Συντρόφια στους δρόμους της φωτιάς;

Πράξη 1η

Πριν λαλήσει ο πετεινός, η Προδοσία γιορτάζει τη συνέπεια στο καθήκον της

«3 μήνες μετά την 31η Οκτώβρη, έχουμε χρέος να βρεθούμε στον δρόμο για να υπερασπιστούμε και να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη του συντρόφου μας και να συνεχίσουμε τον αγώνα του, με τον ίδιο πάντα παρόντα σε κάθε δράση, την κάθε πορεία, την κάθε μικρότερη ή μεγαλύτερη πράξη αντίστασης και σύγκρουσης με τον κόσμο της εξουσίας» (Από εσωτερικό κάλεσμα συνέλευσης αλληλεγγύης).

«Θεωρούμε το χρέος ως την πλέον εξουσιαστική (πολιτικά) και ενοχική (ηθικά/θρησκευτικά) έννοια να αναφερθείς σε κάτι που κρίνεις αναγκαίο και σημαντικό να γίνει, όχι μόνο στις μέρες μας αλλά και ιστορικά». (Από εσωτερική απάντηση ομάδας που συμμετείχε στην συνέλευση για το γεγονός των Αμπελοκήπων (1)).

Η έννοια χρέος προσφέρει κάποιο ιδιαίτερο νόημα στη σύγκρουση με την εξουσία ή ανήκει καθ’ εαυτή στον κόσμο της; Πρώτη παρατήρηση, η απόδοση εξουσίας σε μια έννοια έξω από ιστορικά, πολιτικά, πολιτισμικά συμφραζόμενα, αποτελεί ουσιοκρατική θεώρηση της γλώσσας, μια αφύσικη απόδοση άχρονου, καθολικού και απόλυτου νοήματος εν είδη υπερφυσικού σώματος. Πρόκειται για αυταρχικό εγχείρημα εξαγωγής ιδεολογίας με παραγκωνισμό των διαφορετικών εννοιολογήσεων που παράγονται μέσα από την κοινωνική πάλη και την ιστορική εξέλιξή της. Ο αφορισμός ορισμένων λέξεων, που έχουν υφαρπαχθεί από το πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο της χρήσης τους για να τους αποδοθούν βολικά ανταγωνιστικά νοήματα, συμπληρώνεται με την αντιπρόταξη άλλων λέξεων, αφηρημένα, στις οποίες οι ουσιοκράτες θα αποδώσουν ανά πάσα στιγμή το νόημα που ταιριάζει στη δική τους πολιτική στάση, στα δικά τους κεκαλυμμένα κίνητρα, κανονιστικά και με ηθική απολυτότητα αντίστοιχη του προηγηθέντος αφορισμού. Στο «χρέος» και το «καθήκον» αντιτάσσουν τη «συνείδηση», τη «βούληση», την «επιθυμία» και την «ανάγκη» σαν οι έννοιες να μην διασταυρώνονται. Καθώς όμως, καμία ιδεολογική ψευτιά δεν μπορεί να πείσει ότι το αίσθημα χρέους είναι κατ’ ουσίαν ασύνδετο με την κοινωνική συνείδηση, και το καθήκον ασύνδετο με την ανάγκη, ας εξετάσουμε τις συγκεκριμένες έννοιες στο σύνολό τους μέσα στο δεδομένο πολιτικό πλαίσιο της μνήμης ενός αγωνιστή που έδωσε την ζωή του στην επαναστατική πάλη.

Ιστορικά, η έννοια χρέος δεν διαμορφώθηκε ούτε από το κράτος, που έπεται κατά πολύ της ανθρώπινης κοινωνίας, ούτε από θρησκευτικά ιερατεία και τους θεσμούς εκμετάλλευσης. Αντιθέτως, στην άμεση κοινωνική σφαίρα, εκείνην που δεν μεσολαβείται από ετερόνομες εξουσίες, η έννοια εκφράζει την αμοιβαιότητα στη χρονική διάσταση. Από τη σκοπιά της ασφάλειας και της εξέλιξης των κοινωνικών σωμάτων και της ανοιχτής κοινωνικότητάς τους, η αμοιβαιότητα σε μέλλοντα χρόνο είναι όλη η κρίσιμη διεργασία, ενώ η εφήμερη συνάντηση και η αυτοτελής στιγμιαία πράξη ανισόμετρης βοήθειας, ανταλλαγής ή συνεργασίας έχουν σημαντικό νόημα μόνο ως εφαλτήρια προοπτικής βαθειάς αμοιβαιότητας. Οι κοινωνικοί οργανισμοί επιβιώνουν και εξελίσσονται μέσω της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη, ακόμα και όταν ικανοποιείται στιγμιαία, αφορά στην προοπτική. Η αμοιβαία εγγύηση κλειδώνει την πράξη του μοιράσματος. Η αλληλεγγύη ενέχει ηθική δέσμευση. Τα συμβόλαια υπό ποινική απειλή εμπίπτουν στην σφαίρα των συσχετισμών εξουσίας, όχι στη σφαίρα της αλληλεγγύης. Άρα, η αλληλεγγύη αποτελεί πρωτίστως εμπιστοσύνη στο κοινωνικό αίσθημα χρέους και καθήκοντος. Το νόημα που θεμελιώνει την αλληλέγγυα εμπιστοσύνη δεν βρίσκεται στα υποσχετικά λόγια του ανθρώπου που λαμβάνει. Μπορεί να μην ειπωθεί κουβέντα. Μπορεί να μην υπάρξει ούτε συνάντηση, ούτε εκ του μακρόθεν διατυπώσεις (π.χ. ο αντιπραγματισμός, η αρχαία πρακτική κατά την οποία οι κοινότητες αντάλλασσαν αντικείμενα αφήνοντας τα σε ένα σημείο, χωρίς να γίνονται συνεννοήσεις, συναντήσεις κ.λπ.). Η εμπιστοσύνη πηγάζει από την πίστη του υποκειμένου που την προσφέρει, στην εμμενή δυναμική της κοινωνικής προοπτικής. Ακόμα και αν τα υποκείμενα που θα λάβουν την προσφορά δεν δίνουν κανένα σημάδι αισθήματος κοινωνικού χρέους, η δοτική πρωτοβουλία, το δώρο, εγκαθιστά την προοπτική. Η πραγμάτωση όμως της αλληλεγγύης ως διενεργού σχέσης, έρχεται μέσα από το αίσθημα χρέους.

Η αλληλεγγύη αποτελεί μια ηθική, και η κοινωνική ανάπτυξή της διαμορφώνει ελεύθερους κανονιστικούς κώδικες. Δίχως ηθική δεν υπάρχει αλληλεγγύη και δίχως κανονιστικούς κώδικες κάθε συνάντηση θα αποτελούσε έναν αγώνα προσέγγισης μέσα στην έρημο. Βέβαια οι γενιές που μεγαλώσαμε κατά την έναρξη της εποχής της αντιπρολεταριακής, αντικοινωνικής και αντεπαναστατικής αποδόμησης, βρήκαμε ζωντανούς μόνο τους αστικούς κώδικες μέσα στην έρημο. Γι’ αυτό ήταν ριζική ταξικοπολιτική και κοινωνική ανάγκη να ανασυγκροτήσουμε την επαναστατική ηθική μέσα από την ανατρεπτική πράξη, και να σπείρουμε αντιστασιακούς κοινωνικούς θεσμούς. Έγιναν βήματα στις δεκαετίες που πέρασαν, πάραυτα η φροντίδα της ανάγκης εκκρεμεί σε βασικούς όρους.

Η ηθική και ο κανονιστικός ιδεολογικός κώδικας του πολιτικού ρεύματος που εκφράστηκε μέσα από τον αφορισμό του αντιστασιακού χρέους, είναι απολύτως ατομικιστικά, αστικοφιλελεύθερα· αρνούνται την αυτοδέσμευση, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη έξω από τα όρια του προσωπικού ελέγχου και υποκρύπτουν την κοινωνική υπόσταση και αναπαραγωγή τους, δηλαδή αρνούνται την ελεύθερη και έτσι άρτια αλληλεγγύη. Η παραπλανητική επίκληση της θρησκευτικής ηθικής και της νοοτροπίας της αριστεράς, ως ιδεολογικά σκιάχτρα, υπηρετεί συνειδητά αυτόν το δόλιο μηδενιστικό πολιτικό σκοπό. Απέναντι σε αυτούς τους ιδεολογικούς εχθρούς, που τους προβάλουν στις ιδεολογικές βάσεις και τις πρακτικές του επαναστατικού αναρχισμού, μπορούν να κρύψουν την ταύτισή τους με τον φιλελεύθερο αμοραλισμό.

Όπως ο φιλελευθερισμός απορρέει από ένα ιστορικό στάδιο του κρατισμού κατά το οποίο αυτοπροστατεύονται συνδυαστικά, έτσι και οι αντιεξουσιαστές ατομικιστές που αφορίζουν την επαναστατική ηθική, προστατεύουν ιδεολογικά την κοινωνικά ανήθικη πολιτική στάση τους με τις αυθαίρετες αξιωματικές («αξιακές») θέσεις τους και τη διεκδίκηση της αυθεντίας των «περιεχομένων». Όλες οι αξιωματικές θέσεις που δεν απορρέουν ευθέως από τις ανάγκες της υπαρκτής ταξικο-πολιτικής πάλης, είναι αυταρχικά δόγματα και παραφυσικά σκουπίδια. Οι αυθέντες της αντιφυσικής διάκρισης «μορφής» και «περιεχομένου» διεκδικούν μια θέση κρίνουσας διανόησης διαχωρισμένης από τις κοινωνικές πρακτικές και ειδικά από την επαναστατική πράξη. Για το γεγονός της έκρηξης στο διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους, η αριστοκρατία των «περιεχομένων» αποφάνθηκε ότι «δεν έχουμε υπόθεση, δεν έχουμε τον στόχο και το πολιτικό περιεχόμενο της ενέργειας». Έτσι μηδένισαν πολιτικά και ηθικο-κοινωνικά την τελευταία πράξη ενός στρατευμένου αναρχικού αγωνιστή, την προετοιμασία πραγματικά επιθετικών μέσων πάλης, για την οποία διακινδύνευσε με αίσθημα καθήκοντος και αυτοθυσιάστηκε. Το αγωνιστικό παρόν του νεκρού, που δεν γίνεται να πει πλέον κάτι παραπάνω, η ιστορία του και η συλλογική μαρτυρία που την περιγράφει πλουσιοπάροχη, δεν αρκούν για το ιερατείο, δεν τα κρίνει επαρκή για «κοινωνική απεύθυνση» με αναφορά στο εγχείρημα προετοιμασίας μια επιθετικής δυνατότητας, αν όχι επιθετικής δράσης. Εκμηδένιση της εμπιστοσύνης, όχι μόνο εκείνης που απαιτείται να προσφέρουν γενικά αναμεταξύ τους τα αντιστεκόμενα υποκείμενα ώστε να προχωρήσουν, αλλά ειδικότερα εκείνης που έχει προσφέρει ο ίδιος ο επαναστάτης σταθερά, πυκνά, πολύτροπα και τελικά δίνοντας την ζωή του για την κοινωνική εξέλιξη. Εκείνος εμπιστεύτηκε τα πάντα σε όλους, και ένα ιερατείο αρνήθηκε την αξιοπιστία της τελευταίας πράξης του αγωνιστή! Βεβαίως το προσωπικό χρέος «περιεχομένων» που απαιτήθηκε δεν θα πληρωθεί ποτέ. Βάσει αυτής της αισχρής χρέωσης ελλειμμάτων το ιερατείο αυτοαναγορεύτηκε σε καλό καθοδηγητή του ιδεολογικού αφοπλισμού, της αυτοσυγκράτησης και της αποφυγής βερμπαλισμών και ατμόσφαιρας γύρω από την ένοπλη δράση.

Κανένα χρέος αγώνα δεν προορίζεται για τους νεκρούς του, μα ούτε και προσωπικά για εκείνους που συνέβαλαν σ’ αυτόν και παραμένουν ζωντανοί. Επιπλέον, η διατύπωση του καλέσματος της συνέλευσης δεν επιδεχόταν τέτοια ερμηνεία. Το χρέος είναι για τον κοινό αγώνα και αναφορικά σε έναν νεκρό αγωνιστή είναι χρέος διατήρησης ζωντανού του έργου του, για το δυνάμωμα του αγώνα. Δεν υπάρχει χρέος στον νεκρό σα να υπάρχει ο ίδιος κάπου αλλού έξω από τη μνήμη των ζωντανών, έξω από τον αγώνα τους. Η επιστροφή των μαρτύρων είναι διαχρονικά χάρη για τους ζωντανούς. Οι ζωντανοί κάνουν το πέρασμα για χάρη τους και για χάρη των επόμενων. Το έργο συνεχίζεται παρά τον θάνατο και έτσι υπερνικά την τρομοκρατία του. Η συγχρονική παρουσία των θυσιών όλων των εποχών και των γεωγραφιών είναι η πύλη για το συναπάντημα των ζωντανών. Η ίδια η ζωή, νιώθοντας την ιστορική χάρη της ύπαρξής της, έχει την προδιάθεση να μοιραστεί και να θρέψει νέα ζωή. Έχουμε χρέος στη συνέχιση της ζωής έτσι όπως την ποθήσαμε και την υποσχεθήκαμε στο ταξικά καταπιεσμένο σώμα.

Αν η απουσία του ένσαρκου υποκειμένου της δοτικότητας καταργούσε το χρέος αλληλεγγύης, οι σχέσεις αμοιβαιότητας θα ανήκαν αποκλειστικά στον Λεβιάθαν, στον δόλο, τη χρησιμοθηρία και την αντικειμενοποίηση αμφότερα του ζωντανού και του νεκρού άλλου, αξιοδοτώντας μάλιστα τον φόνο του άλλου, προς απαλοιφή των υποχρεώσεων. Μήπως αυτό δεν κάνει το κεφάλαιο, με ταξικές γενοκτονίες; Επίσης όμως και οι συγκρατημένοι «σύντροφοι» που περιμένουν τη φυλάκιση και τον θάνατο των επαναστατών, για να κλείσουν τους πολιτικούς λογαριασμούς τους. «Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους», λένε τα ιερατεία, απαιτώντας το μονοπώλιο για έναν κανονιστικό κώδικα της ζωής, που σε αυτές τις συνθήκες δεν διαφέρει από τον θάνατο. Όπως περιφράσσουν τα χωράφια τους ετούτοι οι αφοπλισμένοι αριστοκράτες απέναντι στην ατμόσφαιρα του ένοπλου.

Το επίμαχο ζήτημα είναι η αυτοθυσία. Η απαξίωση του κοινωνικού χρέους μηδενίζει επίσης το νόημα της αυτοθυσίας. Αναμφίβολα, αν οι απολαβές της αλληλέγγυας δοτικότητας μετριούνται προσωπικά, δεν αξίζει ποτέ η αυτοθυσία. Αν μετριούνται στην αμεσότητα του χειροπιαστού, έστω για ένα συλλογικό υποκείμενο, δεν αξίζουν οι σοβαρές διακινδυνεύσεις. Η επαναστατική πάλη σχολάει. Ο αφορισμός της θυσιαστικότητας, της μαρτυριολογίας, της ηρωικότητας και της μυθολογίας, εκφράζει την αστική ουτοπία της αποφυγής του θανάτου, που σε άμεσο χρόνο μεταφράζεται σε απώθησή του. Καθώς η άρνηση της αυτοθυσίας αποτελεί ταυτολογία του κεφαλαίου, ένας κόσμος χωρίς ήρωες, ηρωίδες και μύθους της κοινωνικής επανάστασης, είναι ένας κόσμος ολοκληρωτικά υποδουλωμένος, δίχως παρελθόν, παρόν και μέλλον. Γι’ αυτό η συγκεκριμένη πολιτική φατρία από την οποία προέρχεται η εν λόγω ομάδα, όποτε βρέθηκε στο πεδίο μιας σύγκρουσης με ανεξέλεγκτους κινδύνους, αντέταξε μια πολιτική μη βίας με διάφορα ηθικά, «περιεχομενικά» ή τακτικίστικα προσχήματα.

Η ιστορία του αναρχικού αγώνα είναι πλούσια από μαρτυρολόγια, αφηγήσεις ηρωισμών και ανατρεπτικούς μύθους. Έχουμε δηλαδή ζωντανή πραγματική ιστορία. Η αποπομπή αυτής της υπόστασης του επαναστατικού αναρχισμού και ο εξορισμός της στις επικράτειες του μιλιταρισμού και της αριστεράς, αποτελεί εγχείρημα ολοκληρωτικής λεηλασίας του αναρχικού αγώνα και της ιστορίας του, από τους φιλελεύθερους αντεπαναστάτες αντιεξουσιαστές. Η ιδεολογική σύγκρουση πάνω από το μνήμα του νεκρού αγωνιστή είναι ριζική.

Ο άνθρωπος που πεθαίνει βίαια για τον αγώνα είναι μάρτυρας της συλλογικής ευθύνης να σηκωθούν όλα τα βάρη του κόσμου, μάρτυρας της ελευθερίας και της χαράς του αντιστασιακού κοινωνικού καθήκοντος, μάρτυρας της νίκης επί της τρομοκρατίας του ταξικο-πολιτικού εχθρού, μάρτυρας της πίστης και της αυτοπειθαρχίας στον απελευθερωτικό αγώνα. Ανεξάρτητα από τις ειδικές πολιτικές περιστάσεις της μάχης στην οποία κατέληξε, ο νεκρός του αγώνα μιλάει κατευθείαν στην κοινότητα των ταξικά καταπιεσμένων και η μαρτυρία της καταληκτικής στιγμής του και ειδικά για τον σύντροφο Κυριάκο Ξυμητήρη, επίσης του βίου του, βαραίνει όσο δεν βαραίνουν εκατομμύρια σελίδες αναλυτικών «περιεχομένων». Η παρουσία του «στην κάθε δράση, την κάθε πορεία, την κάθε μικρότερη ή μεγαλύτερη πράξη αντίστασης και σύγκρουσης με τον κόσμο της εξουσίας» (από το κάλεσμα της συνέλευσης) αποτελεί πυρηνικό αντιδραστήρα για το ηθικό και το φρόνημα, δίνει επαναστατικό πνεύμα και προσανατολισμό, γραμμή ενότητας και ξεσκαρτάρισμα από τις αντεπαναστατικές φυγόκεντρες. Οι τελετές μνήμης και οι τόποι τους, ποτίζουν σαν καταρράκτες ενέργειας τον συλλογικό πυρήνα που βάζει σε κίνηση την κοινωνική μαρτυρία του νεκρού. Ξαναδιαβάστε το συγκλονιστικό αφήγημα του Αλφρέντο Μπονάνο για την κηδεία του Τζουζέπε Πινέλι (2), από αυτήν τη σκοπιά. «[…] μας έχει κρατήσει ενωμένους, σύντροφοι που δεν έχουμε βρεθεί ποτέ στενά […] αυτοί και εγώ, σύντροφοι που, ας το πούμε ξεκάθαρα, έχω ελάχιστη εκτίμηση για αυτούς, για να μην πω αποστροφή και απέχθεια, λοιπόν, για το απλό γεγονός ότι βρίσκονταν και εκείνοι εκεί αυτό το απόγευμα […] σχεδόν αρχίζω να νιώθω κοντά με αυτούς τους συντρόφους.

[…] αυτοί οι χιλιάδες, και περισσότεροι σύντροφοι που ήταν εκεί στον τάφο 434, […] όλοι εμείς πατήσαμε την σκανδάλη». Οι ιεράρχες των «περιεχομένων» αρνήθηκαν να παρασταθούν στην τελετή μνήμης, σάρκασαν το μνημείο των πεσόντων, δεν στάθηκαν ποτέ δίπλα σε εκείνους που πάτησαν την σκανδάλη και από τα «περιεχόμενά» τους είναι πρόδηλο ότι θα συνεχίσουν να υποσκάπτουν από πίσω.

Η ετεροχρονισμένη απαίτηση συγκεκριμένου στόχου και διατυπωμένου πολιτικού λόγου για τον προορισμό της προετοιμασίας στην οποία κατέληξε ο αγωνιστής, εκτός από την απαξίωση του ίδιου ως ζωντανής πράξης, σταθερής πολιτικής στάσης, κρυστάλλινης στόχευσης και πηγής πολιτικών νοημάτων, υποδηλώνει ταυτόχρονα μια θεώρηση για τον κοινωνικό διάλογο: Επένδυση και μεταιώρηση στο επικοινωνιακό επιφαινόμενο. Η λεγόμενη «κοινωνική απεύθυνση» υποτάσσεται στους κυρίαρχους ιδεολογικούς ειρμούς. Ακριβώς αυτή η στάση έχει ονομαστεί κοινωνισμός. Αναφορικά στο γεγονός των Αμπελοκήπων, αν είχε προκαθοριστεί ένας στόχος δράσης και τον γνωρίζαμε, αυτός και ο συνοδευτικός πολιτικός λόγος θα περνούσαν από τα κόσκινα του ιερατείου, ως προς την διεισδυτικότητά τους στο πλαίσιο του γενικού δημόσιου διαλόγου. Τίποτα το ριζοσπαστικό δεν κυοφορείται. Φρενάρισμα και αφομοίωση ατέρμονα, «αυτοσυγκράτηση» όπως λένε οι ιεράρχες. Ο καιροσκοπισμός της κοινωνίστικης «κοινωνικής απεύθυνσης» εκφράζει επίσης ένα σχήμα σύλληψης της σχέσης κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου: τα διαχωρίζει. Σε αυτό το σχήμα, το πολιτικό υποκείμενο απευθύνεται σε ένα άλλο σώμα, στο οποίο δεν μετέχει ενεργά. Αυτό το ετερόδοξο μόρφωμα υπάρχει πραγματικά: Είναι η σφαίρα των κυρίαρχων ιδεολογικών αρμών, που καθορίζονται από τον συσχετισμό ισχύος στον ταξικό-πολιτικό ανταγωνισμό. Η καιροσκοπική σχέση της ακαδημαϊκής απεύθυνσης σε αυτό το μόρφωμα είναι παράγωγη της παθητικότητας του πολιτικού υποκειμένου μέσα στο κοινωνικό σώμα. Πολιτικό και κοινωνικό διαχωρίζονται, με το πρώτο να απευθύνεται στο ξένο καθολικό άλλο, επειδή σε αυτό το ιδεολογικο-πολιτικό σχήμα, το πολιτικό υποκείμενο έχει απόφαση, δέσμευση και συνείδηση να μην αποτελεί εστία επαναστατικής κοινωνικής πρωτοβουλίας. Κατά συνέπεια, η κοινωνία, εννοιολογημένη ως γενική συνείδηση παραδίνεται στην κυρίαρχη τάξη. Ο συντηρητισμός του πολιτικού υποκειμένου εμφανίζεται αντεστραμμένος, προβαλλόμενος στο κοινωνικό σώμα. Οι συντηρητικοί κρύβονται πίσω από την υποτιθέμενη ακατανοησία των λαϊκών ανθρώπων, την αδύναμη «κοινωνική και κινηματική πραγματικότητα», τη «σταθερότητα του καθεστώτος».

Δίνοντας καθοδηγητική γραμμή αφαίρεσης της ένοπλης, δηλαδή της έμπρακτης επαναστατικής μαρτυρίας από την «κοινωνική απεύθυνση», η εν λόγω ομάδα θέλησε αλληλένδετα να εξαφανίζει την πραγματικότητα της ανατρεπτικής πάλης και να κρατήσει αφοπλισμένο τον κινηματικό λόγο. Η αλήθεια του λόγου δίχως το κριτήριο της πράξης είναι εντελώς αμφίβολη. Η σχέση με την πράξη δεν είναι συμμετρική. Το νόημα της πράξης εξαρτάται από το πόσα γνωρίζουμε για το υποκείμενο στη διάρκειά του και στην στιγμή και πόσα γνωρίζουμε για τους αποδέκτες της, ωστόσο η ίδια είναι μια αλήθεια αναμφίβολη. Αν και η υποκειμενικότητα που βρίσκεται πίσω από μια μεμονωμένη πράξη ενδέχεται να είναι αμφισβητήσιμη, μια σταθερή ακολουθία πράξεων και αποτελεσμάτων αποτελεί ισχυρό τεκμήριο αλήθειας. Η διαπίστωση αφορά στα πάντα, όχι μόνο στην ανατρεπτική δράση, όχι μόνο σε μια μιλιταριστική στένωση, αλλά και στο χάδι, στο δώρο, στη φροντίδα. Η υλιστική νοοτροπία ξεκινά με την πρακτική αλήθεια. Η αγωνιστική ιστορία του συντρόφου Κυριάκου αποκλείει την αμφισβήτηση της τελευταίας πράξης του. Η καταφυγή στην δική μας άγνοια προσδιορισμένου στόχου και επεξηγηματικού λόγου, αποτελεί πρόφαση αποτροπής του επανεξοπλισμού του κινηματικού λόγου. Για έναν αφοπλισμένο λαό, ο επανεξοπλισμός της ιδεολογίας και παρεπόμενα της ταξικο-πολιτικής αυτοσυνείδησης, αποτελεί αναγκαία διεργασία για τον πρακτικό επανεξοπλισμό. Διάλληλα ο επανεξοπλισμός της ιδεολογίας γίνεται διαμέσω της ένοπλης δράσης. Ο αφοπλισμός της ιδεολογίας αποτελεί σημείο κλειδί για τους αντιδραστικούς.

Επιστρέψαμε στις αθέμιτες και τις θεμιτές λέξεις (χρέος…συνείδηση). Καθότι τα υποκείμενα που κάνουν «κοινωνική απεύθυνση» απέχουν από την ανατρεπτική πρωτοβουλία, με ποιο έρεισμα ισχύος διεκδικούν την αξιοπιστία των λόγων τους; Με την αυθεντία της καθαρής συνείδησης. Όταν ακούμε για «περιεχόμενα» έχουμε αέρα κοπανιστό. Πατροπαράδοτος ιδεαλισμός. Αριστοκρατική αδράνεια με αντιδραστικές εκφάνσεις. Πίσω από τα αυθαίρετα αξιώματα, που αντί να ανακύπτουν από την ιστορία και τις τρέχουσες ανάγκες της ταξικής πάλης, κατασκευάζονται εναντίον τους, κρύβεται η αντεπαναστατική συνθηκολόγηση. Η συνείδηση που αντιτάσσεται στο κοινωνικό χρέος και το πολιτικό καθήκον, είναι συνείδηση συνθηκολόγησης. Διαλεκτικά, είναι αδύνατον να είναι αληθέστερη και συνεπέστερη από την αφοπλιστική πρακτική της.

Η μεταιώρηση είναι σκόπιμη προκειμένου να αποφεύγονται οι λογικές συνέπειες που οδηγούν σε συλλογικές και προσωπικές ευθύνες και παρεπόμενα σε πρακτικά καθήκοντα. Γι’ αυτό οι ιδεαλιστές αντεπαναστάτες εντός του ελλαδικού κινήματος επιμένουν να προτάσσουν ως ευφυή την απόφανση ότι «ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, αλλά ερώτηση». Το ζητούμενο είναι η αποφυγή των πρακτικών απαντήσεων και προς τούτο χρειάζονται τις ερωτήσεις αφοπλισμένες. Έτσι και το επίμαχο πολιτικό μνημόσυνο στη Μεσολογγίου, έγινε αφορμή αφοριστικής σημείωσης για την συμβολή των συγκρουσιακών απαντήσεων στην ανάπτυξη των νοημάτων και των δυνατοτήτων της εξέγερσης. Ο προσχηματικός αντιμιλιταρισμός, που προσποιείται ότι έχει πλεονέκτημα εκπροσώπησης της εξεγερσιακής πολυμορφίας, είναι ανίκανος να κρύψει την απλούστατη αλήθεια ότι δεν θα γινόταν ποτέ η εξέγερση χωρίς την αντανακλαστική επιθετική πρωτοβουλία που ξεκίνησε από το σημείο της δολοφονίας του Αλέξη, πράξη στην οποία αυτή η αριστοκρατία δεν θα συμμετείχε ποτέ. Με δεδομένη την αποστροφή της ιδεολογίας της «κοινωνικής απεύθυνσης» προς κάθε βολονταρισμό της δράσης, να πούμε ότι ο πολιτικός ιδεαλισμός αποτελεί έναν μονολιθικό βολονταρισμό, της ισχύος του καθαρού λόγου. Άλλωστε, ο βολονταρισμός της αποεδαφικοποιημένης «προπαγάνδας μέσα από την πράξη» (όπως ανέκυψε ιστορικά η έννοια), υπερεκτιμά και αυτός την επιδραστικότητα των ιδεών, παρ’ ότι ειδικά εκείνων που στηρίζονται στο έμπρακτο παράδειγμα, αλλά δεν υπερεκτιμά οπωσδήποτε τη φυσική ισχύ της δράσης. Η ιδιαίτερη εκδοχή του πολιτικού ιδεαλισμού που διαχωρίζει παραφυσικά και προκρίνει εκείνα τα «περιεχόμενα» τα οποία εκφράζονται με την ίδια την πράξη αλλά όχι αυτονόητα, έναντι εκείνων που εκφράζονται αυτονόητα με την ίδια την πράξη, φέρνει τον μονολιθικό βολονταρισμό στο ακρότατο της απαξίωσης εν γένει την αντικειμενικής υπόστασης του αντιστασιακού προτάγματος. Ο κοινωνικός αγώνας μεταμορφώνεται σε σπουδή διαλόγου, η ταξικο-πολιτική σύγκρουση γίνεται σπατάλη αμφιβόλου σημασίας. Αυτή η συνείδηση βέβαια, είναι ανεστραμμένη. Ο βολονταριστικός ιδεαλισμός, που ζει από την αγωνία της παραγωγής και διακίνησης «περιεχομένων», αποτελεί υπεκφυγή από την απόγνωση του συμβιβασμού.

Το αδιαμφισβήτητο μέσα στο κίνημα κύρος του συντρόφου Κυριάκου κατέστησε τις αμφισημίες τελειωμένη υπόθεση. Η επίκληση της «πολυμορφίας των μέσων» με σκοπό την υπεκφυγή από τον ευθύ λόγο για την αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης και από τα ιδιαίτερα καθήκοντα που συνεπάγεται, ήταν ανίκανη να κρύψει την αναντιστοιχία της σε σχέση με την ευθύτητα της συνείδησης καθήκοντος που επέδειξε ο σύντροφος κατά τον αγωνιστικό βίο του και ειδικά με την ένοπλη απόφασή του. Λίγοι μπορούν να τον προσπεράσουν σαν πολιτικά «ξένο». Ήταν πολλά τα συλλογικά υποκείμενα, σχεδόν όλα όσα μίλησαν εγγράφως για το γεγονός των Αμπελοκήπων, που έκρυψαν τα μισόλογα κάτω από την κατά τ’ αλλα άχρηστη έννοια «πολυμορφία των μέσων», μια εργαλειοκεντρική διαστρέβλωση της πραγματικής πολυμορφίας των αντιστασιακών κοινωνικών υποκειμένων και των αγώνων τους, που γίνεται μόνο και μόνο για να μηδενιστεί η ιδιαίτερη σημασία κάθε μέσου, η αναγκαία συναρμογή τους και η κρισιμότητα του εξοπλισμού της κοινωνικής πάλης. Το πρόταγμα του νεκρού επαναστάτη όμως, έχει φύγει μπροστά.

Η εν λόγω ομάδα, προκειμένου να προασπίσει την αντεπαναστατική γραμμή ενάντια στην αναμόχλευση που πυροδότησε ο θάνατος του συντρόφου, «κάρφωσε» το νόημα της αμφισημίας της έννοιας πολυμορφία: έκανε διάκριση «ένοπλης πάλης» και «πολύμορφης δράσης», περιορίζοντας την πρώτη σε μια στρατηγική αγώνα με κεντρικό άξονα την ίδια και με την παρεπόμενη υπαγωγή των υπόλοιπων τρόπων. Περιττό να πούμε για τους αναρχικούς αντάρτες, η ανιστορική κατηγορία της γενικής υπαγωγής δεν ισχύει ούτε για τη μαοϊκή εμπειρία και θεωρία του «επαναστατικού λαϊκού πολέμου», ούτε για τον φοκισμό, την εμπειρική θεωρία της δημιουργίας του κινήματος από το αντάρτικο (Κούβα). Η κατηγορία της υπαγωγής αποτελεί αναπαραγωγή της καταστασιακής συστηματικής αντεπαναστατικής προπαγάνδας μέσω συκοφάντησης και προβοκατορολογίας. Η οργανωμένη επαναστατική πάλη έχει αναγορευτεί εσωτερικός εχθρός του ελευθεριακού κινήματος. Ο δαίμονας της «ένοπλης πρωτοπορίας», που τα καλά παιδιά πρέπει να προσέχουν να μην πέσουν στα δίχτυα της και τις δολοπλοκίες της. Δεν μας είπαν αν ο συγκεκριμένος σύντροφος ήταν δαιμόνιος ιεράρχης των μέσων ή θύμα. Σεβασμός στον νεκρό…

Σε ετούτο το σημείο θα γίνω σχολαστικός, διότι το διακύβευμα της ιδεολογικής πάλης εδώ γίνεται κρίσιμο, παραμένει όμως σκιασμένο κάτω από ένα συνονθύλευμα αφηρημένων εννοιών. Οι προσποιούμενοι τους αντιμιλιταριστές και γενικότερα εκείνοι που εξισώνουν τα μέσα ξεχνώντας ότι δεν έχουν όλα τα μέσα πάντα και παντού την ίδια βαρύτητα για την εξίσωση των ανθρώπων, κάνουν κωλοτούμπα όταν η συζήτηση φτάνει στο ζήτημα των πρακτικών συνεπειών. Έχοντας ήδη διαχωρίσει «μορφές» και «περιεχόμενα», αφήνουν στο πλάι τα δεύτερα, που υποτίθεται ότι πρέπει να ορίζουν τις πρώτες και κατασκευάζουν αξιωματικούς κανονιστικούς κώδικες για αυτές. Η ισότητα των μέσων αποτελεί έναν τέτοιον κανόνα. Η απαγόρευση της υπαγωγής τρόπων/μέσων σε άλλους τρόπους/μέσα και της αναγκαίας κινητοποίησης κάποιων μέσων προς υποβοήθηση περιεκτικότερων τρόπων, αποτελούν επίσης τέτοιους ηθικο-κοινωνικά και πρακτικά προβληματικούς κανόνες. Αυτή η ισοπέδωση της πολιτικής αντίληψης στην επιφάνεια των πρακτικών μορφών, εξαφανίζει τις διακριτές κλίμακες σύνθεσης του πολιτικού αγώνα, της ανατρεπτικής στρατηγικής και των ιδιαίτερων πρακτικών. Τουλάχιστον για τους αιώνες του έθνους-κράτους και της κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν θα μπορούσε να σταθεί κανένα πολιτικό υποκείμενο που δεν υπαγάγει την πολεμική στρατηγική του στους πολιτικούς σκοπούς του και στην εξέλιξη των πολιτικών συσχετισμών. Η διαπίστωση ισχύει και για τις πιο μιλιταριστικές και τις πιο ολοκληρωτικές δυνάμεις. Ένα δεικτικό παράδειγμα, όχι από τον αστικό μιλιταρισμό, αλλά από το κοινωνικό κίνημα: Για τους Τουπαμάρος, η ένοπλη πάλη αποτέλεσε καταστατικά την ενοποιητική πρακτική του ανατρεπτικού κοινωνικού μετώπου, με πολιτικό σκοπό την ανάπτυξη και την επικράτηση του συνόλου των κοινωνικών αγώνων, προσαρμόζοντας τις συγκεκριμένες πρακτικές στις εξελισσόμενες ανάγκες και τη δυναμική των κοινωνικών αγώνων. Η ένοπλη στρατηγική υπηρέτησε το σύνολο των κοινωνικών αγώνων και όχι το ανάποδο. Φέρνω αυτό το παράδειγμα ακριβώς επειδή ενείχε την ένοπλη πάλη ως κεντρικό κόμβο. Αφότου τεθεί ένας πολιτικός σκοπός, στο σύνολό τους οι διαθέσιμες κατάλληλες πρακτικές δυνατότητες συναρτώνται. Αυτή τη φυσική συνθήκη ζωής, που είναι αναπόδραστη για την κοινωνική πάλη, την ονομάζουμε οργανικότητα. Ευρύτερα στο πεδίο της πολιτικής διαπάλης καμία ανεξαρτησία επιλογών δεν είναι εφικτή μέσα στο ίδιο κοινωνικό/ταξικό μέτωπο, αφού κάθε δρόμος αντλεί δυνάμεις από μια κοινή δεξαμενή και κάθε πράξη επιφέρει συνέπειες για το σύνολο. Δεν είναι μόνο οι κίνδυνοι της σύγκρουσης, αλλά και το αντίστροφο, οι κίνδυνοι της πολιτικής επέκτασης της μη σύγκρουσης, ή το απλούστερο, η αποσυνοχή ως αδυναμία. Ένα σχέδιο σύγκρουσης και ένα σχέδιο μη σύγκρουσης, σε οποιαδήποτε κοινή κλίμακα, είναι αδύνατον να συνυπάρξουν μη ανταγωνιστικά. Και ενώ ένα σχέδιο σύγκρουσης μπορεί να χωρέσει πρακτικές άλλες από τη σύγκρουση, που άλλωστε όσο ευρύτερο είναι τόσο περισσότερες πρακτικές διαφορετικής φύσης χρειάζεται, ένα σχέδιο μη σύγκρουσης δύσκολα χωράει την ελάχιστη συγκρουσιακή πρακτική. Η απόφαση της σύγκρουσης, όχι μόνο δεν αποκλείει την μέριμνα προστασίας των μη συγκρουσιακών αποφάσεων, αλλά και ανοίγει χώρο για ποικίλες πρακτικές, όπως συνέβη τον Δεκέμβρη του ‘08. Η απόφαση της μη σύγκρουσης δεν μπορεί να διατηρήσει τη φιλελεύθερη ανεξαρτησία της μέσα σε ένα πεδίο σύγκρουσης, η γραμμή ισορροπίας είναι ισχνή, αχνή και γλιστερή. Το πολιτικό ρεύμα το οποίο εκφράζει η εν λόγω ομάδα, τα καταλαβαίνει όλα αυτά και ας μην θέλει να μιλήσει ευθέως. Έτσι λοιπόν, όποτε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια βρέθηκε σε συνθήκες όπου ανάγκες αγώνα ευρύτερες της συμβατικής και τοπικής πολιτικής του, ενέγειραν κινδύνους αναντίστοιχους αυτής της πολιτικής, επέλεξε να αποκηρύξει δημοσίως τη σύγκρουση, να τη συκοφαντήσει και να καταγγείλει τα ανίερα μέσα και τις ανίερες πρακτικές. Στο πραγματικό διαταύτα, η πολιτική της σύγκρουσης επιδιώκει την ανάπτυξη πολύμορφου οργανικού βάθους, ενώ η πολιτική της μη σύγκρουσης ξεχνά τον προσχηματικό κανόνα της μη ιεράρχησης των μέσων, αποκηρύσσοντας τις συγκρουσιακές μορφές.

Κατόπιν της επίμονης κριτικής που έχει δεχτεί η χρήση της έννοιας «πολυμορφία των μέσων», για το φιλελεύθερο και υποκριτικό υπόστρωμά της, οι αντιένοπλοι υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν τη σημασία της έννοιας καταλληλότητα, αποκλείοντας όμως προκαταβολικά από αυτήν, μέσω του προαναφερόμενου συκοφαντικού ορισμού, την υπόθεση μιας «στρατηγικής με κέντρο την ένοπλη αντιπαράθεση με το καθεστώς». Αυτή κρίνεται αυτομάτως ακατάλληλη ανεξάρτητα από «την ανάλυση της συγκεκριμένης συγκυρίας, τις ανάγκες του αγώνα, την κοινωνική και κινηματική πραγματικότητα, τη σταθερότητα ή αστάθεια του καθεστώτος», αφού έχει προσδιοριστεί αξιωματικά με όρους ανταγωνιστικούς προς την πολυμορφία. Παρότι η εν λόγω ομάδα δηλώνει ότι είναι ανοιχτή η συζήτηση περί της σχέσης, προσέγγισης ή διαφοροποίησης, των δύο ιδεολογικών σχημάτων (ένοπλης στρατηγικής και πολυμορφίας), καθ’ εαυτός ο αποκλεισμός της ένοπλης στρατηγικής από τον ορισμό της πολυμορφίας εκφράζει απόφαση αδιαπραγμάτευτης ακαταλληλότητας. Με δύο λόγια, η ένοπλη πάλη, η κινηματικά συντεταγμένη, πρακτικά συγκροτημένη και με προοπτική, δεν αποτελεί ποτέ ανάγκη του αγώνα, δεν ανταποκρίνεται ποτέ στην κοινωνική και κινηματική πραγματικότητα. Μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό η σταθερότητα του καθεστώτος θεωρείται αποτρεπτικός παράγοντας για ανάληψη ένοπλης πρωτοβουλίας και έτσι, όταν έρχεται η ώρα της αστάθειας κανείς δεν είναι έτοιμος για την πολιτική ανατροπή, εκτός ίσως από κρατιστικές δυνάμεις, και γενικότερα το κοινωνικό κίνημα ανακαλύπτει ότι είναι απροετοίμαστο να αντισταθεί στη σαρωτική αντεπανάσταση, αφόσον κανείς επί μακρόν δεν φρόντισε για την ανάπτυξη της αυτοάμυνάς του.

Σε πρώτη ανάγνωση η παραπάνω αμφίσημη περιγραφή των όρων καταλληλότητας που τιτλοφορήθηκε «πολύμορφη δράση» (ανάλυση συγκυρίας, ανάγκες αγώνα, κοινωνική πραγματικότητα, σταθερότητα/ αστάθεια καθεστώτος), δεν αποκλείει την ένοπλη πρακτική, όμως την υποτάσσει στις περιστάσεις και μάλλον με αντιδιαλεκτικά αναποδογυρισμένη λογική: Όσο πιο αδύναμο το κίνημα και ισχυρό το καθεστώς, τόσο λιγότερη πρωτοβουλία δράσης. Το πεπρωμένο θα αλλάξει τους συσχετισμούς, αφού οι καθαρές ιδέες του βολονταριστικού ιδεαλισμού δεν έχουν αποδείξει την επιδραστικότητά τους. Βάζοντας τον κανόνα του περιστασιακού στις πραγματικές συνθήκες μηδενίζεται η δυνατότητα την ένοπλης πρακτικής, διότι αυτή απαιτεί ριζοσπαστικές πολιτικές αποφάσεις, στρατηγικό οργανωτικό πρόγραμμα, σταθερή μέριμνα κ.λπ. Είναι αδύνατον σε μία μέρα να οπλιστεί ένας αγώνας, και αυτοκτονικό μια μέρα να αφοπλιστεί. Μπορεί η προσφυγή στην ένοπλη σύγκρουση να γίνεται κατά συνθήκη, αλλά η ετοιμότητα του κινήματος διαμορφώνεται και διατηρείται με εντατικό αγώνα. Επειδή θέλουμε να πάψουμε να είμαστε τα ανίσχυρα θύματα των επαγγελματιών μιλιταριστών του κράτους, θέλουμε και πραγματώνουμε το καθήκον της συντεταγμένης ένοπλης στρατηγικής. Αυτή η πρακτική επίγνωση είναι μιλιταριστική όσο είναι λαιμαργία ο πεινασμένος να προσπαθεί να εξασφαλίσει το φαΐ της μέρας. Στην αποδομιστική περιγραφή της πολύμορφης δράσης που διατύπωσαν οι συγκεκριμένοι φιλελεύθεροι αντιεξουσιαστές, η ένοπλη δράση χωράει μόνο ως αποσπασματική συμβολική παρέμβαση, «προπαγάνδα μέσα από την πράξη» σαν παράρτημα ή παραστράτημα του βολονταριστικού ιδεαλισμού. Εφόσον ο σκοπός της χρήσης πολιτικής βίας απαρνείται την αντικειμενική υπόσταση της στη σφαίρα της ταξικο-πολιτικής σύγκρουσης και απομονώνεται εγκιβωτισμένη στη σφαίρα της κυκλοφορίας των ιδεών, εκπίπτει το νόημα της σοβαρής διακινδύνευσης και της ηθικής ευθύνης για την αναμέτρηση σε κόστος ζωής. Η παρουσία της ένοπλης πάλης στο ελληνικό κίνημα ως εξαιρετικό φαινομένο, και η βαθμιαία κατάπτωση των μορφών παρέμβασης (να ρίχνουμε μπογιές σε κτίρια και να λέμε ότι κάναμε «επίθεση»), επιβεβαιώνουν το αναμενόμενο. Η ιδεολογική τοποθέτηση αποδόμησης της μνήμης του αγωνιστή Κυριάκου Ξυμητήρη είναι απόπειρα διατήρησης της μακροχρόνιας σιγής των όπλων. Η χρόνια στρατηγική αφοπλισμού του κινήματος βρίσκει κάλυψη στα μισόλογα περί πολυμορφίας.

Η «ένοπλη επιλογή» είναι έννοια ξένη για την επαναστατική ανάγκη, μια υπεκφυγή για εκείνους που είναι αποφασισμένοι να μην δεσμευτούν σε επαναστατικά καθήκοντα. Υπάρχουν επιλογές τακτικής στη σύγκρουση βάσει σχετικιστικών και αστάθμητων πρακτικών συνθηκών. Αλλά στις κλίμακες της ταξικο-κοινωνικής αναγκαιότητας, της πολιτικής στόχευσης, της στρατηγικής προγραμματικής δέσμευσης και οργάνωσης, όλα στη βάση της έκφρασης και της ανάπτυξης πραγματικής κοινωνικής ισχύος, δεν υπάρχουν επιλογές, υπάρχουν συνεπείς ή ψευδείς αποφάνσεις και αναγκαίες ή λειψές αποφάσεις. Το δεδομένο ότι η ευθύνη της κρίσης και της απόφασης ανήκει εξ ολοκλήρου στα υποκείμενα δράσης, απορρίπτοντας πολιτικούς καταναγκασμούς, την καθιστά θεμελιακή, αναπόδραστη και μη αναγώγιμη σε τρίτο πρόσωπο, σε αντικειμενικότητες ή σε απροσδιόριστες συνθήκες. Αν απουσιάζουν οι επαναστατικές πρακτικές σταθερές, οι προσαρμογές της τακτικής εκπίπτουν στον πολιτικάντικο τακτικισμό.

Το ιδεολογικό υπόστρωμα του φιλελεύθερου εργαλείου «επιλογές» είναι ταυτόσημο με της διάκρισης επιθυμιών και αναγκών (έννοιες που αναφέρθηκαν αντιδιασταλτικά προς το χρέος και το καθήκον). Ποια επιθυμία δεν είναι και ανάγκη; Εκείνη για την οποία το υποκείμενο της δεν θα έχει δυσάρεστα βιώματα αν δεν προσπαθήσει να την ικανοποιήσει. Τι θέση έχουν στην κοινωνική πάλη επιθυμίες που δεν κινητοποιούν σε αγώνα (με την ευρεία έννοια που συμπεριλαμβάνει κάθε κοπιαστικό έργο, όχι μόνο τη σύγκρουση); Καμία. Γιατί βρίσκουμε την έννοια επιθυμία στο πολιτικό λεξιλόγιο του αντιεξουσιαστικού κινήματος; Κληροδότημα των καταστασιακών που ως μαθητές του μαθητή της φιλελεύθερης σχολής του Μάντσεστερ και της αστικής ουτοπίας, Καρλ Μαρξ, διατείνονται ότι η κοινωνική επανάσταση θα είναι αποτέλεσμα της αφθονίας (και της βαρεμάρας, ειδικά γι’ αυτούς) και όχι της ταξικά παραγόμενης σπάνης. Νομίζω ότι στην κατάσταση στην οποία ο καπιταλισμός έχει φέρει σήμερα τους εκμεταλλευόμενους και τη ζωή στη Γη, δεν είναι υπερβολικό να πούμε, τρέχα γύρευε. Πέρα από την αστική μαλακία της αφθονίας και της έκρηξης των επιθυμιών, η διάκριση επιθυμίας και ανάγκης βγάζει την έννοια ανάγκη από την απελευθερωτική πάλη, με τρόπο παραφυσικό, με τον γνώριμο διαχωρισμό πνεύματος και σώματος. Οι φιλελεύθεροι έχουν πει κάποτε και από τα συμφραζόμενα φαίνεται να μην έχουν αναθεωρήσει, ότι ορίζουν την ανάγκη με κριτήριο τον ακούσιο φυσικό καταναγκασμό. Η συνοπτική αναδιατύπωση είναι δική μου και απεικονίζει μια κατηγορία βιωμάτων ευρύτερη από εκείνη που αναφέρεται στις επιβιωτικές συνθήκες. Ο σημαντικός όρος είναι το ακούσιο, επειδή αυτός εισάγει τον διαχωρισμό μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών οριζουσών και οριζόντων. Γι’ αυτούς τους ιδεαλιστές ο άνθρωπος (και εδώ μιλάμε για τον αγωνιζόμενο κοινωνικό άνθρωπο μέσα στην ταξική πραγματικότητα) είναι ασύλληπτος ως υποκείμενο των αντικειμενικών συνθηκών του, και επάλληλα εξορισμένος σε μια ατοπία απουσίας φυσικής δαπάνης και φθοράς. Αυτούσια η χριστιανική κατάρα του «κτιστού κόσμου» και του μεταφυσικού παραδείσου.

Απέναντι στην απόσχιση του φανταστικού πόθου από το φυσικό πάθος, ο άνθρωπος ελευθερώνεται γινόμενος υποκείμενο συνείδησης, κατανόησης και μετασχηματισμού όλων των παθών. Υπερνικά τους αθέμιτους ακούσιους καταναγκασμούς, με εκούσιο φυσικό πάθος. Πραγματοποιεί τις επιθυμίες του κλαίγοντας και ματώνοντας ο ίδιος ή ματώνοντας άλλους. Γίνεται υποκείμενο της αντικειμενικότητας οργανώνοντας ταξικό-πολιτικά τις ζωντανές δυνάμεις. Καταργεί φυσικά τον ακούσιο καταναγκασμό πολεμώντας για την κοινωνική οργανικότητα της ζωής. Όσο κρατάμε την ανάγκη φυλακισμένη στο ακούσιο, η ελευθερία εξατμίζεται στον αιθέρα της επιθυμίας. Όταν η μεταμόρφωση του κόσμου γίνεται εθελούσια ανάγκη, καμία δύναμη δεν υποτάσσει τον άνθρωπο. Υπάρχει μια και μόνο εξελικτική επιλογή: Δουλεία στις ταξικο-πολιτικές συνθήκες ή επαναστατικός λαϊκός πόλεμος.

Σήμερα που ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός έχει περάσει σε πορτοκαλί συναγερμό, ο φασισμός προσελκύει εκμεταλλευόμενα στρώματα, όχι γιατί η ηθική και αναλυτικο-συνθετική συνείδησή τους υπολείπεται αυτής των «πρωτοποριών» των «περιεχομένων», αλλά επειδή ο κρατικός πατερναλισμός μπορεί ακόμα να προσφέρει υποσχέσεις σε ανάγκες για τις οποίες το αντικαπιταλιστικό κίνημα δεν έχει καταφέρει να επιδείξει αντικειμενικά επαναστατικές διεξόδους. Η συμπαράταξη σε δρόμους ισχύος και όχι σε κοπανιστό αέρα, είναι φυσική ευφυΐα. Μετά από τρεις δεκαετίες αποτυχημένης δοκιμασίας του φιλελεύθερου αντιεξουσιαστικού ρεύματος, η ευκαιρία των αποσπασματικών τοπικών πειραμάτων έχει παρέλθει και τώρα είναι η ώρα της αυτοσυγκρότησης της μετωπικής σύγκρουσης με το κράτος. «Σύμφωνα με την ανάλυση της συγκεκριμένης συγκυρίας, της ανάγκες του αγώνα, την κοινωνική και κινηματική πραγματικότητα και την σταθερότητα [και] την αστάθεια του καθεστώτος», η στρατηγική της Οργάνωσης Επαναστατικής Αυτοάμυνας είναι αναπόφευκτη: Άμεσες απαντήσεις στην τρομοκρατία κράτους και αφεντικών, κατέβασμα της ένοπλης πάλης στα κοινωνικά μέτωπα, ενότητα των αντικρατικών επαναστατικών δυνάμεων, πλατιά ένοπλη κοινωνική αντίσταση.

Σε μια σειρά αγώνων την τελευταία δεκαπενταετία, η πολιτική φατρία από την οποία προέρχεται η εν λόγω ομάδα, συμβιβάστηκε με τον φασισμό και τη μιλιταριστική τρομοκρατία και επιτέθηκε αισχρά στην ένοπλη αντίσταση και τον εξεγερσιακό αγώνα, επιπλέον της συστηματικής υπονόμευσης τους: Όταν σχηματιζόταν ο πρώτος πυρήνας της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα. Μετά τους πυροβολισμούς και τον θάνατο δύο φασιστών στο Ν. Ηράκλειο, πράξη εκδίκησης και ανασχετικής απάντησης στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα (3). Στις πορείες μνήμης για τον Παύλο Φύσσα στο Κερατσίνι. Όταν έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τους μπράβους του Μελισσανίδη στην Ν. Φιλαδέλφεια. Στην απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού…

Τώρα τρύπωσαν σε έναν αλληλέγγυο αγώνα γύρω από την επαναστατική πάλη. Τα ξερόχορτα δεν μπορούν να κλείσουν τον δρόμο της ανάγκης.

Και ναι, η 31 Οκτώβρη 2024 θα μείνει χαραγμένη στην ιστορία ως μια διαδρομή αγώνα, μια μέρα υπευθυνότητας, μια στιγμή αντίστασης (4).

«Και την υπερνίκηση αυτής της “δυστυχισμένης συνείδησης” ο Χέγκελ , κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, την έβλεπε μέσα σε μια νέα θρησκευτικότητα: μια Volksrelegion (μια θρησκεία του Λαού και για τον Λαό), ικανή να αγκαλιάσει την ολότητα της ύπαρξης και να εμποδίσει την ολότητα αυτή να αποσυντεθεί ς’ ένα πλήθος από χωριστές συνειδήσεις, δηλαδή να εμποδίσει τη μάζα να πέσει από την hauter de la Revolution [από το ύψος της Επανάστασης], που ήταν η μοναδική μέριμνα του Σαιν-Ζυστ, σ’ αυτήν τη νέα παθητικότητα που περιγράφει ο Χέγκελ στην “Διαλεκτική της Τρομοκρατίας” όταν δείχνει ότι η μετεπαναστατική “αναγέννηση του αντικειμενικού πνεύματος” (η νέα ιεράρχηση της κοινωνίας) υποτάσσει ξανά την κοινωνία στην προεπαναστατική της κατάσταση (στη σχέση κυρίων και δούλων)». (Κ. Παπαϊωάννου)

Πράξη 2η

Μόλις λαλήσει ο πετεινός, η Προδοσία λέει «κοιμήσου πάλι». Θα το πει με το πνεύμα την ενότητας και της σοβαροφάνειας των συνεργών στην υποκρισία

16 Νοέμβρη 2024, απόγευμα στην Μεσολογγίου, πολιτικό μνημόσυνο για τον αντάρτη Κυριάκο Ξυμητήρη, στιγμή πλατειάς συλλογικής ανάδειξης της επαναστατικής πάλης. Άνθρωποι που είχαν τη συνείδηση του καθήκοντος να εκφραστεί έμπρακτα η μνήμη και η ανάδειξη, κατέβηκαν στον δρόμο φορτωμένοι. Η δράση μετατέθηκε για αργότερα, για να μην συμπέσει με την επικείμενη προγραμματισμένη εκδήλωση για τους φυλακισμένους της Παλαιστίνης (ίσως και για άλλους λόγους που δεν γνωρίζω). Όσο μαζικότερη είναι μια κινητοποίηση, οι χρονικές μεταθέσεις της δράσης διαλύουν το σώμα. Μπορεί στις 16 Νοέμβρη να μην χάθηκε ο εσωτερικός συντονισμός, όμως και μόνο το φρενάρισμα της κίνησης ανοίγει πόρτες σε αντιδραστικούς παράγοντες, από πρωτοβουλίες των κρατικών δυνάμεων μέχρι εσωτερικές αναστολές, κόπωση, αποδιοργάνωση. Απαιτείται ατσαλωμένη συλλογική αποφασιστικότητα για να περάσει ακέραιο το μαχητικό σώμα από μια χρονική παρεμβολή άλλης μορφής, άλλης έντασης, άλλου ρυθμού. Αποτελεί κατασταλτική αριστοκρατική επίφαση η απαίτηση τέτοιας ετοιμότητας από μια ανοιχτή συγκέντρωση.

Η πρωτοβουλία δράσης τελικά μεταφέρθηκε από την ανοιχτή κινητοποίηση, από τον δρόμο, σε μια συνέλευση και μάλιστα σε μια συνέλευση πολιτικού εγχειρήματος που συντακτικά είχε προαποφασίσει την ειρηνική συνύπαρξη με τη θεσμική επέτειο του ‘73 και τις κομματικές χωροφυλακές: στην συνέλευση της συμβολικής κατάληψης Γκίνη. Σε ποια βάση το αποφασιστικό σώμα του εγχειρήματος Γκίνη, που δεν συγκροτήθηκε με σημείο αναφοράς την επαναστατική πάλη και τον νεκρό αγωνιστή, ήταν κοινωνικο-πολιτικά αρμόδιο για δράσεις μνήμης; Η υπαγωγή της απόφασης στην εξουσία ενός άσχετου σώματος αναίρεσε τη θεμελιώδη για την επαναστατική δράση, πολιτική αυτονομία των αγωνιζόμενων δυνάμεων. Κατόπιν, εφόσον οι οργανωμένοι πολιτικοί συντελεστές της συνέλευσης ήταν προ καιρού και συστηματικά ταγμένοι στον κομματικό συγκεντρωτισμό και την αντιεξέγερση, η πρωτοβουλία δράσης καταπνίγηκε επιθετικά, επιπλέον του ότι από τη στιγμή που ζήτησε την έγκριση ενός σώματος μη δεσμευμένου στους σκοπούς της, ήταν καταδικασμένη να πνιγεί στην ασυναρτησία.

Θα γινόμασταν γραφικοί αν καταγγέλλαμε την πισώπλατη καταστολή του τελευταίου Νοέμβρη σαν εκπληκτικό συμβάν. Η συστηματική αντιεξέγερση από τα συγκεκριμένα πολιτικά υποκείμενα πρωτοεκδηλώθηκε απερίφραστα τον Δεκέμβρη του ‘14 και εξακολουθεί στην ίδια γραμμή μετά από μια δεκαετία, αφού βρίσκει πολιτικά πλυντήρια στο κίνημα και ανεπαρκείς απαντήσεις στις συνέπειες της πραξικοπηματικής παράδοσης του Πολυτεχνείου στις κομματικές χωροφυλακές υπό την απειλή άγριας σύγκρουσης με τον εξεγερσιακό αναρχισμό το ‘17. Ουδέν νεότερο από την πλευρά της αντιεξέγερσης. Το τραγικό στον Νοέμβρη του ‘24 είναι ότι κατέστη δυνατό η αντιεξέγερση να μηδενίσει την ελάχιστη εκδήλωση της φλόγας που μας άφησε ο σύντροφος Κυριάκος Ξυμητήρης, ακριβώς τη μέρα της πολιτικής μνημόνευσης του και πριν την πορεία του Πολυτεχνείου. Η ευθύνη βαραίνει κατ’ ελάχιστο τα συντρόφια που θέλησαν, αλλά έχασαν τον δρόμο. Εγώ ως ένας από τους οργανωμένους αναρχικούς που συμμετείχαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το ‘17, έχω μεγάλη ευθύνη για το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε πελεκίσει τους δοσίλογους, όπως μας υποχρέωνε η ευθύνη της υπεράσπισης του Πολυτεχνείου.

«Το αναρχικό κίνημα κινδυνεύει απ’ αυτό το φαινόμενο παρακμής, στον βαθμό που βρίσκει το εαυτό του πιο ανοργάνωτο ακόμα κι απ’ αυτή την έκρηξη αποδόμησης κι ακινητοποίησης»(5).

Η ανατρεπτική μνήμη αποτελεί προσκλητήριο αγώνα. Η μνήμη του Κυριάκου ας οπλίσει μυαλά και χέρια.

«Η ηρεμία είναι η ψυχή της Τυραννίας· το πάθος είναι η ψυχή της Ελευθερίας».(Σαιν-Ζυστ).

Πράξη 3η

Καταμεσήμερο, η Προδοσία σε νανουρίζει ακόμα και στις ονειροφαντασίες του κρεβατιού εξαγγέλει στρατηγικές και άλλα κουραφέξαλα

(Προσεχώς)

Υποσημειώσεις

(1) Η ομάδα ζήτησε με το ίδιο το κείμενό της να μην δημοσιευτεί. Με δεδομένα ότι,

  1. στέκομαι σε αλληλέγγυα σχέση με τις δύο συνελεύσεις και άρα δεν μπορώ να προσπεράσω τις συλλογικές διαδικασίες τους,
  2. δεν έχει προηγηθεί δική μου τοποθέτηση επ’αυτού και κατόπιν συζήτηση μέσα στις δύο συνελεύσεις,
  3. δεν αντιλαμβάνομαι κάποια επείγουσα κατάσταση κινδύνου που να απαιτεί έκτακες κινήσεις,

δεν δημοσιεύω το κείμενο και δεν αναφέρω το όνομα της ομάδας.

Πάραυτα, επειδή οι θέσεις αυτές ενδιαφέρουν ή πρέπει να ενδιαφέρουν το σύνολο του αυτοπροσδιοριζόμενου αναρχικού κινήματος και όχι μόνο, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε τη συζήτηση δημοσίως. Και επειδή το κείμενο αναφοράς δεν κατατέθηκε σε έναν κλειστό κύκλο, αλλά σε ανοιχτές συνελεύσεις, οι θέσεις που εξέφρασε πρέπει να θεωρηθούν κατατεθειμένες προς το σύνολο του κινήματος και οι συντάκτες του ως υπεύθυνοι για αυτές. Άρα, οι πολιτικές θέσεις του κειμένου δεν γίνεται να μην είναι διαθέσιμες στον δημόσιο διάλογο. Οπότε, στο κείμενό μου παραθέτω ως σημεία αναφοράς αυτούσιες φράσεις και λεκτικούς όρους με ή χωρίς εισαγωγικά. Αν η ανάγνωσή μου κάπου σφάλει, μπορούν οι συντάκτες να το εξηγήσουν.

Το αντικείμενο της πολεμικής μου δεν είναι το συγκεκριμένο κείμενο, ούτε η συντάκτρια ομάδα, αλλά οι συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις και στάσεις, που δεν είναι απομονωμένες σε έναν μικρόκοσμο, ούτε καινοφανείς. Η έγγραφη έκφρασή τους σε ανοιχτές διαδικασίες και μάλιστα, δίπλα σε έναν μάρτυρα του αγώνα, αποτέλεσε κάτι σημαντικότερο από ευκαιρία να καταγγελθούν: πρόκληση να τις διαλύσουμε στη συλλογική συνείδηση.

(2) «Ξέρω ποιος σκότωσε τον επιθεωρητή Λουίτζι Καλαμπρέζι», Αλφρέντο Μπονάνο, 1998

Πρώτη ελληνική μετάφραση, 2013. Έκδοση στα ελληνικά από την τυπογραφική κολεκτίβα Rotta. Ψηφιακή διαθεσιμότητα: athens.indymedia.org/media/upload/2018/02/17/kalabrezi_final.pdf

(3) Πληροφορίες για τα αναφερόμενα γεγονότα στις τρεις μπροσούρες της Αναρχικής Συλλογικότητας για την Μαχητική Προλεταριακή Ανασυγκρότηση: https://asmpa.espivblogs.net/

(4) Το κείμενο της συντρόφισσας Μαριάννας με τίτλο, «Αυτό που δίνει νόημα στην ζωή, δίνει νόημα και στον θάνατο» (δημοσίευση 30/3/2025, athens.indymedia.org/post/1634817), έφτασε στα χέρια μου αφότου είχα ολοκληρώσει τη σύνταξη ετούτου του κειμένου. Αναστοχαστικά πιστεύω ότι οι λέξεις και τα νοήματα με τα οποία αναφέρθηκα στον σύντροφο Κυριάκο δεν παρεκκλίνουν από τη μαρτυρία και το ύφος της συντρόφισσας. Με δεδομένη την τοποθέτησή της, δεν θα μπορούσα να μην συνταχτώ στα προτάγματά της. Το ιδεολογικό ζήτημα μια έννοιας (πολυμορφία), δεν θα διαρρήξει την ενότητα του επαναστατικού καθήκοντος. Η τελευταία φράση κάθε μέρους του κειμένου μου δεν είναι αντικείμενο κλοπής και διαστρέβλωσης, είναι δήλωση δέσμευσης στην επαναστατική γραμμή αντίστασης την οποία η συντρόφισσα κρατά ψηλά· ένα πολιτικό ευχαριστώ για τον προσφερόμενο αγώνα της.

(5) Μπροσούρα «Τα Πολυτεχνεία: Η επαναστατική στράτα και ο ανοιχτός αγώνας», https://athens.indymedia.org/post/1621702/

Δημήτρης Χατζηβασιλειάδης
Φυλακή Δομοκού