Ο Γιώργος Παπαχρήστος γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει κυρίως στην Αθήνα. Ό,τι γράφτηκε είναι σε συνθήκες άσχημες, απελπιστικά όμορφες, μελαγχολικές, χαοτικές, σε Τρίκαλα, Χίο, Κρήτη, ψυχιατρεία, σαν αιχμαλωσία. Συνεχίζει να μαζεύει φως, μέσα απ’ την άρνηση, σαν καλοακονισμένο μαχαίρι.
Αδέσποτα σκυλιά
Η πίκρα στο στόμα το πρωί
δεν έχει να κάνει με τσιγάρα
και χθεσινοβραδυνά μεθύσια
Χρόνος προδωμένος, ο εγκλεισμός που
αργά και σταθερά μου σφίγγει το λαιμό
Τα αδέσποτα σκυλιά κοιτάζονται ψόφια
πάνω στο λεπτό παγωμένο δέρμα
της λίμνης
Ονειρεύονται τη θάλασσα
κι ευτυχώς κανείς δεν μπορεί να
τα ξυπνήσει.
Δόγμα
Παρελθόν, παρόν, μέλλον
καίγονται στη φλόγα του κεριού
Ξυπνάω τα πρωινά, έχοντας ξεχάσει
τα όνειρά μου
Με καρδιά γεμάτη θλίψη, σηκώνω το κορμί μου
απ’ το κρεβάτι
πλένομαι, κάθομαι, γράφω
ώρες.
Πόσο ακόμα μπορώ ν’ αντέξω
Τόση αγάπη έχει περάσει, κι ακόμα τόση
όλο και πιο σπάνια
Πως μπορώ να ‘χω παράπονο;
Λάθος
Γιατί διαλέγουμε πάντα το λάθος πρόσωπο;
Δεν μπορώ να περιγράψω τα λάθος πρόσωπα
τα λάθη, σπασμένα φτερά
τα λάθη είναι η μοναδική μου περιουσία
η πειστικότερη απόδειξη ότι ζω
Είμαι η λάθος κατεύθυνση,
η νεκρή απόληξη νεύρου,
το ουρλιαχτό που έμεινε στη μέση
Μια μέρα οι λέξεις μου
μπορεί να σας παρηγορήσουν,
όπως οι δικές σας δεν μπορούν
να παρηγορήσουν εμένα.
Καμιά φορά με τρομάζει
ο τρόπος που κάνω λάθη,
με τρομάζει ο τρόπος που τρομάζεις
Τα λάθη δεν έχουν να κάνουν
με ανθρώπους και πράξεις
Μόνο με την πανσέληνο και τον ήλιο
Ίσως αυτή να είναι μια λάθος αντίληψη
Εσείς πώς ζείτε μέσα στο σωστό
σχολιάζοντας τις λάθος επιλογές
και το χρόνο που χάθηκε;
Εσύ πώς ζείς; Πού οχυρώνεσαι;
Παίζεις;
Love will tear us apart again.
Θυμίσου
Κι αν ακόμα υπάρχει αθανασία
στο πνεύμα σου θα προσφερθεί
τούτο το κακόμοιρο κορμί
Να στηριχτεί
Ούτε μια τόση δα ψευδαίσθηση δεν έχει
μόνο κρεβάτια καταβόθρες
Βάναυσα αγκαλιάσματα
πρόσκαιρα τιποτένια μελανώματα
δαγκωματιές ρηχές
Λιποταξίες
Να προσδοκάς τη σκόνη
Αυτό δεν είναι
Άλλοθι.
Λέξεις
Λέξεις σωριάζονται στο χαρτί
Λέξεις ερείπια, η μια δίπλα στην άλλη
Εκείνη γύρισε πίσω μα είναι ακομα μοναχή
Γύρισε μετά από τόσο καιρό
σαστισμένη, αλλά είναι αργά γι’ αυτούς
που αγαπιούνται
Ξυπνάμε και αναπνέουμε χώρια
Το χαμόγελο στον καθρέπτη είναι
ένα φωτοστέφανο θλίψης που μας τυλίγει
ενώ οι λέξεις συνεχίζουν
να κοροϊδεύουν και να ξαφνιάζουν
εσένα.
Καθρέφτης
Ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις μέσα και κλείνεις όλον τον κόσμο έξω. Όλος ο κόσμος σου ένα υπνοδωμάτιο, ένα λουτρό και μια κουζίνα. Μπαίνεις και ανάβεις το φως. Βγάζεις τα ρούχα σου. Κάθεσαι να ησυχάσεις. Τρεις άγγελοι ζωγράφισαν με περίεργα χρώματα το παράπονο. Σιωπή. Ξημερώματα. Ήχος μες στη σιωπή. Σηκώνεσαι αργά. Κουβαλάς χρόνια ακόμα στ’ αυτιά σου τον έξω κόσμο. Ξεθωριάζεις. Ο αέρας τη νύχτα είναι ελαφρύτερος. Το σκοτάδι σού δείχνει τα σκοτεινά σημεία του δωματίου. Σκουπίζεις το σώμα σου, ρυάκια ιδρώτα κατεβαίνουν στη ραχοκοκαλιά σου. Περπατάς στον διάδρομο, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεσαι τη διαδρομή του υγρού στοιχείου στην πλάτη σου. Στέγνωσε, πού θα πάει αυτή η δουλειά, είπε η καρδιά στο μυαλό. Στέγνωσε εκείνη η μπλούζα σου η παλιά που σου είχα χαρίσει. Κι έχω μια λύπη σαν θυμό.
Σάπια φρούτα
Είσαι τόσο κοντά
μια ανάσα, σχεδόν δίπλα μου
Στέρεψα και τα συναισθήματα
σε τρελή τροχιά
Σε θέλω σαν να μην σε θέλω
μερικές φορές σε σκέφτομαι
τώρα πια μόνο εγώ
Εγώ πήγα κόντρα στους νόμους
εσύ συμβιβάστηκες με τη μόδα
Εγώ έκανα το συρματόπλεγμα ήλιο
Εγώ ζω με τη βροχή
την κάνω δικιά μου
εσύ μπαίνεις σε λάθος στεγανά
Εγώ ζω χωρίς να ζω
εσύ ζεις γυρνώντας
στο πουθενά
Τ’ αστέρια φώτα
το σύμπαν περιμένει
το φεγγάρι μένει χλωμό
και σιωπηλό
τρέξτε να κρυφτείτε
Αφήνομαι τώρα στο άσκοπο
γίνομαι ένα με τον άνεργο χρόνο μου
Κάνω μικρά δρομολόγια με απειθάρχητα
με απειθάρχητα μέσα
χωρίς σχήμα, χωρίς φως
αμετακίνητος
διαψεύδομαι.
Έψαξα και βρήκα χίλιες μοναξιές
Η μοναξιά από την απουσία του άλλου και η μοναξιά απ’ την παρουσία του. Η μοναξιά από τον φόβο μην δει ο άλλος μέσα μας τον κρυμμένο εαυτό μας.
Η μοναξιά η αρσενική και η μοναξιά η θηλυκή. Η μοναξιά του ερημίτη, που θέλει να αποφύγει τους δαίμονές του και τελικά τρελαίνεται όταν συνομιλεί μ’ αυτούς. Η μοναξιά αυτού που θέλει να κλείσει πόρτες και παράθυρα και η μοναξιά αυτού που κλείνει.
Η μοναξιά μέσα στο πλήθος και η μοναξιά των μοναχικών. Η μοναξιά του φλύαρου και η μοναξιά του σιωπηλού. Η μοναξιά που μας επιβάλλεται και η μοναξιά που προκαλούμε εμείς οι ίδιοι, συνειδητά ή ασυνείδητα.
Η μοναξιά του νευρωσικού και η μοναξιά του τρελού. Η μοναξιά του ενάρετου και η απρόσιτη μοναξιά του εγκληματία, με την άρνηση των άλλων και του εαυτού του, μια μοναξιά που δεν χρειάζεται να λογοδοτεί σε κανέναν.
Η μοναξιά του νικητή και η μοναξιά του ηττημένου. Η μοναξιά του ώριμου και η μοναξιά του ανώριμου. Η μοναξιά του ποιητή που έλεγε: ο μόνος κανόνας της ζωής είναι, μόνος γεννιέσαι, μόνος πεθαίνεις. Μόνος, μόνος, μόνος. Οπότε μένω μόνος, αδέσμευτος από κάθε παλιά εξάρτηση, σπάω όλους τους δεσμούς μου, τ’ αφήνω όλα πίσω, ξαναφτάνω στο σημείο όπου δεν υπάρχει επιστροφή.
Η μετουσίωση του ανικανοποίητου, της άναρθρης και βουβής μελαγχολίας, σε δημιουργία. Αυτή είναι η μόνη άμυνα στην κατάθλιψη του χιλιοτρυπημένου σημερινού κόσμου. Καθένας σας ζει μια εντελώς διαφορετική.
Αυτή είναι η τέλεια μοναξιά.
Άνεμος
Είμαστε αισθήσεις, χωρίς να νιώθουμε
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύση
Στο σώμα, η σιγουριά
Στην ανάμνηση πονάμε
Μας διώχνουν από παντού και η
ποίηση είναι
το καταφύγιο που φθονούμε.
Ανατομία
Αισθάνομαι την πραγματικότητα
με σωματικό πόνο.
Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα
αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς
περισσότερο.
Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.
Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.