Γιατί δεν ψηφίζω (Οπισθόφυλλο #42)

Πέρασε ήδη αιώνας από την στιγμή που οι αστοί εφεύραν το μέσο της ψηφοφορίας, για να καταπνίγουν μέσω αυτού τα πάθη του λαού, και να τον κρατούν στην αθλιότητα, αυτόν, για τόσα χρόνια να τον κάνουν να πιστέψει ότι αυτός – ο πεινασμένος, ο κουρελής, ο άθλιος- είναι κυρίαρχος, αυτοί μάλιστα οι υπηρέτες του. Και για 120 χρόνια πίστευα και εγώ ο εργάτης – βιομηχανικός ή αγρότης- το ψέμα τους αυτό για αλήθεια, την κοροϊδία τους αυτή για σοβαρότητα. Και τυραννήθηκα με όλους τους τρόπους και βασανίστηκα για γενιές γενεών για να φέρω ΄΄τους καλύτερους ΄΄ στα πράγματα, για να με υπηρετήσουν, και οι εκλεκτοί μου αυτοί υπηρέτες, όταν ήρθαν στα πράγματα, το πρώτο τους μέλημα ήταν πάντα πώς να με βυθίσουν περισσότερο μέσα στο βούρκο της αθλιότητας, απολαμβάνοντας από την δυστυχία μου και ζώντας από τον θάνατο μου.

Φτάνει πλέον ως εδώ. Παύω πια να έχω τον τίτλο του Κυρίαρχου με υπηρέτες. Δεν θέλω την υπηρεσία κανενός, γιατί αποφάσισα να υπηρετήσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου. Για τον λόγο αυτό αποφασίζω και λέω.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί κατάλαβα πλέον ότι όλοι-Μοναρχικοί, Συνταγματικοί-Δημοκράτες-Σοσιαλιστές κλπ- είναι ψεύτες, και ότι όλοι αυτοί, που θέλουν να εργασθούν, που προσφέρονται δήθεν πρόθυμα να με υπηρετήσουν, στην πραγματικότητα όμως να απολαύσουν αυτοί από τις στερήσεις μου και να ζήσουν ευτυχισμένοι αυτοί για όλη τους τη ζωή εις βάρος μου, αναγκάζουν εμένα να εργάζομαι για να διατάσσουν αυτοί και να καρπώνονται αυτοί.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί δεν θέλω πλέον να εκλέγω με τα χέρια μου τους τυράννους μου, να επικυρώνω έτσι κάθε τετραετία μέσω της εφεύρεσης τους- της ψηφοφορίας- το δυσβάσταχτο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο με συγκρατεί μέσα στην απόγνωση, τον μαρασμό και τον θάνατο.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί δεν θέλω πια να τρέχω κάθε τετραετία, σα σκύλος για να εκλέξω μέσω της κάλπης, εγώ ο ίδιος τους τυράννους που θα λάβουν ενεργό ρόλο στη λειτουργία αυτού του συστήματος, για να συντρίψουν ολοσχερώς τους αδύναμους αν ζητήσουν λίγο ψωμί να καλύψουν την πείνα τους, πληρώνοντας εγώ, αυτούς για το αποτρόπαιο έργο τους, με χρήμα, με προνόμια, με τιμές.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί έπαψα να περιμένω πια την σωτηρία μου από το θαύμα της ψήφου μου. Πέρασε η εποχή των θαυμάτων, των μάγων, των αγίων, των πνευματιστών, της ψηφοφορίας. Σπάω το κομπολόι αυτό των θαυμάτων και αναλαμβάνω πρωτοβουλία, οργανωμένος οικονομικά και μακριά από την πολιτική σαπίλα των ειδικών, καθώς κατάλαβα πια ότι η χειραφέτηση μου θα πραγματωθεί μόνο τότε και θα επιδοθώ πλέον ο ίδιος- μέσω της οργάνωσης μου- στην αποκατάσταση της θέσης μου.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί θέλω την εξαφάνιση πλέον του αισχρού αυτού εμπορίου όπου, οι άνθρωποι αναγκάζονται να πουλάν τα χέρια τους, την ικανότητα τους, τις γνώσεις τους, τα κρέατα τους, τις κόρες τους, τους γιούς τους, τις οικογένειες τους, τις φιλίες τους και να τους εκμεταλλεύονται οι τραπεζίτες, οι έμποροι, οι βιομήχανοι, οι μεσίτες, η θρησκεία, η γραφειοκρατία, το κράτος και να εκμεταλλεύεται ο γιατρός τον άρρωστο, ο παπάς τον πεθαμένο και να τρέχουν όλοι σαν στραβοί στον κατήφορο του εξευτελισμού τους, υπολογίζοντας μόνο στο χρήμα, στην φιλοδοξία και στην απόλαυση του κτηνώδους τους εγωισμού.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί θέλω την εξαφάνιση πια αυτού που αγοράζει και πουλά την χαμοζωή του, του συρφετού που απαρτίζει την σημερινή κοινωνία, και την αναδημιουργία μιας νέας και ελεύθερης κοινωνίας μέσω των οργανώσεων μου, μέσα στις οποίες και μόνο το άτομο θα πραγματώνει πλήρως την ελευθερία του και την αξιοπρέπεια του.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί κατάλαβα πια ότι αυτοί που παίρνουν μια ετικέτα Ελευθεροφρόνων, Φιλελεύθερων, Σοσιαλιστών κλπ και κολλάν σαν ψείρες επάνω στην ψώρα μου με την υπόσχεση ότι θα την θεραπεύσουν, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να αυξάνουν την φαγούρα της, ανοίγοντας βαθύτερες πληγές, με κρατούν σε μια ελεεινότατη κατάσταση από την οποία δεν θα απαλλαχτώ παρά μόνο την ημέρα που θα τις πετάξω για πάντα από πάνω μου και θα περιορισθώ για θεραπεία στο σανατόριο της οργάνωσης μου.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί είδα ότι πια ότι μέσα από αυτό το μέσο περνάω όλη μου τη ζωή στον πισινό του βοδιού μου οργώνοντας τη γη, με τον τίτλο του Κυρίαρχου, ενώ αυτοί που μου παρουσιάζονται ως εθνικόφρονες , Φιλελεύθεροι, Σοσιαλιστές κλπ τάχα για να με υπηρετήσουν, απολαμβάνουν όλες τις φυσικές ομορφιές, ακούν μουσική, την στιγμή που εγώ ακούω… του βοδιού μου, λούζονται με μυρωδικά αυτοί, την στιγμή που εγώ καθαρίζω κοπριές, αυτοί κάνουν κραιπάλες, την στιγμή που εγώ μισοπεθαμένος βρέχω το ξεροκόμματο μου για να το φάω.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί ξύπνησα πλέον από τον λήθαργο στον οποίο με βύθισαν όλοι αυτοί οι τσαρλατάνοι και είδα ότι η φύση προίκισε και εμένα όπως και αυτούς με μυαλό για να το αναπτύξω όσο μπορώ, με μάτια για να βλέπω ό,τι ωραίο μου αρέσει, με αυτιά για να ακούω όσους ήχους με ευχαριστούν, με όσφρηση για να μυρίζω όποια ευωδιά μου γουστάρει, με δόντια , στομάχι για να μασάω και να στέλνω στο στομάχι μου όση ανάγκη έχει από τροφή, με πόδια για να τα διευθύνω και να περπατάω όσο θέλω και με χέρια για να εργάζομαι σύμφωνα με την ανάγκη που θα μου παρουσιάζεται για να ικανοποιώ τις παραπάνω ορέξεις μου.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί όλα αυτά τα όργανα με τα οποία με προίκισε η φύση, μέσω της ψήφους μου, μου τα υποδούλωσαν οι κατεργάρηδες και καμιά κίνηση δεν μου μένει ελεύθερη πλέον. Όλες μου οι ανάγκες των ματιών μου, του μυαλού μου, των αυτιών μου, της μύτης μου, των δοντιών μου, του στομαχιού μου, των ποδιών μου και των χεριών μου, εξαρτώνται από το «αποφασίζουμε και διατάζουμε» των Εθνικοφρόνων, των Φιλελεύθερων, των Σοσιαλιστών και λοιπών παγαπόντηδων, οι οποίοι προσφέρονται δήθεν ως υπηρέτες μου εμένα του Κυριάρχου και με κοροϊδεύουν.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί είναι επιβεβλημένο πλέον να βάλω μέσω των οργανώσεων μου κάθε κατεργάρη στο πάγκο του, καταργώ το ‘αποφασίζουμε και διατάζουμε’ είτε προέρχεται από τον Γούναρη, είτε από τον Βενιζέλο, είτε από τον Μπριάν είτε από τον Λένιν. Να «αποφασίζετε και να διατάσσετε» τα τομάρια σας από εδώ και πέρα, γιατί ο φυσικός και αληθινός νόμος αυτό λέει. Κάθε άτομο να «αποφασίζει και να διατάζει» τον εαυτό του σύμφωνα μόνο με τις δικές του ανάγκες, καθώς και κάθε οργάνωση σύμφωνα με τις ανάγκες των μελών της.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί η ιστορία με δίδαξε ότι η πειθαρχία και η υπακοή στο «αποφασίζουμε και διατάζουμε» των άλλων, εμπερικλείουν μέσα τους όλη την κακομοιριά μου, την στέρηση και τον θάνατο όχι μόνο των δικών μου αλλά και της συζύγου μου και των παιδιών μου και εκείνων που γεννήθηκαν και εκείνων που θα έχουν το ατύχημα να γεννηθούν, δυστυχώντας έτσι ολόκληρες οικογένειες και ολόκληρα έθνη, προς απόλαυση μερικών ανόητων φιλόδοξων, βάρβαρων αρχομανών, κτηνανθρώπων.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί κατάλαβα καλά πλέον ότι ένας φυσικός νόμος υπάρχει, το να πειθαρχώ και να υπακούω για την ικανοποίηση των αναγκών του οργανισμού μου, οι οποίες ανάγκες θα γίνουν βέβαια αισθητές και από τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης μου και θα εκπληρωθούν από αυτή και μόνο.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ, γιατί θέλω να ζήσω ελεύθερος πια και την ελευθερία μου αυτή είναι αδύνατο να μου την δώσουν οι οποιοιδήποτε επιτήδειοι μέσω του ‘αποφασίζουμε και διατάζουμε’ και εγώ να οργανωθώ μακριά από κάθε φαυλότητα, επιβάλλω προς αυτούς την ελευθερία, μέσω των οργανώσεων μου. Έχω δε την πεποίθηση ότι, εάν, έτσι σκέφτεται κάθε εργάτης και λάβει την ίδια απόφαση με μένα, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, θα δοκιμάσουμε τα καλά αποτελέσματα των ελεύθερων και απαλλαγμένων από κάθε πολιτική σαπίλα οργανώσεων μας.

Σταύρος Κουχτσόγλου, 1920

Ο Σταύρος Κουχτσόγλου γεννήθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, ήταν αγωνιστής προσκείμενος στον αναρχοσυνδικαλισμό. Έζησε την περίοδο της εμφάνισης των αναρχικών στην Ελλάδα. Συμμετείχε στα συνέδρια της ΓΣΕΕ από την ίδρυση της μέχρι την εσωτερική ρήξη. Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στη -σύμφωνα με αρκετές πηγές βενιζελική- εφημερίδα «Άμυνα» λίγο πριν κλείσει -κατά κάποιους από λογοκρισία. Σε αυτό διαχώρισε τη θέση του από εκείνη της εφημερίδας με αφορμή τις εκλογές του 1920.