Για 5η φορά το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας απέρριψε πρόσφατα το αίτημά μου για υφ’ όρων αποφυλάκιση παρά τη 3η διαδοχική θετική εισαγγελική εισήγηση. Μέσα στα τελευταία 2,5 χρόνια που έχω συμπληρώσει το όριο χορήγησης αναστολής κατά το νόμο, τα δικαστικά συμβούλια της Λαμίας, συμπεριλαμβανομένου και του συμβουλίου Εφετών Λαμίας που είχα προσφύγει μια φορά, έχουν απορρίψει συνολικά 6 φορές το αίτημά μου για υφ’ όρων αποφυλάκιση. Είναι πλέον πολύ πιθανόν ότι θα είμαι από τους ελάχιστους πανελλαδικά κρατούμενους –αν όχι ο μοναδικός– με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης με την μέγιστη των 20 ετών κατά τον Π.Κ του 2019 που θα βγάλει όλη την ποινή χωρίς αναστολή. Και πιθανόν θα είμαι ο μόνος από τους δεκάδες πολιτικούς (αναρχικούς και άλλους) κρατούμενους που πέρασαν από τις φυλακές τα τελευταία 20 χρόνια με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, ο οποίος εξαιρείται από την υφ’ όρων αποφυλάκιση. Φυσικά, οι λόγοι της απόρριψης εξακολουθούν να είναι πολιτικοί-φρονηματικοί: ότι αρνούμαι να αναγνωρίσω ως εγκληματικές τις πράξεις για τις οποίες έχω καταδικαστεί, δηλαδή τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, όπως αναφέρει το πρόσφατο απορριπτικό βούλευμα, αλλά και το προηγούμενο του Σεπτεμβρίου του 2023.
Το ζήτημα της μετάνοιας για τους πολιτικούς αντιπάλους του πολιτικού-οικονομικού καθεστώτος έχει πλέον κατοχυρωθεί ιστορικά ως απαραίτητο κριτήριο και όρος για τη χορήγηση της υφ’ όρων αποφυλάκισης συνεχίζοντας έτσι την ιστορική παράδοση του ελληνικού κράτους σε άλλες εποχές, από το χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, τα χρόνια του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου μέχρι τη χούντα των συνταγματαρχών.
Βέβαια το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας έχει αποδείξει ότι έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά σε αυτές τις περιπτώσεις όπως αποδείχτηκε με την περίπτωση της πρόσφατης –αν και προσωρινής– αποφυλάκισης του ‘‘φύρερ’’ της νεοναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Σε μια χώρα και σ’ έναν τόπο που πολλοί δεν έχουν κοντή ιστορική μνήμη όπως θέλει και ελπίζει η κρατική εξουσία, το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας εκτέθηκε ανεπανόρθωτα κοινωνικά και αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι έγινε αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισης από εφέτη εισαγγελέα μετά από κυβερνητική-πολιτική παρέμβαση.
Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνεται η ιστορική παράδοση του ελληνικού κράτους και οι πολιτικές συμπάθειες αρκετών κρατικών οργάνων δεν κρύβονται. Όπως οι δοσίλογοι μετά το 1945, οι ταγματασφαλίτες, οι χίτες, οι πρόγονοι της Χρυσής Αυγής, είχαν ευμενή μεταχείριση από το μετακατοχικό κράτος, ελάχιστοι από αυτούς δικάστηκαν και ακόμα λιγότεροι έμειναν στη φυλακή, έτσι και σήμερα βλέπουμε τους απογόνους τους να έχουν την ίδια ευμενή μεταχείριση από το σημερινό κράτος και τη «δικαιοσύνη» τους. Από τους 28 καταδικασμένους της νεοναζιστικής οργάνωσης μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, 21 είναι ήδη ελεύθεροι ενώ στους υπόλοιπους δεν μένει σημαντικός χρόνος κράτησης. Άλλωστε είναι τα «δικά τους παιδιά». Δεν ήταν παρά ένας παρακρατικός μηχανισμός δηλαδή ένα παρακλάδι του ίδιου του κρατικού μηχανισμού που δρούσε για χρόνια, από τη δεκαετία του 1990 με την ανοχή της αστυνομίας και έκανε τη «βρώμικη» δουλειά του κράτους. Δηλαδή αντιμεταναστευτικά πογκρόμ και ρατσιστικές επιθέσεις, ξυλοδαρμούς, μαχαιρώματα, συνδρομή των Ματ σε συγκρούσεις με αναρχικούς υποδυόμενοι τους «αγανακτισμένους» πολίτες, επιθέσεις σε στέκια, καταλήψεις του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου. Παραδοσιακά πάντα το ελληνικό κράτος φερόταν με το γάντι στους παρακρατικούς, όπως σε αυτούς τους φασίστες, τους νοσταλγούς της χούντας των συνταγματαρχών που το 1978 έκαναν τυφλές βομβιστικές επιθέσεις στους κινηματογράφους Ρεξ και Έλλη επειδή πρόβαλαν ταινίες όχι πολιτικά ορθές κατ’ αυτούς, με περιεχόμενο όχι «εθνικόφρων». Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο μετέπειτα «φύρερ» της Χρυσής Αυγής. Το ίδιο είχε φερθεί και στους παρακρατικούς δολοφόνους –μέλη της ΟΝΕΔ-ΝΔ– του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα το Γενάρη του 1991 που είχαν πάρει εντολή να σπάσουν με «δυναμικό» τρόπο τις μαθηματικές καταλήψεις εκείνης της περιόδου.
Τα δύο μέτρα και σταθμά της κρατικής «δικαιοσύνης» και συγκεκριμένα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας αποδεικνύεται και στην περίπτωση ενός άλλου «δικού τους τέκνου», όχι παρακρατικού αλλά πρώην εκπροσώπου του νόμου, του αστυνομικού δολοφόνου του 15χρόνου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, από τον οποίο το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας δεν ζήτησε ποτέ δηλώσεις μετανοίας ή απαξίας για την πράξη του όταν τον αποφυλάκισε το 2019. Και το ίδιο ισχύει και για το εφετείο Λαμίας όταν είχε γίνει αναίρεση το 2022 και είχε επιστρέψει στη φυλακή για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Και τώρα που επέστρεψε στη φυλακή μετά από δεύτερη αναίρεση του Αρείου Πάγου, το ζήτημα δεν είναι αν έχει μετανοήσει ή έχει εκδηλώσει φυσικά απαξία για τη δολοφονία που διέπραξε, αλλά για το ελαφρυντικό του «σύννομου» βίου που του χορηγήθηκε με το οποίο έσπασε την ποινή της ισόβιας και αποφυλακίστηκε με αναστολή. Ο δολοφόνος του Αλ. Γρηγορόπουλου ήταν ο μοναδικός από τους δεκάδες δολοφόνους της αστυνομίας από τη μεταπολίτευση και μετά, που εξέτισε κάποια χρόνια στη φυλακή και αυτό λόγω της εξέγερσης του Δεκεμβρίου του 2008 και της κοινωνικής καταδίκης του εγκλήματός του. Γεγονότα τα οποία δεν μπορούσε να μην λάβει υπόψη το δικαστήριο που τον δίκασε. Όταν σε άλλες περιπτώσεις τα δικαστήρια αθώωνε τους δολοφόνους της αστυνομία π.χ. τον Μελίστα, δολοφόνο του 15 χρόνου Μιχάλη Καλτεζά ή τους έριχνε στα μαλακά, δεν εκτίανε καθόλου ποινή ή εκτίανε ελάχιστη.
Επ’ ευκαιρίας όμως του γεγονότος στο ότι έχει πλέον κατοχυρωθεί η εκμαίευση της δήλωσης μετανοίας και απαξίας ως απαραίτητος όρος για την χορήγηση της αναστολής και της υφ’ όρων αποφυλάκισης για τους πολιτικούς αντιπάλους του πολιτικού-οικονομικού καθεστώτος, θα ήθελα να αναφερθώ στο πολιτικό σφάλμα που υπέπεσαν κάποιοι αριστεροί, όπως δικηγόροι της πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής, που μετά την προσωρινή αποφυλάκιση του αρχηγού της, μίλησαν και αυτοί για το ζήτημα της μη μετάνοιας του συγκεκριμένου, ευθυγραμμιζόμενοι με τον εισαγγελέα που για τον ίδιο λόγο είχε προτείνει την απόρριψη του αιτήματος της υφ’ όρων αποφυλάκισής του, αλλά και με τον εισαγγελέα εφέτη που έκανε την αναίρεση. Για να μην παρεξηγηθώ, να ξεκαθαρίσω ότι είναι τελείως διαφορετικό το ζήτημα ότι κάποιος πρέπει να συνεχίσει να εκτίει την ποινή του και εντελώς διαφορετικό το ζήτημα της μετάνοιας ως απαραίτητος όρος αποφυλάκισης. Η επίκληση της μη μετάνοιας από τους δικηγόρους σε αυτή την περίπτωση, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, ρίχνει νερό στον μύλο του κράτους στο να αρνείται για τους ίδιους λόγους, την υφ’ όρων αποφυλάκιση σε εμάς τους αγωνιστές που είμαστε καταδικασμένοι για πράξεις του αντάρτικου πόλης, ένοπλης λαϊκής βίας και αντίστασης που διαχρονικά εντάσσονται στις πρακτικές του λαϊκού και επαναστατικού κινήματος. Μάλιστα το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς γνωρίζουν την ιστορία των διώξεων της αριστεράς σε άλλες εποχές και το έχουν επικαλεστεί σε δίκες επαναστατικών-αντάρτικων οργανώσεων ως υπεράσπιση, κάνει το πολιτικό σφάλμα τους ακόμα μεγαλύτερο. Η επίκληση της μετάνοιας ως απαραίτητος όρος αποφυλάκισης δεν μπορεί να εφαρμόζεται επιλεκτικά. Ή εφαρμόζεται σε όλους ή δεν εφαρμόζεται καν. Όμως η γενική του εφαρμογή επιβεβαιώνει την πρακτική του κράτους σήμερα που έχει τη θεωρία-απάτη των δύο «άκρων» εξομοιώνοντας τη θεωρία και τη προπαγάνδα τους στους νεοναζί με τους αγωνιστές του αντάρτικου πόλης, τους αναρχικούς, τους ακροαριστερούς, τους αντιφασίστες, όμως στην πράξη χαϊδεύει τους νεοναζί που είναι «δικά του παιδιά» και εξαντλεί την αυστηρότητά του στους πολιτικούς αντιπάλους του πολιτικού-οικονομικού καθεστώτος.
Επίσης το ζήτημα της μετάνοιας έχει μπει και στην ακρόαση του συμβουλίου Εφετών Χαλκίδας τον περασμένο Γενάρη στη συντρόφισσα Πόλα Ρούπα όταν είχε γίνει αναίρεση –προφανώς με άνωθεν εντολή– του βουλεύματος της υφ’ όρων αποφυλάκισή της από τον αντιεισαγγελέα εφετών Χαλκίδας.
Το βούλευμα του συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας στο σκεπτικό της απόρριψης της υφ’ όρων αποφυλάκισής μου, επικαλείται επίσης ως λόγο την απαξία μου προς τη «δικαιοσύνη». Μια δικαιοσύνη όμως που χαϊδεύει φασίστες και νεοναζί, καταδικασμένους βιαστές που κυκλοφορούν ελεύθεροι και τυγχάνει να έχουν διασυνδέσεις με τη Ν.Δ, που χαϊδεύει ρατσιστές δολοφόνους που κυκλοφορούν ελεύθεροι (υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου), που επιβραβεύουν δολοφόνους αστυνομικούς της ομάδας Δίας (υποθέσεις Σαμπάνη, Φραγκούλη), που επίσης κυκλοφορούν ελεύθεροι, που συμπεριφέρεται με το γάντι στους βιαστές της υπόθεσης της 12χρονης του Κολωνού –όπου η εισαγγελέας Μαρία Ελένη Νικολού είχε προτείνει την απαλλαγή του βασικού κατηγορούμενου και είναι η ίδια που μας είχε αφαιρέσει την επιμέλεια του γιου μας και είχε διατάξει τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο του Παίδων–, μια «δικαιοσύνη» που συγκαλύπτει μαζικά κρατικά εγκλήματα όπως αυτό των Τεμπών ή του ναυαγίου της Πύλου, είναι συνεργός στο μεγαλύτερο μαζικό έγκλημα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας όπως τα μνημόνια, μια τέτοια «δικαιοσύνη» μόνο απαξία και ανυποληψία μπορεί να προκαλεί.
Πέρα όμως από την απόρριψη της υφ’ όρων αποφυλάκισης, το βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, αναφέρει ότι εκκρεμεί εις βάρος μου η άσκηση ποινικής δίωξης μετά από αναφορά του επικεφαλή διοικητή της εξωτερικής φρουράς των φυλακών Δομοκού για απείθεια, υποτίθεται, σε νόμιμες εντολές του προσωπικού και απειλή άσκησης βίας κατά μελών του προσωπικού των φυλακών. Μάλιστα η πρόεδρος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, στην ακρόαση μέσω skype στις 15 Μαΐου για να εξεταστεί το αίτημά μου για υφ’ όρων αποφυλάκιση, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε στην ακρόαση, ήταν να μου επιδείξει την εις βάρος μου αναφορά του διοικητή της εξωτερικής φρουράς, αποδεικνύοντας την προκατειλημμένη στάση της για την ήδη προειλημμένη απόφαση για απόρριψη της υφ’ όρων αποφυλάκισής μου. Άλλωστε ήταν πρόεδρος και στα δύο προηγούμενα συμβούλια που απέρριψαν την υφ’ όρων αποφυλάκισή μου.
Το επεισόδιο για το οποίο είχε γίνει αναφορά αφορούσε το γεγονός που είχα δημοσιοποιήσει στις 14 Μαΐου όταν αρνήθηκα να υποστώ έναν αναξιοπρεπή σωματικό έλεγχο από τα μέλη της εξωτερικής φρουράς των φυλακών. Δηλαδή, να βγάλω τα ρούχα μου προκειμένου να γίνει μεταγωγή μου στο νοσοκομείο Λαμίας για ορθοπεδική εξέταση. Η απείθεια αντιστοιχούσε στην άρνησή μου να υποστώ έναν τέτοιο αναξιοπρεπή σωματικό έλεγχο, ενώ η απειλή άσκησης βίας αφορούσε ότι ζήτησα τα στοιχεία των αστυνομικών της εξωτερικής φρουράς μετά την άρνησή μου να με μεταγάγουν στο νοσοκομείο Λαμίας για την εξέταση που είχε προγραμματιστεί. Όμως παρά το γεγονός ότι αθωώθηκα ομόφωνα από το πειθαρχικό συμβούλιο των φυλακών και για τις δύο ανυπόστατες και ψευδείς κατηγορίες και μάλιστα έγινε η μεταγωγή μου στο νοσοκομείο της Λαμίας μερικές μέρες αργότερα με τους όρους που ήθελα, δηλαδή χωρίς να υποστώ τον αναξιοπρεπή σωματικό έλεγχο που απαιτούσα, το συμβούλιο Πλημμελειοδικών αναφέρει ότι εκκρεμεί η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον μου χωρίς όμως να υπάρχει –τουλάχιστον προς το παρόν– κάποια τέτοια ποινική διαδικασία εις βάρος μου. Σε αρκετές περιπτώσεις, πέρα από την πειθαρχική ποινή στη φυλακή για παραβιάσεις του «σωφρονιστικού» κώδικα, ασκείται στους κρατούμενους για τις ίδιες παραβάσεις επιπλέον ποινική δίωξη και γίνεται δίκη. Αν υπήρχε εις βάρος μου μια τέτοια διαδικασία, δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά μια μεθόδευση έτσι ώστε να κοπούν οι τακτικές άδειες που λαμβάνω τα τελευταία 2,5 χρόνια για όσο διάστημα εκκρεμεί μια τέτοια διαδικασία μέχρι να γίνει η δίκη. Γιατί ένα από τα κριτήρια χορήγησης των αδειών στη φυλακή είναι να μην εκκρεμεί ποινική διαδικασία είτε για κακούργημα είτε για πλημμέλημα το οποίο ενέχει πράξεις βίας ή απειλή άσκησης βίας, για τις οποίες αν καταδικαστεί ο κρατούμενος η ποινή του εκτίεται χωρίς συγχώνευση με την υπόλοιπη ποινή, δηλαδή μετά λήξεως. Πιθανόν κάτι τέτοιο θα ευχόταν και η πρόεδρος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Λαμίας όταν το ανέφερε στο απορριπτικό βούλευμα.
Έχοντας ήδη εκτίσει 11,5 χρόνια καθαρά και μαζί με 3,5 χρόνια ευεργετικού υπολογισμού εργασίας σχεδόν 15 χρόνια, μου απομένουν 2,5 χρόνια στη φυλακή με τον υπολογισμό των ημερομισθίων. Θα έχω εκτίσει τότε το λιγότερο 14 χρόνια καθαρά στη φυλακή και μαζί με 6 χρόνια εργασίας θα έχω συμπληρώσει και τα 20 χρόνια ποινής μέχρι την τελευταία μέρα.
Μια έκτιση ποινής που με τον ισχύοντα ποινικό κώδικα για τους παλιούς κρατούμενους όπως εγώ –πριν την τελευταία αναθεώρησή του– θα προσεγγίσει την έκτιση ποινής ισόβιας κάθειρξης, όπου ο νόμος ορίζει τη δυνατότητα αναστολής στα 16 χρόνια, ποινή που αναλογεί σε καταδίκη για δολοφονία, κατηγορία για την οποία δεν έχω καταδικαστεί. Ήδη έχω εκτίσει δυσανάλογα μεγάλο διάστημα σε σχέση με τις κατηγορίες και την ποινή για την οποία έχω καταδικαστεί. Το κράτος και η «δικαιοσύνη» του στην περίπτωσή μου θεωρεί μεγαλύτερο έγκλημα ότι δεν αναθεωρώ τις απόψεις μου για τις πράξεις για τις οποίες έχω καταδικαστεί από τις ίδιες τις πράξεις. Το να αποφυλακιστώ όμως σε 2,5 χρόνια με λήξη ποινής χωρίς να έχω «σωφρονιστεί», χωρίς να μετανοήσω, χωρίς να απαξιώσω τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκα, αλλά εξακολουθώντας να έχω την άποψη ότι οι ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα ήταν δίκαιες, ότι πραγματοποιήθηκαν για το κοινωνικό καλό και προς όφελος της κοινωνικής-λαϊκής πλειοψηφίας –πράξεις που διαχρονικά εντάσσονται στις πρακτικές του λαϊκού και επαναστατικού κινήματος–, θα αποδείξει την ολοκληρωτική τους αποτυχία, την ολοκληρωτική αποτυχία της κρατικής «δικαιοσύνης» και την ολοκληρωτική αποτυχία της φυλακής ως κατασταλτικού θεσμού να με κάνει να αλλάξω εκβιαστικά τις θέσεις μου και το φρόνημά μου γι’ αυτά που έχω καταδικαστεί.
Είναι ήδη ηττημένοι και αποτυχημένοι.
Νίκος Μαζιώτης, καταδικασμένος για τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα
Δ΄ πτέρυγα φυλακές Δομοκού