«Διεσύρθη με πρωτοσέλιδα, αθωώθηκε με μονόστηλα»
~Στάθης, «Ελευθεροτυπία», 09/05/2011
Συνηθίσαμε να ζούμε, να καταναλώνουμε και να αναπαράγουμε το ψέμα. Έχει γίνει δεύτερη φύση μας, σε σημείο που, όταν μαθαίνουμε την αλήθεια, στην καλύτερη περίπτωση να αδιαφορούμε και στη χειρότερη να την αμφισβητούμε. Ένα αθώο ψεματάκι, μία παρανόηση ή ακόμη κι ένα στερεότυπο που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, όταν αναπαράγεται συνειδητά ή ασυνείδητα στο χαρτί της εφημερίδας και το γυαλί της τηλεόρασης παύει να είναι αθώο. Ειδικά όταν η «παρεξήγηση» είναι απολύτως συνειδητή και καταλαμβάνει θέση εξωφύλλου ή πρώτου θέματος ειδήσεων, τότε έχουμε να κάνουμε με προμελετημένο έγκλημα.
Ο προβοκατόρικος τίτλος του κειμένου αυτό ακριβώς το έγκλημα θέλει να τονίσει…
Η περίπτωση Σεϊσίδη είναι χαρακτηριστική της εγκληματικής φυσιογνωμίας των media. Ένας αθώος διασύρθηκε από τον ίδιο τον υπουργό και δεκάδες φυλλάδες. Από πρωτοσέλιδο ως εγκληματίας κατέληξε αθώος (με αναπηρία) σε μονόστηλη ειδησούλα μετά τη σελίδα με τα εφημερεύοντα φαρμακεία. Εδώ δεν υπάρχει καν το «συγγνώμη λάθος». Δεν υφίσταται τίποτε για να αναδιατυπωθεί, να διαψευστεί ή να ανασκευαστεί. Απλώς, όσο παύει το θέμα να είναι πιασάρικο τόσο στριμώχνεται στις πίσω σελίδες διαρκώς συρρικνούμενο. Τι κι αν καταστράφηκε ένας άνθρωπος; Τι κι αν καταστραφούν δέκα; Τι κι αν χειραγωγήθηκαν χίλιες συνειδήσεις; Τι κι αν χειραγωγηθούν όλες οι συνειδήσεις;
Το θέμα μου όμως δεν είναι ο Σεϊσίδης, αλλά εκείνος ο δύστυχος άνδρας που δεν έζησε για να δει το δεύτερο παιδί του να γεννιέται, επειδή κάποιοι υπάνθρωποι δολοφόνοι τον κατέσφαξαν προκειμένου να του αρπάξουν μία κάμερα. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα των τελευταίων χρόνων και οι δράστες αξίζουν την πιο βαριά δυνατή ποινή. Όταν όμως η μεταφορά ενός τόσο τραγικού γεγονότος γίνεται από τα συνηθισμένα δημοσιογραφικά κανάλια που αντιλαμβάνονται την είδηση ως προϊόν προς πώληση, τότε έχουμε να κάνουμε με (δυνάμει) κατά συρροήν δολοφόνους.
Κανένα γεγονός, ειδικά αν πρόκειται για έγκλημα, δεν συμβαίνει σε κενό. Μία διακριτή αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων διαχωρίζει τις περιπτώσεις μεταξύ τους, και κάθε ερμηνεία της οφείλει να γίνεται με τεράστια προσοχή. Όταν ενημερώνεις μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους δεν παίζεις με τις ερμηνείες αυτές, και όταν τις περνάς από τον πολύγραφο της εύκολης ατάκας που πουλάει εξαργυρώνοντας μαζικές φοβίες, τότε φίλε δημοσιογράφε γίνεσαι ο ίδιος δολοφόνος.
Τον περασμένο Μάρτιο δύο άνδρες της ομάδας ΔΙΑΣ έπεσαν νεκροί από σφαίρες σπείρας κακοποιών στον Ρέντη. Εκατοντάδες φωσκολειάδες γράφτηκαν για την υπόθεση, και δεκάδες μέικ-απ καταστράφηκαν από τα δάκρια καλοχτενισμένων ανκορατζήδων. Μόνιμη επωδός στη μεταφορά της είδησης, τα σπαστά ελληνικά των δραστών. Άρα; Άρα, αλλοδαποί! Προ ολίγων ημερών συνελήφθησαν οι κατηγορούμενοι για τη δολοφονία και, όπως προκύπτει, είναι Έλληνες ομογενείς, ενώ οι δύο τσιλιαδόροι τους Έλληνες γηγενείς. Στο κύκλωμα μάλιστα φαίνεται να εμπλέκεται απόστρατος αστυνομικός, ο οποίος προμήθευε τη συμμορία με αυτοκίνητα. Άρα, όπως όλα δείχνουν, πρόκειται για κλασική περίπτωση οργανωμένου εγκλήματος, μαφιών και δικτύου «ανθρώπων από μέσα». Αυτά είναι δεδομένα, για τα οποία μπορούμε να υποθέτουμε ΤΩΡΑ, μετά τη σύλληψη των δραστών. Ακόμη όμως κι έτσι, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Πώς θα φαινόταν αν, στο επόμενο παρόμοιο περιστατικό, ισχυριζόμασταν ότι «τις δολοφονίες διέπραξε η αστυνομία», με το σκεπτικό ότι δεν θα είναι η πρώτη φορά που εμπλέκονται άνδρες της ΕΛΑΣ σε κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος; Πόσοι θα έσπευδαν να διαμαρτυρηθούν για φαιδρότητες και για σπίλωση του αστυνομικού σώματος; Δικαίως. Πόσο τραβηγμένο θα ήταν να πούμε ότι «οι Έλληνες είναι μαφιόζοι»; Σίγουρα όχι λιγότερο από το να ισχυριστούμε ότι «οι αλλοδαποί είναι δολοφόνοι». Το ίδιο σιχαμερές γενικεύσεις. Το ίδιο βλακώδης αναπαραγωγή στερεότυπων. Με μία μικρή –πλην σημαντική– διαφορά: όποιος πει ότι «η αστυνομία δολοφονεί» ή «η μαφία είναι ελληνική» θα αντιμετωπιστεί από την κοινωνία σαν εμπαθής, μηδενιστής ή –και απλώς– βλάκας. Εκείνος όμως που διαδίδει τη βεβαιότητα ότι «πας μη Έλλην δολοφόνος» μπορεί κάλλιστα να διεκδικήσει και τη θέση του πρωθυπουργού στις επόμενες εκλογές.
Δεν υποβαθμίζω το υπαρκτό ζήτημα του μεταναστευτικού, για το οποίο μάλιστα οι υπεύθυνες κυβερνήσεις συνειδητά κάνουν ό,τι περνά από τα χέρια τους για να το διογκώσουν και να το φτάσουν στα άκρα του. Οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα περιθωριοποιείται είναι απολύτως λογικό να αναπτύξει εγκληματική συμπεριφορά. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι οι αιτίες της εγκληματικότητας είναι πάντα οι ίδιες, ούτε και οι κακοποιοί πάντα θύματα ενός κάποιου συστήματος που τους οδήγησε στο έγκλημα. Το κυριότερο όμως: δεν είναι όλα τα εγκλήματα ίδια. Οι δολοφονίες των δύο ανδρών της ΔΙΑΣ δεν μπορούν να καλυφθούν πίσω από το επιχείρημα της «οικονομικής κρίσης». Οι μαφίες και το οργανωμένο έγκλημα έχουν πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά, και είναι λογικό να αυξάνουν τη δράση τους αλλά και τον κυνισμό τους σε περιβάλλον κρίσης και γενικευμένου κοινωνικού κανιβαλισμού. Όμως έχουν επιλέξει τον δρόμο του εγκλήματος και οργανωθεί σε αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το έγκλημα δεν σχετίζεται επ’ ουδενί με το «εθνικό DNA», και κάθε παραδοχή ότι «ο Αλβανός είναι εγκληματίας» ισούται με τον ισχυρισμό ότι όλοι οι ξανθοί είναι ομοφυλόφιλοι, και όλες οι γυναίκες πόρνες. Όταν τέτοιες αθλιότητες υιοθετούνται από τα μέσα ενημέρωσης, και ειδικά σε συνθήκες κοινωνικής διάλυσης, δεν είναι υπερβολή να μιλάμε για έγκλημα εξίσου οργανωμένο με αυτό της κάθε μαφίας (ελληνικής, αλλοδαπής ή… μικτής).
Οι δημοσιογράφοι που με τόση ελαφρότητα συμπληρώνουν την είδηση με την πρόταση πασπαρτού «μάλλον αλλοδαποί κακοποιοί» θα πρέπει επιτέλους να αρχίσουν κάποια στιγμή να αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους στη δολοφονική αλυσιδωτή αντίδραση που οι ίδιοι πυροδοτούν. Σαν να οπλίζουν το χέρι του επόμενου φασίστα, σαν να χαρίζουν χειροβομβίδες σε ψυχικά διαταραγμένες προσωπικότητες. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι τέτοια, ώστε να τους αξίζει ποινή αντίστοιχη με εκείνη των δολοφόνων του «πατέρα με την κάμερα».
Zaphod Beeblebrox
http://mallon-akindynos.blogspot.com/