Συμμοριτοπόλεμος (Οπισθόφυλλο #57)

Αααααααα! Αυτό είναι συμμοριτοπόλεµος.

εελληνες µε καπελαδούρες, ξέρω γω, ρεπούμπλικες τις λέγανε.

Τετράγωνοι, µεγάααλοι, µε µακριά παλτά και καµπαρντίνες, είχανε µέσα στις τσέπες τους πιστόλια, µπορεί να είχανε κι άλλα πιστόλια από µέσα. Με τα χέρια µέσα στις τσέπες τους πυροβολούσανε άλλους Ἕλληνες και περπατάγανε γρήγορα σαν να βιαζόντουσαν πάρα πολύ ή να τους κυνηγάγανε κάποιοι.

Εγώ ήθελα – δεν αφήνανε, λέει – να βγώ έξω. Έξω ήθελα. Εκεί ήθελα. Στο «Απαγορεύεται».

Στη γωνία µας Λάμπρου Κατσώνη και Μπουκουβάλα σωρός από φαγωμένες γάτες και πεθαµένοι από την πείνα – σκουπίδια τα λέγανε – γονείς και παιδιά.

Είδα απ᾿ το τζάμι µια σφαίρα να µου χτυπάει την παλάμη την αριστερή, αίματα και τα σκουπίδια να ανασαίνουνε. Ἡ µάνα µου ήτανε στην κουζίνα κι ο πατέρας ούτε που ξέρω, ανοίγω την πόρτα και πάω στα σκουπίδια.

Κι εκεί εἶδα, και δε δίνω δεκάρα αν δε µε πιστεύετε, το πιο όμορφο αγόρι που είχα δει στη ζωή µου. Ἠτανε κουκουλωμµένος εκεί, κρατούσε ένα οπλοπολυβόλο, είχε αραιά ξανθά γένια και µακριά ξανθά μαλλιά. Τα μάτια του… δεν ξέρω να πω τι χρώμα είχαν. Έμοιαζε ή ήτανε ο Χριστός.

«Φύγε, κοριτσάκι, φύγε», µου είπε, «από δω. θα µε σκοτώσουν».

Πήρα µια πολύ βαθιά ανάσα για να τρέξω γρήγορα.

«Σκύψε να σε φιλήσω», µου είπε.

Ἠμουνα ήδη στο σπίτι.

Ο πρώτος άντρας και ο τελευταίος που ερωτεύτηκα ήτανε αντάρτης των πόλεων.

Δεκέμβρης του 44. Λάμπρου Κατσωνη και Μπουκουβάλα γωνία/ Κατερίνα Γώγου