Ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Νίκος Καρούζος σ’ έναν διάλογο αυτοσχέδιο
22:15
Ν. Κ. την καλησπέρα μου στα ιδανικά σας!
Τ. Λ. τα βράδια, τι όμορφα που μυρίζει η γη..
Ν. Κ. βράδυ πολύφυλλο και φωτισμένο
σα μίσχος άνθους ο χρόνος, αθώα υψούμενος
Τ. Λ. θυμάσαι τις νύχτες; για να σε κάνω να γελάσεις
περπατούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας
Ν. Κ. κάτι νύχτες με εθελούσιο μαύρο, κάτι νύχτες
από τεράστια αιμοχαρή φεγγάρια
Τ. Λ. μονάχα τ’ άστρα. και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα
Ν. Κ. ώρες από μέθη στην αιθρία πρωινή
κ΄ ύστερα νύχτα, νύχτα
Τ. Λ. Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο
μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων
Ν. Κ. χτες το φεγγάρι να ’βλεπες – χάνεται μα η κίνηση
τ’ ανασταίνει τυλιγμένο σε σύννεφα
Τ. Λ. κράτησε για πάντα το φεγγάρι.
τώρα όμως βράδιασε. ας κλείσουμε την πόρτα
κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών.
ποιός είσαι; καιρός να γνωριστούμε καλύτερα.
Ν. Κ. είμαι των άστρων ο σκύλος
με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη.
Εσύ ποιος είσαι;
Τ. Λ. εγώ ποιός ήμουν; ένας πρίγκιπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες
ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους
και τους φτωχούς, είδα τη νεότητα να φεύγει,
να σαπίζουν τα δόντια, θέλησα να σκοτωθώ,
από δειλία ή ματαιοδοξία
Ν.Κ. εγώ δεν έζησα κ’ η ομορφιά της Αττικής
είν’ όλο το ταξίδι μου
Τ. Λ. θυμάμαι όταν βγήκα απ’ τη φυλακή. το κουρεμένο κεφάλι μου
στρογγυλό κι άδειο σαν την υδρόγειο. “όχι, δεν πεινάω” έλεγα
στους φίλους που με προσκαλούσαν στο τραπέζι τους, ενώ
την ίδια ώρα, άρπαζα κρυφά μια φούχτα κόλλυβα, από ‘να πιάτο
ακουμπισμένο στη ραπτομηχανή. που βέβαια, τα ‘τρωγα ύστερα,
στην τουαλέτα. έτσι χόρτασα στη ζωή μου:
με νεκρούς, ταπεινώσεις, ποιήματα, χρονολογίες από παλιές
καταστροφές κι οράματα από αυριανές επαναστάσεις.
Ν. Κ. εγώ θέλω να είμαι ευγενέστερος και το να είμαι
ευγενέστερος σημαίνει να αγωνίζομαι
για την επικράτηση της αταξικής κοινωνίας.
Τ. Λ. εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω.
Ν. Κ. εγώ πλανιέμαι άπελπις.
Τ. Λ. οι απελπισμένοι γίνονται
οι πιο καλοί επαναστάτες.
23:30
Ν. Κ. κακότυχοι έλληνες με τρύπιο μεροκάματο
χρόνια και χρόνια ραγιάδες
γύρω κλαίνε μητέρες γύρω κλαίνε κορίτσια
ο ένας τραγουδά τη λησμονιά ο άλλος την αγάπη.
Τ. Λ. τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά. φυσάει.
φυσάει μές απ’ τα τρύπια βρακιά των ανέργων
φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού.
Ν. Κ. παιδιά γυναίκες άντρες στην οδό
υπηρέτριες με τις δικές τους ώρες
στα στήθη προσμονή
Τ.Λ. οι τράπεζες ξαπλωμένες στα φαρδιά πεζοδρόμια
σαν προϊστορικά ζώα που χωνεύουν τη λεία τους
Ν.Κ. εξουσία και θάνατος μεσημέρια νεκρά
τ’ ανθρώπινο κράτος στην ενεργό κοίμηση
Τ. Λ. τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο,
στα λογιστικά βιβλία, δούναι και λαβείν,
πίστωση, χρέωση, ισολογισμοί,
εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές, χρεόγραφα.
η προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ
Ν. Κ. μετά πάντων των αγίων κι ο Κάρολος Μαρξ
αν κι έχασε στο καζίνο
δεν πειράζει
ήξερε ο μαύρος την ευτυχία του παίχτη
και τα ‘δωσε όλα
ασαβάνωτος στο κόκκινο.
00:00
Τ. Λ. η εξέγερση θα γίνει τα μεσάνυχτα, έλεγαν
είναι η ώρα που ανάβουν τα φώτα
και για μια στιγμή γίνονται όλα τόσο πιθανά
Ν. Κ. στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
Τ. Λ. ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς
και τις πιο ωραίες χειρονομίες
του μέλλοντος
Ν. Κ. από αγάπη στο αδέκαστο κενό από αλλοφροσύνη
για ένα ξέφωτο θα περιπολούμε
01:30
Τ. Λ. τελικά η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα.
ακολούθησαν ταραγμένες μέρες. σκιές απ’ το παρελθόν
εμφανίστηκαν στους δρόμους.
μεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και
τις πετούσαν στους οχετούς
Ν. Κ. θυμάμαι μια μέρα που σκούπιζε το διάδρομο εκεί η θυρωρίνα
και επειδή φώναζα λέξεις, την ακούω να λέει:
«κύριε Νίκο, σας συμβαίνει τίποτα;»
λέω: «τίποτα».
«α, με συγχωρείτε» μου λέει.
Τ. Λ. είναι η μαγεία που έχουν οι λέξεις
όταν δεν θέλουν να πουν τίποτα.
Ν. Κ. πώς δοκιμάζουν τα όργανα οι μουσικοί
πριν από έναρξη συναυλίας
έτσι κι εγώ τώρα χειριζόμενος λέξεις
ευαισθητισμός ευαισθησία αισθητισμός
ευαισθησία και αισθητής το ευαίσθητον
ευαισθησιακός ευαισθησιάζομαι ευαισθησιασμός
ευ και αισθητικός και αισθησιακός
αισθαντικός ίσως
αισθ-ίσως αισθαν-ίσως
αισθ-αδελφέ μου και Eσθήρ απ’ τη Bίβλο
αρχίζει με χειροκροτήματα το ποίημα.
02:24
Ν. Κ. ο χώρος είν’ αγκάλιασμα κι ο χρόνος λεφτοκάρυ
κι ο έρωτας γλυκό φιλί σε κρεμμυδένιο χείλι
σαρανταβέργινο κλουβί ο κόσμος που με ζώνει
03:17
Ν. Κ. βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω
Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια
Τ. Λ. αν υπήρξαμε, είναι μόνο από τη νοσταλγία
για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ
Ν. Κ. κι ο βαθύς τριγμός να μας θυμίζει ότι υπάρχουμε
ότι είμαστε, για να μην αναρωτηθούμε
αν είχαμε ζωή πριν το θάνατο
Τ. Λ. και κοιτάζουμε το αινιγματικό παρελθόν ενώ από κάπου
ακούγεται μια μελωδία παιδική ξεχασμένη
σαν ένας άγγελος που έχασε το δρόμο του.
τα όνειρα που κάναμε παιδιά
μας διαποτίζουν ολόκληρους.
04:48
Ν. Κ. τι μοναξιά τι μοναξιά
κοιμούνται οι νεκροί προσμένοντας
τα νερά του χειμώνα
Τ. Λ. έχουν εγκατασταθεί καλά,
γιατί κανείς δεν ξέρει
από που να τους διώξει
κι εδώ πρέπει ν’ αναφερθεί
η ακατανόητη προτίμηση του Θεού στα αινίγματα
Ν. Κ. Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς (κανείς)!
Τ. Λ. τελικά διάβηκε η ζωή,
αλλά δεν το κατάλαβα
Ν. Κ. α, η ζωή τι παιδεμός
σαρώνει τη χαρά με θειάφι
05:45
Ν. Κ. να και ο τρισάθλιος ήλιος. μια χλεμπόνα
στ’ ουρανού το κατεστημένο.
θραύει με νέο κίτρινο τις μέρες ο δυνάστης
με τις χοντρές αχτίδες του τα αιθέρια καταλεί
Ν. Κ. τι γλυκιά μητέρα η αύρα κι ο ήλιος ευγενής
δεν κεράστηκε άνθρωπος
όσο μέσ’ στο ξημέρωμα
Τ. Λ. συχνά μ’ έβρισκε άγρυπνο το πρωϊ να χρωματίζω
χάρτινα πουλιά
και να περιμένω να κελαηδήσουν.
πιστεύω στα ωραία πουλιά που πετάγονται
μεσ’ απ’ τα πιο πικρά βιβλία
πιστεύω στο φίλο που συναντάς
άξαφνα μέσα σ’ ένα παραμύθι
πιστεύω στο απίστευτο που είναι
η πιο αληθινή μας ιστορία
06:30
Τ. Λ. ..εδώ τέλειωσα. ώρα να φύγω
Ν. Κ. θα σ’ εύρω κάποτε ψηλά
γυρίζοντας απ’ τον πλανήτη;
Τ. Λ. ίσως όταν ξαναΐδωθούμε να μην ξέρει πια
καθόλου ο ένας τον άλλον.
Έτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
Λοιπόν, αντίο!
(ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα
σαν ν’ αποχαιρετάει κάποιον που μόλις έφυγε)
Ν. Κ. πως πέρασαν τα χρόνια, που λέει κι ο παλιότερος ποιητής..
ας ελπίζουμε πάντα για το καλύτερο
κι ας κάνουμε τη ζωή μαχαίρι
για να ισορροπήσει η μελαγχολία με τα πράγματα
για να υπάρχουν ευτυχέστεροι, οι άνθρωποι στους αιώνες.
Γιώργος Κορνελάκης