Από τον διαδικτυακό τόπο των Εκδόσεων για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο σε ανάμνηση του συντρόφου Μιχάλη Μπαξεβάνη που έφυγε πρόωρα.
Στις 29 Γενάρη χάσαμε τον σύντροφο μας Μιχάλη Μπαξεβάνη, εμβληματική μορφή του σχιζοειδούς μητροπολιτικού προλεταριάτου αλά ελληνικά. Αντί άλλης αναφοράς στη μακρά διαδρομή του στον χώρο της αντιεξουσίας, πάντοτε στην πρώτη γραμμή, επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε ένα ανέκδοτο κείμενό του, από ένα σημειωματάριο που είχε αφήσει στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας όταν δουλεύαμε μαζί στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση, φιλμ, μοντάζ.
~Παναγιώτης Καλαμαράς
Κοιμόμαστε και ξυπνάμε σε ρυθμούς καθορισμένους. Ονειρευόμαστε τη ζωή και τη φύση· δραπετεύοντας, χωμένοι μέσα στην ασφάλεια του κρεβατιού μας, κι αυτό κρατάει τόσο λίγο, όσο το πρωινό τσιγάρο που ζητάμε επίμονα, τον αέρα που ανιχνεύει η μύτη μας ψάχνοντας (μάταια) για το αληθινό (που δεν υπάρχει), τους φίλους που χάθηκαν ένα πρωινό μ’ ένα χαμόγελο και ένα ερωτηματικό συνάμα· τους πόθους που μείναν ανεκπλήρωτοι σ’ ένα μπαούλο, βαθιά χωμένοι μέσα.
Τι μας έχει κάνει αυτή η πόλη; Ας παρεκτραπούμε –μαζικά– όσο υπάρχει ακόμα χρόνος, όσο υπάρχει ακόμα ελπίδα, όσο μας μένει δύναμη.
Με νύχια και με δόντια κρατάμε τις ελευθερίες που λιγοστεύουν μέρα με τη μέρα, απ’ αυτά τα καθάρματα που ρουφάν τη ζωή μας μέσα από το ποτήρι της ισοπέδωσης· απ’ αυτά τα καθάρματα που δεν έχουν καταλάβει τι πάει να πει ζωή και ομορφιά, τι είναι η αίσθηση του να τρέχεις στην παραλία και να μυρίζεις την αύρα της θάλασσας. Γίνομαι χίπης –δεν γαμιέται–, προτιμώ τα λουλούδια απ’ τις όξινες βροχές και τη σαπίλα της γραφειοκρατίας, προτιμώ τις θάλασσες και τα δάση από τις εξατμίσεις, τους μπάτσους και την πρέζα.
Γουστάρω να λέω καλημέρα σ’ αγνώστους όσο έχω αισθήσεις ακόμα. Όχι ρε κουφάλες, δεν τρελάθηκα· απλά μπορώ και βλέπω αυτά που δεν θα δείτε ποτέ σας, αυτά που δεν θα αισθανθείτε, αυτά που δεν θα νιώσετε· γιατί είσαστε χωμένοι μέσα στα ίδια σας τα σκατά, αλλοτριωμένοι (φοβισμένοι;) μέσα στις νεκρικές, πολυτελείς κατοικίες, με μόνη χαρά το κέρδος, πλάι-πλάι με τον υποσυνείδητο τρόμο του σκυλιού που αλυχτάει μέσα στη θανατηφόρα νυχτερινή σιγή που εσείς επιλέξατε, νομίζοντάς την τάχα για ασφάλεια.
Είμαστε εδώ ακόμα· και θα είμαστε πάντα εδώ. Γιατί έχουμε καθαρές συνειδήσεις. Γιατί οι νόμοι σας είναι φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση της βρωμιάς και της ενοχής σας. Γιατί οι μόνοι νόμοι που εμείς θα υπακούσουμε (όπως έλεγε και ο Τζερόνιμο) είναι της μητέρας γης και του πατέρα ήλιου.
Ε! Σε σας μιλάω, απ’ την αντίπερα όχθη. Εσείς δεν είστε αυτοί που αιώνες τώρα μας βάλατε τα όρια; Και μεις δεν είμαστε μήπως αυτοί που τα αμφισβητούσαν; Αυτοί που τα καταπατούσαν; Και θα συνεχίσουμε να τα καταπατούμε, γιατί η παροχή ελευθερίας που μας προσφέρετε είναι πλαστή, γιατί και σεις οι ίδιοι είσαστε πλαστοί, παρέα με την ακριβή σας «τέχνη», τις άθλιες πόλεις, την αποξένωση που την πλασάρετε ως τρόπο «ζωής», την «πληροφόρηση», που τη χρησιμοποιείτε όπως θέλετε εσείς. Και γελάτε νιώθοντας ικανοποίηση πίσω από το τερατούργημα που έχετε οικοδομήσει. Μέχρι τη στιγμή που ο χείμαρρος των ανθρώπινων επιθυμιών σάς πνίξει στον ανύποπτο χρόνο, όπου κανένα ρολόι δεν θα μπορέσει να μετρήσει, κανένας προφήτης να προβλέψει. Και τότε, σαν σκουλήκια θα τρέχετε να σωθείτε από τη μανία της εκδίκησης και την παράνοια της σύγκρουσης, τον λυτρωμό, την ανάδειξη του «άλλου», που τόσο υπομονετικά προσδοκούμε.
Γιατί η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε – και ίσως δεν ειπωθεί ποτέ.
Ciao Bello, θα μας λείψεις.