Ο Ραμπαγάς: Η σατιρική, αντιμοναρχική εφημερίδα που τάραξε τα νερά στα τέλη του 19ου αι.
ΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΛΑΟΣ
Φόρο στο φόρο, σ’ έσπασαν
Λαέ, λαέ – χαμάλη!..
Κολλήθηκαν απάνω σου,
Σα βδέλλαις, οι μεγάλοι
Και σου βυζαίνουν το πουγγί,
Το αίμα σου βυζαίνουν,
Χορταίνουν με τη φτώχια σου,
Με τ’ άχτι σου χορταίνουν…
Δε σκιάζονται τα λόγια σου…
Σε ξέρουν… Αγριεύεις,
Η τρίχες σου σηκόνονται,
Τα φρύδια σου μαζεύεις,
Φωνάζεις, μεσ’ στον πόνο σου:
“- Θα κάμω και θα δείξω!
“Θε να κρεμάσω τούτον δω
“Τον άλλονα θα πνίξω”…
Και πότε με πετρέλαιο,
Καυχιέσαι, θα τους κάψης…
Πότε με δυναμίτιδα
Το λάκκο τους θα σκάψης…
Μα, μεσ’ στην ώρα που πρεπε
Να πέση δυναμίτις…
Σένα σε πάει ριπιτί…
Δουλεύει … παγκλαστίτις
Κι όσω στα λόγια χάνεσαι,
Στης κούφιαις σου φοβέραις,
Σε σπάνουν με τους φόρους των
Του έθνους οι πατέρες!…
Πατέρες!… ω! τι όνομα!
Πατέρες είναι τούτοι,
Σαν στύβουν τη φτωχολογιά,
Για να στραγγίξουν πλούτη;
Πατέρες είναι; κι είμαστε
Παιδιά των ή προγόνια,
Σαν μας ακούν στον πόνο μας
Με τόση καταφρόνια;…
Φόρο στο φόρο!.. Δόστε του!
Τέτοιου λαού του πρέπει,
Απ’ την καλύβα νηστικός,
Χορτάτους να σας βλέπη!…
Να τρώτε σεις την κόττα του,
Τ’ αυγό του, το σφαχτό του,
Κι ατός, για παξιμάδι του,
Να τρώη… τ’ απαυτό του!…
ένα κρασί του έμενε
Κι εκείνο το ρουφάτε!…
ένα τσιγάρο κάπνιζε
Κι εκείνο του τ’ αρπάτε!…
Αϊ! τι του μένει του φτωχού,
Που όλους σας πλερόνει,
Που στρώνει το τραπέζι σας,
Χωρίς να το ζυγώνη; …
Μόνε τα μαύρα του κουκκιά…
Μ’ αυτά σας φοβερίζει…
Μα και μ’ αυτά σ’ αιώνια
Σαρακοστή γυρίζει!…