Η χρήση κατευθυνόμενων ψευδών ειδήσεων είναι ένα θέμα που έρχεται όλο και πιο συχνά στην επιφάνεια. Από την Αμερική του Trump, μέχρι και την Ελλάδα του Κούλη το ζήτημα της παραπληροφόρησης παρουσιάζεται ως ένα από τα πλέον μελανά σημεία της ενημέρωσης. Ή τουλάχιστον έτσι παρουσιάζεται από το κράτος. Πέραν όμως των ισχυρισμών των φορέων εξουσίας, ποια είναι η πραγματική έκταση του προβλήματος; Είναι τα fake news μια καινούρια μάστιγα ή αποτελούν ένα διαχρονικό πρόβλημα;
Οι ψευδείς ειδήσεις και η παραπληροφόρηση όχι μόνο δεν είναι ένα πρωτοεμφανιζόμενο πρόβλημα, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν από πάντα ένα κλασικό εργαλείο στα χέρια του συστήματος. Ίσως για να σχηματίσουμε μια καλύτερη εικόνα θα έπρεπε να διαχωρίσουμε την κατευθυνόμενη παραπληροφόρηση σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
Πρώτον, τα ψευδή γεγονότα που έχουν ως στόχο την άμεση παραπλάνηση των ακροατών και τη δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων, αυτό που έχει γίνει γνωστό ως fake news ή ψευδείς ειδήσεις. Τα fake news δεν επιδιώκουν να δομήσουν στους ακροατές μια θεωρία μέσα από την οποία να είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τον κόσμο γύρω τους, είναι σύντομα και επιφανειακά, με πρωταρχική τους επιδίωξη να αποτελέσουν μία μορφή εξωτερικής επαλήθευσης μιας θεωρίας που ο ακροατής έχει είδη διαμορφώσει μέσα στο κεφάλι του.
Δεύτερον, ψευδείς θεωρίες οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στο υποκείμενο να κατασκευάσει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο το οποίο και επαληθεύει δευτερογενώς μέσα από τα fake news. Οι θεωρίες αυτές βασίζονται σε θρησκευτικές πεποιθήσεις, ψευδοεπιστημονικές και ψευδοϊστορικές εικασίες, και συνωμοσίες, και μπορεί να είναι από σχετικά απλές, όπως για παράδειγμα η αντίδραση απέναντι στις μάσκες, έως αρκετά πολύπλοκες θεωρίες συνωμοσίας.
Το άθροισμα μάλιστα πολλών διαφορετικών ψευδοθεωριών μπορεί να βγάλει το άτομο εντελώς εκτός της πραγματικότητας. Δυστυχώς, αυτή η περιγραφή δεν συμπεριλαμβάνει μόνο μερικούς περιθωριακούς ψεκασμένους, που έχουν καταλήξει να είναι οι περίγελοι ακόμη και του στενού οικογενειακού τους κύκλου, αντιθέτως είναι μία περιγραφή αρκετά γενική για να συμπεριλάβει και το μεγαλύτερο φάσμα των θρησκευτικών δογμάτων τα οποία όχι απλά είναι ιδιαίτερα δημοφιλή, αλλά συχνά έχουν κεντρικό ρόλο στη διάρθρωση της κοινωνική ζωής. Η ορθοδοξία προφανώς δεν αποτελεί εξαίρεση.
Το ερώτημα επομένως που τίθεται δεν είναι το πόσο πολύ έχει επηρεαστεί η κοινωνία μας από τις διάφορες ψευδοθεωρίες, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Μια κοινωνία που για αιώνες κινούταν στο πνευματικό σκοτάδι του χριστιανισμού πόσο εν τέλει έχει καταφέρει να επηρεαστεί από τις ιδέες του διαφωτισμού, και πόσο ισχυρά αντανακλαστικά έχει αναπτύξει ώστε να αποκρούσει και τις νεοσύστατες συνωμοσιολογίες της ακροδεξιάς.
Και ειλικρινά, γιατί να πρέπει να μας προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι υπάρχουν αντιεμβολιαστές και «αρνητές της μάσκας», όταν μέσα στην κοινωνία μας θεωρείται κανονικότητα να προσκυνάς μουμιοποιημένα λείψανα για να ευλογηθείς; Όταν η υγρασία πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο ερμηνεύεται σαν «θαυματουργή εικόνα που δακρύζει», και όταν εν μέσω πανδημίας υπάρχουν άνθρωποι που κοινωνούν από το ίδιο κουτάλι γιατί η θεία μετάληψη «δεν έχει μικρόβια, έχει μόνο Χριστό»; Γιατί σε μια τέτοια κοινωνία να θεωρηθεί παράλογη η άποψη ότι «ο κορωνοϊός είναι μια απάτη» ή ότι «ο Bill Gates θέλει να μας βάλει τσιπάκι»; Στο κάτω-κάτω οι ισχυρισμοί αυτοί των συνωμοσιολόγων ηχούν περισσότερο ρεαλιστικοί από την κανονικότητα της χριστιανικής πίστης.
Η επιστήμη και η θρησκεία ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους. Αποτελούσαν δύο ανταγωνιστικές μεθοδολογίες για την κατανόηση του κόσμου. Από τη μία μεριά, η κόρη της φυσικής φιλοσοφίας που ονομάστηκε επιστήμη πάντα απαιτεί μία εξωτερική επαλήθευση (ή διάψευση) των θεωριών της, το πείραμα. Ό,τι δεν επαληθεύεται καταλήγει να αφαιρείται, και έτσι δομείται ένα συσσωρευτικό σύστημα γνώσεων. Από την άλλη, ο χριστιανισμός προτάσσει έναν διαφορετικό τρόπο κατανόησης του κόσμου. Η αλήθεια δεν προέρχεται από τις παρατηρήσεις και περιγραφές των φυσικών φαινομένων, αλλά αντιθέτως μπορεί να είναι σε αντιδιαστολή με αυτές. Φανερώνεται στους πιστούς μέσω της «φώτισης» και είναι το αποτέλεσμα του ενάρετου βίου και της ακράδαντης πίστης, η ασυμβατότητα της χριστιανικής «αλήθειας» με τα φυσικά φαινόμενα όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται σκεπτικιστικά, αλλά ερμηνεύεται ως θαύμα και δοξάζεται. Η θρησκευτικότητα του ελληνικού λαού τον καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτο σε διάφορες ψευδοθεωρίες, καθώς οι άνθρωποι μαθαίνουν να πιστεύουν τυφλά τους φορείς της εξουσίας που διακινούν την γνώση, όπως το Ορθόδοξο ιερατείο (ή το κράτος), και αντί να προσπαθούν να τη διασταυρώσουν εξωγενώς απλά τη δέχονται. Το μόνο κριτήριο αξιοπιστίας των παρεχόμενων πληροφοριών είναι το κύρος του φορέα που τις εκφράζει, ένα κύρος που συχνά αποτελεί αντανάκλαση της εξουσίας του.
Τους τελευταίους αιώνες τα δυτικά κράτη σταδιακά έκαναν βήματα προς τον εξορθολογισμό της εξουσίας. Η επιστήμη έχοντας ενταχθεί πλήρως στο σύστημα αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία διαχείρισης του πληθυσμού. Κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, επιδημιολόγοι και ένα σωρό άλλοι ειδικοί κατευθύνουν με ακρίβεια χιλιοστού τον κρατικό μηχανισμό σύμφωνα με τις πολιτικές οδηγίες που τους έχουν δοθεί. Το κράτος επομένως των αστικών ρεπούμπλικων, λειτουργεί ως ο μηχανισμός έκφρασης των ειδικών, και καθ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα είναι μετά σε θέση να την επιβάλει στον πληθυσμό μέσα από την εξουσιαστική επιβολή. Το κράτος και το κεφάλαιο κατασκευάζουν ένα αφήγημα που είναι σε θέση να το διαδώσουν σε όλους χάρη στα ΜΜΕ και την Εκπαίδευση, και έχουν τη δύναμη να καταστείλουν οποιονδήποτε αμφισβητεί το αφήγημα αυτό.
Μέχρι και πολύ πρόσφατα το κράτος κατάφερνε να είναι ο αποκλειστικός διαμορφωτής του κυρίαρχου αφηγήματος, και αυτή η αποκλειστικότητα είναι που έχει αρχίσει να τραντάζεται. Το διαδίκτυο και ειδικότερα τα social media έχουν δημιουργήσει ένα καινούριο πεδίο στο οποίο η οριζόντια διακίνηση των γνώσεων είναι εφικτή. Η άμεση επικοινωνία μεταξύ των χρηστών και η δυνατότητα δημιουργίας ιστοσελίδων δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να παρακάμψουν τους κεντρικούς φορείς διαχείρισης της πληροφορίας, που παραδοσιακά ήταν τα μεγάλα ΜΜΕ, και να ενημερωθούν από όποια πηγή επιθυμούν. Δίνει παράλληλα και την δυνατότητα να παρακάμψουν και τους επιστήμονες, και να επιλέξουν όποια θεωρία είναι πιο ελκυστική στα αυτιά τους. Η δυνατότητα αυτή της αμφισβήτησης του κυρίαρχου αφηγήματος είναι το κεντρικό σημείο, όπου η συζήτηση περί ψευδοθεωριών και ψευδών ειδήσεων αρχίζει να αποκτά ένα καινούριο νόημα από αυτό που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες.
Μέχρι πρότινος η αδυναμία του μέσου πολίτη να αντιληφθεί αν μια είδηση είναι ψευδής δεν αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα για το σύστημα, αλλά αντιθέτως το διευκόλυνε. Όλη η πληροφορία φιλτραρόταν από τα μεγάλα ΜΜΕ και παρουσιαζόταν ως η πλέον έγκυρη, η δε φράση «αλήθεια είναι, το ‘πε η τηλεόραση» ακουγόταν σε καθημερινή βάση στο μεγάλο σύνολο των πολιτών. Η μετατροπή των ανθρώπων σε μια μάζα αφελών και εύπιστων ακολούθων ήταν πρωταρχικό μέλημα των εξουσιαστικών φορέων ώστε να ελαχιστοποιήσουν την όποια αμφισβήτηση προς το κατεστημένο. Το μονοπώλιο στη ροή της πληροφορίας ήταν αυτό που εξασφάλιζε την ομοιογένεια μεταξύ των εύπιστων ακολούθων, και ήταν ο λόγος που η κοινωνία παρέμενε ευθυγραμμισμένη στις ντιρεκτίβες των επιστημόνων, παρά το γεγονός ότι ποτέ ως σύνολο δεν κατάλαβε την επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι η ελληνική κοινωνία κατέληξε να εκτιμά βαθύτατα τον Δαρβίνο και τον Αϊνστάιν για τις σπουδαίες θεωρίες τους, ενώ ταυτόχρονα εκστασιαζόταν και με τις προφητείες του Αγίου Παϊσίου. Τώρα που η πρόσβαση στην πληροφορία δεν έχει τόσο έντονα μονοπωλιακά χαρακτηριστικά λόγω του διαδικτύου, ένα σημαντικό μέρος των πολιτών αρχίζει και διαφεύγει από τα κεντρικά αφηγήματα προς άλλες εναλλακτικές αφηγήσεις. Οι θεωρίες συνομωσίας αποτελούν μια τέτοια εναλλακτική.
Προφανώς η απάντηση των εξουσιαστικών φορέων απέναντι σε αυτή την κατάσταση δεν είναι η προσπάθεια ενδυνάμωσης της κριτικής σκέψης των υποκειμένων, ώστε να ανταπεξέλθουν στις νέες προκλήσεις, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Η αυστηροποίηση δηλαδή του ελέγχου στη ροή της πληροφορίας ώστε αφενός να ξαναποκτήσει μονοπωλιακά χαρακτηριστικά, και αφετέρου το υποκείμενο να παραμείνει εύπιστο και όσο το δυνατόν πιο κουτό ώστε να είναι εύκολα χειραγωγήσιμο.
Ωστόσο, οι εσωτερικές αντιφάσεις στο σύστημα δεν απουσιάζουν, η (ακρο)δεξιά παρά το γεγονός ότι αποτελεί την πολιτική ενσάρκωση του κεφαλαίου και χρειάζεται ένα ισχυρό ορθολογικό κράτος για να μπορεί να διαχειρίζεται τον λαό, προσπαθεί παράλληλα να καλοπιάσει τον μεγάλο όγκο των συνωμοσιολόγων ψηφοφόρων. Τα συνωμοσιολογικά site στην Ελλάδα, μιμούμενα τα αντίστοιχα του εξωτερικού, βρίθουν από εθνικιστική, ρατσιστική και θρησκευτική προπαγάνδα, δημιουργώντας ένα ογκώδες σύνολο εν δυνάμει ψηφοφόρων. Έτσι λοιπόν στην προσπάθειά τους οι δεξιοί ηγέτες να αυξήσουν τις ψήφους τους ή να προωθήσουν συμφέροντα που είναι μερικώς ανεξάρτητα από τα αντίστοιχα εθνικά, συχνά καταλήγουν να αδειάζονται από το ίδιο σύστημα όπου εκπροσωπούν. Ξεκαρδιστικό παράδειγμα η Αυτού Μεγαλειότης Donald J. Trump, που κατάφερε για πολλοστή φορά να κάνει την Facebook και την Twitter να του μπλοκάρουν τις δημοσιεύσεις λόγω διασποράς «παραπλανητικών πληροφοριών».
Ο Αναρχισμός απέναντι στην Επιστήμη
Η σύγκρουση ανάμεσα στην επιστήμη και τον ορθολογισμό από τη μία, και τις ψευδοθεωρίες και τις θρησκείες από την άλλη είναι μια αιώνια διαμάχη. Εμείς ως αναρχικοί έχουμε πάρει θέση απέναντι σε αυτή την κατάσταση ήδη από πολύ παλιά. Από τα πρώτα του βήματά ο κλασσικός αναρχισμός έκρινε την επιστήμη και κατέδειξε τους κινδύνους που μπορεί να κυοφορεί, αλλά δεν την αρνήθηκε. Ο Μπακούνιν αφιέρωσε πολύ χρόνο στον πόλεμο απέναντι στις θρησκείες και ιδιαίτερα στον Χριστιανισμό. Ο ρασιοναλισμός ήταν γι’ αυτόν η διανοητική μέθοδος με την οποία θα υπερβαίναμε τα θρησκευτικά δόγματα. Ο Κροπότκιν αντιστοίχως είχε ξεκάθαρη θέση για την επιστήμη, και μάλιστα έθετε τον αναρχισμό ως έναν απ’ τους κλάδους της. Για τον Κροπότκιν ο αναρχισμός έπρεπε να αποτελεί μια ρεαλιστική λύση για την κοινωνία, και για να το πετύχει αυτό θα έπρεπε να πατάει σταθερά στην πραγματικότητα, μία πραγματικότητα όχι μεταφυσικά αλλά επιστημονικά θεμελιωμένη. Όπως ο ίδιος αναφέρει:
«Κάθε φορά, λοιπόν, το αναρχικό κίνημα ξεπρόβαλε ανταποκρινόμενο στα διδάγματα της πραγματικής ζωής και γεννιόταν από της πρακτικές τάσεις των γεγονότων. Έτσι, με την ώθηση που του δόθηκε, ο αναρχισμός άρχισε να επεξεργάζεται τη θεωρητική και επιστημονική του βάση – επιστημονική όχι με την έννοια της υιοθέτησης μιας ακατανόητης ορολογίας ή με την προσκόλληση στην παλαιά μεταφυσική, αλλά με την έννοια να βρει μια βάση για τις αρχές του μέσα στις φυσικές επιστήμες* της εποχής, αποτελώντας έναν από τους κλάδους της».
Η επιστήμη προσφέρει τη δυνατότητα να δούμε τον κόσμο όπως είναι και όχι όπως μας τον υπαγορεύουνε, και πάνω σ’ αυτόν να χτίσουμε καινούριες κοινωνίες πιο ελευθεριακές. Είναι ίσως το μοναδικό στενό παράθυρο που έχουμε εμείς, ως άνθρωποι, για να ατενίζουμε το σύμπαν.
Δυστυχώς όμως εκτός από τις απελευθερωτικές της διαστάσεις υπάρχουν και οι αντίστοιχες εξουσιαστικές. Η επιστήμη οδηγεί σε συσσώρευση γνώσης και η γνώση είναι δύναμη. Όσο περισσότερη γνώση συγκεντρώνουν οι φορείς της εξουσίας, τόσο περισσότερο ενδυναμώνονται και ακόμα πιο ισχυρά μας κατευθύνουν. Ωστόσο δεν είναι η επιστήμη αυτή που κατέληξε να κλέβει τις καθημερινές ελευθερίες μας, αλλά είναι το συγκεντρωτικό ακαδημαϊκό σύστημα που συνεχώς προσφέρει καινούρια εργαλεία στο κράτος, για να μπορεί να μας εξουσιάζει καλύτερα. Οι παγκόσμιες ελίτ κλέβουν τη συλλογική μας ευφυΐα και την ανακατευθύνουν εναντίων μας, ακινητοποιώντας μας με αλυσίδες από αλγορίθμους και στατιστικές. Η ροή αυτή της ευφυΐας και της δημιουργικότητας από τον κόσμο της βάσης προς τους εξουσιαστές οφείλει να μεταστραφεί και να γυρίσει στην αφετηρία απ’ την οποία γεννήθηκε.
Ψευδοθεωρίες και Fake News – Χτίζοντας τις κοινωνικές μας άμυνες
Η ιστορία μας αποτελεί μία συνέχεια του «μεταφυσικού» τρόπου σκέψης, ενώ αντιθέτως η προσπάθεια για εξωτερική επαλήθευση των θεωριών μας αλλά και η αμφισβήτηση των αυθεντιών είναι σύγχρονα φαινόμενα. Ο Διαφωτισμός στην Ελλάδα άργησε να έρθει, και ο σκληροτράχηλος υλισμός του δεν πρόλαβε να κατεδαφίσει τα δόγματα που βασίζονται στην αφελή πίστη. Η εξοικείωση της κοινωνικής βάσης με τον ρασιοναλισμό και την επιστημονική μεθοδολογία είναι η καλύτερη απάντηση απέναντι σε όλες τις ψευδοθεωρίες, τόσο τις παλιές όσο και τις νέες.
Αντίστοιχα, οι ψευδείς ειδήσεις αποτελούσαν μια εξίσου παλιά τακτική και ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής προπαγάνδας. Τα fake news είναι απλά ο εκσυγχρονισμένος συνεχιστής τους. Παλαιότερα, ήταν πολύ δύσκολο για τον κινηματικό χώρο να αντικρούσει όλα τα κατασκευασμένα ψεύδη. Οι ψευδείς ειδήσεις που κυκλοφορούσαν στα ΜΜΕ γίνονταν γρήγορα αποδεκτές σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, και τα ελάχιστα άτομα που γνώριζαν την πραγματικότητα δεν είχαν κανένα απολύτως μέσο για να εκφραστούν. Σήμερα οι συνθήκες είναι καλύτερες, η κοινωνική βάση έχει στη διάθεσή της μια πληθώρα ψηφιακών μέσων που είναι σε θέση να εκφράσουν τον λόγο των καταπιεσμένων. Η κατάρρευση του μονοπωλίου της πληροφόρησης προσφέρει και στο κίνημα πολλές δυνατότητες: οποιαδήποτε και οποιοσδήποτε από εμάς έχει στην κατοχή του μια κάμερα και κάποιον λογαριασμό σε social media, μπορεί μέσα από αυτόν να διακινήσει την πληροφορία που θέλει. Τα γεγονότα είναι πιο δύσκολο για το κράτος να κουκουλωθούν, καθώς καταγγελίες και βίντεο διαδίδονται ανεξάρτητα σαν την φωτιά στην κοινωνική βάση, και την κάνουν να λαμπαδιάσει. Το βίντεο με την δολοφονία του George Floyd ήταν ο σπινθήρας που πυροδότησε την εξέγερση στην αμερικάνικη κοινωνία, ενώ το βίντεο με την δολοφονία του Ζακ/Zackie Oh σόκαρε βαθύτατα την ελληνική.
Η καλύτερη άμυνά μας επομένως απέναντι στις ψευτιές του κράτους δεν είναι παρά η δημιουργία δομών, όπου η αφιλτράριστη πρωτογενής πληροφορία, όπως παράγεται από τη βάση, να μπορεί να διαδοθεί χωρίς να αλλοιωθεί. Η δημιουργία δηλαδή δομών αντιπληροφόρησης που θα είναι αφενός σε θέση να διαδώσουν γρήγορα τα γεγονότα, εκμεταλλευόμενες τη ταχύτητα του διαδικτύου, και αφετέρου να διασφαλίσουν την απαραίτητη αξιοπιστία κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των δεκτών.
Δίσεκτοι Καιροί
* Ο όρος «φυσικές επιστήμες» χρησιμοποιούταν τότε με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι σήμερα, αποτελώντας το αντίθετο της «μεταφυσικής».