(ή εμπειρίες αντίστασης ενός εργαζόμενου σε κέντρο υγείας την πρώτη μέρα εφαρμογής του εισιτηρίου των 5 ευρώ στους ασθενείς που επισκέπτονται τα εξωτερικά ιατρεία)
Από την αρχή της εβδομάδας που μας πέρασε έχει φτιαχτεί εισπρακτικός μηχανισμός στο κέντρο υγείας, που επιβάλλει αντίτιμο 5 ευρώ σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών που το επισκέπτονται.
Η απόφαση αυτή της διεύθυνσης, που έρχεται με τουλάχιστον 3 μήνες καθυστέρηση από τη δημοσίευση του σχετικού νομοσχεδίου, μας αιφνιδίασε, όλους εμάς που είχαμε σκοπό να αντιπαλέψουμε έμπρακτα αυτό το μέτρο.
Μας αιφνιδίασε επειδή αφενός είχαμε σοβαρά και συνεχή προβλήματα μέσα στο κέντρο υγείας με την πάλη ενάντια στους ρουφιάνους της διεύθυνσης (το σύνολο σχεδόν των γιατρών, αλλά όχι μόνο), πράγμα που απορροφούσε σημαντικό χρόνο της καθημερινής μας συζήτησης, δραστηριότητας και πάλης εκεί μέσα, κι αφετέρου επειδή είχαμε επαναπαυθεί στο γεγονός ότι το μέτρο θα καθυστερούσε κι άλλο, εξαιτίας του ότι η διεύθυνση δεν είχε βρει πρόθυμους να αναλάβουν αυτό το έργο, και κυρίως, επειδή –λόγω της έλλειψης διοικητή στο νοσοκομείο που υπάγεται το κέντρο υγείας– δεν υπήρχε «πίεση από τα πάνω» για άμεση εφαρμογή του μέτρου. Από την άλλη, επειδή το ίδιο το μέτρο συνιστά ούτως ή άλλως κάτι πρωτόγνωρο, επειδή έχει σχεδιαστεί στα γενικά του πλαίσια («να στήσω μηχανισμό είσπραξης για να μαζέψω γρήγορα λεφτά»), χωρίς να υπολογίζει τις λεπτές ευαισθησίες και ισορροπίες των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στην επαρχία, κι επειδή οι οικονομικές ανάγκες του κράτους εντείνονται μέσα στη θύελλα της κρίσης, έχει τουλάχιστον 3-4 φορές υποστεί αλλαγές στην τελική του μορφή με εγκυκλίους, που είτε προσπαθούν να διευρύνουν το φάσμα του πληθυσμού που θα πληρώνει (στην αρχή εξαιρούνταν οι ασφαλισμένοι του ΟΓΑ, τώρα όχι), είτε προσπαθούν να αμβλύνουν καταφανώς εξωφρενικές του πλευρές (π.χ. στην αρχή όριζε να πληρώνουν όλοι σε κάθε επίσκεψη, μετά εξαιρούσε αυτούς που έρχονταν για συνταγογράφηση για χρόνιες παθήσεις, τους ηλικιωμένους δηλαδή που συνιστούν και τη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών που επισκέπτονται καθημερινά το κέντρο υγείας, τώρα αφήνει ασαφές αυτό το πλαίσιο). Έτσι έχει δημιουργηθεί μια ασαφής κατάσταση που έφερνε κι εμάς και τη διεύθυνση σε αμηχανία. Η τελευταία, προφανώς ήθελε να επιβάλλει το αντίτιμο, αλλά όταν πια θα ήταν αναπόφευκτο, μιας που γνώριζε ότι κάποιοι από εμάς θα το πολεμούσαμε, και προτιμούσε την ειρήνη μέσα στο κέντρο υγείας, παρά μια συγκρουσιακή κατάσταση.
Έτσι, η μόνη κίνηση που είχε κάνει η διεύθυνση μέχρι προχτές ήταν να αναρτήσει ανακοινώσεις σε διάφορα σημεία του χώρου, που ανέφεραν ότι «από εδώ και πέρα θα ισχύει επιβολή αντιτίμου σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών». Κι αυτό βέβαια δεν ήταν λίγο: προετοίμαζε το κλίμα για ό,τι θα επακολουθούσε.
Πώς στήθηκε τώρα ο μηχανισμός. Έχω ήδη πει ότι διάφοροι υπάλληλοι στο κέντρο υγείας αρνήθηκαν τις κρούσεις του διευθυντή να κάνουν αυτήν τη δουλειά, οπότε επιλέχθηκε μια πρόσφατα διορισμένη κλητήρας, το παιδί για όλες τις δουλειές, που είχε αποσπαστεί στο νοσοκομείο για μερικούς μήνες για να βουλώσει τρύπες της διοίκησης εκεί. Το άτομο αυτό, τουλάχιστον 40 χρονών, δούλευε για πολλά χρόνια στα διόδια και σε άλλες άθλιες –από άποψη συνθηκών εργασίας– δουλειές στον ιδιωτικό τομέα, γυναίκα καραβανά της αεροπορίας, και με τον διαρκή φόβο της μετάθεσής της λόγω της δουλειάς του άντρα της, δηλαδή κουβαλώντας ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων που την έκαναν εξαιρετικά μνησίκακη απέναντι στους πιο αδύναμους, και εξαιρετικά φοβισμένη απέναντι στους προϊσταμένους, πράγμα που είχε δείξει σε διάφορες περιπτώσεις τον τελευταίο χρόνο, και με είχε οδηγήσει σε διάφορες συγκρούσεις μαζί της (στα επιτρεπτά πλαίσια). Μόνο που το άτομο αυτό δεν είχε ενημερωθεί για την τελευταία εγκύκλιο, όπως κι ο διευθυντής άλλωστε (δεν σε κάνουν μόνο τα διπλότυπα των αποδείξεων εισπράκτορα, πρέπει να ξέρεις και τους νόμους). Οπότε οι καινούργιες ανακοινώσεις που κρέμασαν έξω από το ιατρείο των επειγόντων ήταν καταφανώς ανενημέρωτες σχετικά με το γράμμα της τελευταίας εγκυκλίου, δηλαδή λάθος.
Στην αρχή προσπαθήσαμε να καθυστερήσουμε την εφαρμογή του μέτρου πατώντας σ’ αυτό: «να περιμένουμε τον διευθυντή για να κάνουμε συνέλευση, και να μας ενημερώσει για τη διαδικασία», αλλά αυτή, αγνοώντας αυτήν την πρόσκληση, επικαλέστηκε εντολές του νοσοκομείου κι άρχισε να κόβει μόνη της τα διπλότυπα για το αντίτιμο στους ασθενείς. Όμως, επειδή ακριβώς δεν ήξερε την καινούργια εγκύκλιο (που συμπεριλάμβανε το ότι ασθενείς του ΙΚΑ που προσέρχονται ως επείγοντα περιστατικά δεν πρέπει να πληρώνουν), έκανε αρκετά λάθη. Οπότε προκύψανε διάφορα προβλήματα όταν στέλναμε τους ασθενείς πίσω (π.χ. μετανάστες πακιστανούς, ένας μου είπε: «τι μαλακίες είναι αυτές, εγώ είμαι άνεργος»), ζητώντας τα χρήματα που είχαν ήδη πληρώσει και παροτρύνοντας να σταματήσει τη διαδικασία μέχρι να γίνει ενημέρωση από τη διεύθυνση.
Αναγνωρίζοντας τώρα ότι αυτοί που θα πήγαιναν κόντρα στην διεύθυνση μέσα στο κέντρο υγείας ήμασταν 2-3 άτομα, παρ’ όλο που σίγουρα οι μισοί τουλάχιστον εργαζόμενοι είναι ενάντια στο συγκεκριμένο μέτρο, αλλά δεν θα είναι καταρχήν διατεθειμένοι να συγκρουστούν ανοιχτά με τη διεύθυνση, το πρώτο που σκεφτήκαμε να κάνουμε (εγώ κι άλλος ένας συνάδελφος που έχουμε τραβήξει διάφορες κόντρες τον τελευταίο χρόνο, για διάφορα ζητήματα), είναι να προτρέπουμε τους ασθενείς που μπαίνανε στα ιατρεία μας να μην πληρώνουν, πιάνοντας ταυτόγχρονα τη συζήτηση, τόσο για ενημέρωση, όσο και στην κατεύθυνση της αποδόμησης της πολιτικής της εμπορευματοποίησης της υγείας: «το 5ευρω είναι η αρχή», «μια ζωή πληρώνετε σε ασφαλιστικά ταμεία και τώρα ξανά σας βάζουν να πληρώνετε», «δεν φτάνει που σας τα μασάνε με τα φακελάκια, τώρα θα τα μασάνε και με αυτό», «να πληρώσουν αυτοί που τα φάγανε» κ.λπ.
Σ’ αυτές τις συζητήσεις, κυρίως με Έλληνες, αλλά όχι μόνο, βλέπαμε ότι:
- υπήρχε πολύ οργή
- ότι οι άνθρωποι με διάφορες δικαιολογίες δεν πληρώνανε («δεν το ήξερα, δεν κρατάω λεφτά μαζί μου»)
- ότι υπήρχε προθυμία άρνησης («εγώ σήκωσα τις μπάρες των διοδίων για να ‘ρθω εδώ, θα πληρώσω τώρα;»)
- ότι υπήρχαν άλλοι που στην ερώτησή μας «γιατί πληρώνετε, τόσα χρόνια δεν φτάνουν τα λεφτά που έχετε δώσει;», μας απαντούσανε: «νόμιζα ότι θα δεν θα με δεχόσουνα γιατρέ αν δεν πλήρωνα».
Ειδικά σε σχέση με το τελευταίο, κι επειδή δεν είχαμε κείμενο να μοιράζουμε, κείμενο ενημέρωσης και εναντίωσης στο μέτρο, βγαίναμε έξω από τα ιατρεία και μιλούσαμε δημόσια στους ασθενείς που περιμένανε για εξέταση, παροτρύνοντας τους: «μην πληρώνετε». Ένας συνάδελφος, που κατά τα άλλα τον βαραίνουν πολλές ταξικά εχθρικές συμπεριφορές, αλλά από την άλλη είναι πολιτευόμενος, που άρα παίζει αρκετά στο προφίλ του το «δωρεάν υγεία», βγήκε και είπε στους ασθενείς, ότι «εγώ βλέπω δωρεάν, όσοι θέλουν να έρθουν από εδώ».
Σε μια τέτοια «εξόρμηση», που έγινε ενώπιον του διευθυντή, κάποιος άλλος συνάδελφος δέχτηκε δημόσια παρατήρηση από τον διευθυντή, και στη συνέχεια συστάσεις του στυλ «θα ‘χεις πρόβλημα, εγώ δεν σε καρφώνω γιατί είσαι φίλος μου, αλλά κάποιος μπορεί να σε καρφώσει και θα σε τρέχουν», κ.ά.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, η διεύθυνση αναγκάστηκε να κολλήσει νέα ανακοίνωση, υποτίθεται στη βάση νέας εγκυκλίου, που όμως ερμηνεύει με αρκετά ελαστικό τρόπο μια συγκεκριμένη διάταξη (περί «σταθερής συνταγογράφησης»), δηλαδή μας δίνει χώρο για νέες κόντρες.
Τις οποίες σήμερα συνεχίσαμε. Επειδή όμως, η «εισπρακτόρισσα» κι ένα δύο άλλοι που την πλαισίωναν, είχαν φερθεί με ιδιάζοντα ζήλο στην είσπραξη χρημάτων και τορπίλιζαν τις προσπάθειές μας, π.χ. όταν ο ασθενής που προσερχόταν της έλεγε: «μα γιατί να πληρώσω, με συγχωρείτε δεν είναι δίκαιο», αυτή απαντούσε ότι «είναι υποχρεωτικό, κι έτσι θα γίνεται από εδώ και πέρα» κ.λπ., προσωπικά αποφάσισα να της φερθώ με την εχθρότητα που της αναλογεί. Ένα από αυτά που έκανα ήταν να της αναθέτω διάφορα καθήκοντα για να την αποσπώ από τη βρωμοδουλειά («φέρε μου τις βεβαιώσεις άδειας για τους ασθενείς», κ.λπ.). Με πρόσχημα τον αυξημένο φόρτο εργασίας της, αυτό δεν έπιασε καταρχάς.
Σήμερα ωστόσο, κι εκμεταλλευόμενος τη διευρυμένη ερμηνεία της εγκυκλίου του διευθυντή, κι έχοντας η ίδια υποπέσει σε αρκετά λάθη, της έστελνα πίσω τους ασθενείς που είχαν πληρώσει να τους επιστρέψει τα χρήματα, αφού πρώτα τους συμβούλευα τα γνωστά. Παράλληλα αρνιόμουν να υπογράψω τα διπλότυπα των αποδείξεων που είχαν ήδη κοπεί. Ακολουθεί στιχομυθία:
αυτή: πρέπει να βάλετε υπογραφή στα διπλότυπα για να ακυρωθούν
εγώ: γιατί τα ‘κοψες τα διπλότυπα, αφού η ασθενής ήθελε συνταγογράφηση, δεν ξέρεις την δουλειά που κάνεις;
αυτή: νόμιζα ότι η ασθενής πήγαινε να της πάρουν αίμα, κι όχι να γράψει φάρμακα
εγώ: άρα το λάθος είναι δικό σου, όχι δικό μου. Να βάλεις δική σου σφραγίδα και υπογραφή και να ακυρώσεις εσύ τα διπλότυπα
αυτή: μα δεν έχω δική μου σφραγίδα, ο γιατρός πρέπει να το κάνει αυτό
εγώ: δεν ήταν δικό μου λάθος, ήταν δικό σου. Με πολύ ζήλο θες να παίρνεις λεφτά από τους ασθενείς, γι’ αυτό κάνεις τέτοια λάθη.
αυτή: μα εγώ δεν θέλω να παίρνω λεφτά από τους ασθενείς
εγώ: τότε να μην κάνεις αυτή την δουλειά, να παραιτηθείς
αυτή: βάλε μου σφραγίδα και υπογραφή
εγώ: όχι δεν σου βάζω…
αυτή: ωραία κι εγώ σταματάω να κόβω αποδείξεις μέχρι να ‘ρθει ο διευθυντής. (αυτό τώρα ήταν απειλή εναντίον μου…).
Όλα αυτά μπροστά στον ασθενή, που είχα στείλει για να πάρει πίσω τα λεφτά του εισιτηρίου. Καταλαβαίνετε.…
Λοιπόν, ο μηχανισμός για σήμερα μπλοκαρίστηκε μετά από αυτό, κι εμείς συνεχίσαμε να ενημερώνουμε τους ασθενείς, τι έπρεπε να πουν σε περίπτωση που θα τους ζητούσαν λεφτά. Ώσπου το μεσημέρι μια γραμματέας, αναπληρώτρια της εισπρακτόρισσας, ήρθε χαμογελαστή και μου έφερε μία κόλλα χαρτί (από αυτές που σε τυλίγουν ολόκληρο), που απευθυνόταν σε όλους τους συναδέλφους, αλλά προφανώς έδειχνε κάποιους μόνο, με θέμα «Είσπραξη εξετάστρου 5 ευρώ στα τακτικά ιατρεία του Κέντρου Υγείας, και προβλήματα διαδικαστικής εφαρμογής», που κοινοποιούνταν και στη διοίκηση του νοσοκομείου, και το οποίο αναφέρει, ανάμεσα στα άλλα:
«Οποιαδήποτε ακύρωση διπλοτύπου είσπραξης εξετάστρων από θεράποντα ιατρό θα γίνεται εφόσον φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του, καθώς και την αιτιολογία (π.χ. επείγον περιστατικό).
»Σε περίπτωση αμφισβήτησης του επείγοντος, και προκειμένου να μην υπάρξει καταστρατήγηση της διαδικασίας με τη μαζική χρήση αυτής της αιτιολογίας, η τελική αξιολόγηση του επείγοντος θα γίνεται από τον Διευθυντή, ή την αναπληρώτριά του»
Για όποιον δεν είναι στο χώρο της υγείας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο χαρακτήρας του «επείγοντος» είναι «εκ του ουκ άνευ» για έναν γιατρό. Δηλαδή όποιος δεν γνωρίζει τι είναι «επείγον περιστατικό» δεν είναι γιατρός. Αυτό το πράγμα είναι ζωτικής σημασίας από όλες τις πλευρές.
Από την άλλη πλευρά, είναι εξαιρετικά εύκολο να ονομαστούν όλα τα περιστατικά επείγοντα.
Να σας πω ένα απλό παράδειγμα: έρχεται ασθενής με χρόνιο πρόβλημα υπέρτασης στο κέντρο υγείας με σκοπό να μετρήσει την αρτηριακή του πίεση. Αυτός ο άνθρωπος ορίζεται ως «τακτικό περιστατικό». Συμβουλεύοντας τον όμως, να πει ότι ζαλίζεται, γίνεται αμέσως «επείγον περιστατικό»!
Δηλαδή με μια απλή συνεννόησηγιατρού-αρρώστου τα πράγματα είναι πολύ εύκολα.
Εδώ λοιπόν έχουν φτάσει τα πράγματα μέχρι τώρα.
Τελειώνοντας, θέλω να γράψω ακόμα κάτι. Κι αυτό είναι ότι δεν έχω καμιά ψευδαίσθηση ότι αυτά που κάνουμε είναι από μόνα τους ικανά να σπάσουν το μέτρο που έχει επιβληθεί. Ούτε στο δικό μας κέντρο υγείας, ούτε γενικά. Χρειάζονται πολλά περισσότερα ακόμα και στοιχειώδη (π.χ. σκεφτόμαστε σίγουρα να μοιράσουμε μια προκήρυξη και στο χωριό, να βάλουμε πανό στο κέντρο υγείας, κ.λπ.), χρειάζεται συντονισμός και αλληλεγγύη των αγωνιζόμενων, χρειάζονται κοινωνικές συμμαχίες, χρειάζονται άλλοι συσχετισμοί ανταγωνισμού ευρύτερα.
Η., 13/01/2011