Ως το 18ο αιώνα στις ευρωπαϊκές γλώσσες ο όρος police σήμαινε γενικά τη διακυβέρνηση. Η εμφάνιση των πόλεων μεταμορφώνει τη διακυβέρνηση σε (επιβολή) της τάξης. Ο πολί-της πρέπει, για έχει αυτή την ιδιότητα, να είναι παράγωγο της Πόλις και όχι υπό την διαρκή επιτήρηση ενός ξένου σώματος, του στρατού. Έτσι δημιουργείται στις αρχές του 19ου αιώνα η αστυνομία, ένα σώμα (corpus) δημοσίων υπαλλήλων (πολιτών), που ο πολίτης τους αφήνει το δικαίωμα της χρήσης βίας με την υποχρέωση να τον «προστατεύουν» από τους αγνώστους γείτονές του.
Χωροφυλακή
Την επιβολή της τάξης στις πόλεις την είχε αναλάβει η χωροφυλακή. Ένα ημι-στρατιωτικό σώμα χωρίς καμία παρουσία στις γειτονιές αλλά με στρατώνες στο κέντρο κάθε πόλης. Είχαν φυλάκια έξω από δημόσια κτήρια, στα όρια πλούσιων συνοικιών και η εμφάνισή τους στη πόλη σχεδόν πάντα ακολουθούταν από μακελειό. Η χωροφυλακή (το πρώτο της όνομα ήταν ορεοφύλακες) είχε ιδρυθεί το 1832 για την καταδίωξη των ληστών στα βουνά. Το έγκλημα στο χωριό είχε πάντα το χαρακτήρα της απείθειας και της βίας και εκεί εμφανιζόταν ο πάνοπλος χωροφύλακας. Αλλά το έγκλημα στην πόλη έχει το χαρακτήρα της απάτης και του δόλου και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί (μόνο) με τα όπλα.
Αστυνομία
Έτσι το 1919 ιδρύεται στην Κέρκυρα η αστυνομία πόλεων, ένα άοπλο στην αρχή σώμα που προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων και να μη χρειάζεται η έγκληση του χωροφύλακα. Για την οργάνωσή της καλείται από την (αγγλοκρατούμενη) Ινδία ο αστυνομικός διευθυντής Frederick Ηallidey, ειδικός στην οργάνωση της αστυνομίας σε υποανάπτυκτες περιοχές. Το σχέδιο είναι να εξαπλωθεί σε όλα τα αστικά κέντρα όπως και γίνεται στην Πάτρα (1922), και σε Πειραιά (1923) και Αθήνα (1924). Η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα και Βόλος με το ισχυρό προλεταριακό κίνημα θεωρούνται επικίνδυνες πόλεις για άοπλους πειραματισμούς και όπως λέει και ο πρωθυπουργός Κονδύλης: “…μόνον η χωροφυλακή, όπου υπάρχει θορυβώδες επαναστατικόν προλεταριάτον”.
Πλήθος/ όχλος
Από την εποχή που ο Φρέντερικ Χάλλιντει είχε υπηρετήσει στη μητροπολιτική αστυνομία του Λονδίνου είχε μάθει όλες τις τεχνικές για την μη εκτροπή στις πόλεις, δηλαδή για τη μετατροπή του πλήθους σε όχλο. Αλλά και η εμφάνιση το τέλος του 19ου αιώνα των αναρχικών τερρορίστων που μπορούσαν να εμφανίζονται ξαφνικά ανάμεσα από το πλήθος και να εκτελούν τους δυνάστες του λαού είχαν αναγκάσει τις ευρωπαϊκές αστυνομίες να μηχανευτούν διάφορα σχέδια για τον σιωπηρό έλεγχο του πλήθους. Η εφαρμογή τους θα αρχίσει την ίδια χρονιά στην Κέρκυρα…
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση της αστυνομίας είναι στη βάπτιση του γιου του πρίγκιπα Αντρέα. Για πρώτη φορά ο στρατός δεν δημιουργεί αλυσίδα γύρω από την τελετή αλλά αστυνομικοί ελέγχουν το πλήθος να είναι σε μια λογική απόσταση και άλλοι με πολιτικά επαγρυπνούν για ύποπτες κινήσεις.
Η δεύτερη εμφάνισή τους θα είναι μετά από λίγες βδομάδες σε μια οργισμένη διαδήλωση των ελαιοπαραγωγών. Οι χωροφύλακες περιμένουν την εντολή να βγούνε από τον στρατώνα να πνίξουν στο αίμα τους διαδηλωτές που πλησιάζουν με δρεπάνια, μαχαίρια αλλά και με τουφέκια. Ο Χάλλιντευ δίνει διαταγή για διακριτική παρακολούθηση της πορείας από την αστυνομία και με αυστηρή εντολή απαγορεύει στους αστυνομικούς να απαντάνε σε όποιες προκλήσεις των διαδηλωτών. Κάποια στιγμή που ο όχλος συζητά για το που θα κινηθούνε με μια γρήγορη κίνηση συλλαμβάνει διακριτικά τους 30 αγρότες που έβλεπε ότι πρωτοστατούν σε μαχητικότητα και αφήνει ανενόχλητους τους άλλους να αποχωρήσουν από δρόμους που οδηγούν έξω από την πόλη. Το πλήθος θα διαλυθεί μουδιασμένο χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά.
Το ίδιο μοντέλο αστυνόμευσης θα μεταφερθεί και στην Πάτρα. Η παρουσία οργανωμένου εργατικού κινήματος θα προσθέσει και μια μικρή πινελιά. Με μυστική αναφορά ο αστυνομικός διευθυντής θα ζητήσει σε πορείες που είναι αμιγώς πολιτικές (πχ για την επέτειο από την οχτωβριανή επανάσταση, αλληλεγγύης σε πολιτικούς κρατούμενους) και είναι σίγουρο ότι όλοι είναι “ανατρεπτικά στοιχεία” η αστυνομία να τους σαπίζει στο ξύλο με την παραμικρή αφορμή. Επειδή όμως η δημόσια χρήση βίας προκαλεί οίκτο και συμπάθεια στους περαστικούς, σε νέα αναφορά ζητείται από τους αστυνομικούς να φροντίζουν να αδειάζουν το κέντρο από περαστικούς και αν δύναται να κλείνουν ως και τα μαγαζιά από όπου θα περάσει η πορεία.
Αστυνομικά Τμήματα
Ένα μεγάλο πρόβλημα με την έναρξη της αστυφιλίας ήταν να ωθηθούν οι εργάτες σε συνοικίες της πόλης (και κοντά στις φάμπρικες) που δεν έμεναν ευυπόληπτοι/ αστοί πολίτες. Το σημαντικό αυτό ζήτημα για την λειτουργία της πόλης δεν μπορούσε να το λύσει η αγορά (μέσω των ακριβών ενοικίων) γιατί οι παράνομες παραγκουπόλεις ξεφύτρωναν μέσα σε μία μέρα. Το ζήτημα λύθηκε μέσω των δημοσίων συγκοινωνιών (ακριβά εισιτήρια με αυστηρό έλεγχο, σπανιότητα δρομολογίων από και προς κέντρο στις ακριβές συνοικίες) αλλά και των αστυνομικών τμημάτων. Στα “εγκλήματα”της φτωχολογιάς (πορνεία, τιμής, παρεμπορίου, δημόσιας υγιεινής) στις ακριβές συνοικίες δόθηκε εντολή η αστυνομία να είναι πολύ αυστηρή, ενώ στις φτωχικές να κάνει τα στραβά μάτια. Έτσι οι πλάνητες κάτοικοι προτιμούσαν να στήσουν τη παράγκα τους όπου ήταν φτωχοί και όχι όπου ήταν πλούσιοι (και αστυνομία). Οι πόλεις διαμορφώθηκαν χωρο-ταξικά με βάση την πιστή εφαρμογή του νόμου.
Περιπτερούχοι, θυρωροί, μικροπωλητές και ρουφιάνοι
Από τις αρχές της δεκαετίας του 20 η αστυνομία επιμένει και τελικά καταφέρνει να έχει τον αποκλειστικό έλεγχο των επαγγελμάτων με συχνή παρουσία στον δρόμο. Το 1922 ψηφίστηκε ο νόμος για τη λειτουργία των περιπτέρων αποκλειστικά από ανάπηρους πολέμου. Το περίπτερο για πολλά χρόνια, θα ήταν η δημόσια δήλωση στη γειτονιά για τις συνήθειες σου (τι ώρα ξυπνάς, ποιά εφημερίδα διαβάζεις, για πόσο κόσμο ψωνίζεις πράγματα και τι λες στο δημόσιο τηλέφωνο). Για την αστυνομία δεν μπορούσε να χαθεί αυτή η ευκαιρία. Από το 1923 η άδεια περιπτέρων δίνεται μέσω του τοπικού αστυνομικού τμήματος και όχι από τον τοπικό σύλλογο αναπήρων πολέμου (όπως ως τότε) που ήταν ύποπτοι για αντιμιλιταριστική δράση και διείσδυση κομμουνιστικών στοιχείων (αφού είχαν δει τη φρίκη του μικρασιασιατικού ιμπεριαλιστικού πολέμου). Και βέβαια δίνεται σε ανάπηρους που είναι και σωστοί οικογενειάρχες (να κοιτάνε τη δουλειά τους) και εθνικόφρονες πολίτες (να κοιτάνε και τις δουλειές των άλλων). Με τον ίδιο νόμο καταφέρνουν με το πρόσχημα της δημόσιας υγιεινής να δίνουν αποκλειστικά από τα αστυνομικά τμήματα τις άδειες των μικροπωλητών. Το παραεμπόριο του δρόμου – μια μορφή έντιμης επαιτείας – ήταν πάντα το αποκούμπι του κάθε τσακισμένου από τη φτώχεια.
Τέλη της δεκαετίας του 20 έχουμε και την πρώτη εμφάνιση των πολυ-κατοικιών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η αστυνομία δεν μπορεί να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Θεσμοθετείται το 1931 το επάγγελμα του θυρωρού (συνήθως μένει δωρεάν στο υπόγειο της πολυκατοικίας) και βέβαια η άδεια του δίνεται από την αστυνομία.
Ώρα κοινής ησυχίας
Αν στο χωριό ο θόρυβος σε άσχετες ώρες σημαίνει κινητοποίηση (για χαρά, λύπη ή άμυνα) όλων των κατοίκων, στις απρόσωπες πόλεις πρέπει το βίαιο σπάσιμο της ησυχίας να επιτηρείται. Το 1922 θεσμοθετείται η ώρα κοινής ησυχίας. Το γέλιο, το κλάμα, το ξέσπασμα που δεν μπορεί να συγκρατηθεί μπορεί να προσφέρει πολλά για την αστυνομία. Ο αστυνομικός διευθυντής Πειραιά συμβουλεύει τους αστυνομικούς που επεμβαίνουν σε τέτοιες περιπτώσεις (συνήθως τσακωμοί ζευγαριών) να λειτουργούν ως άτυποι σύμβουλοι γάμων και βέβαια να ψαρεύουν πάνω στην οργή των ζευγαριών όποιες πληροφορίες δεν θα μάθαιναν σε άλλες ώρες… ησυχίας.
Αμάξια και πεζοί
Το αμάξι από όταν εμφανίστηκε και μέχρι το Volkswagen (το αμάξι για το λαό, των Ναζί της δεκαετίας του 30) ήταν δήλωση ταξικής ισχύος. Η αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας για όσους είχαν να το πληρώσουν ήταν παράλληλα και δήλωση φιλελευθερισμού και αστικής δημοκρατίας. Αλλά οι οδηγοί έτρεχαν με δεκάδες ίππους σε δρόμους όπου για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι είχαν μάθει ότι ανήκουν στους πεζούς και παραμερίζουν (έχουν χρόνο) όταν ακούνε έναν ίππο. Στη Νέα Υόρκη ο αστυνομικός διευθυντής προειδοποιεί ότι η πόλη είναι στα πρόθυρα εξέγερσης αν ξαναπατήσει αμάξι παιδί στον δρόμο. Στην αρχή της δεκαετίας του 20 στην Αθήνα σκοτώνονται 70 άτομα στους δρόμους από τα οποία το 66% είναι χαμίνια του δρόμου που αφήνονται εγκαταλελειμμένα από τους (πλούσιους) οδηγούς. Ο Χάλλιντει γνωρίζει ότι μια μέρα μια συνοικία θα προλάβει έναν οδηγό και θα τον λιντσάρει και έτσι δίνει εντολή στην τροχαία να είναι πολύ αυστηρή με τους οδηγούς. Παράλληλα τυπώνει αφίσες για να μάθει ο κόσμος των “γρηγόρη και τον σταμάτη”, τη χρήση του πεζοδρομίου και προσπαθεί να καθιερώσει (όπως προσπάθησαν και σε άλλες πόλεις), τη χρήση του δεξιού πεζοδρομίου για μια κίνηση και του αριστερού για την αντίθετη.
Περιπολίες – Ομαδά Δ
Η επιτήρηση της πόλης από την χωροφυλακή ήταν μια απλή υπόθεση. Ο χωροφύλακας – συνήθως με καταγωγή από την επαρχία – δε χρειάζεται να γνωρίζει την πόλη. Όταν του δίνεται η εντολή σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι χάνεται στα σοκάκια και για αυτό ο βαρόνος George – Eugene Haussman καταργεί το προνόμιο της εντοπιότητας των παριζιάνων δημιουργώντας τα μεγάλα βουλεβάρτα για να κινείται με άνεση ο στρατός. Η επιτυχία της αστυνομίας απεναντίας βρίσκεται στην άριστη γνώση της πόλης. Αρχίζουν οι πεζές περιπολίες. Με αποτροπιασμό οι αναφορές από τους αστυνομικούς διευθυντές είναι γεμάτες φόβο για το τι τραβάνε στις φτωχογειτονιές εξαιτίας “του ανταγωνισμού των κοινωνικών τάξεων”. Οι αστυνόμοι αρνούνται να κάνουν νυχτερινές περιπολίες γιατί πέφτουν συνέχεια σε καρτέρι και ξυλοκοπούνται ανηλεώς. Ειδικά σε Βύρωνα και Καισαριανή δεν μπορούν να προσεγγίσουν ούτε καν την ημέρα. Αγοράζονται οι πρώτες μηχανές για γρήγορες περιπολίες σε σημεία που μαζεύονται “συνωμότες ταραξίες”.
Πρώτο μπλόκο (συνοικία Ασυρμάτου)
Στον περιφερειακό του Φιλοππάπου είναι η συνοικία του Ασυρμάτου. Ζούσαν 800 οικογένειες προσφύγων σε παράγκες και οι μισοί ήταν κομμουνιστές και οι άλλοι μισοί μικροπωλητές και λαθρέμποροι. Όλες οι προσπάθειες της αστυνομίας να περιπολούν την περιοχή κατέληγαν πάντα με το άγριο ξυλοκόπημα των αστυνομικών και την εύρεσή τους ετοιμοθάνατους στα όρια της συνοικίας. Το 1927 με εμπιστευτική εγκύκλιο μαζεύεται το σύνολο της αστυνομίας Αττικής. Τις 2 τα ξημερώματα προσεγγίζουν τη γειτονιά με σβηστά φώτα και την αποκλείουν. Πριν ξημερώσει ο διευθυντής αστυνομίας με ντουντούκα ξυπνάει τους έντρομους κατοίκους: “Μη νομίζετε ότι μπορείτε να παίζετε πια με το κράτος και την αστυνομία…”. Χωρίς εισαγγελέα θα μπούνε ως το μεσημέρι και στα 800 σπίτια και θα σύρουν όλους τους άντρες και γυναίκες άνω των 18 ετών στα αστυνομικά τμήματα για τις γνωστές περιποιήσεις. Στα χαμόσπιτα του Ασυρμάτου γυρίστηκε και η ταινία “συνοικία το όνειρο” που μας άφησε και το τραγούδι: Βρέχει στη φτωχογειτονιά.
Ίδρυση Ασφάλειας (1924)
Α. Κομμουνιστές
Οι Άγγλοι από τον 19ο αιώνα είχαν καταλάβει ότι αν η περιπολία είναι η φλέβα στο σώμα της πόλης μόνο με την πληροφορία (ασφάλεια) θα ξέρουν που να πάνε. ¨Ετσι δημιούργησαν τους «μυστικούς» που λεγόταν και Special Irish Branch γιατί παρακολουθούσαν Ιρλανδούς πατριώτες και αναρχικούς. Ο σκοπός της ασφάλειας στην ιδρυτική της πράξη ήταν : «δια την αντιμετώπισιν προ πάντων της κομμουνιστικής διεισδύσεως εις τους συνδικαλιστικούς οργανισμούς των εργατουπόλεων». Τον επόμενο μήνα, Νοέμβριο του 1924 για να προστατευτεί το ΚΚΕ στο τρίτο έκτακτο συνέδριο αποφασίζει τη δημιουργία παράνομων πυρήνων, τη χρήση ψευδώνυμων και την τήρηση αυστηρών συνωμοτικών κανόνων. Η ασφάλεια θα ζητήσει και την πρόσληψη γυναικών στην αστυνομία για τη διείσδυση σε αναρχικούς κύκλους γιατί σε ΗΠΑ και Αγγλία η εμπειρία είχε δείξει ότι τις υποπτεύονται λιγότερο, τους μιλάνε περισσότερο και είναι πολύ πιο ικανές στην παρακολούθηση υπόπτων, αλλά το ελληνικό κράτος το αρνείται.
Η χειρότερη βρισιά: ρουφιάνος
Το έργο της ασφάλειας θα αποδειχτεί δύσκολο και χρονοβόρο. Τα στεγανά των ανατρεπτικών κύκλων είναι ερμητικά κλεισμένα. Το κυριότερο πρόβλημα όμως δεν είναι οι συνωμοτικοί κανόνες των κομμουνιστών αλλά όπως αναφέρει ο διευθυντής ασφάλειας πειραιά: «δυστυχώς εις την χώρα μας, το κοινόν δεν φαίνεται πρόθυμον και δεν σπεύδει εις την παροχήν πληροφοριών. Θεωρούν δε την ενέργεια ταύτην ως προσβάλλουσαν την ανθρώπινην αξιοπρέπειαν και ακόμη ως έσχατην προδοσίαν».
Το 1926 η ασφάλεια καταφέρνει να πάρουν την πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ τα «εθνικώς σκεπτόμενα σωματεία». Συλλαμβάνει τη προηγούμενη μέρα τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους για να χάσουν το δικαίωμα ψήφου, ή εκμεταλλεύεται τη κόντρα των σταλινικών με τους αρχειομαρξιστές για διάλυση των σωματείων. Τελικά με την ψήφιση του ιδιώνυμου το 1929 και την απαγόρευση του ΚΚΕ (η ασφάλεια προτείνει να μην απαγορευτεί ολοκληρωτικά για να μπορεί να παρακολουθεί τα νόμιμα γραφεία) καταφέρνουν το 1930 να διεισδύσουν χαφιέδες στον παράνομο μηχανισμό. Οι κομμουνιστικές οργανώσεις οργανώνονται καλύτερα και αρχίζουν φροντιστήρια σε κάθε πυρήνα. Αποστήθιση πληροφοριών και όχι σημειώσεις, έλεγχος στους δραπέτες των φυλακών για τις συνθήκες “απόδρασής τους”, ανάλυση κάθε σύλληψης όσο τυχαίας και αν φαίνεται, παρακολούθηση της ασφάλειας, εικονική διαγραφή μελών ή/και προτροπή να γίνουν χαφιέδες για να γνωρίσουν και τους άλλους, μαθήματα για την ανάκριση, μαθήματα αντιπαρακολούθησης, και τελικά η διαρκής υπενθύμιση όπως ήταν γραμμένη στην είσοδο του Εργατικού Κέντρου Πειραιά:
ΚΤΥΠΑΤΕ ΤΟΥΣ ΧΑΦΙΕΔΕΣ
Β. Ποινικοί
Αν για τους πολιτικούς το έργο της ασφάλειας ήταν πολύ δύσκολο, για τους ποινικούς αποδείχτηκε παιχνιδάκι. Ως το 1924 η κουλτούρα των παρανόμων στηριζόταν στην προσωπική φήμη του κάθε κουτσαβάκη. Αν κάποιος είχε σκοτώσει, είχε φέρει ναρκωτικά ή είχε κάνει μεγάλη ληστεία ήταν κάτι που έπρεπε να το μάθουν όλοι για να ανέβει στην άτυπη ιεραρχία. Και βέβαια η φήμη προστάτευε από άσκοπους σκοτωμούς. Η υστεροφημία και ο κώδικας τιμής των ποινικών ήταν για την ασφάλεια το κερασάκι στην τούρτα της πληροφορίας. Αφού μαζεύουν όλες τις πληροφορίες το σάλπισμα για την επίθεση δίνεται το 1925 με την απαγόρευση του χασίς, την αυστηρότατη ποινικοποίηση της κοκαΐνης και ηρωίνης (το 1911 ο πρώτος νόμος απαγόρευε μόνο την εμπορία) και την ταυτόχρονη απαγόρευση της χαρτοπαιξίας. Μέσα σε ένα εξάμηνο η ασφάλεια θα έχει δέσει σχεδόν το σύνολο των ποινικών. Για 3 χρόνια το έγκλημα θα εξαφανιστεί από τις πόλεις και οι ρεμπέτες θα βρουν καταφύγιο στις παρυφές των πόλεων που δρούσε η χωροφυλακή (πχ Δραπετσώνα) ή σε άλλες πόλεις που δεν υπήρχε ασφάλεια. Η ασφάλεια θα καταφέρει να κάνει περιπολίες σε συνοικίες του Πειραιά που ως το 1925 δεν τολμούσε να μπει ούτε ένα τάγμα πάνοπλων χωροφυλάκων. Οι πρώτοι που θα βρουν τρόπο να προστατευτούν είναι οι εργαζόμενοι/ες στη πορνεία με τη δημιουργία μιας συνθηματικής γλώσσας (τα πούστικα ή καλιαρντά).
Η ασφάλεια θα αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Θα νομίσουν ότι ξέρουν τα πάντα, ότι με την δακτυλοσκόπηση τους βρίσκουν παντού, οι χειροπέδες κινούνται μόνες τους, με το ποινικό μητρώο (έγινε το 1924) ξέρουν ως και τι σκέφτονται κτλ. Διάφορα κωμικοτραγικά δρώμενα θα εξελιχτούν στα γραφεία της. Γνωστός χασισέμπορας της Θεσσαλονίκης θα κατέβει Αθήνα να ρωτήσει αφελώς αν ξέρουν οι ασφαλίτες τι άτομο είναι είναι ο καπετάνιος από το καράβι του γιατί περίμενε 700 κιλά από την Κρήτη και ο καπετάνιος του είπε ότι ναυάγησε το πλοίο. Τελικά θα συλληφθεί και αυτός αλλά και ο καπετάνιος που είχε καβαντζάρει το φορτίο σε αποθήκη στην Καλλιθέα. Οι ποινικοί θα φοβηθούνε και φοβισμένοι θα αντιδράσουν όπως ξέρουν, βίαια…
Οι μαύροι (μπάτσοι)
Χτες το βράδυ στο σκοτάδι με στριμώξανε δύο μαύροι
έρευνα για να μου κάνουν και το μαύρο να μου πάρουν
Οι αστυνομία με τις μαύρες στολές τις (για να ξεχωρίζει από τις στρατιωτικές των χωροφυλάκων) θα γίνει ο τρόμος και ο φόβος. Μέχρι να μάθουν οι ποινικοί να μην μιλάνε για τις δουλειές τους ανακαλύπτουν ότι τουλάχιστον δεν φέρουν όπλα. Και θα αρχίσει το μολύβι.
Οι κομμουνιστές δεν ήθελαν να εμπλακούν σε προσωπική κόντρα με τους ασφαλίτες αφού τους έβλεπαν σαν σκυλιά των αφεντικών. Οι ποινικοί όμως το έφερναν βαρέως (όπως και οι αστυνομικοί που είχαν αντίστοιχους κώδικες τιμής) και “τότε τράβηξα μαχαίρι και τον βάρεσα στο χέρι”.
Από το 1925 ως το 1930 ενώ υπήρχε μόνο ένας νεκρός αστυνομικός σε σύλληψη κομμουνιστή (και αυτό από λάθος), 35 αστυνομικοί πέφτουν νεκροί από μαχαιρώματα, πιστολιές και ξυλοδαρμούς.
Η ηθική κατάπτωση…
Ειδικευμένοι ψυχίατροι και εγκληματολόγοι (επηρεασμένοι από τη σχολή Λομπρόζο: ιδιαίτερος γονότυπος και φαινότυπος σε κάθε εγκληματία- κάθε εγκληματίας αναρχικός και το ανάποδο) θα μελετήσουν την ελληνική ιδιαιτερότητα (το 1930 ανοίγει και το μουσείο εγκληματολογίας – υπάρχει ακόμα – που θα συλλέγει τα κρανία των εκτελεσμένων ποινικών, αναρχικών, οπιομανών και φρενοβλαβών). Μέσα από τις μελέτες του φαίνεται ο τρόμος τους για τον τρόπο σκέψης των παρανόμων. Οι απολογίες του είναι μνημεία μίσους για την εξουσία:
«Ένας πρόσφυγας είχε ανοίξει παράνομο τεκέ στον πειραιά. Ο πατέρας του ήταν λαθρέμπορας στη Σμύρνη. Πριν του απαγγείλει την ποινή ο δικαστής τον ρωτάει γιατί δεν έρχεται στον δρόμο του θεού. Και ο κατηγορούμενος του απαντάει ότι γαμάει και τον δικαστή και το αρχίδι που στέκεται από πάνω του (δείχνοντας την εικόνα του Χριστού πάνω από τα έδρανα)».
Ο εγκληματολόγος καταλήγει ότι ευτυχώς τώρα (1932) όλοι οι ιδιοκτήτες τεκέδων και κακόφημων καφενείων ήταν στο δρόμο του θεού (ρουφιάνοι της ασφάλειας).
Σε άλλη μια περίπτωση ένας λαθρέμπορας και φυγόδικος συναντιέται τυχαία στο τραμ με έναν μισητό του ασφαλίτη. Τραβάνε και οι δύο όπλα και ο ποινικός καταφέρνει και τον σκοτώνει αλλά τον συλλαμβάνουν αμέσως. Ο δικαστής πριν απαγγείλει τη ποινή τον ρωτάει αν μετάνιωσε:
«Ναι μετάνιωσα πολύ… που δεν είχα και ένα πολυβόλο μαζί μου να καθαρίσω όλους τους μαύρους που με συνέλαβαν».
Το 1930 συλλαμβάνονται και οι τελευταίοι ληστές των βουνών (Ρετζαίοι, Γιαγκούλας, Μπαμπάνης, Τζάτζας). Μετά από αιώνες στα βουνά έχουν απομείνει μόνο 16 λησταντάρτες διάσπαρτοι στα βουνά. Οι εγκληματολόγοι ζητάνε τα κεφάλια τους για μελέτη γιατί θεωρούν ότι έχουν εγκεφαλικό πρόβλημα που τους αυξάνει το αίσθημα δικαίου…
Το 1929 με το ιδιώνυμο του Βενιζέλου το σώμα καταδίωξης των χωροφυλάκων, τα τάγματα ασφαλείας (μυστική υπηρεσία του στρατού) και η ασφάλεια πόλεων συγχωνεύονται σε ένα σώμα που μπορεί να φέρει και όπλο. Την Ελληνική Αστυνομία.