Πρωτογενές πλεόνασμα, δημόσιο χρέος και άλλες ιστορίες για παρθένους

Ως κίνημα διατηρούμε μια στάση απέχθειας, δυσανεξίας ή στην καλύτερη περίπτωση πλήξης σε ό,τι έχει να κάνει μ’ αυτό που θα λέγαμε «οικονομία». Δεν είναι τυχαίο ότι συζητήσεις σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, και κείμενα που παίρνουν θέση ξεκάθαρη απέναντι σε συγκεκριμένες του πτυχές, αποτελούν μάλλον εξαίρεση στη δημόσια παρουσία μας.

Σε ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης ωστόσο, όπως είναι ο καπιταλισμός, που έχει διαχωρίσει την οικονομική σφαίρα ως διακριτή σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας, και μάλιστα την έχει βάλει στο κέντρο του ενδιαφέροντος και των αξιών του, το να «αηδιάζουμε» κάθε φορά που οφείλουμε να εξετάσουμε ένα οικονομικό ζήτημα, δεν βοηθάει καθόλου την πολιτική μας σκέψη και δράση. Για να μιλήσουμε πιο αυστηρά, το «να μην έχουμε ιδέα από οικονομία» αποτελεί μια τέτοια έλλειψη για την πολιτική μας αντίληψη, όσο έλλειψη αποτελεί για την αντίληψη της φασματικής μας όρασης το να πάσχουμε από δαλτωνισμό, να μην μπορούμε να διακρίνουμε δηλαδή το πράσινο και το κόκκινο χρώμα. Για να κατανοήσετε τι μπορεί να σημαίνει αυτό, δεν έχετε παρά να βγείτε για λίγο στο πάρκο της γειτονιάς σας (αν ζείτε σε γειτονιά με πάρκο), και να φανταστείτε πώς θα ήταν αν μπορούσατε να διακρίνετε μόνο κάποιες αποχρώσεις του γκρι εκεί που τώρα βλέπετε πράσινο ή κόκκινο χρώμα (δεν είναι συχνός ένας τέτοιος βαθμός βαρύτητας του δαλτωνισμού, αλλά αυτό δεν μας αφορά τώρα).

Ειδικά στο πλαίσιο αυτής της κρίσης που βιώνουμε ως εκμεταλλευόμενοι τα τελευταία χρόνια, μια τέτοια στάση συνιστά πραγματικό πρόβλημα. Για παράδειγμα, στον δημόσιο λόγο και τα ΜΜΕ, τους τελευταίους μήνες συζητιέται πολύ το θέμα του «πρωτογενούς πλεονάσματος». Από τον τρόπο που συζητιέται αυτό το θέμα και από το πόση έκταση καταλαμβάνει μια τέτοια συζήτηση, εύκολα μας κάνει να υποψιαστούμε ότι αποτέλεσε ένα από τα βασικά προπαγανδιστικά εργαλεία της σημερινής κυβέρνησης, σχετικά με την προσπάθειά της να πείσει ότι «η οικονομία βρίσκεται σε καλό δρόμο», ότι «τα δύσκολα περάσανε» και ότι «επιτέλους, η Ελλάδα μπαίνει στο δρόμο της ανάπτυξης».

Κι όλα αυτά σε απόλυτη αντίθεση με ό,τι βιώνουμε καθημερινά κι ό,τι μπορούμε να επιβεβαιώσουμε από την εμπειρία μας.

Άρα, αν κάτι οφείλουμε να κάνουμε για να αντιπαλέψουμε αυτή την προπαγάνδα, είναι καταρχάς να αμφισβητήσουμε τις λογικές της προϋποθέσεις. Τι σημαίνει λοιπόν «πρωτογενές πλεόνασμα» και πόσο αληθεύουν αυτά που υποστηρίζει η κυβέρνηση;

α. Τι είναι το πρωτογενές πλεόνασμα και τι εκφράζει;

Στα ακαδημαϊκά εγχειρίδια των δημόσιων οικονομικών, ως «πρωτογενές αποτέλεσμα» (πλεόνασμα ή έλλειμμα) μιας οικονομίας, ορίζεται το αποτέλεσμα που προκύπτει αν αφαιρέσουμε τις κρατικές δαπάνες από τα κρατικά έσοδα στη διάρκεια ενός έτους, χωρίς να υπολογίσουμε δάνεια και τόκους εξυπηρέτησης περασμένων δανείων. Έτσι, αν τα κρατικά έσοδα είναι μεγαλύτερα από τις κρατικές δαπάνες, προκύπτει ένας θετικός αριθμός που λέγεται «πρωτογενές πλεόνασμα». Αν είναι μικρότερα, προκύπτει ένας αρνητικός αριθμός που λέγεται «πρωτογενές έλλειμμα».

Θα ισχυριζόταν κάποιος ότι πρωτογενές έλλειμμα και πλεόνασμα, όπως τα περιγράψαμε, είναι απλά μαθηματικά, και η ίδια η διαδικασία του υπολογισμού τους η δουλειά που αφορά ένα λογιστή, αφού αυτοί ασχολούνται με ισολογισμούς εσόδων-εξόδων. Με λίγα λόγια, θα ισχυριζόταν ότι πρωτογενές έλλειμμα ή πλεόνασμα είναι ένα καθαρά τεχνικό ζήτημα, όχι απλώς στο πεδίο του υπολογισμού του, αλλά πολύ περισσότερο στο πεδίο της διαμόρφωσής του. Θέλεις να μειώσεις το έλλειμμα κύριε; μείωσε τις δαπάνες του κράτους (π.χ. τις δαπάνες για παιδεία, για μισθούς, συντάξεις, κλπ). Ή, ακόμα καλύτερα, αύξησε τα έσοδα του κράτους (π.χ. αύξησε τους φόρους, έλεγξε τη φοροδιαφυγή, κλπ). Αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι – ακόμα και σε πείσμα της κυρίαρχης λογικής και προπαγάνδας, που προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτό που μας λείπει είναι ένα «νοικοκύρεμα» των δημόσιων οικονομικών, ένας «σοβαρός τεχνοκράτης που θα βάλει τάξη».

Το πρωτογενές πλεόνασμα (ή έλλειμμα), όπως άλλωστε και το δημόσιο χρέος, που στην πραγματικότητα προκύπτει από την άθροιση των πρωτογενών αποτελεσμάτων στην διάρκεια των ετών, αν συνυπολογίσουμε στις κρατικές δαπάνες και τα χρήματα που πάνε για πληρωμή δανείων και τόκων για περασμένα δάνεια, δεν είναι ούτε απλώς μαθηματικά, ούτε απλώς λογιστικά μεγέθη. Ή μάλλον είναι και μαθηματικά και λογιστικά μεγέθη, αλλά μόνο στο πρώτο επίπεδο ανάλυσης.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για κοινωνικές σχέσεις, σχέσεις δηλαδή μεταξύ ολόκληρων κοινωνικών ομάδων και μάλιστα ομάδων που έχουν αντίθετα συμφέροντα μεταξύ τους. Τις σχέσεις αυτές τις ρυθμίζει το κράτος και οι διάφοροι θεσμοί του, και τις ρυθμίζει με τρόπο ώστε να διατηρεί μια ισορροπία μεταξύ των αντιτιθέμενων αυτών συμφερόντων. Αυτό πάει να πει να διατηρεί την ομαλή κοινωνική αναπαραγωγή, δηλαδή τη δυνατότητα του κεφαλαίου να αποσπά κέρδος από την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την κοινωνική «ειρήνη», δηλαδή τον συμβιβασμό των εργαζομένων με την κατάσταση της εκμετάλλευσης, ή –για να μην υπερβάλλουμε- να διατηρεί μια κάποια ομαλή κοινωνική αναπαραγωγή.

Εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητό ότι κοινωνικές σχέσεις σημαίνουν αλληλεπίδραση, συγκρούσεις, συμβιβασμούς, συνθέσεις, πάλη, εν πάση περιπτώσει σημαίνουν μια κατάσταση δυναμική. Όπως ακριβώς οικογενειακές σχέσεις σημαίνουν αλληλεπίδραση, εκπαίδευση, φροντίδα των παιδιών, αλλά και καβγάδες, επιβολή της ενοχής στα παιδιά, αλλά και ανυπακοή, απόπειρες χειραφέτησης, κλπ, αφού -μιλώντας σχηματικά- οικογένεια σημαίνει οργάνωση του κράτους (της εξουσίας) μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού.

Ένα παράδειγμα που χρησιμοποιούμε συχνά για να αποδείξουμε αυτό τον ισχυρισμό, ότι δηλαδή το δημόσιο χρέος αποτελεί έκφραση συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων, είναι η επίδραση που μπορεί να έχει πάνω στο δημόσιο χρέος μια απεργία σ’ έναν κλάδο του δημόσιου τομέα, όπως π.χ. αυτή των δασκάλων πριν καμιά δεκαριά χρόνια για ένα μηνιαίο επίδομα 176 ευρώ[1]. Η νικηφόρα έκβαση μιας τέτοιας απεργίας, η απόσπαση δηλαδή από το κράτος, για τον κάθε δάσκαλο και την κάθε δασκάλα, ενός επιπλέον μηνιαίου ποσού της τάξης των 176 ευρώ, είναι λογικό ότι θα προκαλούσε αύξηση στις κρατικές δαπάνες για μισθούς, και θα ανάγκαζε το κράτος να βρει μια πηγή χρηματοδότησης αυτού του επιπλέον ποσού. Είτε μέσω αύξησης της φορολογίας, είτε μέσω μείωσης κάποιων άλλων κρατικών δαπανών, είτε μέσω δανεισμού με έκδοση κρατικών ομολόγων. Ωστόσο, αυτή είναι η μια πλευρά του ζητήματος. Η άλλη πλευρά, αρκετά πιο ενδιαφέρουσα, είναι ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα μιας απεργίας, επειδή ακριβώς μιλάμε για κοινωνικές σχέσεις, είναι πιθανό ότι θα ωθούσε κι άλλους κλάδους εργαζομένων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε κινητοποιήσεις, αφού θα ανέβαζε την αυτοπεποίθησή τους. Θα ήταν δηλαδή σαν να σκέφτονταν: «πώς τα κατάφεραν οι δάσκαλοι και οι δασκάλες; άρα μπορούμε κι εμείς να κερδίσουμε μια αύξηση μισθών». Με λίγα λόγια, μιλάμε για μια γενική αύξηση του επιπέδου των απαιτήσεων της τάξης, που θα ανάγκαζε κράτος και κεφάλαιο, ακριβώς για να εξακολουθήσουν να διατηρήσουν ενός επιπέδου κοινωνική ειρήνη, να υποχωρήσουν προσωρινά στις απαιτήσεις των εκμεταλλευόμενων.

Λοιπόν είτε το πιστεύει κάποιος είτε όχι, τέτοιου τύπου κοινωνικές σχέσεις, τέτοιου τύπου δηλαδή κοινωνικοί ανταγωνισμοί, διαμορφώνουν τα πρωτογενή αποτελέσματα και το δημόσιο χρέος, αλλά και την ίδια την κρίση του δημόσιου χρέους. Κι αν θέλετε να το πάμε παρακάτω, κρίση του δημόσιου χρέους σημαίνει κρίση της δυνατότητας του κράτους να ρυθμίζει ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων που είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους, χονδρικά τις σχέσεις μεταξύ αφεντικών από τη μια πλευρά (όσων δηλαδή εκμεταλλεύονται μισθωτή εργασία) και εργαζομένων, ανέργων κλπ από την άλλη (όσων δηλαδή είμαστε αναγκασμένοι να πουλάμε την εργασία μας για να ζήσουμε). Ας το ξαναγράψουμε αλλιώς για να τονιστεί η σημασία αυτής της θέσης κι από άλλες πλευρές: κρίση δημόσιου χρέους σημαίνει κρίση κοινωνικών σχέσεων κι όχι «διεφθαρμένους πολιτικούς που τα φάγανε όλα», ούτε «γερμανική κατοχή και ανάλγητη Μέρκελ», ούτε «καταναλώνουμε περισσότερο απ’ ότι παράγουμε», ούτε τόσους άλλους μύθους και ιδεολογήματα, που χρησιμοποιεί η κυρίαρχη ιδεολογία για να κατασκευάσει την πραγματικότητα που ευνοεί τη συνέχιση της κυριαρχίας της. Όλ’ αυτά έχουμε προσπαθήσει να τα συζητήσουμε με όσο πιο κατανοητό τρόπο μπορούμε στο βιβλίο «Δημόσιο Χρέος και κοινωνικός ανταγωνισμός», με το οποίο έγινε μια απόπειρα να ανοίξει μια συζήτηση μέσα στο ανταγωνιστικό κίνημα, σχετικά μ’ αυτά τα ζητήματα, που ξεσχίζουν την καθημερινότητά μας.

β. Πέτυχαν τ’ αφεντικά πρωτογενές πλεόνασμα για το έτος 2013;

Είπαμε προηγουμένως ότι το πρωτογενές πλεόνασμα προκύπτει αν από τα κρατικά έσοδα αφαιρέσουμε τις κρατικές δαπάνες για ένα έτος, χωρίς να συνυπολογίσουμε στις δαπάνες, τα χρήματα που πάνε για δάνεια και τόκους περασμένων δανείων. Υπήρξε τελικά πρωτογενές πλεόνασμα[2], όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση πριν μερικούς μήνες;

Ας δούμε τι λέει επ’ αυτού, όχι κάποιος τυχαίος, όχι απλά ένας ισχυρός υποστηρικτής της πολιτικής που εφαρμόζεται εδώ και τρία χρόνια στις πλάτες μας, αλλά ένας άνθρωπος που επιχείρησε να εφαρμόσει αυτή την πολιτική όταν δεν υπήρχε καν κρίση, στις αρχές του 2000, με το περίφημο νομοσχέδιό του για το ασφαλιστικό, το οποίο οι εργατικές κινητοποιήσεις μπλόκαραν, πράγμα που του έδωσε το απαραίτητο θράσος για να βγαίνει σήμερα και να μας κουνάει το δάκτυλο: «εγώ σας τα ‘λεγα». Αυτός λοιπόν ο υπεράνω υποψίας για την υπεράσπιση της πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα από την κυβέρνηση Σαμαρά, τι υποστηρίζει όταν ερωτάται σχετικά;

Το απόσπασμα είναι από μια παλιότερη συνέντευξή[3] του στην εφημερίδα «Ημερησία»:

«Θα παρατηρούσα πως όλ’ αυτά δεν είναι άσχετα από τη φιλολογία για το πρωτογενές πλεόνασμα και τα καλά που μπορεί να επιφέρει. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός στη ΔEΘ μάς προϊδέασε για ενδεχόμενες παροχές. Έχει βάση αυτή η αισιόδοξη προβολή;

»Το πλεόνασμα που λαμβάνεται υπόψη δεν είναι 2,9 αλλά 1,4 δισ. ευρώ. Για ν’ απαντήσει όμως κανείς το ερώτημα, θα έπρεπε να γνωρίζει κατά πόσα δισ. ευρώ αυξήθηκαν τα ποσά από καθυστέρηση επιστροφής φόρων και ΦΠA στις επιχειρήσεις και στα φυσικά πρόσωπα, πόσο θα αυξηθεί το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων και του EOΠΠY μέσα στο έτος, πόσο περικόπηκε το Πρόγραμμα Δημοσίων Eπενδύσεων, δηλαδή η βάση για αυριανή ανάπτυξη, σε σχέση με πέρυσι και με τον προϋπολογισμό του 2013, και να επισημάνει ότι τα έσοδα από τους φόρους ακίνητης περιουσίας για το 2010-2012 ουσιαστικά αφορούν εκείνα τα έτη και όχι το 2013.

»Eπίσης, θα ήταν σημαντικό να ρωτήσει πώς θα επηρεαστεί το έλλειμμα του 2014 από το γεγονός ότι του χρόνου δεν θα πληρωθούν φόροι ακίνητης περιουσίας προηγουμένων ετών, όπως φέτος για τα έτη 2010-2012. Όλ’ αυτά γνωρίζουμε καλά πού βρίσκονται. Δείχνουν ότι υπάρχει πρόβλημα…».

Τι ισχυρίζεται λοιπόν αυτό το ανθρωπάκι; Ότι δεν υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα, επειδή:

  • έχουν σταματήσει οι δημόσιες επενδύσεις, λόγω της τρομερής ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, άρα δεν παράγεται νέος πλούτος, άρα δεν υπάρχουν νέα φορολογικά έσοδα από την πιθανή ανάπτυξη που αυτές θα προκαλούσαν
  • ότι δεν αποδίδεται από το κράτος ο ΦΠΑ και η επιστροφή φόρου στις επιχειρήσεις και στα φυσικά πρόσωπα
  • ότι δεν έχει συνυπολογιστεί το έλλειμμα του ΕΟΠΠΥ και των ασφαλιστικών ταμείων, που αναμένεται ν’ αυξηθεί σημαντικά μέχρι τέλους του έτους
  • ότι τα έσοδα από το φόρο ακίνητης περιουσίας που υπολογίστηκαν από τα τσακάλια της κυβερνητικής πολιτικής για το έτος 2013, αφορούν τα προηγούμενα έτη και όχι το τρέχον
  • ότι, εν τέλει, δε μιλάμε για 2,9 δις ευρώ που διατυμπανίζει ο Σαμαράς, αλλά για 1,4 δις ευρώ.

Με λίγα λόγια, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα που ανακοίνωσε ο Σαμαράς είναι μια λογιστική απάτη, όχι ένα μέγεθος αντιστροφής της παρούσας κατάστασης. Αυτό που οι κυρίαρχοι αποκαλούν ενίοτε «δημιουργική λογιστική»: βάλε λίγο εδώ, βγάλε λίγο από ‘κει, κλπ. Πολύ απλά δηλαδή, υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα επειδή το ελληνικό κράτος δεν εξυπηρετεί τις δαπάνες του, όχι επειδή αυξήθηκε ο παραγόμενος πλούτος. Επειδή δηλαδή το κράτος δεν πληρώνει τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι ιδιώτες (φαρμακοεταιρίες, διαγνωστικές εξετάσεις, προμήθειες διαφόρων ειδών, κλπ), επειδή χρωστάει εισοδήματα (π.χ. στην υγεία απλήρωτες εφημερίες γιατρών, νυχτερινά νοσηλευτριών, κλπ), επειδή δεν επιστρέφει τους φόρους που οφείλει στις επιχειρήσεις, επειδή κλείνει νοσοκομεία και σχολεία, κλπ. Άρα, μ’ αυτή τη λογική, ακόμα μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα θα υπήρχε αν το κράτος δεν πλήρωνε ούτε μία δραχμή σε μισθούς-συντάξεις κλπ. Εκεί να δείτε χαρές και πανηγύρια για την κυβέρνηση.

Ωστόσο, είπαμε ότι πέρα από την πλάκα, το ζήτημα έχει μια κρισιμότητα, επειδή η κυρίαρχη ιδεολογία κατασκευάζει συναίνεση και ενισχύει κοινωνικές συμμαχίες στη βάση τέτοιων θέσεων. Ας μην το βγάζουμε από το μυαλό μας αυτό το πράγμα. Ας έχουμε επίσης στο μυαλό μας, κάτι που δεν το συζητήσαμε εδώ, και γενικά δεν έχει συζητηθεί αρκετά. Ότι δηλαδή η σημερινή κρίση δεν είναι απλώς κρίση δημόσιου χρέους: είναι συνολικότερη κρίση όλων των κοινωνικών καπιταλιστικών σχέσεων. Ή αλλιώς: ότι η κρίση δημόσιου χρέους που βιώνουμε, είναι μόνο μια έκφραση της συνολικής κρίσης του καπιταλισμού. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς. Πράγμα που βάζει νέα ζητήματα στην κουβέντα. Όχι όμως σ’ αυτό το κείμενο.

Hobo

Το βιβλίο «Δημόσιο Χρέος και κοινωνικός ανταγωνισμός» από τις εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι, κυκλοφορεί σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας κι άλλων πόλεων και σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους. Για παραγγελίες, επικοινωνία, κλπ: kinoumenoitopoi@mail.com


[1] Είναι γνωστό ότι υπήρξε μια τέτοια απεργία για πέντε βδομάδες το 2005, που δυστυχώς δεν νίκησε.

[2] Η συζήτηση που αφορά αυτό το θέμα είναι τεράστια, με πολλές τεχνικές παραμέτρους -πολλές φορές στα όρια της οικονομικής αλχημείας- αλλά δεν μπορούμε να την πιάσουμε τώρα. Κάποιος μπορεί να δει τι λένε επ’ αυτού τα φερέφωνα της κυβέρνησης εδώ:
http://www.kathimerini.gr/763848/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/pws-to-prwtogenes-elleimma-ginetai-prwtogenes-pleonasma

[3] Ημερησία, 16/09/2013, Συνέντευξη με τον Τάσο Γιαννίτση, τέως υπουργό εργασίας. Αυτός ο καλός κύριος μετά την αποτυχία του να περάσει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο της καταστροφής μας, το 2001, υπηρέτησε το ελληνικό κράτος από διάφορες θέσεις και στη συνέχεια έγινε ανώτερος υπάλληλος του Λαμπράκη και τέλος του Λάτση, ως πρόεδρος του Δ.Σ. στα Ελληνικά Πετρέλαια από το 2009, όπου επιφορτίστηκε να επιβάλει όλες τις επαχθείς νομικές ρυθμίσεις των μνημονίων, σε βάρος των εργατών και των εργατριών της επιχείρησης. Τέτοιοι άνθρωποι δεν χάνονται ποτέ, το κεφάλαιο ξέρει να ανταμείβει τα πιστά σκυλιά του, παρέχοντάς τους αφειδώς την ανάλογη εμπιστοσύνη.