Τριάντα τέσσερις ημέρες «ασφυξίας» για μια ανάσα ελευθερίας

Συλλογικό κείμενο της εφημερίδας δρόμου «Άπατρις» για την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού

«ποτέ στην περιφρόνηση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούν ερημώσεις
κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι
για το ξυλουργείο
να δέχονται περήφανοι
την εκτόρνευσή τους
και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα
σαν πιόνια.
Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
των πετρωμάτων
σάμπως να ‘σουν σίγουρος πως θα ‘ρθει μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κι οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους».

(Άρης Αλεξάνδρου «Θα επιμένεις»)

 

Η εφημερίδα δρόμου «Άπατρις» είναι μια πανελλαδική δομή αντιπληροφόρησης και όχι μια συλλογικότητα που εκφέρει ενιαίο πολιτικό Λόγο. Όλοι/ες μας όμως, ως σύντροφοι/σσες αναρχικοί/ές, ανήκουμε στο αλληλέγγυο κίνημα που πλαισίωσε τον αγώνα αυτό στις διάφορες εκφάνσεις του και σε πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου.

Πέρα λοιπόν από τις διάφορες πολιτικές θεωρήσεις μέσα από τις οποίες κάνει ο καθένας από μας την ανάγνωση των ζητημάτων που αναδύθηκαν μέσα απ’ αυτό τον αγώνα, θεωρήσαμε σημαντικό να μπούμε για πρώτη φορά σε μια διαδικασία συνδιαμόρφωσης ενός συλλογικού κειμένου κριτικής αποτίμησης, γραμμένου από τα μέλη όλων των συντακτικών ομάδων που συμμετέχουν στο εγχείρημα αυτό.


Ο Νίκος Ρωμανός και η απεργία πείνας

 Ο αναρχικός Νίκος Ρωμανός συνελήφθη το Φεβρουάριο του 2013 μαζί με τους Αντρέα -Δημήτρη Μπουρζούκο, Γιάννη Μιχαηλίδη και Δημήτρη Πολίτη, για διπλή (αποτυχημένη) ληστεία τράπεζας στο Βελβεντό Κοζάνης και καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης. Μέσα από τη φυλακή έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Τ.Ε.Ι Αθηνών. Μετά την απόρριψη του αιτήματός του για εκπαιδευτικές άδειες ξεκινά στις 10 Νοέμβρη τον αγώνα του «για μια ανάσα ελευθερίας», όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά δήλωσε: «Την περασμένη άνοιξη έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις μέσα από τη φυλακή και πέρασα σε μια πανεπιστημιακή σχολή στην Αθήνα. Με βάση τους δικούς τους νόμους, λοιπόν, από τον Σεπτέμβρη δικαιούμαι ν’ αρχίσω να παίρνω εκπαιδευτικές άδειες από τη φυλακή για να παρακολουθώ το πρόγραμμα της σχολής. Όπως είναι λογικό, οι αιτήσεις που έχω κάνει έχουν καταλήξει στα αζήτητα, γεγονός που με οδηγεί να διεκδικήσω αυτό το αίτημα με οδόφραγμα το σώμα μου. Από τη Δευτέρα 10/11 ξεκινάω απεργία πείνας χωρίς να κάνω βήμα πίσω, με την αναρχία πάντα στην καρδιά μου».

Με την έναρξη της απεργίας πείνας του Νίκου Ρωμανού, ξεκίνησε ένας δυναμικός, πολύμορφος και ξεχωριστής σημασίας αγώνας, που σημάδεψε το τέλος του χρόνου που μας πέρασε.

 

Η απεργία πείνας ως ρωγμή σε μία γενικά λιμνάζουσα κοινωνική πραγματικότητα – Το σπάσιμο του φόβου – Αποφασιστικότητα και μαζική συμμετοχή

 Η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού ξεκίνησε στις 10 Νοεμβρίου του 2014, σε μία περίοδο σχετικής πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής παράλυσης, εξαιτίας τόσο των οικονομικών πολιτικών της κυβέρνησης όσο και της αυταρχικότητάς της απέναντι στα χαμηλότερα και τα (πάλαι ποτέ…) μεσαία στρώματα. Η οικονομία εξακολουθεί να κινείται βάσει ευρωπαϊκών επιταγών, θέτοντας τον τομέα της εργασίας σε πλήρη επισφάλεια, με τους εκπαιδευτικούς να μένουν σταθερά απλήρωτοι, με την κυριακάτικη εργασία να προωθείται ως κερδοφόρα «ανάσα» στον κλάδο του εμπορίου και με την «κοινωφελή» εργασία μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ να καλύπτει εργασιακές τρύπες με το λιγότερο δυνατό κόστος. Οι πρώτοι πλειστηριασμοί και κατασχέσεις ακινήτων έχουν ήδη ξεκινήσει και η στεγαστική φορολογία αλλάζει. Ωστόσο, παρά τις ποικίλες αλλά μεμονωμένες κοινωνικές αντιστάσεις που γέννησε το οικονομικό αυτό σκηνικό, λείπει η μαζικότητα και η συσπείρωση ενός δυναμικού κινήματος διεκδίκησης.

Ο «πολιτικός εκβιασμός» που άσκησε ο Ρωμανός λειτούργησε, όσο εξελισσόταν και κλιμακωνόταν η απεργία πείνας, ως ένας κοινός τόπος σύνδεσης και σύνθεσης ατόμων και ιδεών, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα ελπιδοφόρο κίνημα αλληλεγγύης και σπάζοντας ταυτόχρονα τη σχετική ακινησία του ανταγωνιστικού κινήματος. Η συμμετοχή στις δράσεις αλληλεγγύης ήταν μαζική σχεδόν πανελλαδικά, ενώ για πρώτη φορά μετά από αρκετό διάστημα, θα λέγαμε, έγιναν αισθητές και εκφράστηκαν διαθέσεις επιθετικές και συγκρουσιακές στο δρόμο, γεγονός που φανερώνει πως, παρά τη συνηθισμένη και αναμενόμενη πλέον στις διαδηλώσεις καταστολή, στη συλλογική συνείδηση ο φόβος έδωσε τη θέση του στην αποφασιστικότητα και την έμπρακτη εναντίωση.

 

Με όλα τα μέσα… αλληλέγγυων και κράτους

Οι κινητοποιήσεις ήταν ποικιλόμορφες: καταλήψεις σχολείων, πανεπιστημιακών σχολών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, εργατικών κέντρων, επιμελητηρίων, δημαρχείων και περιφερειών, πανό, σπρέι, τρικάκια, αφίσες, παρεμβάσεις, ανακοινώσεις, συγκεντρώσεις, πορείες, οδοφράγματα, συγκρούσεις, σαμποτάζ, εμπρησμοί, βομβιστικές ενέργειες, απεργίες πείνας.

Η ποικιλία και η διάχυση σε όλη την επικράτεια των μέσων αγώνα που αναδείχθηκαν εκ μέρους των αλληλέγγυων ήταν αφενός εντυπωσιακή, αφετέρου αντικατόπτριζε το εύρος των ανθρώπων και των πολιτικών συλλογικοτήτων που στήριξαν και συστρατεύθηκαν με τον αγώνα του Ν. Ρωμανού. Ένα εύρος που ξεπέρασε τα στενά όρια του όποιου πολιτικού χώρου και που κατάφερε να αναδείξει το ζήτημα σε σχεδόν κάθε γωνιά της Ελλάδας, που πόλωσε ένα σεβαστό μέρος της κοινωνίας, ξύπνησε πάθη, ανάγκασε πολλούς να πάρουν θέση και ξεσκέπασε τις κανιβαλικές τάσεις των συντηρητικών κοινωνικών στρωμάτων.

Αυτή η κοινότητα αγώνα άφησε μια παρακαταθήκη, έδωσε μια εικόνα των δυνατοτήτων που προκύπτουν όταν αφυπνιζόμαστε και πόσο γρήγορα όλο αυτό εξαϋλώνεται όταν περιορίζεται σε μερικά αιτήματα.

Παράλληλα, όσον αφορά το αντίπαλο στρατόπεδο, αυτό του κράτους, η απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού είχε ξεχωριστή σημασία για έναν ακόμα λόγο. Αποτέλεσε πεδίο ασκήσεων επί χάρτου για τον κρατικό και τον παρακρατικό μηχανισμό, ευκαιρία για δοκιμές νέων τακτικών τόσο στο δρόμο όσο και σε συνολικότερο επίπεδο. Οι αύρες με τα νεροκάνονα και η εισβολή στα Εξάρχεια, η επικοινωνιακή κάλυψη της εισβολής σαν να πρόκειται για στρατιωτική επιχείρηση σε εχθρικό έδαφος, οι ματατζήδες που φαινομενικά τρέπονταν σε φυγή κατά τη διάρκεια της πορείας προκειμένου να απομονωθεί και να συλληφθεί κόσμος που θα τους κυνηγούσε και οι ασφαλίτες μεταμφιεσμένοι σε «διαδηλωτές» που «επιτίθονταν» σε διμοιρίες, για να συλλάβουν στη συνέχεια αυτούς που τους ακολουθούσαν στο πέσιμο, είναι τακτικές σε μεγάλο βαθμό καινούριες στο πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων. Επανεμφανίστηκε, επίσης, η τακτική της δημιουργίας μπλοκ ασφαλιτών, εβδομήντα έως και εκατό ατόμων, που περιφέρονταν στο κέντρο της πόλης όλη την ημέρα της 6ης Δεκέμβρη. Από την άλλη βέβαια, υπήρξε και αναβάθμιση των πρακτικών των διαδηλωτών, που συνέβαλλε σε πολλές περιπτώσεις στην αποτυχία των αστυνομικών σχεδιασμών. Η απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού εμπεριείχε τις προϋποθέσεις για όξυνση του επιπέδου της σύγκρουσης κι από τις δύο πλευρές. Η διαφορά είναι ότι το καθεστώς αξιοποίησε όλη τη διάρκεια της απεργίας πείνας για την προετοιμασία του εν όψει μιας εκρηκτικής κατάστασης, ενώ η δική μας πλευρά -εάν το έκανε- το έκανε σε συντριπτικά μικρότερο βαθμό. Αυτό φαίνεται κι από τη σύγκριση παρόμοιων ιστορικών γεγονότων: ενώ το ελληνικό κράτος και παρακράτος είχε -ή φαίνεται να είχε- έτοιμους όλους τους μηχανισμούς του για το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει μια κατάσταση σαν αυτή που δημιουργήθηκε στη Βρετανία μετά το θάνατο του Μπόμπι Σαντς*, η δική μας πλευρά φάνηκε απροετοίμαστη.

 

Η διαχείριση της περίπτωσης Ρωμανού από τα ΜΜΕ

Οι αναφορές των ΜΜΕ στον αγώνα του Ρωμανού γίνονταν πάντα χωρίς οποιοδήποτε πολιτικό περιεχόμενο και με επιμονή στον περιορισμό της υπόθεσης στα πλαίσια της φυλακής και του πανεπιστημίου. Ακούγονταν από αδιάλλακτες απόψεις δεξιών μέχρι «προοδευτικές» απόψεις νεοφιλελεύθερων κεντρώων και αριστερών, που όμως, τεχνηέντως, απέφευγαν πάντα να αναφέρουν οτιδήποτε για το πολιτικό στίγμα που έδιναν στα κείμενά τους ο Ρωμανός και ο αναρχικός χώρος – το ίδιο έκανε και η προσέγγιση του Σύριζα, που ήταν απλά ανθρωπιστική και περιορίστηκε (όπως αναμενόταν) στην απλή καταγγελία της μη εφαρμογής του νόμου που προβλέπει τις σχετικές άδειες, τηρώντας τις συμβάσεις για να μη δυναμιτίσει την ατμόσφαιρα και κατευθύνει το δημόσιο λόγο σε μη ελεγχόμενα πεδία με δυνητικά απρόβλεπτες διαστάσεις. Είναι γνωστή εξάλλου η πρακτική του «ό,τι δεν μπορείς να ελέγξεις, άλλαξε τους όρους διαχείρισής του».

Πέρα από τη συγκεκριμένη πρακτική, τα ΜΜΕ προέβησαν και σε μια επικοινωνιακή προπαγάνδα «χάους» όσον αφορά τη δημοσιογραφική κάλυψη των μεγάλων διαδηλώσεων, παρουσιάζοντας πλάνα από παλιότερες πορείες με συγκρούσεις (στο εξωτερικό κι εδώ), συχνά χωρίς να αναφέρουν ότι πρόκειται για υλικό αρχείου. Στα βίντεο από την κάλυψη των πορειών και των επεισοδίων, το κράτος ξανασέρβιρε στους νοικοκυραίους το γνωστό δίλημμα «Σαμαράς ή Αναρχία». Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα δημοσιογραφικής παραποίησης είναι αυτό της «Ημερησίας», που στο ρεπορτάζ που δημοσίευσε για την πορεία αλληλεγγύης στο Νίκο Ρωμανό έκανε χρήση εικόνας από στιγμιότυπα επεισοδίων στο … Μεξικό! Ή του Mega, που στην πορεία της 6ης Δεκέμβρη βάφτισε «εργαζόμενους» τους αναρχικούς που συμμετείχαν στη διαδήλωση και έσβησαν τη φωτιά στο κατάστημα “Zara” της Θεσσαλονίκης, που πυρπολήθηκε ενώ μέσα βρισκόταν κόσμος και εργαζόμενοι. Για να φτάσουμε και στο πιο γνωστό και τραγελαφικό παράδειγμα, αυτό του ΑΝΤ1, που έκανε λόγο για «αερομεταφερόμενο τάγμα αναρχικών», οι οποίοι «έκαναν παρκούρ» στις ταράτσες των Εξαρχείων, ενώ για τις ορδές ασφαλιτών που παρέλαυναν στα Εξάρχεια δεν έγινε προφανώς ούτε μία αναφορά, παρά την πληθώρα των βίντεο που δημοσιεύθηκαν στο Ίντερνετ.

 

Η κατασκευή της πραγματικότητας

Το θέαμα πουλάει κι αυτό πασάρουν. Η αποτελεσματικότητα του κλίματος φόβου που καλλιεργείται αυξάνεται γεωμετρικά όταν εμπλουτίζεται από την ανάλογη προσφορά θεάματος, δηλαδή μεθοδευμένα κατασκευασμένες και παραπλανητικές πληροφορίες και προσωποποιήσεις, αποπολιτικοποίηση και συναισθηματισμούς. Η αφομοίωση θεωρείται σίγουρη. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, οι πληροφορίες για την προσωπική ζωή του Ρωμανού δεν είχαν καμία άλλη χρησιμότητα να προβάλλονται στα τηλεδελτία και στα μεσημεριανάδικα, πέρα από τη συντήρηση για το καθεστώς μιας τακτικής αλλαγής των όρων σε ελεγχόμενα πλαίσια και της εξουδετέρωσης του πολιτικού αγώνα, όταν το πολιτικό έδαφος γινόταν γόνιμο για τον αντικρατικό λόγο.

Δεν είναι επίσης τυχαίο το παράδειγμα του Ξηρού. Τότε το κράτος προσέφερε «άρτον και θεάματα» στους αδηφάγους καταναλωτές υπερθεάματος και κλίματος φόβου, για να πλασαριστεί δικαίως κατόπιν το ίδιο και οι μηχανισμοί του ως «θεραπεία». Στον αντίποδα, οι 4500 κρατουμενοι απεργοί πείνας ενάντια στο νομοσχέδιο για τη δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας πέρσυ το καλοκαίρι, αναμενόμενα αποσιωπούνται και δεν λαμβάνουν ούτε μισό δευτερόλεπτο τηλεοπτικού χρόνου, ούτε μισό άρθρο από τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Αυτό το γεγονός, αν και εξαιρετικά ουδέτερο για τον αναρχικό χώρο, καθώς σταθερά, από πολιτική θέση δεν επιδιώκει συσχετισμούς και συναναστροφές με την καθεστωτική δημοσιογραφία, καταδεικνύει τη μεροληπτική στάση των ΜΜΕ όταν πρόκειται για κάτι που λόγω δυναμικής, χρειάζεται να αφομοιωθεί επικοινωνιακά, να αφαιρεθεί η πολιτική του ουσία, έτσι ώστε να κατευθύνθει ο δημόσιος λόγος προς επιφανειακές αναφορές, θέαμα και πληροφορίες για προσωπικά θέματα, που στερούνται πολιτικής συνάφειας. Άλλωστε, παρόμοια είναι και η περίπτωση των εκατοντάδων Σύρων προσφύγων που έκαναν ταυτόχρονα με το Ρωμανό απεργία πείνας στην πλατεία Συντάγματος, με αφόρητο κρύο και λιγοστά μέσα προστασίας απ’ αυτό, μένοντας εκεί για πάνω από 20 μέρες, χωρίς να τους γίνει η παραμικρή μιντιακή αναφορά.

Οι αγώνες που χρειάζεται να μείνουν στην αφάνεια αποσιωπώνται εντέχνως, όπως αποσιωπώνται τόσες ελευθεριακές πολιτικές πράξεις και διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα καθημερινά και στοχεύουν, όχι στην αλλαγή των προσώπων που εξουσιάζουν τους υπόλοιπους, αλλά στην πλήρη καταστροφή του καθεστώτος υποταγής και δουλικότητας που πηγάζει από την ευρύτερη συντήρηση μιας κυριαρχικής κουλτούρας την οποία ενσαρκώνουν οι εγχώριες πολιτικές μαριονέτες και τα παπαγαλάκια τους στα καθεστωτικά ΜΜΕ.

 

Πολύμορφος αγώνας και πλαισίωση του από κόσμο διαφόρων τάσεων και πολιτικών χώρων

Τις μέρες που έλαβε χώρα η απεργία πείνας του Ρωμανού, ένα ποικιλόμορφο κίνημα αλληλεγγύης έλαβε σάρκα και οστά τόσο σε επαρχιακές πόλεις όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα, κάνοντας πράξη την αποκέντρωση του αγώνα και αναδεικνύοντας τελικά την αξία της δημιουργίας παράλληλων και πολύμορφων μετώπων ρήξης και αντίστασης στην εξουσία. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα κίνημα που οργανώθηκε, που βρήκε τρόπους δικτύωσης για να γίνει επικίνδυνο και να βγει στο προσκήνιο επιβάλλοντας την παρουσία του στο δρόμο και λαμβάνοντας χαρακτηριστικά ρήξης, μέσα σ’ ένα συνονθύλευμα υποκριτικού ανθρωπισμού και διαχείρισης της καταπίεσης.

Σε μια διαδικασία οργάνωσης από τα κάτω, ο κόσμος που βρέθηκε στους κατειλημμένους χώρους και τα κέντρα αγώνα έσπασε τη μικροαστική κανονικότητα και βρήκε τρόπο να πιέσει, ν’ ακουστεί στην τοπική κοινωνία -και όχι μόνο- μπαίνοντας στη διαδικασία αντί να απαντά, να απευθύνει ερωτήματα ο ίδιος. Δημιούργησε μια κατάσταση που, ειδικότερα σε μικρές πόλεις, αναζωπύρωσε τόσο το μαχητικό κλίμα όσο κι αυτό της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας, αποδεικνύοντας πως η μάχη δίνεται στις συνελεύσεις και στους δρόμους. Επέδειξε ικανότητα συνδιαλλαγής με το διαφορετικό και εμφύσησε στους συμμετέχοντες τα αναρχικά προτάγματα, της πάλης για την ελευθερία και όχι της διαχείρισης της σκλαβιάς, δείχνοντας άμεσα και βιωματικά τον τρόπο που «ο δρόμος γεννάει συνειδήσεις» ενώ ταυτόχρονα τις κρίνει στην πράξη.

Παράλληλα, αναδιαμόρφωσε και εφηύρε εργαλεία αγώνα, έχοντας πολλά περιθώρια βελτίωσης. Ριζοσπαστικοποίησε αιτήματα εμφυσώντας σ’ αυτά αναρχικά προτάγματα καθολικής ανατροπής, και προσπάθησε -όχι πάντα επιτυχώς- να τα εντάξει σ’ ένα επαναστατικό και όχι διαχειριστικό πλαίσιο. Οι συμμετέχοντες ήταν αυτοί που διαμόρφωσαν άμεσα τα χαρακτηριστικά του αγώνα τους, εκθέτοντας τα ΜΜΕ και όλο το συρφετό της απολιτίκ (ανθρωπιστικής ή μη) και φασίζουσας παραπληροφόρησης, μέσα από πορείες σε γειτονιές -ακόμα και μεταμεσονύκτιες- τακτικά μοιράσματα κειμένων, παρεμβάσεις σε τοπικά τηλεπικοινωνιακά μέσα και με τη δημιουργία κέντρων αγώνα και αντιπληροφόρησης. Ειδικά σε επαρχιακές πόλεις, και παρά το γεγονός ότι συχνά οι δράσεις αλληλεγγύης πλαισιώθηκαν από τη συμμετοχή ατόμων που είτε δεν διακρίνονταν για τη βαθιά πολιτική τους συνείδηση είτε συμμετείχαν υποκριτικά με σκοπό την απόσπαση υπεραξίας για τις δικές τους παρατάξεις, υπήρξε εξαιρετική συσπείρωση, που σε κάθε περίπτωση, εν τέλει οδήγησε στο να εισαχθούν στοχευμένα αντικρατικά χαρακτηριστικά στον αγώνα που δόθηκε. Την ίδια στιγμή, διάφορα μέσα πάλης – εργαλεία αγώνα, άλλα προπαγανδιστικού και άλλα περισσότερο επιθετικού χαρακτήρα, αλληλοσυμπληρώθηκαν (όταν δεν αντιπαρατέθηκαν, επιβεβαιώνοντας την εν πολλοίς πολιτική μας ανωριμότητα) διαμορφώνοντας ένα πολύμορφο κίνημα.

Παράλληλα, βρεθήκαμε μπροστά σε ελλείμματα που μας διακρίνουν, τόσο στη ρητορική όσο και στην πράξη, αναφορικά με χαρακτηριστικά μας που, όχι μόνο οδηγούν στη διαιώνιση ενός μεσσιανικού φαντασιακού προσωπολατρείας και ηρωοποίησης του αγωνιστή (που «κλέβει την παράσταση» από τις κοχλάζουσες εκείνη τη στιγμή δράσεις των από κάτω), αλλά επεκτείνονται και στην -επίμεμπτη- απουσία μας από ένα όχι λιγότερο σημαντικό πολιτικό αγώνα εκείνων των ημερών, αυτόν των Σύρων απεργών πείνας.

Έτσι, την ίδια στιγμή που στην περίπτωση του Ρωμανού το κίνημα αντεπεξήλθε στην πρόκληση της αποτελεσματικής υπεράσπισης του έσχατου αυτού προσωπικού αγώνα του μέσου της απεργίας πείνας, αλλά και της άσκησης πίεσης προς αποφυγή μιας οδυνηρής ήττας, η κοινωνική συγκυρία ήρθε ν’ αναδείξει τις αδυναμίες και ως εκ τούτου ν’ αυξήσει τις απαιτήσεις στις οποίες το κίνημα καλείται εφεξής να αντεπεξέλθει, αν θέλει όντως να βγει δυναμικά στο προσκήνιο και να μην επαναπαύεται στην αναπαραγωγή του εαυτού του.

Ο αγώνας για άλλη μια φορά αποδεικνύεται μια διαλεκτική διαδικασία, στην οποία δεν υπάρχει νίκη χωρίς ήττα και δημιουργία χωρίς απώλεια και ως τέτοιον -και όχι μονόπλευρα- οφείλουμε να τον αντιλαμβανόμαστε.

 

Λίγα λόγια για την προσπάθεια συντονισμού του αγώνα σε πανελλαδικό επίπεδο

Την 1η Δεκεμβρίου καταλαμβάνεται από ομάδα αλληλέγγυων στους απεργούς πείνας το Εμπορικό-Βιομηχανικό Επιμελητήριο Χανίων. Από τότε και μετά, μια χιονοστιβάδα καταλήψεων δημοσίων χώρων παίρνει το δρόμο της. Αμέσως μετά τις 6/12 -τότε που η απεργία βρίσκεται στην κορύφωσή της- στην κατάληψη του δημαρχείου Ηρακλείου Κρήτης, η συνέλευση της κατάληψης λαμβάνει την απόφαση να γίνει άμεση επαφή με όλες τις καταλήψεις ώστε να καταστεί δυνατή και πρακτικά, όχι μονάχα «συναισθηματικά», μια συντονισμένη κινηματική απάντηση. Έτσι απεστάλη ένα κάλεσμα που μεταξύ άλλων ανέφερε:

«…βλέπουμε το τοπίο που έχει δημιουργηθεί να μας υποδεικνύει πεντακάθαρα την κατεύθυνση προς την οποία μπορούμε vα κινηθούμε με τις καταλήψεις, διότι ήδη έχουμε επιτελέσει το δυσκολότερο κομμάτι της: το συγχρονισμό σε επίπεδο πράξης. Θεωρούμε ότι ένας συντονισμός σε επίπεδο λόγου και στοχοθεσίας θα αναβάθμιζε πολύ την αποτελεσματικότητα των δράσεών μας. Έτσι, προτείνουμε τη δημιουργία ενός Δικτύου Κατειλημμένων Χώρων με σκοπό την κλιμάκωση των δράσεων αλληλεγγύης στον αγώνα του Ν. Ρωμανού και των υπόλοιπων συντρόφων μας που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε απεργία πείνας».

Το κάλεσμα αυτό θα μπορούσε να πάει χαμένο μέσα στη δίνη των γεγονότων, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντίθετα, συζητήθηκε άμεσα και υπήρξε θετική ανταπόκριση. Έχει σημασία να δούμε τους λόγους, έτσι ώστε να υπάρξει μια χρήσιμη παρακαταθήκη.

Βασικό σημείο ήταν η επικοινωνία μέσω των σταθερών τηλεφώνων των ίδιων των κατειλημμένων κτιρίων και χώρων, αλλά και μέσω συντροφικών επαφών. Η άμεση επαφή ήταν το σημείο κλειδί – κανένα άλλο μέσο δικτύωσης (ιντερνετικά κοινωνικά δίκτυα π.χ.) δεν μπορεί να την υποκαταστήσει. Tο άλλο απαραίτητο εργαλείο ήταν η δυνατότητα ασφαλούς και ορατής από όλους τους εμπλεκόμενους επικοινωνίας. Όλ’ αυτά έγιναν μέσω των βασικών κινηματικών δικτύων αντιπληροφόρησης (Άπατρις και indymedia). Η δικτύωση που επετεύχθη σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήταν αξιοσημείωτη – το γεγονός ότι η απεργία έληξε δύο μέρες μετά δεν άφησε τα περιθώρια να λάβει σάρκα και οστά σε πιο πρακτικό επίπεδο. Η εμπειρία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει στο μέλλον ένα σημαντικό εργαλείο για δυναμικές καταστάσεις αγώνα. Για να γίνει όμως αυτό, είναι σημαντικό να αρχίσουμε να αναλογιζόμαστε τι δυναμική θα ξεδιπλωθεί σε έκρυθμες καταστάσεις, όταν δρούμε συνολικά.

Κάτι ακόμα που δεν θα πρέπει να λησμονηθεί, είναι πως μια συνεχής και άμεση επικοινωνία διαμορφώνει αναβαθμισμένο κλίμα κοινότητας και αίσθηση συλλογικής δράσης.

 

Μία απόπειρα κριτικής και αυτοκριτικής από τη πλευρά μας ως Άπατρις

 

 Α. Βραχιολάκι (νομοθεσία, κοινωνία ελέγχου, η ψευδαίσθηση της ελευθερίας)

Η απεργία πείνας έληξε μετά την ψήφιση τροπολογίας του σωφρονιστικού κώδικα περί εκπαιδευτικών αδειών στις 10 Δεκέμβρη. Σύμφωνα με την τροπολογία αυτή, ακόμα και μετά από άρνηση του δικαστικού συμβουλίου, ο Ρωμανός και κάθε κρατούμενος φοιτητής μπορεί να πάρει τις εκπαιδευτικές άδειες που ζητά, με τη χρήση του ηλεκτρονικού βραχιολιού γεωεντοπισμού κι αφού πρώτα έχει παρακολουθήσει από απόσταση και με επιτυχία το 1/3 των μαθημάτων του πρώτου εξαμήνου φοίτησης.

Το «βραχιολάκι» αποτελεί ένα μέσο ηλεκτρονικής επιτήρησης υπόδικων, κρατουμένων, το οποίο έχει ενσωματωθεί στον ποινικό κώδικα από το 2014, χωρίς όμως να έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα. Η χρήση του προβλέπεται σε περιπτώσεις αποφυλακίσεων με κατ’ οίκον περιορισμό, εφόσον έχουν εκτιθεί τα 2/5 της ποινής κάθειρξης και τουλάχιστον 14 χρόνια αν πρόκειται για ισόβια. Ο κρατούμενος επιτηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και οποιαδήποτε φραγή ή βλάβη στο ηλεκτρονικό σήμα κινητοποιεί αστυνομική επέμβαση. Το κόστος του αναλαμβάνεται από τον ίδιο τον κρατούμενο, εκτός περιπτώσεων αποδεδειγμένης απορίας και ανέρχεται στα 12-15 ευρώ ημερησίως, ενώ η κατασκευή του γίνεται από ιδιωτικές εταιρίες σεκιούριτι μετά από σχετική εργολαβία.

Όταν είχε ξεκινήσει η ενδοκοινοβουλευτική συζήτηση περί των ηλεκτρονικών μέσων επιτήρησης κρατουμένων, ως βασικοί λόγοι εμφανίζονταν η αποσυμφόρηση των ελληνικών φυλακών και η συνακόλουθη εξοικονόμηση χρημάτων από πλευράς των διοικητικών τους αρχών. Ως εναλλακτικός τρόπος έκτισης της ποινής σαφώς και δεν μπορεί να συγκρίνεται με τα κλειστοφοβικά κελιά και τα ψηλά κάγκελα αλλά, ουσιαστικά, ο κρατούμενος παραμένει κρατούμενος κι ας του δίνεται μια αίσθηση ελευθερίας. Οι κινήσεις του καταγράφονται και, ακόμα κι αν απομακρυνθεί ένα μόλις μέτρο μακρυά από το προβλεπόμενο, υφίσταται συνέπειες.

Το ηλεκτρονικό βραχιολάκι είναι η σφραγίδα της κοινωνίας ελέγχου πάνω στους κρατούμενους, ασχέτως αν έχει χαρακτηριστεί «προοδευτικό» από κομμάτια της αριστεράς και των υπερασπιστών του ανθρωπισμού. Φανερώνει ότι η επιβολή και η συμμόρφωση με τους νόμους της κυριαρχίας δε χρειάζεται πια τον εγκλεισμό για να λειτουργήσει. Φέρνει μπροστά στα μάτια μας δυστοπικές κοινωνίες γενικευμένης επιτήρησης, όπως σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, όπου το συγκεκριμένο μέσο χρησιμοποιείται κατά κόρον (με χιλιάδες υπόδικους ή υπό απόλυση κρατούμενους να το φορούν).

 

Β. Η γνώμη μας όσον αφορά τις κινητοποιήσεις και τη μαζικότητα του αγώνα

Από το κομμάτι της αντιπληροφόρησης που μας αναλογεί δεν μπορεί να λείπει μια στοιχειώδης κριτική που να συνοδεύει τόσο τον αγώνα καθ’ εαυτόν όσο και το συλλογικό υποκείμενο που αγωνίστηκε κατά την περίοδο της απεργίας πείνας – κι αυτό γιατί, ως συμμετέχοντες στις κατά τόπους συνελεύσεις του ευρύτερου αλληλέγγυου κινήματος, έχουμε την ανάγκη να διευκρινίσουμε και να αποτυπώσουμε κάποιους προβληματισμούς.

Οι συνελεύσεις αλληλεγγύης που λάμβαναν χώρα στα κέντρα αγώνα κάθε περιοχής μαζικοποιούνταν με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, ιδιαίτερα όσο ο χρόνος πλησίαζε την 6η Δεκέμβρη. Μετά την 6η Δεκέμβρη, έπειτα από τις μαζικές πορείες που πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα και ενώ η απεργία πείνας βρισκόταν σε εξέλιξη και μάλιστα σε σημείο καμπής*, η προσέλευση του κόσμου στις αγωνιστικές διαδικασίες άρχισε να φθίνει απότομα. Αυτό βέβαια μόνο τυχαίο δεν είναι, καθότι σε ένα μεγάλο βαθμό ο αγώνας καθορίστηκε από ένα πλήθος ανθρώπων με ετερόκλητες αντιλήψεις και καταβολές. Γι’ αυτό δεν ευθύνεται μόνο η πολιτική και ιδεολογική ανομοιογένεια του συλλογικού υποκειμένου του αγώνα (η οποία είχε και θετικά χαρακτηριστικά), αλλά και εξωγενείς παράγοντες, όπως ο επετειακός χαρακτήρας της ημερομηνίας της 6ης Δεκέμβρη σε συνδυασμό με την κλιμάκωση της απεργίας πείνας (δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου – εξέγερση του ’08), η αφομοιωτική στάση (και η κωλοτούμπα) των ΜΜΕ -που αρχικά προέβαλλαν το προφίλ του «τρομοκράτη Ρωμανού», ενώ στη συνέχεια αυτό του «παιδιού που θέλει να σπουδάσει»- η ιδεολογική ρητορική κομματιού της αριστεράς περί ανθρωπιστικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, και η λίστα συνεχίζεται… Έτσι άρχισε να εξυφαίνεται ένα κλίμα συναισθηματισμού, το οποίο αποτυπωνόταν στις συνελεύσεις και στο δρόμο – άλλοτε θολά, μέσω της ταύτισης με τα λεγόμενα και τη στάση του απεργού και άλλοτε πιο ξεκάθαρα, μέσω των αναφορών στην επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του.

Βέβαια, το ετερόκλητο αυτό πλήθος δεν καθόρισε μόνο αυτόν τον αγώνα, αλλά και πολλούς άλλους, και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι συστηματική η τάση του κινήματος να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα σε πολιτικά γεγονότα που ξεπηδούν από το εσωτερικό του και συνεπώς, του δημιουργούν συγκεκριμένα θυμικά πολιτικής-ιδεολογικής ταύτισης. Για παράδειγμα, η δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν από φασίστες, ο πνιγμός μεταναστών στο Αιγαίο, ο βασανισμός των μεταναστών-εργατών στη Μανωλάδα, οι εξεγέρσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δε φαίνεται να δημιουργούν τη δυναμική για συγκρουσιακές καταστάσεις στο δρόμο, παρά μένουν στη σφαίρα της καταγγελίας και των αντιφασιστικών-αντικρατικών τσιτάτων.

Αυτός ο πρόσφατος αγώνας μάς έδειξε πως όταν το ανταγωνιστικό κίνημα θέτει ένα αίτημα -εν προκειμένω τις εκπαιδευτικές άδειες του Ν. Ρωμανού- μπορεί να δημιουργήσει μια σεβαστή πίεση απέναντι στο κράτος και να αποτελέσει αντίβαρο στο πεδίο του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού. Το ζήτημα είναι να ανιχνεύουμε και να δημιουργούμε πεδία αγώνων και όχι να αποκλείουμε.

Για μας λοιπόν, χαμένος είναι μόνο ο αγώνας που δε δόθηκε ποτέ. Αγώνας βέβαια είναι και η ίδια η οργάνωση μέσα στις συνθήκες όπου αυτός γεννιέται, η ίδια η διαδικασία των ζυμώσεων από τις οποίες διαμορφώνεται. Αγώνας είναι η στιγμή που παλεύουμε αλλά και η στιγμή που όχι μόνο δε διστάζουμε, αλλά κρίνουμε και απαραίτητο να περάσουμε σε μια εποικοδομητική αυτοκριτική, ώστε να σταθούμε ακόμα πιο δυνατοί απέναντι στις νέες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Πανελλαδική Εφημερίδα Δρόμου «Άπατρις»

 

* O Ρόμπερτ (Μπόμπυ) Σαντς υπήρξε το πρώτο από τα 10 φυλακισμένα μέλη του IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός) που πέθανε στις φυλακές Μέιζ του Μπέλφαστ λόγω απεργίας πείνας που είχε ξεκινήσει μαζί με τους συντρόφους του με στόχο να τους αναγνωριστεί ξανά το καθεστώς των πολιτικών κρατουμένων, αφότου το Βρετανικό κράτος το είχε καταργήσει (1η Μαρτίου 1976) για όσους  Βορειοϊρλανδούς συμμετείχαν σε πράξεις αντίστασης στην κατοχή της Β. Ιρλανδίας από το βρεττανικό στέμμα. Ήταν η 5η Μαϊου του 1981 και ο Μπόμπυ Σαντς άφησε την τελευταία του πνοή μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας.

* Εκείνη την περίοδο η υγεία του Ν. Ρωμανού βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση διότι ενώ ο οργανισμός του ήταν ήδη εξαντλημένος, ο ίδιος αποφάσισε να ξεκινήσει και απεργία δίψας, πράγμα το οποίο πυροδότησε έντονες αντιδράσεις και άσκησε σημαντική πίεση στην κυβέρνηση.