Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μεξικό, που σημαδεύτηκαν από την πιο εμβληματική εικόνα στην ιστορία των Αγώνων. Ο Τόνι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος, στην πρώτη και τρίτη θέση αντίστοιχα στο βάθρο, με υψωμένες τις γροθιές τους με ένα μαύρο γάντι, και ο Πίτερ Νόρμαν στη δεύτερη θέση, με την κονκάρδα της OPHR (Ολυμπιακή Καμπάνια για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα) στο πέτο.
Η OPHR συγκροτήθηκε το φθινόπωρο του 1967 με σκοπό να μποϊκοτάρει τους Αγώνες στο Μεξικό. Ο λόγος ήταν ο αγώνας των Αφροαμερικανών για τα πολιτικά και κοινωνικά τους δικαιώματα. Στο ιδρυτικό τους κείμενο σημειώνουν ότι « Δεν πρέπει να επιτρέψουμε άλλο σε αυτήν τη χώρα να χρησιμοποιεί… λίγους “νέγρους” για να δείχνει στον κόσμο πόση πρόοδο έχει κάνει στην επίλυση των ρατσιστικών προβλημάτων, τη στιγμή που η καταπίεση των Αφροαμερικανών είναι χειρότερη από ποτέ». Αμέσως το κίνημα πλαισιώνεται από πολλούς αθλητές και ανθρώπους της πολιτικής ζωής, όπως οι Τζαμπάρ και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ταυτόχρονα όμως με τη γιγάντωσή του γίνεται και προσπάθεια να αποτραπεί οποιαδήποτε προσπάθεια μποϊκοτάζ των Αγώνων, κάτι το οποίο επετεύχθη , κυρίως λόγω των απειλών που δέχτηκαν τα μέλη της καμπάνιας σε περίπτωση που το πραγματοποιούσαν, καθώς και του δισταγμού κάποιων αθλητών να συνδέσουν τους Αγώνες με τον αγώνα για τα δικαιώματά τους.
Φτάνουμε έτσι στον αγώνα των 200 μέτρων, όπου ο Σμιθ και ο Κάρλος ανέβηκαν στο βάθρο. Όπως είχαν κανονίσει, ανέβηκαν χωρίς παπούτσια, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο τη φτώχεια, και φορώντας από ένα μαύρο γάντι, σύμβολο των αγώνων των Μαύρων Πανθήρων, υψωμένο στον αέρα κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Στη δεύτερη θέση ο Νόρμαν, λευκός Αυστραλός, φαινομενικά αδιάφορος για τον αγώνα των συναθλητών του, δεν έμεινε ασυγκίνητος: «Εγώ πιστεύω σε αυτό που πιστεύετε εσείς. Έχετε μια κονκάρδα και για μένα; Έτσι μπορώ να δείξω την αλληλεγγύη μου στον αγώνα σας».
Λίγες ώρες μετά αποβλήθηκαν από το Ολυμπιακό Χωριό και γύρισαν στις πατρίδες τους. Στην Αμερική οι εφημερίδες τους χαρακτήριζαν «ντροπή για τη χώρα», ενώ ίδια και χειρότερη μοίρα περίμενε και τον Νόρμαν στην Αυστραλία. Κανείς δεν του συγχώρεσε ότι ένας λευκός συντάχτηκε με τους μαύρους, τη στιγμή που στη χώρα οι Αβοριγίνες ήταν ακόμα αποκλεισμένοι από την κοινωνία, χωρίς να έχουν τα ίδια δικαιώματα. Στους επόμενους Ολυμπιακούς, παρότι έπιασε τα όρια συμμετοχής , του απαγορεύτηκε η συμμετοχή. Σταδιακά παράτησε τον επαγγελματικό αθλητισμό και έτρεχε ερασιτεχνικά. Ποτέ δεν αποκήρυξε την επιλογή του, παρότι του ζήτησαν να καταδικάσει την κίνηση των συναδέλφων του, με αντάλλαγμα κάποια δουλειά και συμμετοχή στην επιτροπή των Αγώνων του Σύδνεϋ το 2000, στους οποίους δεν ήταν καν προσκεκλημένος από τη χώρα του. Πέθανε το 2006, χωρίς να έχει αποκατασταθεί από την Αυστραλία, κάτι το οποίο έγινε το 2012. Στηνκηδεία του παραβρέθηκαν οι Σμιθ και Κάρλος, κουβαλώντας το φέρετρό του.
Πενήντα χρόνια μετά την κίνηση των τριών να καταδικάσουν τον ρατσισμό, και να δείξουν τον αγώνα τους για τα δικαιώματα των μαύρων στην Αμερική, φαίνεται πως δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Αθλητές και αθλήτριες όλων των αθλημάτων γονατίζουν στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου εδώ και δύο χρόνια, διαμαρτυρόμενοι για την αστυνομική βία που έχει προκαλέσει τον θάνατο αρκετών Αφροαμερικανών, και ως αντίδραση στη σημαία μιας χώρας που καταπιέζει μαύρους και έγχρωμους ανθρώπους, ερχόμενοι σε ευθεία αντιπαράθεση με τον πρόεδρο Τραμπ.
Πηγές:
aenaikinisi.wordpress.com
Humbazine