Οι φλόγες ξεχύθηκαν ανεξέλεγκτες και κατηφορίζουν
Έφτασαν έξω από τα δυο τελευταία σπίτια
Τα δάκρυα και ο ιδρώτας εξαϋλώθηκαν
Ένα κόκκινο άγριο
Όχι- καμία μεγαλοπρέπεια στο πορφυρό
Οι βαθιές αυλακιές μοιάζουν τώρα με ξερόλακους
Λες και ξεχερσώθηκαν άτσαλα με το αλέτρι
Ξερή η κοίτη και δε θα βγάλει πουθενά
Όχι- καμία μεγαλοπρέπεια στο σταβάρι
Λιγοστές συστάδες δέντρων ασθενικές και κυρτές
Από την αρρώστια του χρόνου
Ένας τροχός σπασμένος και παρατημένος σε μια εσχατιά
Όχι- καμία μεγαλοπρέπεια στο μέτρημα
Τέφρα σε αυτή τη γή
Δε θα παράγει τίποτα
Δε θα την επισκέπτονται
Δε θα φέρνει δώρα
Δε θα τη βλέπει ο ήλιος
Δε θα τη κοιτάζουν με αγάπη
Στέρφα ζωή
Όχι- καμία μεγαλοπρέπεια στον θάνατό του
Εικοσιοκτώ χρόνια ή
τριακοσιοιστριανταέξι μήνες ή
εκατονεικοσιδυοεξακοσιεςσαράντα μέρες
Ακόμα λίγες και μία έλεγε ως τη σύνταξη
Μετά θα ζήσω μεγαλοπρεπής, έλεγε
Το μέτωπό του χαμογελούσε
[Αφιερωμένο στον φίλο Κ. Κάποιο βράδυ αρχές Αυγούστου καθόταν δίπλα από μια τηλεόραση που έπαιζε στη διαπασών έκτακτο δελτίο για μια πυρκαγιά. Μου έδειξε οργισμένος το χαρτί της απόλυσής του. Μετά από δύο βδομάδες τον κηδέψαμε. Το χαρτί του γιατρού έλεγε εγκεφαλικό.]