. Παρέμεινε αναρχικός, και με τους στίχους του σατίριζε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής του. Η σάτιρά του, δουλεμένη, άμεση και καυστική, στρεφόταν κατά πάντων των δεινών του λαού. Δεν σκέφθηκε ποτέ να γράψει μια δική του θεωρητική άποψη, και του αρκούσε να σατιρίζει τον θεομπαίχτη, τον πατριώτη, τον φοροεισπράκτορα, τον θρησκόληπτο, τον δικαστή, τον αστυνομικό, τον κυβερνήτη. Οι στίχοι του ήταν οργισμένοι και είχαν ένα εντελώς προσωπικό ύφος, που τους έκανε να διαφέρουν από τους στίχους των άλλων σατιρικών ποιητών της εποχής του.

Συνήθως δεν υπέγραφε τα ποιήματά του με το πραγματικό του όνομα, αλλά χρησιμοποίησε περίπου 30 διαφορετικά ψευδώνυμα, αν και από το 1912-1913 έδωσε αρκετούς ενυπόγραφους με το πραγματικό του όνομα στίχους για δημοσίευση στο περιοδικό «Zιζάνιο», όπου έκανε και τις τακτικότερες δημοσιεύσεις ποιημάτων του.

Εις Δικαστάς

Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,
που κρίνετε του κόσμου τ’ αδικήματα,
που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή
ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,

που τη ζωή το χέρι σας κρατεί
κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα,
ακούσετε της Μούσας τη φωνή
που δε φοβάται φυλακή, προστίματα:

Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει,
σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε
για να ‘χετε καιρό για το σεργιάνι.

Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.


Παρ’ όλα αυτά, το ποιητικό του έργο είναι λιγοστό, αφού μόλις και μετά βίας ξεπερνάει ένα βιβλίο εκατό σελίδων. Κι αυτό γιατί ο Mικέλης Άβλιχος πολύ δύσκολα έμενε ικανοποιημένος από τα γραπτά του, ώστε να τα δίνει στη δημοσιότητα. Πίστευε στην κοινωνική δύναμη της ποίησης και ειδικά της σάτιρας. Ήταν ακέραιος άνθρωπος, με σπάνια συνείδηση, εριστικός και αρκετά μετριόφρονας.

Η ποίησή του ακολουθεί την επτανησιακή παράδοση (όπου μάλιστα είναι και ο τελευταίος αυτής). Ο λόγος του ήταν επαναστατικός και αντίθετος με το κοινωνικό καθεστώς και τις κυρίαρχες αξίες της εποχής του.

Χαρακτηρίζεται αθεϊστής, θεωρητικά αναρχικός και ριζοσπάστης. Μέσω των ποιημάτων του, ο Άβλιχος επιγραμματοποιεί κάθε υπόθεση κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου, προσδίδοντας άλλοτε σαρκαστικό, άλλοτε ειρωνικό άλλοτε σατιρικό –και όχι μόνο– χαρακτήρα. Είναι εναντίον του πολέμου και του πατριωτισμού, σε μια εποχή που οι εθνοτικοί πόλεμοι στα Βαλκάνια διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Χαρακτηριστική στιγμή της απέχθειάς του για τον πόλεμο, που του προξενούσε υπέρτατη πίκρα, είναι και το παρακάτω περιστατικό: Το βράδυ της κήρυξης του Βαλκανικού πολέμου το 1912 διαβάστηκε στη Μητρόπολη του Ληξουριού η ευχή της Ιεράς Συνόδου κατά των εχθρών της Ελλάδος. Ο Άβλιχος, έγραψε το παρακάτω ποίημα:

Η πρώτη παράκληση το βράδυ με την κήρυξη του πολέμου μας 1912

Η δέ δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος.
(Παύλος προς Κορινθίους Α’ 15-56)

Φωτοπεριχυμένη η εκκλησιά,
μέσα με φόβο του θεού γυρεύουνε.
– Νίκας κατά βαρβάρων να μας δώσει.
Κι απ’ όξου κάτι βρώμικα σκυλιά
Σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε
χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώση!

-Πέστε μου τώρα άνθρωποι λογικοί,
μέσα ή απ’ όξου είναι η λογική;
-Και ενώ από μέσα αντηχάει το Αμήν
των σκύλων είναι το Ειρήνη Υμίν;
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο,
Μη μοιάσουμε τα ζώα χωρίς το νόμο;

Αν και ταξίδευε αρκετά, παρέμεινε ο τύπος παραστατικού ανθρώπου που επιθυμεί να ζήσει και να πεθάνει στον τόπο που γεννήθηκε. Είχε ελάχιστους φίλους, και στο τέλος πέθανε παραγνωρισμένος. Τα περισσότερα ποιήματά του δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατο του, και πολλά από αυτά μελοποιήθηκαν. Η διάσωσή τους οφείλεται στον Μικέλη Τζανάτο, ο οποίος βοηθούσε τον Άβλιχο στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Υπήρξε ωστόσο πολύ φειδωλός στις δημοσιεύσεις, και γι’ αυτό το σύνολο της δημοσιευμένης ποιητικής του παραγωγής δεν ξεπερνά τις 100 σελίδες. Μέχρι τώρα έχει κυκλοφορήσει ένα μόνο βιβλίο με τα άπαντά του, το οποίο κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1959, στο οποίο περιλαμβάνεται ένας κριτικός πρόλογος του Kωστή Παλαμά, και μια περισσότερο πλήρης βιογραφία του από τον Eπαμεινώνδα Mάλαινο.

Ο μοχθηρός ψευδοφιλόπατρις

Το πρόσωπο του εκείνο το γιωμένο
Που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά
Το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο
Που η δυστηχία των άλλων του γεννά

Το φθονερό του μάτι το σβησμένο
Που δείχνει βουλιμία για συμφορά
Μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
Τ’ αχείλι του και πόλεμο ζητά

Διψάει να ιδή στα μούτρα φορεμένους
Πατέρες και μανάδες που μισεί
Να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένου.
Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή.
Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει, κράζει
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει.

Παρά την ευψυχία και την ισχυρή του προσωπικότητα, ο Άβλιχος δεν κατόρθωσε να επηρεάσει αποτελεσματικά την επτανησιακή διανόηση της εποχής του, και ενώ, όπως γράφει ο Κορδάτος, στην Αθήνα η ποίησή του εκτιμήθηκε πολύ, η ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους πλούσιους και τους παπάδες τοπική κοινωνία τον οδήγησε γρήγορα στην απομόνωση. Πέθανε και τάφηκε στο Ληξούρι τον Νοέμβριο του 1917. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε στο επικήδειο άρθρο του για τον Άβλιχο ο Κωστής Παλαμάς: «Διεικέτο δυσμενώς προς το υφιστάμενον κοινωνικόν καθεστώς, και εμίσει την στρατοκρατίαν και τον πόλεμον».

Έμεινε μέχρι τον θάνατό του συνεπής στις αθεϊστικές και αναρχικές θέσεις του, και αποχαιρέτησε τους φίλους του με τα εξής τελευταία του λόγια: «Μην θρηνείτε, γιατί ο Μικέλης πάει στη ζωή».

Απ’ όλες τσι εφευρέσες του νού
εκείνη για τη μέλλουσα ζωή
να σε φυτεύουνε κουκί στη γη
κουκί να ξεφυτρώνεις τ’ ουρανού
και τέχνες κι επιστήμες βάνει κάτου
με τη γεωπονία του θανάτου


Ευάγριος Αληθινός