Socrates ‒ Ένας επαναστάτης με μπάλα στα πόδια

«Εάν οι Βίνσεντ βαν Γκογκ και Εντγκάρ Ντεγκά γνώριζαν, όταν ζωγράφισαν, την αναγνώριση που θα λάβει η δουλειά τους, δεν θα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Πρέπει να απολαμβάνεις όταν κάνεις τέχνη και να μην σκέφτεσαι “θα νικήσω”».

~Socrates

Στις 4 Δεκέμβρη 2011 απεβίωσε ένας από τους λίγους καλλιτέχνες του ποδοσφαίρου, ο Sócrates Brasileiro Sampaio de Souza Vieira de Oliveira, πιο γνωστός ως Σόκρατες. Γεννημένος το 1954 στο Μπελέμ της Β. Βραζιλίας, στην πρωτεύουσα της επαρχίας Παρά, στις όχθες του Αμαζονίου, ο Σόκρατες ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας πάμφτωχης οικογένειας. Ο Σόκρατες εκτός από εξαιρετικός ποδοσφαιριστής κατάφερε να αποκτήσει πτυχίο ιατρικής και διδακτορικό φιλοσοφίας. Ξεκίνησε την καριέρα του στην Μποταφόγκο πριν μεταγραφεί στην Κορίνθιανς, και αργότερα θα παίξει για ένα χρόνο στο ιταλικό καμπιονάτο με τα χρώματα της Φιορεντίνα. Για το σύντομο πέρασμά του από την Ευρώπη είχε πει: «Ο τρόπος ζωής δεν μου ταίριαζε. Ήμουν ένα χρόνο στη Φιορεντίνα και κάποιες φορές δεν ήθελα να προπονηθώ. Ήθελα να βρίσκομαι με φίλους, να κάνω πάρτι και να καπνίζω. Υπάρχουν περισσότερα στην ζωή από το ποδόσφαιρο».

Θα επιστρέψει στη Βραζιλία για να κλείσει την καριέρα του αγωνιζόμενος διαδοχικά στην Φλαμένγκο, τη Σάντος και τη Μποταφόγκο, ολοκληρώνοντας την παρουσία του σε επίσημους αγώνες ως παίκτης σε ηλικία 50 ετών. Αγωνίστηκε επίσης σε 60 παιχνίδια με την Εθνική Βραζιλίας, πετυχαίνοντας 22 γκολ. Αγωνιζόμενος στη μεσαία γραμμή και παρά το ύψος του (1.93), ήταν ταχύς και μεγάλος «τεχνίτης» με τη μπάλα και στα δύο πόδια, με άριστη αντίληψη του χώρου, καταπληκτική πάσα και σπεσιαλίστας στην εκτέλεση πέναλτυ. Οι απόψεις και οι πράξεις του, όμως, ξέφυγαν από τον στενό τομέα του αθλητισμού, καθιστώντας τον ίσως την πιο ενδιαφέρουσα ποδοσφαιρική προσωπικότητα. Εάν η υποσημείωση του Πελέ είναι οι τραπεζικοί λογαριασμοί του, εάν ο αστερίσκος του Γκαρίντσα είναι η άσωτη ζωή του, για τον Σόκρατες, όταν δεν μνημονεύονται τα ποδοσφαιρικά κατορθώματά του, πρωταγωνιστεί σε ιστορίες κοινωνικών αγώνων, με επίκεντρο μία αγαπημένη λέξη του, την άμεση δημοκρατία. Οι περισσότεροι από εμάς ξέρουν τον Σόκρατες ως ένα φοβερό δεκάρι, μια αθλητική ιδιοφυΐα. που διέπρεψε σε έναν τομέα που ο αυτοματισμός, η μη σκέψη, η αυστηρή τήρηση της ιεραρχίας και των εντολών, θεωρούνται γενικά επιβεβλημένες πιο πολύ και από τον στρατό. Λίγοι όμως ξέρουν ότι ο Σόκρατες, ο οποίος ήταν ένα έντονα πολιτικό άτομο, (όποτε πετύχαινε γκολ συνήθιζε να το πανηγυρίζει υψώνοντας χαρακτηριστικά την αριστερή του γροθιά στον ουρανό, σε έναν επαναστατικό χαιρετισμό προς τους φιλάθλους) μαζί με τους συμπαίκτες του στην Κορίνθιανς την διετία 1982-1984 (δηλαδή κατά την διάρκεια της δικτατορίας) πρωτοστάτησε στην ίδρυση της “Democracia Corinthiana”. Και ακόμα λιγότεροι, ξέρουν τι ήταν αυτή. Γιατί ακόμα και σήμερα, η δημιουργία και λειτουργία μιας αυτοδιαχειριζόμενης αμεσοδημοκρατικά ποδοσφαιρικής ομάδας, είναι κάτι το εξωφρενικό, πόσο μάλλον σε καθεστώς στυγνής δικτατορίας λατινοαμερικάνικου τύπου.

ποδόσφαιρο και αυτοδιαχείριση: η democracia corinthiana

Μέσα στα περίπου 5 χρόνια που βρέθηκε στην ομάδα της εργατιάς την Κορίνθιανς (Sport Club Corinthians Paulista η πλήρης της ονομασία) στο Σάο Πάουλο, η οποία ιδρύθηκε το 1910 από μία ομάδα μεταναστών εργατών, πρόλαβε να αγωνιστεί σε περίπου 300 παιχνίδια και να σκοράρει κάπου στις 200 φορές. Κανένα όμως από τα 3 τοπικά πρωταθλήματα στα οποία οδήγησε την ομάδα (1979, 1982, 1983) δεν συγκρίνεται με την πρωτοβουλία του, την επονομαζόμενη “Democracia Corintiana” (η Δημοκρατία της Κορίνθιανς).

Η Βραζιλία βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς, το οποίο κατέρρεε. Οι κοινωνικές εξεγέρσεις έβρισκαν ολοένα και περισσότερο έδαφος, και οι έντονα πολιτικοποιημένοι Σόκρατες και Βλάντιμιρ, μαζί με τους Βάλτερ Κασαγκράντε και Ζένον, εκμεταλλεύθηκαν τις διοικητικές ζυμώσεις στην Κορίνθιανς, ώστε να σχηματίσουν ένα ιδεολογικό κίνημα. Ο σύλλογος προερχόταν από μία άσχημη πορεία στο πρωτάθλημα του 1981, και τον Απρίλιο του 1982 διεξήχθησαν προεδρικές εκλογές. Ο Βισέντε Ματέους παρέδωσε τη «σκυτάλη» στον Βάλντεμαρ Πίρες, ο οποίος προσέλαβε σε θέση αθλητικού διευθυντή έναν κοινωνιολόγο, τον Αντίλσον Μοντέιρο Άλβες. Με αυτό το υπόβαθρο, της αριστερής βάσης φιλάθλων και της φιλελεύθερης διοίκησης, ο Σόκρατες και οι συμπαίκτες του θέσπισαν ένα διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης του συλλόγου, ένα σύστημα που εξέλειπε από τη βραζιλιάνικη κοινωνία, ένα αμεσοδημοκρατικό σύστημα. Οι παίκτες αποφάσιζαν για τα πάντα, με πλειοψηφία μεταξύ τους. Συζητούσαν και ψήφιζαν αμεσοδημοκρατικά για τη μέθοδο της προπόνησης, το σύστημα του παιχνιδιού, τη διαχείριση των χρημάτων και τα υπόλοιπα.

«Η βασική θέση της “Democracia Corintiana” προέβλεπε ψηφοφορία για κάθε απόφαση, ανεξαρτήτως σημασίας. Από την ώρα του γεύματος, μέχρι την πρόσληψη ή την απόλυση κάποιου ανθρώπου, απαιτείτο διαδικασία ψηφοφορίας, όπου συμμετείχαν απαράβατα όλοι οι εργαζόμενοι στον σύλλογο, και κάθε ψήφος είχε την ίδια βαρύτητα (“από τον φυλαρούχα, μέχρι τον πρόεδρο”)» όπως ανάφερε ο ίδιος στον συγγραφέα του βιβλίου “Futebol”, Άλεξ Μπέλος. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό περιστατικό το οποίο θεωρούσε πως αναδείκνυε σε μέγιστο βαθμό τον αυταρχισμό των διοικήσεων, ήταν το πού θα καταλύει η αποστολή της ομάδας πριν τα παιχνίδια: «Οι συγκεντρώσεις ταπεινώνουν τους ανθρώπους. Είναι σαν να λες “δεν αξίζεις τίποτα, είσαι ανεύθυνος, πρέπει να σε έχω υπό επιτήρηση”. Είναι ηλίθιο. Όσο πιο καλά είσαι, τόσο καλύτερα αγωνίζεσαι», είχε δηλώσει προς τη διοίκηση του συλλόγου. Προέτρεψε τους συμπαίχτες του να αποφασίζουν οι ίδιοι αν θέλουν να καταλύουν σε ξενοδοχείο πριν τους αγώνες, πράγμα που το πέτυχαν. Δεν έμειναν όμως μόνο σε αυτό. Οι ποδοσφαιριστές τύπωναν μηνύματα και δημοκρατικές προτροπές αντί για χορηγούς στις εμφανίσεις τους, σε μία περίοδο που ακόμα και η παρουσία της λέξης «δημοκρατία» εγκυμονούσε κινδύνους, ενώ κάποιες εμφανίσεις είχαν τα νούμερα και γράμματα αναποδογυρισμένα. Ο Σόκρατες, μιλώντας για τον εαυτό του και το πώς έγινε πολιτικοποιημένο άτομο, είχε πει: «Το 1964 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα. Ήμουν 10 ετών και θυμάμαι τον πατέρα μου να καίει ένα βιβλίο για τους Μπολσεβίκους που είχε στο σπίτι μας, από φόβο μήπως και του το βρουν. Αυτό το γεγονός φούντωσε το ενδιαφέρον μου για την πολιτική. Το ποδόσφαιρο ήρθε κατά τύχη. Ήμουν ένα παιδί της δικτατορίας. Πάντα είχα το βλέμμα μου στραμμένο στις κοινωνικές αδικίες της χώρας, και είχα συναδέλφους και συμφοιτητές που έπρεπε να κρύβονται ή να αποδράσουν. Απλώς έτυχε να είμαι καλός στο ποδόσφαιρο». Όσο για την αιτία που προχώρησε μαζί με τους υπόλοιπους παίκτες σε αυτό το κίνημα μέσω της Κορίνθιανς: «Οι σύλλογοι επιθυμούσαν ολοκληρωτικό έλεγχο, ενώ εμείς αισθανόμασταν ότι θα έπρεπε να συμβουλεύονται τους ποδοσφαιριστές, και να μην τους συμπεριφέρονται σαν παιδιά. Δεν αντιδράσαμε μόνο στα απλά προβλήματα, αντιδράσαμε στην ευρύτερη πολιτική εικόνα. Το 1982 η “τιμάο” κατακτά το πρωτάθλημα Παουλίστα, με τους ποδοσφαιριστές στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν να φορούν φανέλα με τη λέξη “δημοκρατία” στην πλάτη. Ίσως ήταν η πιο τέλεια στιγμή που έχω βιώσει. Είμαι σίγουρος πως ισχύει το ίδιο για το 95% των συμπαικτών μου. Ήταν η σπουδαιότερη ομάδα που έχω αγωνιστεί ποτέ, επειδή επρόκειτο για κάτι περισσότερο από ποδόσφαιρο. Οι πολιτικές νίκες μου είναι πιο σημαντικές από αυτές ως επαγγελματίας παίκτης. Ένα παιχνίδι τελειώνει σε 90 λεπτά, όμως η ζωή συνεχίζεται».

Οι πιέσεις των φασιστών στρατιωτικών, όμως, ήταν ανυπόφορες. Ο ταξίαρχος Ζερόνιμο Μπάστος αντιλήφθηκε τη δυναμική του κινήματος, και προειδοποίησε τον σύλλογο πως ξεφεύγει από τα όρια του αθλητικού ρόλου του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε αγωνιστικό επίπεδο, όμως, η περίοδος 1982-1984, όταν ηχούσε παντού το σλόγκαν «νίκη ή ήττα, αλλά πάντα δημοκρατικά», η Κορίνθιανς γνώρισε «άνθιση» και έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του πρωταθλήματος την πρώτη σεζόν, ενώ κατέκτησε τον πολιτειακό τίτλο το 1982 και το 1983. Σε αυτό το διάστημα, μάλιστα, αποπλήρωσε όλα τα χρέη και δημιουργήθηκε αποθεματικό. Μέσα σε δύο χρόνια, οι εκδιωγμένοι άρχοντες ξαναπήραν τα ηνία και σταμάτησαν τα πάντα. Όσο, όμως, διήρκεσε η αυτοδιαχείριση των ανθρώπων του συλλόγου, η «Κορίνθιανς» προσέφερε το πιο τολμηρό και φαντασμαγορικό ποδόσφαιρο όλης της χώρας, έφερε το μεγαλύτερο πλήθος στα γήπεδα, και κέρδισε δύο φορές το πρωτάθλημα.

«Το να κερδίσεις δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Το ποδόσφαιρο είναι μία τέχνη και πρέπει να παρουσιάζεις δημιουργία».

Ο Σόκρατες εξακολούθησε να ασχολείται με τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών και όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, σε σημείο που να προκαλεί ανησυχία στο αριστερό, εργατικό κόμμα της Βραζιλίας, το οποίο αρνείτο να αποδεχθεί τους ποδοσφαιριστές ως εργαζομένους, και όχι μόνο αθλητές. Πάντοτε πολιτικός ακτιβιστής, συμμετείχε στις καμπάνιες περί ελεύθερων εκλογών για πρόεδρο, τον καιρό της δικτατορίας, έδινε το «παρόν» σε δημοσίους διαλόγους, και αργότερα επέκρινε τα κακώς κείμενα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ενώ ήρθε σε σύγκρουση με τον «σοσιαλισμό» του Λούλα: «Αγωνιστήκαμε για να διώξουμε το σκοτάδι της δικτατορίας, με το φως της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και δεν αντέχω να βλέπω όλα τούτα τα κοινωνικά και οικολογικά εγκλήματα». Δεν κατέβηκε ποτέ στον πολιτικό στίβο, παρά την παρότρυνση από αρκετούς, απαντώντας τους: «Είμαι ήδη πολιτικοποιημένος». Από την εποχή ακόμα που ήταν ποδοσφαιριστής πήγαινε στην Αμαζονία και βοηθούσε τους ινδιάνους, ενώ αγωνίστηκε ενάντια στην καταστροφή του δάσους του: «Η φύση δεν μπορεί να γίνει σπέκουλα κανενός αριβίστα αριστερού, ή κτήμα του οποιουδήποτε αδηφάγου γαιοκτήμονα». Σημαντική ίσως είναι και η δήλωσή του, φτύσιμο στα μούτρα κάθε πατριώτη: «Δεν μου αρέσει αυτή η Βραζιλία που έρχεται ναι αντικαταστήσει τη θέση των Γιάνκηδων στη Νότιο Αμερική». Απέρριψε, επίσης, την ιδέα να γίνει πρέσβης του ποδοσφαίρου, όπως ο Πελέ, επειδή τον απωθούσε «η εμπορευματοποίηση και όλες αυτές οι αηδίες». Υπήρξαν, όμως, 2 ακόμα δυνατές αγάπες στην ζωή του εκτός από τη μπάλα, ο καπνός και το αλκοόλ. «Είμαι αυτός που είμαι. Καπνίζω από τα 13 μου. Μόνο ένα φιλοσοφικό θέμα υπάρχει για εμένα. Γιατί να υποκριθώ ότι είμαι κάτι που δεν είμαι; Ναι καπνίζω. Θα πεθάνω από καρκίνο του πνεύμονα ή από εμφύσημα» εξομολογήθηκε σε μία από τις συνεντεύξεις του, αποκαλύπτοντας πως κάπνιζε 2 πακέτα τσιγάρα την ημέρα, ακόμα και τον καιρό που αγωνιζόταν στο υψηλότερο επίπεδο. Όσο για το ποτό, δεν του ήταν δύσκολο να παραδεχθεί πως ήταν αλκοολικός, και το έδειχνε σε κάθε περίσταση. Το 2001 κατέπληξε την απεσταλμένη του BBC στη Βραζιλία, Κίρστι Λανγκ, με τις ποσότητες μπύρας που μπορούσε να καταναλώσει σε μία βραδιά. Στη συνάντησή τους σε μπαρ του Ριμπεϊράο Πρέτο, παρά το αλκοόλ, παρέμεινε αρκετά νηφάλιος ώστε να εκφέρει ορισμένες ριζοσπαστικές απόψεις. «Νομίζω ότι ο ομοσπονδιακός προπονητής πρέπει να εκλέγεται από τον λαό. Πρέπει να εκδημοκρατίσουμε το ποδόσφαιρο, και όταν το κάνουμε, θα εκδημοκρατίσουμε και τη Βραζιλία. Αυτό που χρειάζεται είναι μία επανάσταση στο ποδόσφαιρο, και για να συμβεί αυτό πρέπει το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο να υποστεί μια καταστροφή», της είπε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του και λέγοντας «στην επανάσταση!». Τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου του 2011, μία Κυριακή όπου και πάλι η ομάδα του χρειαζόταν μία ισοπαλία για να πανηγυρίσει το πρωτάθλημα, ο Σόκρατες διακομίσθηκε εσπευσμένα στην εντατική του νοσοκομείου «Άλμπερτ Άινσταϊν». Αιτία δεν ήταν η κατανάλωση αλκοόλ, αλλά μια τροφική δηλητηρίαση που υπέστη. Ο εξουθενωμένος οργανισμός του δεν κατάφερε να ξεπεράσει ήπια την κρίση, με συνέπεια να βρεθεί ξανά στο κρεβάτι του νοσοκομείου με μηχανική υποστήριξη. Λίγες ώρες πριν, η Κορίνθιανς είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα, και οι φίλοι της φώναζαν “obrigado” (σου χρωστάμε!) στον πιο σπουδαίο παίκτη που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της ομάδας τους.

Ένας Navajo 3 antifa