Να εκβιάσουμε την ιστορία

η κοινωνική συγκυρία, το ζήτημα της οργάνωσης και του κοινωνικού προτάγματος

1. Εκλογές, η ενσωμάτωση της κοινωνικής αναταραχής

Η κυριαρχία, μέσα από την εκλογική διαδικασία, κατάφερε σε αξιοσημείωτο βαθμό να απορροφήσει την κοινωνική αναταραχή και να την ενσωματώσει σε θεσμικό/κρατικό επίπεδο, δίνοντας κομματική έκφραση στις διάφορες αντιμαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις του καταρρέοντος ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αδρανοποίησε τους, «μεγάλης κλίμακας», κοινωνικούς αγώνες, και μετατόπισε τη δημόσια συζήτηση στην κυρίαρχη ατζέντα και τα τρομοκρατικά διλήμματα που έθεσε. Και οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις διεξήχθησαν με όρους έντονης πόλωσης που μετέφρασαν την κοινωνική σύγκρουση σε εκλογική. Η πολιτική διεξάγεται πλέον με πολεμικούς όρους, και ωθούν τον καθένα να πάρει θέση στα κοινωνικά στρατόπεδα που διαμορφώνονται σταδιακά.

2. Η αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας

Η πρόσκαιρη αποσταθεροποίηση που αναδείχθηκε από τα εκλογές του Μάη, και η αδυναμία συγκρότησης μιας αξιόπιστης πολιτικής διαχείρισης της κρατικής μηχανής και της κρίσης, αποκαταστάθηκε προσωρινά με τις εκλογές του Ιούνη. Η αστική τάξη κατάφερε να ξεπεράσει τον τρόμο μιας αναδιάταξης σε επίπεδο κρατικής διαχείρισης με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ένας τρόμος που ουσιαστικά αφορά τη διαμάχη για τη θέση του ελληνικού κράτους στη διεθνοποιημένη οικονομία και τους διεθνείς πολιτικούς οργανισμούς, όσο και τις εσωτερικές συγκρούσεις τμημάτων του κεφαλαίου (είτε μεταξύ ντόπιων και ξένων, είτε εντός της σφαίρας του ελληνικού κεφαλαίου). Η ελπίδα που δημιουργήθηκε σε πολλούς ψηφοφόρους διαψεύστηκε με την επανασυγκρότηση του Δεξιού ρεύματος με επίκεντρο τη Ν.Δ., τον νέο ρυθμιστικό ρόλο του σκληρού πυρήνα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., και την αταλάντευτα υπεύθυνη στάση της ΔΗΜ.ΑΡ. απέναντι στα προβλήματα που ταλανίζουν το έθνος.

3. Για την ήττα του δικομματισμού και τη χαρά της Αριστεράς

Η, από δεκαετίες, προσδοκία της Αριστεράς για κατάρρευση του δικομματισμού, και η χαρά για το αποτέλεσμα των εκλογών του Μάη, αγνοεί ότι η αδυναμία πολιτικής διαχείρισης του συστήματος δεν οδηγεί αυτόματα στην κατάρρευσή του, ούτε αφυπνίζει το λαϊκό κίνημα ώστε να συνειδητοποιήσει τη δύναμή του, ούτε αναπτύσσει αριστερή δυναμική. Οδηγεί την κυριαρχία στην εγκατάλειψη των ανεπαρκών πλέον μηχανισμών πειθάρχησης, την υιοθέτηση νέων, την επανασυγκρότηση των κομματικών μηχανισμών και την επαναξιολόγηση και όξυνση των στρατηγικών τους.

Η κατάρρευση της δανεικής ευημερίας, η αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού, η εγκατάλειψη των ιδεολογημάτων της ανάπτυξης, η προδοσία των υποσχέσεων των πελατειακών σχέσεων, απελευθερώνουν πλήθος αντικρουόμενων δυνάμεων με όρους κοινωνικής σύγκρουσης με πολλαπλές κατευθύνσεις και σίγουρα όχι μόνο δημοκρατικών, προοδευτικών, αριστερών ή ανταγωνιστικών.

4. Η Δεξιά λύση διαχείρισης της κρίσης ως η μόνη ικανή

Τα εκλογικά αποτελέσματα αναδεικνύουν σε πλειοψηφικό ρεύμα τις Δεξιές αντιλήψεις και αξίες. Η λαϊκή, η φιλελεύθερη, η εθνικιστική και φασιστική Δεξιά συγκεντρώνουν χοντρικά ένα 47% (απ’ όσους ψήφισαν) με περίπου 2.900.000 ψηφοφόρους. Αυτό το διαταξικό κοινωνικό σώμα αποτελεί τη βάση για την υποστήριξη μιας Δεξιάς διαχείρισης της κρίσης, ανεξάρτητα από τη μορφή που μπορεί να πάρει και ποιες τάσεις της Δεξιάς θα ηγεμονεύσουν. Η κοινή τους ιδεολογική πλατφόρμα κινείται γύρω από την αυταρχικοποίηση του κρατικού μηχανισμού, τον εκφασισμό του κρατικού λόγου, την ενίσχυση του εθνικισμού και του ρατσισμού, την πολεμική, και άνευ όρων, καταστολή αριστερόστροφων/ριζοσπαστικών κοινωνικών αγώνων, απεργιών και διαδηλώσεων, την επιβολή του νόμου και της τάξης, τη βίαιη-ναζιστική διαχείριση του πολυεθνικού προλεταριάτου των μεταναστών. Η Δεξιά λύση είναι αφενός η δικλείδα ασφαλείας για μια σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος διαχείρισης, και αφετέρου ο εγγυητής μιας απροκάλυπτης διασφάλισης των συμφερόντων του κεφαλαίου, της επιχειρηματικότητας και των συμφερόντων των εθνικόφρονων μικροϊδιοκτητών, εμπόρων και ελεύθερων επαγγελματιών με την ταυτόχρονη βίαιη πειθάρχηση του προλεταριάτου και των επικίνδυνων τάξεων.

5. Οι ρυθμιστές του πολιτικού συστήματος

Το καταρρέον, αλλά σίγουρα όχι ανύπαρκτο, «κέντρο» επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του. ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ΔΗΜ.ΑΡ. αποτελούν πλέον ρυθμιστικούς παράγοντες στην κυρίαρχη πολιτική σκηνή. Ο ένας προσφέρει την ισχυρή δύναμη που διατηρεί τόσο στον κρατικό μηχανισμό, όσο και σε τμήματα του κεφαλαίου. Ο άλλος προσφέρει την αξιοπιστία της νομιμόφρονης υπευθυνότητας, δίνοντας το απαραίτητο δημοκρατικό, και με εθνική συναίσθηση, άλλοθι για την κατακρεούργηση του προλεταριάτου.

6. Η Καθεστωτική Αριστερά

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελεί την κύρια μορφή ενσωμάτωσης των δημοκρατικά ευαίσθητων και καταρρέοντων μικροαστών, του επισφαλούς προλεταριάτου, των ανέργων και ενός μεγάλου κομματιού του πολύμορφου αστερισμού των αυτο-οργανωμένων εγχειρημάτων, των συνελεύσεων γειτονιάς και των κοινωνικών αγώνων. Αυτή η πρωτοφανής ενσωμάτωση αναδεικνύει, με τον πιο τραγικό τρόπο, τις οργανωτικές αδυναμίες των κινημάτων και τις προοπτικές που αδυνατούν να συνθέσουν με όρους κοινωνικής δύναμης. Ένα κενό που έρχεται να συμπληρώσει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ποδοπατώντας τις όποιες κινηματικές δυνάμεις. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελεί μια σούπα αντιφατικών δυνάμεων, χωρίς πολιτική συνοχή, που αφομοιώνει πολιτικά την ανάγκη ενός κοινωνικού κομματιού να μπει ένα τέρμα στον κατήφορο του μνημονίου.

Το Κ.Κ.Ε. φαίνεται να ασφυκτιά στις νέες κοινωνικές συνθήκες. Είναι εκείνος ο μηχανισμός που θέλει να διατηρήσει και, ει δυνατόν, να αυξήσει την επιρροή του στον κρατικό μηχανισμό για να διασφαλίσει τα συμφέροντα που απορρέουν για το Κόμμα. Οι ελεγχόμενοι αγώνες που κινητοποιεί έχουν ως μόνο σκοπό να διατηρούν τη νομιμοποίηση του κομματικού μηχανισμού στα μάτια της λαϊκής οικογένειας, και να μεσολαβούν τα συμφέροντα επαγγελματικών κλάδων στους οποίους έχει πρόσβαση. Έτσι αρνείται την αριστερή συνδιαχείριση της κρίσης για να μην αναλάβει το κόστος να χρεωθεί την κρατική χρεοκοπία. Απ’ την άλλη, ο χαρακτήρας της ανάπτυξης των αγώνων είναι τέτοιος που δεν μπορεί να βουτήξει τα χέρια του σε ακομμάτιστους και ανεξέλεγκτους αγώνες, αφού δεν μπορεί από εκεί να αντλήσει νομιμοποίηση (αντίθετα υπάρχει ο φόβος για το αντίθετο). Έτσι η μεταπολιτευτική στρατηγική του «και στους δρόμους και στους διαδρόμους της βουλής» αποτυγχάνει παταγωδώς και στα δύο, και οδηγεί το Κόμμα στο 4%.

7. Ο πολιορκητικός κριός

Η Χρυσή Αυγή είναι ο πολιορκητικός κριός της κυριαρχίας. Εκφράζει πολιτικά τα εκφασισμένα κομμάτια της κοινωνίας (μικροαστικά και προλεταριακά), του κρατικού μηχανισμού, των σωμάτων ασφαλείας και του οργανωμένου εγκλήματος, του παρακράτους και της μαφίας. Ο τεράστιος κίνδυνος με τη χρυσή αυγή είναι η ενδεχόμενη μετατροπή της από περιθωριακή παρακρατική συμμορία σε φασιστικό κίνημα. Δεν θα αναφερθούμε εδώ στον ρόλο που μπορεί να παίξει, αλλά θέλαμε να επισημάνουμε δύο πράγματα. Κεντρική της γραμμή είναι η βία του πεζοδρομίου για την υλοποίηση του προγράμματος άμεσης εκδίωξης του πολυεθνικού προλεταριάτου. Μια βία που νομιμοποιεί και το κυνήγι αριστερών, αναρχικών, κοινωνικών αγωνιστών και αντεθνικών στοιχείων, ειδικότερα αν θα καταφέρει να αποκτήσει ισχυρές οργανώσεις βάσης που θα κινητοποιούν εθνικόφρονα πλήθη. Η δεύτερη κεντρική και διακηρυγμένη γραμμή είναι το στήσιμο ρατσιστικών/μαφιόζικων δομών κοινωνικής πρόνοιας. Όσο κι αν χαρακτηρίζονταν προπαγανδιστικού/μυθολογικού τύπου οι συνοδείες των γραιών στα ΑΤΜ, ας μην υποτιμάμε τη δυνατότητά τους (με κρατική χρηματοδότηση) να στήσουν δομές πρόνοιας. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο να προσδώσει στους νεοναζί κοινωνικά ριζώματα, αφού θα δίνουν οργανωτικές απαντήσεις σε υλικά ζητήματα, ακόμη κι αν είναι με όρους μαφίας και νταβαντζιλικιού.

8. Η εγκατάλειψη της δημοκρατικής διαχείρισης

Μιλώντας για την ελλαδική περίπτωση, και χωρίς να ανιχνεύσουμε τους ιστορικούς και γενικούς λόγους αυτής της στρατηγικής, η αριστερά, σχεδόν στο σύνολό της, παραμένει δέσμια της θέσης που κατέλαβε στο δημοκρατικό πολίτευμα μετά τη μεταπολίτευση, και συνεπώς δέσμια μιας συγκεκριμένης πολιτικής αντίληψης που καλλιέργησε. Αποτελούσε το θεσμικό διαμεσολαβητή μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας με τα αντίστοιχα φυσικά οφέλη. Αντιλαμβάνεται την πολιτική και τους αγώνες με όρους δημοκρατικής αντιπολιτευτικής άσκησης πίεσης προς το κράτος για την ικανοποίηση των αιτημάτων της. Μια πίεση που διαμεσολαβείται από κόμματα/κοινωνικούς-εργατικούς θεσμούς και φορείς, όπου οι απεργίες, οι διαδηλώσεις και οι μάζες έχουν το ρόλο της απλής αριθμητικής υποστήριξης της διαμεσολάβησης (όσο περισσότεροι είμαστε, τόσο πιο πολύ θα τους πιέζουμε). Δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική ως μια υλική σύγκρουση κοινωνικών δυνάμεων.

Η δημοκρατική διαχείριση ως το κεντρικό πλαίσιο λύσης των κοινωνικών συγκρούσεων καταρρέει. Η σημερινή συνθήκη διαμορφώνει στη θέση της δημοκρατικής διαπραγμάτευσης ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Ένα τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί πλέον να ανεχθεί την αριστερά στον ρόλο του θεσμικού συνομιλητή, και επιθυμεί να την εξοβελίσει από τον δημοκρατικό διάλογο. Το δίλημμα της υποταγής στη νομιμοφροσύνη ή της κατασταλτικής απομόνωσης θα γίνεται όλο και πιο κατανοητό στο μέλλον. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης θα επιτίθεται πλέον στο σύνολο των αξιών και αντιλήψεων που συγκροτεί το ανταγωνιστικό κίνημα. Η εκφορά το κρατικού λόγου εκφασίζεται και τείνει να ορίσει εκ νέου την κανονικότητα για το ποιος χωράει και ποιος όχι στο νέο περιβάλλον. Έτσι οι μετανάστες δεν είναι μόνο εγκληματίες, αλλά και υγειονομική βόμβα, οι πόρνες εκτός από πλέμπα είναι και εγκληματίες που σκορπούν τον θάνατο στα ελληνικά νοικοκυριά, οι αριστεροί δεν καλύπτουν μόνο τους κουκουλοφόρους, αλλά συμμετέχουν και σε gay parade. Νέοι πληθυσμοί, οι απόκληροι, οι απόβλητοι, οι επικίνδυνες τάξεις και με επίκεντρο το αγωνιζόμενο προλεταριάτο θα στοχοποιηθούν και θα συγκροτούν τον κατεξοχήν εσωτερικό αντ-εθνικό εχθρό που αποσκοπεί στην αποσταθεροποίηση του καθεστώτος και την ανωμαλία.

Επομένως, και αφήνοντας εκτός την κριτική στον μεταρρυθμισμό της αριστεράς, η αντιπολιτευτικού τύπου δημοκρατική κουλτούρα της αριστερής άσκησης πολιτικής, όχι μόνο δεν έχει περιθώρια να αναπτυχθεί, αφού δεν υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, αλλά είναι καταδικασμένη να οδηγεί το κίνημα συνεχώς σε ήττα, σαν ένα σκύλο που υποχωρεί αδιάκοπα γαυγίζοντας στο αφεντικό του. Η πολιτική πλέον ασκείται με πολεμικούς όρους, με όρους πεζοδρομίου, ως μια υλική σύγκρουση εχθρικών/αντιμαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων.

9. Το κοινωνικό πρόταγμα και το ζήτημα της οργάνωσης

Το πρόβλημα της οργάνωσης και του κοινωνικού προτάγματος δεν προκύπτει απλώς από τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις αδυναμίες του κινήματος. Είναι κοινωνικό από την άποψη ότι η όξυνση της αποσταθεροποίησης του πολιτικο/οικονομικού συστήματος και η ανάπτυξη αγώνων θέτουν από μόνα τους ζητήματα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Είναι το εύρος, η ένταση και το βάθος των κοινωνικών ζητημάτων που μένουν να λυθούν και θέτουν επιτακτικά την αναγκαιότητα οργανωτικών απαντήσεων. Τόσο ως πολιτικές οργανωτικές μορφές αγώνα, όσο και ως κοινωνικές οργανωτικές μορφές αυτοδιαχείρισης της κοινωνικής ζωής.

Πλήθος ζητημάτων τα οποία παλεύαμε να διαχυθούν στο κοινωνικό σώμα για δεκαετίες, κατά κάποιο τρόπο γίνονται καθημερινότητα. Ξεπερνούν τους αναρχικούς, οικειοποιούνται από ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια. Η αλληλεγγύη, η προλεταριακή αντι-βία ως αναγκαίο μέσο, η αυτοοργάνωση, η αποκήρυξη των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος, η αναγκαιότητα της εξέγερσης. Όμως ακριβώς αυτή η οικειοποίηση τα μπολιάζει και με αντιδραστικά περιεχόμενα. Η αλληλεγγύη μπορεί να είναι κρατική, εκκλησιαστική, επιχειρηματική, φασιστική, μαφιόζικη. Η προλεταριακή βία μπορεί να είναι μαφιόζικη, τραμπούκικη, ρατσιστική. Η αποκήρυξη των κομμάτων μπορεί να στρέφεται στην αποπολιτικοποίηση και τον προσεταιρισμό της μαφίας και των νεοναζί. Η εξέγερση μπορεί να είναι ρατσιστική και εθνικιστική.

Αναφερόμενοι στη συγκυρία, υπάρχουν μια σειρά λόγοι που θέτουν την αναγκαιότητα αρχικά του ζητήματος της οργάνωσης. Η αυτοάμυνα και η υπεράσπιση δομών, διαδικασιών και αγωνιστών απέναντι στην κατασταλτική πολιτική του κράτους, τόσο σε υλικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Η σθεναρή αντίσταση απέναντι στον νέο κύκλο λεηλασίας του προλεταριάτου και την υποβάθμιση της κοινωνικής ζωής. Η οργανωμένη ανάσχεση της ποδηγέτησης του κινήματος από την αριστερά και η ανατροπή των τάσεων ενσωμάτωσης. Η ανακοπή της ανάπτυξης των φασιστικών ρευμάτων σε κοινωνικό/πολιτικό επίπεδο, η αυτοάμυνα απέναντι στη φασιστική βία και το τσάκισμα των ομάδων κρούσης των φασιστών, η αποτροπή της προσπάθειάς τους για χτίσιμο ρατσιστικών δομών μαφιόζικης πρόνοιας.

Όλα τα παραπάνω μάς θέτουν δύο κύρια ζητήματα α) Ποιες είναι εκείνες οι οργανωτικές μορφές που θα μας επιτρέψουν αφενός να αγωνιζόμαστε με όρους κοινωνικής δύναμης, και αφετέρου να μας επιτρέπουν να αναλάβουμε συλλογικά την αυτοδιαχείριση τμημάτων της κοινωνικής ζωής (οργανωτικό ζήτημα), β) Ποιο θα είναι το πολιτικό εκείνο περιεχόμενο που θα μπολιάζει αυτές τις οργανωτικές μορφές σε μια απελευθερωτική κατεύθυνση (το ζήτημα του κοινωνικού προτάγματος). Η εμβάθυνση αυτών των ζητημάτων μάς θέτει κάποια επιπλέον ερωτήματα:

  • Ποιες προϋποθέσεις ενυπάρχουν στους σημερινούς κοινωνικούς αγώνες για μια τέτοια κατεύθυνση; (εδώ χρειάζεται μια ανάλυση των ετερόκλητων κοινωνικών αγώνων και των πολιτικών περιεχομένων που θέτουν)
  • Ποιες προϋποθέσεις υπάρχουν για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού προτάγματος; (εδώ χρειάζεται μια ανάλυση των κοινωνικών ζητημάτων που τίθενται προς επίλυση και των υλικών δυνατοτήτων που υπάρχουν).
  • Ποια συμμαχία κοινωνικών/πολιτικών δυνάμεων θα σηκώσει το βάρος της κοινωνικής/ταξικής σύγκρουσης, θα συγκροτήσει το κοινωνικό πρόταγμα και θα το υλοποιήσει; (εδώ χρειάζεται μια ανάλυση της κοινωνικής πυραμίδας που διαμορφώνεται γενικά και κατ’ επέκταση των υποτελών τάξεων, τη συνείδηση που διαμορφώνουν, τα συμφέροντά τους, τη συμμετοχή τους στους αγώνες και τις δυνατότητές τους).
  • Το ζήτημα του Κοινωνικού και του Πολιτικού. Ποια είναι δηλαδή η σχέση μεταξύ των πολιτικών μορφών οργάνωσης; (συλλογικότητες, κόμματα, πολιτικές οργανώσεις, πολιτικοί φορείς εν γένει) και των κοινωνικών μορφών οργάνωσης (συνελεύσεις γειτονιάς, σωματεία βάσης, αυτοοργανωμένα κοινωνικά εγχειρήματα)

Για την περίπτωση τέλος του αναρχικού χώρου στην ελλάδα τίθεται ειδικότερα το ζήτημα της ανασύνθεσης της οργανωτικής μορφής που έχει ιστορικά. Το γεγονός δηλαδή ότι συγκροτείται μέσα από αυτόνομους αναρχικούς πυρήνες (καταλήψεις, συλλογικότητες, στέκια, πρωτοβουλίες) σε όλο τον ελλαδικό χώρ,ο οι οποίοι είτε συντονίζονται ανά καιρούς, είτε συγχρονίζουν την πολιτική τους δράση αυθόρμητα και αντανακλαστικά. Αυτή η οργανωτική μορφή αφενός επιτρέπει στους αναρχικούς να είναι ευέλικτοι και να ριζώνουν κοινωνικά στους τόπους που δραστηριοποιούνται αλληλεπιδρώντας άμεσα με άλλα κοινωνικά κομμάτια. Αφετέρου όμως είναι και η αδυναμία τους αφού οι αντανακλαστικές, αυθόρμητες και αποσπασματικές απαντήσεις δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στο εύρος και την ένταση των ζητημάτων που μας τίθενται. Ποια θα είναι εκείνη η οργανωτική μορφή που απ’ τη μια θα διατηρήσει την ευελιξία και τη διείσδυση στο κοινωνικό σώμα, και απ’ την άλλη θα την καταστήσουν καθοριστική στη συγκρότηση ενός κινήματος με όρους πολιτικής/κοινωνικής δύναμης ικανής να ανταποκριθεί στο βάρος της κοινωνικής/ταξικής σύγκρουσης;

Η κουβέντα έχει ήδη ανοίξει. Ας την κάνουμε πράξη μέσα από τη διείσδυση στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, τους αγώνες και τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα.

Για τη μετατροπή του αναρχικού χώρου σε αναρχικό κίνημα. Για τη συμβολή μας στη διαμόρφωση και συγκρότηση ενός ανταγωνιστικού κινήματος με όρους κοινωνικής δύναμης ικανής να εκβιάσει την ιστορία.

βλάσσης