Άσυλα: Μια ιστορία εγκλεισμού που δεν τελειώνει ποτε…

«Οι άνθρωποι είναι τόσο αναγκαία τρελοί, έτσι ώστε το να μην είναι τρελοί, θα ήταν άλλη μια μορφή τρέλας».

~Μπλεζ Πασκάλ

 

Η αρχή των ψυχιατρείων και του εγκλεισμού

Το τέλος της Αναγέννησης σηματοδότησε την έλευση μεγάλων αλλαγών στον τρόπο δόμησης της κοινωνίας, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.Η εισαγωγή της ηθικής διάστασης στη σφαίρα των εγκόσμιων, σε συνάρτηση με το νεογέννητο αστικό δίκαιο διαμόρφωσαν τους βασικούς άξονες της κοινωνικής ευαισθησίας. Καθώς μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους από τη θρησκεία στην κοινωνία, η νέα αυτή ευαισθησία σηματοδοτούσε και μια νέα στάση απέναντι στο ζήτημα της φτώχειας. Στον Μεσαίωνα, η φτώχεια δεν ήταν ποινικοποιημένη, αφού ειδικά στην Ευρώπη αφορούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Ο φτωχός ήταν μια εικόνα συνηθισμένη, και η ζητιανιά θεωρούταν ακόμη και δείγμα αγιοσύνης και ταπεινότητας. Με τη γέννηση της αστικής τάξης και την αρχή της λογικής, άρχισε να αλλάζει οριστικά η δομή της κοινωνίας και η φτώχεια ήρθε στο επίκεντρο της αλλαγής αυτής. Ως φτωχά αντιμετωπίζονταν πλέον τα μη παραγωγικά άτομα, όπως οι απολυμένοι στρατιώτες, οι άρρωστοι, οι διωγμένοι χωρικοί από τη γη τους, οι  ζητιάνοι, οι άνεργοι εργάτες και οι άποροι φοιτητές. Οι αστυνομικές αρχές καταδίωκαν τους φτωχούς, τους τρελούς και τους μικρο-παραβάτες. Η ελεημοσύνη κρατικοποιήθηκε, η ένδεια ξέπεσε από κατάσταση αγιοσύνης και άρχισε να τιμωρείται ηθικά. Αντίδοτο στη «φαυλότητα» της ανεργίας συνιστούσε σε κάθε περίπτωση η εργασία, η οποία χρησιμοποιούταν κατά κόρον ως πανάκεια για όλα τα προβλήματα. Ο Μισέλ Φουκώ στην «Ιστορία της Τρέλας στην κλασική εποχή»εκφράζει την άποψη πως τον 17ο αιώνα συντελέστηκε ο λεγόμενος «Μεγάλος Εγκλεισμός»,δηλαδή, «το πρώτο μεγάλο κύμα εγκλεισμού των «αδύναμων/ ανίκανων προς εργασία». Τα πρώτα μεγάλα ιδρύματα εγκλεισμού και οι Μεγάλοι Ξενώνες (“hospices”) ιδρύθηκαν τον 17ο αιώνα, με σκοπό να στεγάσουν όλους τους φτωχούς. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ (1638 – 1715) με απολυταρχικά μέσα και σε συνεργασία με τη θρησκευτική εξουσία, την αστυνομία και την εμπορική τάξη, δημιούργησε έναν «στρατό» τροφίμων στα άσυλα. Στο Παρίσι, όλα τα ιδρύματα βρίσκονταν υπό την ενιαία διοίκηση του Γενικού Νοσοκομείου. Η Εκκλησία είχε ως κίνητρο τη φιλανθρωπία προς τους φτωχούς, ενώ η αστική τάξη επιδίωκε να περιορίσει την «αθλιότητα» που βρισκόταν στους δρόμους.

Οι διευθυντές της αστυνομίας και των σωφρονιστηρίων είχαν τη δικαιοδοσία να διαχειρίζονται τους φτωχούς, χρησιμοποιώντας αυθαίρετα μέτρα φυλάκισης. Σε γενικές γραμμές, παρόμοια μέτρα ακολούθησε η κεντρική και βόρεια Ευρώπη, ενώ υπήρχε ποικιλία στα άσυλα που ιδρύθηκαν (πελώρια κτίρια για εκατοντάδες ή και χιλιάδες κόσμου, ή μικρά, ιδιωτικά άσυλα για έξι το πολύ, εύπορα άτομα). Οι συνθήκες στα περισσότερα ιδρύματα ήταν απάνθρωπες για τους έγκλειστους, κυρίως επειδή η «παραφροσύνη», δηλαδή η σωματική και πνευματική παρέκκλιση από την κανονικότητα (τεμπελιά, αεργία, ριζοσπαστική σκέψη, «ψυχική ασθένεια», κάποια μορφή αναπηρίας) ισοδυναμούσε με την κτηνωδία.Οι «αποθήκες συγκέντρωσης» ανθρώπων σε Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, δρούσαν περισσότερο ως κέντρα αστυνόμευσης, παρά ως κέντρα «αποκατάστασης». Η ζωή μέσα στο ίδρυμα οριοθετούταν και καθοδηγούταν από τις θρησκευτικές παραινέσεις και την επιτήρηση των ηθών. Στην Καθολική Ευρώπη (παρά στην Προτεσταντική) η επιρροή της Εκκλησίας φαίνεται εντονότερη. Οι προσευχές, οι ακολουθίες και οι αναγνώσεις ήταν βασικός κορμός του προγράμματος. Το όραμα ήταν να σώσουν τους τροφίμους από την αμαρτία. Να τονίσουμε πως όλα αυτά συνέβαιναν, ενώ όπως αναφέραμε και παραπάνω, η θρησκεία είχε πάψει να παίζει κατευθυντήριο ρόλο για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, δίνοντας τη θέση της στην πρώιμη καπιταλιστική ηθική και το αναδυόμενο αστικό δίκαιο.

Τα ιδρύματα αυτά, λοιπόν, απέκτησαν γρήγορα οικονομική αξία. Ο εγκλεισμός κλήθηκε να παίξει έναν διπλό ρόλο, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Πρώτον, να μειώσει τα επίπεδα ανεργίας και δεύτερον να ελέγξει την ανταγωνιστικότητα (την άνοδο των τιμών). Τα ιδρύματα μεταλλάχθηκαν σε χώρους παραγωγής που συγκέντρωναν φθηνά εργατικά χέρια. Οι τρόφιμοι έγνεθαν, έφτιαχναν κάλτσες, πλάνιζαν το ξύλο, άλεθαν τα δημητριακά κ.ά. Πολλές φορές, κάθε ίδρυμα είχε τον δικό του τομέα απασχόλησης.

Η φθηνή παραγωγή των ιδρυμάτων, όμως, έφερε σε αδιέξοδο τις επιχειρήσεις των βιοτεχνών, με συνακόλουθες αντιδράσεις από μέρους τους. Κάθε φορά που ξεσπούσε οικονομική κρίση, η επίσημη κρατική πολιτική τοποθετούσε στο στόχαστρο τους ανέργους, με σκοπό να διαφυλάξει την κοινωνική ευρυθμία.Μετά από πιέσεις, και για αυτό τον λόγο οι αρμόδιες αρχές άφησαν να σβήσει σταδιακά ο θεσμός της εργασίας μέσα στο άσυλο. Αυτομάτως, οι τρόφιμοι έχασαν τη στοιχειώδη οικονομική ανεξαρτησία που κέρδιζαν με την εργασία τους και μεταφέρθηκαν πλέον, στα Bridewells, τα οποία αποτελούσαν φυλακή και νοσοκομείο μαζί.

Ο μύθος λέει πως ο Γάλλος ψυχίατρος Philippe Pinel διέταξε πρώτος την αφαίρεση των αλυσίδων από τους τροφίμους. Ήταν ουσιαστικά εκείνος που άλλαξε τη μορφή του ασύλου, φέρνοντας τη πιο κοντά στη θεραπεία παρά στη τιμωρία, μεταλλάσσοντας τα άσυλα σε  ψυχιατρεία,  ανοίγοντας το δρόμο προς μια θεραπευτική διαδικασία. Αναγνωρίστηκε χάρη σε αυτόν ότι ο παράφρονας έχει κάπου μέσα του τη λογική, επιτρέποντας τη συνεπαγωγή ότι διατηρεί το ανθρώπινο στοιχείο. Αυτή η παραδοχή αποτέλεσε τον σπόρο για τη γέννηση της ηθικής θεραπείας. Όντας ο παράφρων εν δυνάμει λογικός, μια θεραπευτική σχέση μαζί του θα ήταν δυνατή.

Αντιψυχιατρική

Στον αντίποδα όλης της επιστήμης που συγκροτήθηκε πάνω «στη μελέτη, τη διάγνωση, τη θεραπεία και την πρόληψη των ψυχικών διαταραχών», αλλά και των αντίστοιχων κοινωνικών της προεκτάσεων, γεννήθηκαν θεωρίες και τάσεις που αμφισβήτησαν συνολικά και στον πυρήνα της την ψυχιατρική. «Αντιψυχιατρική» ονομάσθηκε ένα πολύμορφο κίνημα, έντονα κριτικό απέναντι στις θεωρίες και τις θεραπευτικές πρακτικές της κλασσικής-θεσμικής ψυχιατρικής, που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στην Αμερική και την Ευρώπη (βασικοί «εκπρόσωποι» ο Ρόναλντ Λαινγκ, ο Ααρών Έστερσον και ο Ντέιβιντ Κούπερ, Μισέλ Φουκώ, Φελίξ Γκουαταρί, Φράνκο Μπαζάλια).

Η αντιψυχιατρική με τον Ρόναλντ Λαινγκ και τον Ντέιβιντ Κούπερ θέλησε να αντιστρέψει την αρνητική εικόνα του τρελού, αντιπαραθέτοντας τη δική του αλλοτρίωση με τη χειρότερη αλλοτρίωση του «φυσιολογικού» ανθρώπου. Τρελός είναι αυτός που δεν μπορεί ή αρνείται να συμβιβαστεί με τους κοινωνικούς κανόνες και τις κοινωνικές επιταγές. Είναι ένας μοναχικός «αντάρτης» που με τη συμπεριφορά του προκαλεί και φοβίζει την υποταγμένη κοινωνική πλειοψηφία, η οποία αντιδρά με βία και καταστολή. Για να διαφυλάξει την αυθεντικότητά του, ο τρελός απομονώνεται σε έναν εσωτερικό φανταστικό κόσμο, και ένας φαύλος κύκλος εγκαθίσταται.

Η αντιψυχιατρική προσπάθησε να δημιουργήσει εναλλακτικές δομές φιλοξενίας των ψυχικά πασχόντων, «χώρους ζωής» ή «θεραπευτικές κοινότητες» χωρίς ιεραρχικές δομές μεταξύ θεραπευτών και θεραπευομένων, όπως η περίφημη κοινότητα του Κίνγκσλεϋ Χωλ (Kingsley Hall) που διηύθυνε για πέντε χρόνια ο Ρόναλντ Λαινγκ. Ρόλος του θεραπευτή στις κοινότητες αυτές δεν ήταν να καταστείλει τη συμπεριφορά (τα «συμπτώματα») του πάσχοντος με ψυχοφάρμακα ή ψυχοθεραπείες, αλλά αντίθετα να ενθαρρύνει την ελεύθερη έκφρασή τους χωρίς να υπάρχει ο φόβος της καταστολής, να «συνοδεύσει» τον πάσχοντα στο επικίνδυνο και οδυνηρό του «ταξίδι διαμέσου της τρέλας», που θα μπορούσε όμως ενδεχομένως να τον οδηγήσει στο τέλος σε έναν περισσότερο αυθεντικό και υγιή τρόπο ζωής.

 

Το παράδειγμα της «Σοσιαλιστικής Κοινότητας Ασθενών» της Χαϊδελβέργης

Στις αρχές του 1970 ο Γερμανός ψυχίατρος Βόλφγκανγκ Χούμπερ ίδρυσε μαζί με ασθενείς της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης τη «Σοσιαλιστική Κοινότητα Ασθενών» (Sozialistisches Patientenkollektiv -SPK), μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική αντιιεραρχική οργάνωση «που φιλοδοξούσε να μεταβάλλει τους ψυχικά πάσχοντες σε συνειδητούς επαναστάτες».

Τον Φεβρουάριο του 1970, μερικές δεκάδες «ψυχασθενών» συγκάλεσαν γενική συνέλευση , γεγονός πρωτοφανές τουλάχιστον για την εποχή εκείνη,και απαίτησαν να είναι αυτοί οι ίδιοι που θα αποφασίζουν και θα ελέγχουν τον τρόπο και τα μέσα της θεραπείας τους. Ταυτόχρονα ζήτησαν την απομάκρυνση του διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής που ήθελε να διαλύσει τις ομάδες τους χαρακτηρίζοντάς τες «συλλογικότητες μίσους και βίας». Η αντίδραση των αρχών ήταν άμεση· «δεν μπορούσαν να ανεχθούν αρρώστους που χειραφετούνταν από την ιατρική κηδεμονία και αυτό-οργανώνονταν»: Απέλυσαν τον Χούμπερ και απαγόρευσαν στους πιο ενεργούς ακτιβιστές-ασθενείς την είσοδο στους χώρους του Πανεπιστημίου και της Ψυχιατρικής Κλινικής. Τα μέλη του SPK κατέφυγαν τότε σε απεργία πείνας καταλαμβάνοντας τα γραφεία της διοίκησης και αναγκάζοντας έτσι -με τη μεσολάβηση και κάποιων φιλελεύθερων καθηγητών- τις πανεπιστημιακές αρχές να υπαναχωρήσουν (υπαναχώρηση που αποδείχθηκε τακτική και προσωρινή) και να δεχθούν επαναπροσλαμβάνοντας τον Χούμπερ να παραχωρήσουν κάποιους χώρους του Πανεπιστημίου για να συνεχίσουν τα μέλη της Σοσιαλιστικής κοινότητας αυτόνομα πλέον τις δραστηριότητες τους.

Οι χώροι του SPK παρέμεναν ανοιχτοί όλο το εικοσιτετράωρο, και μερικοί ασθενείς ήταν πάντοτε παρόντες για να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και ενδεχόμενες κρίσεις. Όταν ένας νέος ασθενής απευθυνόταν για πρώτη φορά στο SPK ζητώντας βοήθεια, ένα παλαιότερο έμπειρο μέλος ανελάμβανε να έχει μαζί του μια σειρά ατομικών συναντήσεων, η συχνότητα των οποίων καθοριζόταν ανάλογα με την περίπτωση. Στόχος των συναντήσεων αυτών («ατομικής ζύμωσης») ήταν, αφού το νέο μέλος πληροφορηθεί και κατανοήσει τις αρχές και τον τρόπο λειτουργίας της κοινότητας, να μπορέσει να εκφράσει τα ιατρικά ή ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε και, κατόπιν, να ενταχθεί σε ομάδες συλλογικής θεραπείας και προβληματισμού που ήταν πάντα ολιγομελείς και αναδημιουργούνταν συνεχώς με βάση τις εκφρασμένες ανάγκες και επιθυμίες.

Επενέβαινε επίσης συμβιβαστικά ή κατευναστικά για να αμβλυνθούν οι εντάσεις και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε κάποιο μέλος του στο χώρο διαμονής του, στην εργασία του ή μέσα στην οικογένεια του. Προσκαλούσε τα μέλη της οικογένειας τού ασθενούς, συναδέλφους ή γείτονες να συζητήσουν και να συνεργασθούν πρακτικά μαζί του. Οι δράσεις του SPK αποτελούσαν στην πραγματικότητα μια προσπάθεια ξεπεράσματος (ή άρνησης) και αυτής ακόμη της αντιψυχιατρικής και εντάσσονταν μάλλον σε αυτό που ο Ντέιβιντ Κούπερ αποκαλούσε «μη-ψυχιατρική»: Αντιμετώπιση δηλαδή των ψυχολογικών προβλημάτων μέσα στην «φυσική» κοινότητα του ασθενούς, στον χώρο όπου ζει και εργάζεται, με τη συμμετοχή των απλών ανθρώπων του περιβάλλοντός του και με ελάχιστη παρουσία των ειδικών της ψυχικής υγείας.

Τον Ιούνη του 1971, και αφού είχε προηγηθεί με παρότρυνση της γερμανικής κυβέρνησης ένα πλήθος συκοφαντικών για το SPK δημοσιευμάτων στον τύπο, η αστυνομία (παίρνοντας ως πρόφαση μια ανταλλαγή πυροβολισμών κοντά στο σπίτι κάποιου μέλος του SPK, και έχοντας ήδη βρει δύο όπλα στα σπίτια άλλων μελών του SPK), μπήκε αιφνιδιαστικά στους χώρους και τα γραφεία της κοινότητας. Στην επιχείρηση συμμετείχαν 300 αστυνομικοί με συνοδεία αστυνομικών σκύλων και ελικοπτέρων.

Ο Χούμπερ, η επίσης ψυχίατρος σύζυγός του, Ούρσουλα Χούμπερ, και οι πιο δραστήριοι ακτιβιστές του SPK συνελήφθησαν. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, το ζεύγος Χούμπερ και το μέλος του SPK Ζίγκφριντ Χάουσνερ- ο οποίος στο πρόσφατο παρελθόν είχε κατηγορηθεί και καταδικαστεί για απόπειρα εμπρησμού ενός ψυχιατρείου-οδηγήθηκαν σε δίκη και καταδικάστηκαν σε 4,5 και 3,5 χρόνια αντίστοιχα.Μετά την καταδίκη τους τα μέλη του SPK κρατήθηκαν σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης, παρόμοιες με τις συνθήκες κράτησης των μελών της RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) και των άλλων επαναστατικών ομάδων. Το 1973 κατέβηκαν όλοι μαζί σε απεργία πείνας ζητώντας την καλυτέρευση των συνθηκών κράτησής τους, που όμως έληξε χωρίς να υποχωρήσει η γερμανική κυβέρνηση.Οι διαμαρτυρίες και οι απεργίες πείνας επαναλήφθηκαν και τα επόμενα χρόνια.

Την ίδια χρονιά (το 1973) το SPK μετονομάσθηκε σε «Μέτωπο Ασθενών» (Patientenfront) και μ’ αυτήν την ονομασία (SPK/PF) εξακολουθεί να υπάρχει κατά κάποιο τρόπο μέχρι σήμερα.

 

Η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα

Τα αντιψυχιατρικά κινήματα, πάντως, συνέβαλαν «στον θάνατο του ψυχιατρικού ασύλου» με την απάνθρωπη μορφή του στρατοπέδου συγκέντρωσης που είχε μέχρι τότε. Μόνο που τη θέση του ασύλου δεν πήραν οι ελεύθερες αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες που ονειρεύτηκε η αντιψυχιατρική, αλλά η ψυχιατρική κλινική του γενικού νοσοκομείου και οι πλήρως ιατρικοποιημένες και φαρμακο-κατασταλμένες «ενδιάμεσες δομές» της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης». Ο τρόπος αντιμετώπισης της τρέλας άλλαξε και εξανθρωπίστηκε, αλλά η ψυχιατρική εξουσία παρέμεινε στη θέση της ενισχυμένη.

Δεν θα αναφερθούμε λόγω χώρου, στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση γενικά, αλλά θα μείνουμε στην Ελλάδα.Μπορούμε να διακρίνουμε λοιπόν 3 περιόδους:

  1. Πρόδρομη περίοδος: Από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
  2. Την πρώτη μεταρρυθμιστική περίοδο, από τις αρχές του 1980 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
  3. Την δεύτερη μεταρρυθμιστική περίοδο, του Ψυχαργώς, που ξεκίνησε το 2000 και συνεχίζεται.

 

Στην πρόδρομη περίοδο, υπάρχουν κυρίως ψυχιατρικά άσυλα, που λειτουργούν κάτω υπό άθλιες συνθήκες. Είναι εκείνη η περίοδος του 1957, που ιδρύεται το ψυχιατρείο-αποθήκη ανθρώπων της Λέρου, με στόχο την αποσυμφόρηση των κεντρικών ψυχιατρείων, που είχαν υπερπληρωθεί λόγω της ραγδαίας μεταπολεμικής αστικοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, πρωτοβουλίες εναλλακτικών ψυχιάτρων ξεκίνησαν την αναδιάρθρωση των ασύλων εσωτερικά, ακολουθώντας το παράδειγμα της αποασυλοποίησης και της κοινωνικής ψυχιατρικής που είχε ήδη ξεκινήσει στο εξωτερικό, χωρίς κάποιο οργανωμένο πρόγραμμα του κράτους. Κυρίως αριστεροί ψυχίατροι, με μικρή απήχηση στον κανονικό χώρο της ψυχιατρικής ξεκίνησαν να δουλεύουν εντός των ασύλων, αποτελώντας ιστορικά  τους προδρόμους της συζήτησης γύρω από την κοινοτική ψυχιατρική στην Ελλάδα.

Η πρώτη μεταρρυθμιστική περίοδος ξεκινά με τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου της Λέρου και την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ.,από την οποία εγκρίνεται και μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων με στόχο τον μετασχηματισμό της ψυχιατρικής φροντίδας στη χώρα. Ξεκίνησε με αυτό τον τρόπο ένα εθνικό σχέδιο μεταρρύθμισης, στο πλαίσιο και της δημιουργίας του Ε.Σ.Υ., το οποίο στόχευε σε μια περισσότερο κοινοτική ψυχιατρική. Σε γενικές γραμμές, εκείνη την περίοδο υπήρξε μια κάποια αποκέντρωση των ψυχιατρικών δομών, η ψυχιατρική φροντίδα πλέον δινόταν και από γιατρούς που εντάχθηκαν στα γενικά νοσοκομεία και από κέντρα ψυχικής υγείας, υπήρξε διεύρυνση των δομών κοινοτικού τύπου και πολλαπλασιασμός των θέσεων στον τομέα της αποκατάστασης, ενώ ελαττώθηκε και ο χρόνος νοσηλείας στα δημόσια ψυχιατρεία. Όλα τα παραπάνω ήταν μια αρχή αλλά με πολλά προβλήματα και με βραδείς ρυθμούς.

Η δεύτερη περίοδος ουσιαστικά προσπαθεί να ολοκληρώσει τις διαδικασίες που άρχισε η πρώτη. Ξεκινά το πρόγραμμα Ψυχαργώς,  κατά το οποίο δημιουργούνται δομές φιλοξενίας και κέντρα ψυχικής υγείας, με στόχο κάποια στιγμή τα ψυχιατρικά νοσοκομεία να μειωθούν και να λειτουργούν  ως μονάδες οξέων περιστατικών και βραχείας νοσηλείας. Η αντικατάσταση των ψυχιατρείων θα γινόταν με ολοκληρωμένα δίκτυα ψυχιατρικών και κοινοτικών δομών της περιφέρειας, παρόλα αυτά είναι κάτι που γίνεται με μεγάλες δυσκολίες και πολύ αποσπασματικά.

Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθούμε σε μια σημαντική διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης  περιόδου: Στην πρώιμη και την πρώτη περίοδο,  έως και τις αρχές του 1990, οι παρεμβάσεις στα ψυχιατρεία συνοδεύονται από πολιτικό λόγο και κινηματικές δράσεις, με αιτήματα όπως την αυτοοργάνωση και αυτονομία των ασθενών και την κατάργηση των ασύλων. Υπάρχει ένα επαναστατικό πνεύμα και μια συγκρουσιακή ιδεολογική ατμόσφαιρα.Με βάση τις αρχές της αντιψυχιατρικής, της κοινωνικής και κοινοτικής ψυχιατρικής και της δημοκρατικής ψυχιατρικής, ξεκινά ένας αγώνας που υποστηρίζει ότι η ψυχική υγεία δεν είναι ζήτημα των ειδικών αλλά είναι ζήτημα κοινωνικό και πολιτικό. Αντίθετα, στη δεύτερη περίοδο, από τα τέλη δηλαδή της δεκαετίας του 1990, ξεκινά η κυριαρχία του εκσυγχρονιστικού ψυχιατρικού λόγου, του τεχνοκρατικού λόγου.  Και αρχίζει, με το πρόγραμμα Ψυχαργώς, μια φιλελευθεροποίηση της ψυχιατρικής, ιδιωτικοποίησης πολλών ψυχιατρικών μονάδων, μείωση των δημόσιων δαπανών για την ψυχική υγεία, και κυριαρχία των ΜΚΟ στον τομέα. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, η ψυχιατρική μεταρρύθμιση δεν έχει γίνει πραγματικότητα, παρά τις κάποιες αλλαγές που έχουν πράγματι συμβεί. Τα ψυχιατρεία λειτουργούν κανονικά, χρησιμοποιώντας ακόμα «τεχνικές θεραπείας» όπως το ήσυχο δωμάτιο και το δέσιμο στο κρεβάτι. Οι δομές ψυχικής υγείας υποστελεχώνονται, οι κρατικές δαπάνες είναι μειωμένες έως ανύπαρκτες, ενώ ένας από τους βασικούς στόχους της μεταρρύθμισης φαίνεται να είναι ως τώρα η ιδιωτικοποίηση του ψυχιατρικού τομέα και η χρηματοδότηση των ΜΚΟ.

 

Σχετικά με το νομοσχέδιο για την «υποχρεωτική θεραπεία στην κοινότητα»

Σε αυτή την κατάσταση, η μόνη απάντηση που διαμορφώθηκε από το Υπουργείο Υγείας, που μάλιστα βρίσκεται σε διεργασίες εφαρμογής της, είναι η εισαγωγή, και στην Ελλάδα, της «υποχρεωτικής θεραπείας στην κοινότητα». Αυτό σημαίνει ότι, μετά από ψυχιατρική γνωμάτευση και με εισαγγελική εντολή, ο ασθενής θα πρέπει να συμμορφώνεται στην εντολή για λήψη της φαρμακευτικής του αγωγής (ενέσιμη αγωγή σε μηνιαία ή τριμηνιαία βάση), ειδάλλως θα εισάγεται ακούσια σε ψυχιατρική κλινική (σε ψυχιατρείο ή σε γενικό νοσοκομείο).

Το μέτρο αυτό προτείνει αντί της προσωπικής τριβής των ασθενών και των θεραπευτών, την αναγκαστική (και απρόσωπη) λήψη φαρμάκων παραμένοντας στο σπίτι (στην κοινότητα), παραβλέποντας την κοινωνική υπόσταση της ασθένειας, τόσο ως προς τις αιτίες, που μπορεί να (και συνήθως) βρίσκονται μέσα στο οικιακό περιβάλλον, όσο και προς την αντιμετώπιση τους. Το ψυχιατρείο δεν καταργείται – απλώς μεταλλάσσεται, περνώντας από τον εγκλεισμό στην εγκατάλειψη στον δρόμο, και την «περιστρεφόμενη πόρτα».

Η δικιά μας θέση αντιθέτως είναι πως το ψυχιατρείο  ξεπερνιέται μέσα από την αμφισβήτηση των εξουσιαστικών σχέσεων που το συνιστούν και το συγκροτούν. Έτσι λοιπόν, η καθιέρωση μίας θεραπευτικής σχέσης ισοτιμίας οφείλει να ανοίγεται στην κοινότητα, αρνούμενη στην πράξη την κλασική κλειστή δομή· ωθώντας τα άτομα προς κοινοτικές υπηρεσίες που θα επισφραγίζουν τις νέες οριζόντιες, πραγματικά θεραπευτικές σχέσεις, και όχι προς (ή υπό) μια νέα διαχείριση. Αυτός ο ριζικός μετασχηματισμός, στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος, είναι ο μόνος που μπορεί να εξασφαλίσει την χειραφέτηση των ασθενών, την εξάλειψη του στίγματος και τη δημιουργία σχέσεων από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σε αυτή τη διαδικασία είναι σημαντικό να αμφισβητείται ο ρόλος της επιστημονικής αυθεντίας, και τον λόγο να τον έχουν οι ίδιοι που βιώνουν την «τρέλα»τους, και η κοινωνία. Γιατί η ψυχική υγεία είναι ζήτημα πολιτικό και κοινωνικό, και ο αγώνας για την εξάλειψη των ασύλων και της ακούσιας νοσηλείας ανήκει στους τρελούς, και σε όποιο άλλο άτομο φαντάζεται έναν κόσμο χωρίς αόρατα ή περισσευούμενα σώματα.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΑ ΑΝΘΙΣΕΙ ΣΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΦΥΛΑΚΗΣ

 

Το άρθρο αποτελεί μία ανθολογία αποσπασμάτων από τις εξής πηγές:

https://protovouliapsy.blogspot.com
https://belopoulos.blogspot.com (ΨυχοΑντιΜαχίες)
-Τζανάκης Μανόλης, Πέραν του Ασύλου, εκδ. Συνάψεις.
-Φουκώ, Ιστορία της Τρέλας

 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία και ενδιαφέρουσες ιστοσελίδες:

-Οι μελέτες και τα έργα των FrankoBasaglia, ThomasSzasz, DavidCooper, Laing, Guadarri, Μπαϊρακτάρης, Μεγαλοοοικονόμου, Goffman, BruceCohen, Γρίβα Κλεάνθη, Πλουμπίδη, Μαδιανού, Βάσια Λέκκα, Στέλιο Στυλιανίδη
-Ό,τι έχει γραφτεί για τις θεωρίες της κοινοτικής και κοινωνικής ψυχιατρικής, της δημοκρατικής ψυχιατρικής, της αντιψυχιατρικής καιτης μη ψυχιατρικής
-Πείραμα του Ρόζενχαν, DavidRosenhan, https://el.wikipedia.org/wiki/Πείραμα_του_Ρόζενχαν
-«Οι “Ψυχασθενείς” ενάντια στο Κεφάλαιο – να μεταβάλλουμε την αρρώστια σε όπλο», SPK, https://athens.indymedia.org/post/1549446/
-Ομάδες αυτοβοήθειας στην Ελλάδα, http://www.selfhelp.gr/ομάδες-αυτοβοήθειας-στην-ελλάδα
-Παγκόσμιο Δίκτυο «Ακούγοντας Φωνές» (“HearingVoices”), http://hearingvoices.gr
-Πανελλήνια Επιτροπή (πρώην) Χρηστών και Επιζώντων της Ψυχιατρικής, https://epizontespsy.wordpress.com
-Πανελλαδική Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση, http://psyspirosi.blogspot.com

«Ακόμη και αν μας φτιάξετε ένα νοσοκομείο από χρυσάφι, θα παραμείνουμε για πάντα εχθροί: εσείς θα είστε ο υγιής και εγώ ο άρρωστος».

(Ένας ασθενής απευθυνόμενος στον Φράνκο Μπαζάλια)

Ζαζί Λαλί