Ο Νίκος Γόδας ανήκει σε εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που με το παράδειγμα της θυσίας τους μετατρέπονται σε συμβολικές μορφές. Ανακαλύπτει κανείς ότι ανασύροντας απ’ τη λήθη μια τέτοια ιστορική περίπτωση, πίσω της στο σκοτάδι, βρίσκονται ανάλογες πράξεις αντίστασης και θυσίας από πλήθος αθλητών σ’ εκείνα τα χρόνια της Κατοχής και του πολέμου. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Ο Νίκος Γόδας, γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας το 1921. Την επόμενη χρονιά η οικογένειά του βρίσκεται στην προσφυγιά, και μετά από περιπλάνηση καταλήγει στην Κοκκινιά. Μαζί με εκατομμύρια άλλους «αλύτρωτους αδελφούς» -τώρα που το ελληνικό κράτος δεν τους χρειάζεται, μιας κι έχασε το παιχνίδι στη Μ. Ασία- έχουν μετατραπεί σε «τουρκόσπορους»! Εκεί στους προσφυγικούς μαχαλάδες, μέσα στη φτώχεια και την περιφρόνηση, μεγαλώνει ο μικρός Νίκος και μαθαίνει να κλωτσάει το τόπι μαζί με τους άλλους πιτσιρικάδες. Και όπως θα δείξει, μαθαίνει να το κλωτσάει καλά. Μεγαλώνοντας εντάσσεται στην ποδοσφαιρική ομάδα της Κοκκινιάς και αρχίζει να ξεχωρίζει για το ταλέντο του για τα καλά. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και ο πόλεμος πλησιάζει. Στο μεταξύ ο Γόδας ανοίγει κάτω απ’ το σπίτι του μια ταβέρνα, «Τα Αραπάκια», στην οποία παίζουν πολλά απ’ τα τότε και μετέπειτα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Και έρχεται η φασιστική Κατοχή. Ο Γόδας παίρνει μεταγραφή για τον αγαπημένο του Ολυμπιακό το 1942. Αλλά δεν είναι απ’ τους νοικοκυραίους που θα λουφάξουν μέχρι να περάσει η μπόρα. Ούτε φυσικά είναι από κείνα τα εξαχρειωμένα παλιοτόμαρα που θα συνεργαστούν με τους φασίστες, δολοφονώντας και ληστεύοντας τους συνανθρώπους τους. Εντάσσεται στην αντίσταση και γίνεται Λοχαγός στον 5ο επίλεκτο λόχο Κοκκινιάς του Ε.Λ.Α.Σ. Στα λίγα παιχνίδια που διεξήχθησαν εκείνα τα χρόνια θα διακριθεί ως επιθετικός και θα σκοράρει αρκετές φορές, όπως στα παιχνίδια με τον Εθνικό και τον Απόλλωνα, ή θα πρωταγωνιστήσει σε άλλα όπως στη νίκη με 5-2 στον τελικό με τον Παναθηναϊκό για το «Κύπελλο Χριστουγέννων». Σύμφωνα με την παλιά μεγάλη δόξα του Ολυμπιακού, τον θρυλικό Ανδρέα Μουράτη, ο Γόδας ήταν ένας καλλιτέχνης μέσα στο γήπεδο, δηλαδή όπως ο ίδιος εξηγούσε, ένας μάγος της ντρίπλας, ένας ζογκλέρ της μπάλας.
Είπαμε όμως, φασιστική Κατοχή και πόλεμος. Ο Γόδας τις τελευταίες μέρες της κατοχής παίρνει μέρος στη μεγάλη μάχη για τη διάσωση της Ηλεκτρικής Εταιρείας στον Πειραιά, την οποία ήθελαν να ανατινάξουν οι υποχωρούντες Γερμανοί, και στη μάχη της οδού 7ης Μαρτίου, επικεφαλής του λόχου του. Δυο μήνες αργότερα, πολεμάει τους Βρετανούς στη μάχη των Δεκεμβριανών. Φυσικά, οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες των ναζιστών Γερμανών τώρα πολεμούν στο πλευρό των Βρετανών. Πάνω απ’ όλα η Ελλάδα!
Η ήττα και η απόσυρση του Ε.Λ.Α.Σ τον βρίσκει στα βουνά της Ρούμελης, όπου και αρρωσταίνει βαριά. Έτσι, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας κατεβαίνει στον Πειραιά, όπου μετά από λίγο συλλαμβάνεται με την υπόδειξη ενός χαφιέ. Σε μια στημένη δίκη με μάρτυρες δωσίλογους συνεργάτες των Γερμανών, ο Γόδας καταδικάζεται σε θάνατο.
Μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας. Ο σύντροφος και συγκρατούμενός του, Σταμάτης Σκούρτης, τον θυμάται μαζί με άλλους ποδοσφαιράκηδες μελλοθάνατους να αποσύρονται όποτε το ραδιόφωνο μετάδιδε κάποιον αγώνα και να μουντζώνουν και να χειρονομούν!
Και ως την τελευταία στιγμή έκαναν σχέδια πως θα παρατάξουν την ομάδα της φυλακής στο επόμενο παιχνίδι. Ο Γόδας δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας και έτσι η τύχη του ήταν προδιαγεγραμμένη. Στο τελευταίο γράμμα προς τους δικούς του έγραψε: «πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου». Το ποια ήταν αυτά τα ιδανικά το μαρτυρούν πέρα απ’ τη δράση του, τα ίδια του τα λόγια τη στιγμή που τον έπαιρναν για να τον εκτελέσουν: «Νενικήκαμεν. Ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού». Την ίδια στιγμή οι συγκρατούμενοί του τραγουδούσαν τον ύμνο της Διεθνούς. Τελευταία επιθυμία του ήταν να τον εκτελέσουν με τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας! Όπως και έγινε! Εκείνο το βροχερό πρωινό της 19ης Νοεμβρίου 1948 η φανέλα του Ολυμπιακού βάφτηκε κόκκινη. Όπως αναφέρουν όσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα, αλλά και συμπαίκτες του, η τότε διοίκηση του Ολυμπιακού δεν έκανε τίποτε για να τον σώσει. Αντίθετα, ο τότε πρόεδρος του συλλόγου και εκ των ιδρυτών του, ο Μιχάλης Μανούσκος, δήλωσε σε όσους τον προέτρεψαν να παρέμβει: «όπως έστρωσε ας κοιμηθεί».
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Γόδας δεν ήταν ο μόνος, καθώς την ίδια αυτή εποχή πολλοί αθλητές είχαν αρχίσει τον δικό τους αγώνα. Μεταξύ άλλων ίδρυσαν την «Ένωση Ελλήνων Αθλητών» που κύριο σκοπό της είχε να οργανώσει τους αθλητές για την από κοινού αντιμετώπιση των κακουχιών της Κατοχής. Για τον σκοπό αυτό αποφασίστηκε να γίνει ένας αγώνας Π.Α.Ο.-Α.Ε.Κ. στο Γήπεδο της Λεωφόρου και τα χρήματα να δοθούν στους φυματικούς αθλητές που νοσηλευόταν στο «Σωτηρία». Τη μέρα του αγώνα το γήπεδο γέμισε από χιλιάδες φιλάθλους, ενώ πολλοί έμειναν απ’ έξω. Αντιπροσωπεία των παικτών συναντήθηκε πριν την έναρξη με τον πατριάρχη του Παναθηναϊκού, Απόστολο Νικολαΐδη, και του ζήτησε μέρος των εισπράξεων. Ο Νικολαΐδης, όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά τους ανακοίνωσε ότι διαιτητής του παιχνιδιού θα είναι ένας αυστριακός αξιωματικός των δυνάμεων Κατοχής. Οι παίχτες αρνήθηκαν, μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο όπου και ενημέρωσαν τους υπόλοιπους. Τότε, όλοι μαζί ξεχύθηκαν στις κερκίδες και ενημέρωσαν τον κόσμο. Εξαγριωμένοι οι φίλαθλοι κατέστρεψαν το γήπεδο και βγαίνοντας οργάνωσαν μια μεγάλη διαδήλωση που έφτασε μέχρι την Ομόνοια. Ήταν, ίσως, η πρώτη αντικατοχική διαδήλωση! Βρε τους αχάριστους τους «χούλιγκανς», να μην θέλουν να καταλάβουν τα τόσα καλά που τους έφερνε η «Νέα Τάξη» του Χίτλερ!
Όπως βλέπουμε η στάση και των δύο διοικήσεων δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτή των ποδοσφαιριστών. Καμιά «Ιδέα Ολυμπιακός» δεν μπόρεσε να σώσει τον Γόδα, και καμιά «Ιδέα Παναθηναϊκός» δεν στάθηκε ικανή ώστε ο Νικολαΐδης να συναινέσει στο αυτονόητο. Όπως δεν μπόρεσαν να σώσουν απ’ τα βασανιστήρια της Μακρονήσου τους Μουράτη και Δαρίβα απ’ τη μια μεριά και τον Αντ. Παπαντωνίου απ’ την άλλη. Και αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό. Διότι οι αξίες, τα οράματα για έναν άλλο κόσμο, οι στάσεις ζωής και αγώνα όλων των παραπάνω, αλλά και χιλιάδων άλλων που τα ονόματά τους δεν θα μάθουμε ποτέ, δεν είχαν –και δεν έχουν– καμία σχέση με αυτά που πίστευαν και επεδίωκαν οι τότε και μετέπειτα διοικούντες. Αλήθεια τι μπορεί να ενώσει τον Γόδα με τον Γουλανδρή, τον Κόκκαλη και τον Μαρινάκη; Τι μπορεί να ενώσει τον Αντ. Παπαντωνίου, με τον Βαρδινογιάννη και τον Αλαφούζο;
Αλλά όλα σαρώθηκαν, οι μνήμες χάθηκαν. Το ίδιο το ποδόσφαιρο κάποτε ρίζωσε μέσα στις εργατικές γειτονιές, στους φτωχομαχαλάδες και στις παραγκοσυνοικίες των κάθε λογής ξεριζωμένων ανά τον κόσμο, και μπολιάστηκε με έναν τρόπο ζωής με βάση τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια. Σήμερα, ή μάλλον εδώ και δεκαετίες, ξεκομμένο απ’ τις αρχικές του βάσεις και τη μνήμη που αυτές κουβαλούσαν, έχει μετατραπεί σ’ ένα υπερθέαμα που οι κρατούντες χρησιμοποιούν κατά πως τους βολεύει. Κι έτσι, δεκαετίες τώρα, υπάρχουν πολλοί φίλαθλοι που ενώνονται κάτω από μια «Ιδέα Ομάδα», και βλέπουν τον πρόεδρό της κάτι σαν σωτήρα και μεγάλο αδερφό. Για να μην αναφερθούμε σ’ εκείνους τους οπαδούς που χτυπιούνται μέχρι θανάτου με τους «εχθρούς» οπαδούς της κάθε αντίπαλης ομάδας. Κι ακόμα χειρότερα, στις μέρες μας, πολλοί σύνδεσμοι διαφόρων ομάδων έχουν μετατραπεί σε φωλιές φασιστικής προπαγάνδας προς τους νεαρούς οπαδούς. Για μια ακόμα φορά οι ερωτήσεις επανέρχονται. Τι κοινό μπορούν να έχουν οι θρυλικές μορφές που αναφέραμε πιο πάνω με εκείνα τα ανεγκέφαλα τσουτσέκια, που εξορμούν μέσα απ’ τους συνδέσμους για να λυντσάρουν και να δολοφονήσουν όποιον τους υπέδειξαν ως εχθρούς οι φασίστες καθοδηγητές; Είναι δυνατόν η μεγάλη πλειοψηφία των φιλάθλων της κάθε ομάδας, να κάνει τα στραβά μάτια μπροστά σε τέτοια φαινόμενα με τη λογική ότι ανήκουν στην ίδια ομάδα, «είναι δικά μας παιδιά»; Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουν οι φίλαθλοι π.χ. του Ολυμπιακού ότι αν αφήσουν τους νεοναζιστές να αλωνίζουν μέσα στους συνδέσμους της ομάδας τους, άλλο δεν θα κάνουν παρά να φτύνουν κατάμουτρα τη θυσία του Γόδα, τους αγώνες του Μουράτη, του Δαρίβα, και τόσων άλλων, δηλαδή την ιστορία της ίδιας τους της ομάδας σε τελική ανάλυση; Τότε ας ρωτήσουν εκείνο τον πειραιώτη γέρο περιπτερά που όταν ο ανιψιός του Γόδα, Χρήστος, του είπε ποιος είναι, βγήκε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας.
Φυσικά, σε καμιά περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι του Ολυμπιακού ή μιας-δυο ομάδων ακόμα. Είναι ένα γενικότερο κοινωνικό ζήτημα και ως τέτοιο αφορά όλες τις ομάδες. Και κατ’ επέκταση όλους τους φιλάθλους, που σε ό,τι τους αναλογεί, πρέπει να απαιτήσουν και να πράξουν ώστε οι ομάδες τους να μην γίνουν άντρα φασιστικής προπαγάνδας και δράσης. Διότι κάθε ιστορική ομάδα –«μικρή» ή «μεγάλη» δεν έχει σημασία– έχει να επιδείξει παρόμοια γεγονότα θυσίας και αγώνα όπως τα παραπάνω.
Ο Νέτσερ της Αλάνας