To παιχνίδι της εξόρυξης πετρελαίου αλλάζει σκακιέρα


Η εξόρυξη πετρελαίου είναι μια διαδικασία που κάθε άλλο παρά σαν παιχνίδι μπορεί να ειδωθεί, καθώς δεν μιλάμε για ορισμένα οικόπεδα σε ένα χαρτί, αλλά για μια διαδικασία που, από την γέννηση της, με την ανακάλυψη του πετρελαίου, παράγει σύνθετες περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες. Όχι βέβαια για τις εταιρίες που συνήθως ελέγχουν τις εξορύξεις, αλλά για όλους τους άλλους οι οποίοι τυγχάνει να γειτονεύουν με αυτές. Αφορμή για αυτό το κείμενο στάθηκε η άδεια ερευνών για εξορύξεις στον ελλαδικό χώρο, και συγκεκριμένα, σε μια θαλάσσια περιοχή 60.000 τ.χ., που καταλαμβάνει σχεδόν όλο τον ανατολικό θαλάσσιο χώρο, ξεκινώντας νότια της Κρήτης και συνεχίζοντας σε όλο το Ιόνιο πέλαγος.

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Θα ξεκινήσουμε απ’ τα περιβαλλοντικά ατυχήματα, τα οποία όμως, δεν έχουν να κάνουν με το πόσο τυχεροί θα σταθούμε στο να μη συμβεί κάποιο σοβαρό ατύχημα. Όπως διαβάζουμε και στην έρευνα της Greenpeace, οι διαρροές και τα ατυχήματα είναι η επιχειρησιακή καθημερινότητα. Στο ίδιο άρθρο, παρατίθενται τα στοιχεία που δίνουν στη δημοσιότητα οι ίδιες πετρελαϊκές εταιρίες που αναλαμβάνουν και τις εξορύξεις. Παραδείγματος χάριν διαβάζουμε για τρεις εταιρείες που έχουν δείξει ενδιαφέρον για τα κοιτάσματα πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο. Τα τελευταία στοιχεία της Shell που μπορέσαμε να βρούμε δείχνουν 71 περιστατικά διαρροών μέσα στο 2016, τα οποία αφορούν συνολική διαρροή περίπου 700 τόνων, δηλαδή περίπου δύο φορές η ποσότητα της εκτιμώμενης διαρροής του ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ. Ενώ, όπως διαπιστώνει κανείς βλέποντας τα στοιχεία της Shell, την τελευταία δεκαετία υπήρχε χρονιά που οι διαρροές έφτασαν ακόμα και τους 9.000 τόνους. Αντίστοιχα, η Exxon Mobil δηλώνει περήφανη που υπήρχε μείωση των διαρροών σε σχέση με προηγούμενες χρονιές, με αποτέλεσμα το 2016 να έχουν διαρρεύσει σε νερό και γη μόνο 4.700 βαρέλια (περίπου 650 τόνοι). Ομοίως, και η γαλλική Total, η οποία για το 2016 αναφέρει 73 περιστατικά με τη συνολική ποσότητα διαρροής στους 800 τόνους και φυσικά δεν αποτελούν την εξαίρεση.

Βέβαια, πάντα υπάρχει η περίπτωση να μην σταθούμε τυχεροί, και στην παραπάνω μόλυνση να έρθει να προστεθεί και ένα ατύχημα, όπως αυτό που συνέβη στον κόλπο του Μεξικού το 2010, όπου η αμερικάνικη κυβέρνηση ανέφερε, πως το πετρέλαιο που διέρρευσε ήταν 4.9 εκατομμύρια βαρέλια. Ειδικά στην περίπτωση των εξορύξεων στην Μεσόγειο, ακριβώς επειδή πραγματοποιούνται σε πολύ μεγάλο βάθος, καθίστανται πιο επισφαλείς και ο κίνδυνος ακόμα μεγαλύτερος.

Σε αυτό το σημείο, αξία θα είχε να δούμε και την οικονομική διάσταση αυτού του φαινομένου, αν και δεν μας αφορά καθόλου αν «συμφέρει» ή όχι ένα ατύχημα σε σχέση με τα κέρδη τους. Αυτό άφορα αυτούς που εισπράττουν τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πετρελαίου και όχι όλους εμάς που θα δεχτούμε το πλήθος των αρνητικών επιπτώσεων, έμμεσα ή άμεσα.  Ενδιαφέρον έχει και το παράδειγμα του ατυχήματος στο Μοκόντο, που μας δείχνει ότι, ακόμα και στην περίπτωση κάποιου μεγάλου ατυχήματος, οι πετρελαϊκές εταιρίες μπορούν να αποποιηθούν μέρος της ευθύνης τους, ώστε να κρατήσουν τα κέρδη, ενώ το δημόσιο να πληρώσει για την περιβαλλοντική αποκατάσταση. Καταδεικνύεται έτσι η στυγνή κερδοσκοπία της όλης επιχείρησης,  έναντι στο «επιστημονίστικο» προφίλ που προσπαθεί να στοιχειοθετήσει την αναγκαιότητα των εξορύξεων, σαν μια ευρεία κοινωνική επένδυση από την οποία ωφελούμαστε όλοι και ελέγχεται απόλυτα από ένα πλήθος κρατικών και επιστημονικών φορέων.

Κοινωνικές συνέπειες

Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις στην Βενεζουέλα δείχνουν ακριβώς τι συμβαίνει, όταν οι εταιρείες πετρελαίου και οι κρατικές οντότητες που τις εξυπηρετούν, δεν έχουν πρόσβαση στην εκμετάλλευση του πολυπόθητου πόρου. Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν στοχεύουμε να κάνουμε πολιτική ανάλυση πάνω στις διαφορές ή και όχι ενός σοσιαλιστικού κράτους.  Παρ όλα αυτά είναι γεγονός ότι η Βενεζουέλα διαθέτει ένα απ’ τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου στον κόσμο, τα οποία κρατικοποίησε ο Ούγκο Τσάβες παραγκωνίζοντας τις αμερικάνικες εταιρείες που τα εκμεταλλεύονταν μέχρι τότε. Εκ τότε έχουμε παρακολουθήσει ένα εμπάργκο, δυο πραξικοπήματα καθώς και τεχνητές ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης και φάρμακα. Η Βενεζουέλα δεν είναι βέβαια το μόνο παράδειγμα αποσταθεροποίησης με στόχο τον έλεγχο του πετρελαίου,  καθώς πλήθος πολέμων έχουν συνδεθεί με αυτή τη μάχη. Μάλιστα, ούτε δυο δεκαετίες δεν έχουν περάσει από την εισβολή στο Ιράκ.

Ανάπτυξη

Σε αυτό το σημείο, είναι ίσως σημαντικό να εξετάσουμε την έννοια της «ανάπτυξης», και αυτό γιατί έχει συνδεθεί άμεσα με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, σε σημείο να έχουν γίνει συνώνυμα. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι η διαδικασία της εξόρυξης βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων. Παράλληλα, η «ανάπτυξη» προσπαθεί να συνδεθεί  με την γενικότερη πρόοδο της ανθρωπότητας. Είναι όμως έτσι? Αυτή η αρχή διατυπώθηκε αρχικά από τη σοσιαλδημοκρατική μεριά που συνέδεσε την οικονομική ανάπτυξη με την κοινωνική ευμάρεια, ενώ σήμερα ξανά ανακαλύφθηκε από το νεοφιλελεύθερο τόξο. Στις μέρες μας, η εξάντληση των φυσικών πόρων και της απρόσκοπτης ανάπτυξης χωρίς όρια, είναι πραγματικότητα. Ενώ παράλληλα ο νεοφιλελευθερισμός δεν μπορεί να πείσει κανέναν ότι η οικονομική ανάπτυξη των σύγχρονων εταιρειών στοχεύει στην κοινωνική ευμάρεια, που υποσχόταν η σοσιαλδημοκρατία.

Επιστρέφοντας στο ζήτημα των εξορύξεων και ανοίγοντας ένα λεξικό, θα δούμε να περιγράφεται η συγκεκριμένη έννοια της ανάπτυξης ως μεγαλύτερη έκταση ή ακόμα και ως σταδιακή αύξηση ή βελτίωση. Κοιτώντας τις εξορύξεις θα μπορούσαμε να μιλήσουμε σίγουρα για μεγάλη επέκταση την υπερεκμετάλλευσης τον πόρων και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Ενώ η μόνη αύξηση ή βελτίωση που μπορούμε να δούμε παρατηρείται στις μετοχές των πετρελαϊκών εταιριών.

Κοινωνική αναπαραγωγή και φυσικοί πόροι

Στην παράγραφο που ακολουθεί, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την κοινωνική αναπαραγωγή μέσα στον καπιταλισμό, καθώς και την χρήση τον φυσικών πόρων. Αυτά σε μια προσπάθεια να απαντήσουμε στο αν είναι απαραίτητη αυτή η υπερκατανάλωση των φυσικών πόρων και με στόχο να καταρρίψουμε τη λογική ότι η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι ένα αναγκαίο κακό.  Η διαδικασία του περάσματος στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής πραγματοποιήθηκε μέσα απ’ την αποξένωση του εργάτη από τα μέσα παραγωγής και της παραγωγής από την κατανάλωση, καθώς και μέσο ενός αναγκαίου κοινωνικού συμβολαίου, που εκφράστηκε μέσα απ’ το κοινωνικό κράτος. Από εκεί και έπειτα ο κάθε άνθρωπος που δεν βρισκόταν απ’ την μεριά των εκμεταλλευτών, ήταν αναγκασμένος να πουλάει την εργατική του δύναμη, και σε αντάλλαγμα να παίρνει ένα μέρος αυτής με την μορφή μισθού, με τον οποίο μπορούσε να αγοράσει τα απαραίτητα αγαθά που χρειαζόταν, τα όποια πιθανότατα παράγονταν στην άλλη μεριά του κόσμου. (Παρ όλα αυτά, το κοινωνικό κράτος έφτασε στην ακμή του και το κράτος προσπαθεί πλέον να αποσυρθεί από αυτό, αρά και από το κοινωνικό συμβόλαιο). Παράγωγο αυτής της διαδικασίας είναι η καταναλωτική κοινωνία, η οποία δημιούργησε η οικονομική ανάπτυξη με στόχο να απορροφά τα ολοένα περισσότερα εμπορεύματα της, ώστε να συνεχίσει να παράγει κέρδος. Ενώ ο διαχωρισμός της παραγωγής απ’ την κατανάλωση, αύξησε κατακόρυφα την κατανάλωση των φυσικών πόρων ώστε να μεταφέρονται όλα αυτά τα εμπορεύματα απ’ την άλλη μεριά της γης, ακόμα και όταν μιλάμε για τα πιο βασικά αγαθά για την ανθρώπινη αναπαραγωγή. Συμπερασματικά, όλη αυτή η κατανάλωση φυσικών πόρων δεν γίνεται για την λάμπα του δωματίου μας, αλλά για την συνέχιση της παράγωγης λαμπτήρων καθώς και την μεταφορά τους. Δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής «παίρνει» φυσικούς πόρους και εργασία, με στόχο να παράγει υπεραξία άρα και κέρδος, όχι με στόχο να καλύψει τις ανάγκες αναπαραγωγής της ανθρωπότητας.

Αποανάπτυξη

Τα τελευταία χρόνια στον αντίποδα όλων των παραπάνω έχει αναπτυχθεί ένα πλήθος κινημάτων, κάτω απ’ την ομπρέλα της αποανάπτυξης. Προτείνοντας ένα αντιπαραθετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης ενάντια στην «ανάπτυξη» αλλά και στην οικονομική μεγέθυνση, η αποανάπτυξη έχει βασιστεί στις αρχές της πολιτικής οικολογίας η οποία προωθεί την άποψη ότι χωρίς την αποδόμηση του υπάρχοντος  κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού μοντέλου δεν γίνεται να προστατευτεί το περιβάλλον, αλλά και στην κριτική για τον έλεγχο αλλά και την διανομή των φυσικών πόρων. 
Ενώ, όπως σημειώνει ο Κάρλος Τάιμπο, η αποανάπτυξη δεν στοχεύει να αντικαταστήσει τις ιστορικές αντιστάσεις απέναντι στον καπιταλισμό. Τι προτάσσει όμως η αποανάπτυξη?

Προωθεί τη μείωση του μεγέθους των πόλεων, την οργάνωση στην βάση της κοινότητας μέσα και έξω από την πόλη, καθώς και την άμεση σχέση με την ύπαιθρο, ώστε να είναι εφικτή η ενεργειακή και διατροφική επάρκεια, μάλιστα κάτω από έναν οριζόντιο αμεσοδημοκρατικό έλεγχο, μέσω της χρήσης μικρών ή οικιακών μονάδων Α.Π.Ε. αλλά και της καλλιέργειας της γης, που θα ελέγχονται από την συνέλευση της γειτονιάς ή και της κοινότητας. Προωθεί ακόμη τη χρήση της γνώσης και της τεχνολογίας με γνώμονα την απελευθέρωση του χρόνου αλλά και την διευκόλυνση της συντροφικής ζωής. Επιπλέον αντιδιαστέλλει την αλληλεγγύη απέναντι στην αποδοτικότητα, την επάρκεια έναντι στον καταναλωτισμό και την κατάργηση της ιδιοκτησίας έναντι στην συσσώρευση πλούτου. Η αποανάπτυξη βάζει έτσι σε πρώτο πλάνο την κοινωνική ζωή.

foreign_voice

Σε ό,τι αφορά τα σχέδια ελληνικού κράτους για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, μια ανάγνωση αποτελεί πως η επιλογή αυτή συνιστά και τη νέα «μεγάλη ιδέα». Οι προβολείς των μίντια φωτίζουν την «ανάπτυξη» και «τις επενδύσεις στο ελληνικό κεφάλαιο», γεγονός που δείχνει τη μανία με την οποία επιχειρείται η ισχυροποίηση της θέσης της στο γεωπολιτικό παιχνίδι στη Μεσόγειο, καθορίζοντας την ένταξη της Ελλάδας στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη, αυτή τη φορά με τη βούλα.

Τοπικές αντιστάσεις

Μετά τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης και τα ευρωπαϊκά συνέδρια για την επερχόμενη εκμετάλλευση κοιτασμάτων στην Δυτική και Νότια Ελλάδα, να που ξεπηδούν και οι φωνές αντίστασης από τόπο σε τόπο. Πέρα από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, καθώς και ένα κομμάτι της αναγνωρισμένης επιστημονικής κοινότητας που αντιδρά με τα αντίστοιχα μέσα, από τον Απρίλη ήδη σχηματοποιούνται πρωτοβουλίες κατοίκων και ανοιχτές συνελεύσεις, που συγκροτούνται γύρω από την εναντίωση τους στο μάστερπλαν των εξορύξεων. Παρακολουθούμε δηλαδή μια προσπάθεια συλλογικοτήτων και ανοιχτών οριζόντιων συνελεύσεων από κάτοικους των εν λόγω περιοχών, που πρόκειται να πληγούν πρώτες, να βρεθούν από κοινού και να δράσουν χωρίς ηγεσία, με στόχο αφενός την αντιπληροφόρηση, αφετέρου την αντίσταση και τη σύνδεση των αγώνων τους.

Συγκεκριμένα, στα Γιάννενα, την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη, την Κέρκυρα, και τη Λευκάδα, οι πρωτοβουλίες ενάντια στις εξορύξεις πραγματοποιούν αυτούς τους μήνες εκδηλώσεις ενημέρωσης προς την ντόπια κοινωνία αλλά και συμβολικές δράσεις – παρεμβάσεις σε τοπικά θεσμικά όργανα, αρμόδια των αποφάσεων, όπως στο Περιφερειακό Συμβούλιο Ιονίων Νήσων. Στις 11 του Μάη πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση στα Γιάννενα ενάντια στις εξορύξεις με τη συμμετοχή 2.500 ατόμων, από πολιτικές συλλογικότητες, πρωτοβουλίες κατοίκων, αριστερές οργανώσεις, ΜΚΟ κ.α. Διαδήλωση πολύμορφη και μαζική, που αποσιωπήθηκε από τα καθεστωτικά, ντόπια και πανελλαδικά μέσα ενημέρωσης. Αντιθέτως στην Κρήτη, όπου το θαλάσσιο αυτό κοίτασμα φυσικού αερίου είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και το πιο επισφαλές προς εκμετάλλευση λόγω του βάθους που εντοπίζεται, ήδη έχει κινήσει το ενδιαφέρον στο Πολυτεχνείο Κρήτης με την ίδρυση Ινστιτούτου Πετρελαϊκής Έρευνας, και του υπουργού Σταθάκη, με το ντόπιους να στέκονται απλώς θεατές.

Πάντως, κοινή στόχευση φαίνεται να είναι ένα πανελλαδικό δίκτυο ενάντια στις εξορύξεις, που μέσω του συντονισμού των αγώνων από τόπο σε τόπο, θα αποτελέσει ένα ισχυρό εγχώριο κίνημα. Κίνημα το οποίο θα θέσει σε έμπρακτη αμφισβήτηση την αναγκαιότητα των εξορύξεων και θα σταθεί εμπόδιο στην επέλαση των πολυεθνικών. Το ζήτημα ,όμως, εντοπίζεται στη μορφολογία και την έκταση της αντίστασης ως τώρα. Το συλλογικό αγωνιζόμενο υποκείμενο, που τώρα διαμορφώνεται, θα πρέπει να μείνει μακριά από «πάρε δώσε» με τις πολυεθνικές εταιρείες που υπόσχονται θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, αλλά και μακριά από τις τοπικές περιφερειακές /κομματικές δυνάμεις που εμφανίζονται ως σωτήρες στα προεκλογικά ή μη μανιφέστα τους. Παρ’ ότι η περίπτωση των Σκουριών, σε επίπεδο καταστροφής του περιβάλλοντος και καταστολής της ντόπιας κοινωνίας, που αντιστέκεται ακόμη, αποτελεί ένα μάθημα για όλους και όλες, μέχρι τώρα δεν έχουμε σταθεί στο ύψος της περίστασης. Και επειδή συχνά παρουσιάζεται μάταιη η αντίσταση απέναντι στην καπιταλιστική βιομηχανία, το παράδειγμα της γειτονικής Ισπανίας, μας δείχνει το αντίθετο. Όπως αναφέρει και η WWF Ελλάς στην ενημερωτική της καμπάνια, οι δυναμικές κινητοποιήσεις των κατοίκων στις Βαλεαρίδες νήσους μέσα από τη συμμαχία κατά των εξορύξεων στην Ισπανία «Alianza Mar Blava» οδήγησαν την ισπανική κυβέρνηση να πάρει πίσω τις παραχωρήσεις για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων σε πέντε περιοχές.

Γκρίνο