Σαμποτάζ στα διασκεδαστήρια

Ο δημόσιος χώρος αποτελεί ένα διαρκές διακύβευμα διεκδίκησης για όσα άτομα θέλουν να τον χρησιμοποιούν. Το κράτος ορίζει τη χρήση του. Αν δεν το κάνει με τη φυσική παρουσία των μπάτσων, έχει τη δύναμη να το κάνει με άλλους όρους: περιφράξεις, πολεοδομία, αφαίρεση κοινόχρηστων καθισμάτων, είσαγωγή τραπεζοκαθισμάτων.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και το κράτος, και όσα υποκείμενα κάνουν χρήση των δημοσίων χώρων είναι εγγενής. Αποτελεί ακόμη ένα πεδίο αντιστάσεων και αγώνα για τους/τις από τα κάτω.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα τραπεζοκαθίσματα σε πλατείες ή πεζοδρόμους, έχουμε να κάνουμε με μία συνθήκη η οποία σερβίρεται σαν να υπήρχε από πάντα. Επιχειρεί να είναι νομιμοποιημένη σχετικά με την ύπαρξή της, ώστε να αφαιρείται η αντίληψή μας για τον χώρο χωρίς αυτά. Άλλωστε, όλο το σύστημα εκμετάλλευσης επιχειρεί να έχει τον χαρακτήρα του διαρκούς και του μόνιμου.

Τον Μάρτη του 2020 όμως, πολλά μόνιμα και σταθερά πράγματα φτάσανε στα όριά τους. Την περίοδο εκείνη κλεινόμαστε όλα μας υποχρεωτικά στο σπίτι λόγω της covid-19. Την ίδια ρότα ακολουθούνε και τα μαγαζιά της εστίασης που καταλαμβάνουν τον χώρο.

Έγινε ορατό με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πόσο χώρο αφήνουν «ελεύθερο» τα καταστήματα αυτού του τύπου για άλλες χρήσεις. Σε κάποιες πλατείες ή περιοχές φάνηκε ότι κυριαρχούν στον χώρο.

Ενώ, όσοι/ες κυκλοφορούσαν τις περιόδους αυτές (Μάρτης 2020, Νοέμβρης 2020) αντιλήφθηκαν το μέγεθος της καταπάτησης, αλλά και ευχαριστήθηκαν μέρη που άλλοτε δεν είχαν τη δυνατότητα να αράξουν, το κράτος και τα αφεντικά επιστρέφουν δυναμικά κατά τα «ανοίγματα» της οικονομίας.

Έτσι, το κράτος νομοθετεί την πλήρη επέκταση των καταστημάτων οπουδήποτε. Μαγαζιά φτάνουν μέχρι τα παγκάκια πλατειών· πεζοδρόμια γεμίζουν κατασκευές για την αύξηση της κερδοφορίας· πεζούλια χρησιμοποιούνται για τα τραπεζάκια τους· σημεία απέναντι από καταστήματα καταλαμβάνονται, καταπατώντας ακόμη και το ήδη ξεχειλωμένο νομικό πλαίσιό τους.

Η κίνηση κράτους και αφεντικών είναι σχεδιασμένη, ώστε να δομήσουν επιπλέον σύνορα. Χωρίς χώρους να αράζουμε αναγκαζόμαστε να ευθυγραμμιστούμε με την καπιταλιστική κερδοφορία. Ειδικά, όταν όλα τα παραπάνω, γίνονται σε όλη την πόλη, ο κλοιός είναι ασφυκτικός.

Επιπλέον, λόγω της συνθήκης με τον έλεγχο πιστοποιητικών κάθε είδους, τα σύνορα γίνονται ακόμη πιο πραγματικά και εμφανή.

Και φυσικά, η συνεχιζόμενη ανάπλαση ολόκληρων γειτονιών, οι νέες γραμμές μετρό ή η επέκταση παλιότερων, αλλάζουν ριζικά τον χαρακτήρα των γειτονιών.

Το κράτος δεν χάνει ευκαιρίες για βάθεμα των κινήσεών του. Το ξύλο στις πλατείες όταν τα μαγαζιά της «διασκέδασης» ήταν κλειστά, η πρόταση για εισιτήριο εισόδου στο βουνό του Ολύμπου, το κλείσιμο των δρυμών, πάρκων και δασών με πρόφαση τις πυρκαγιές, οδηγούν σε έναν μονόδρομο: για να έχετε την όποια κοινωνική ζωή, για να διασκεδάσετε, για να ξεφύγετε, θα πρέπει να πληρώνετε και να συμμορφώνεστε.

Επειδή όμως το ζήτημα είναι ανταγωνιστικό, πρέπει να αντιληφθούμε τον ρόλο μας μέσα σε αυτό. Ως χρήστες και χρήστριες των χώρων αυτών, αλλά και τόσων άλλων, πρέπει να πάρουμε θέση μάχης ενάντια στο προφανές. Γιατί σε λίγο δεν θα μείνει παγκάκι, είτε επειδή θα το βγάλει το κράτος, είτε γιατί θα το καταλάβει το «συνοικιακό» καφέ.

Να κάνουμε ορατές τις ανάγκες μας: διαδηλώνοντας μέσα στα μαγαζιά τους· ανατρέποντας τα σύνορά τους· σαμποτάροντας τις δομές της κερδοφορίας τους· συνεχίζοντας το άραγμα και τη διασκέδαση και με δικούς μας όρους.

καρόσι

«Τραπεζάκι που απλώνεται θα κόβεται – Ο δημόσιος χώρος μάς ανήκει»,
στο πεζοδρομημένο τμήμα της Αγίας Ζώνης, Κυψέλη, Αθήνα.